Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Οι δογματικές διαστάσεις της Άρσεως των Αναθεμάτων και οι προοπτικές των Οικουμενιστών



Πρό ἡμερῶν ἔφτασε στά χέρια μου τό ἐπίσημο φυλλάδιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ» μέ ἡμερομηνία 31-10-13. Ἡ καθυστέρησίς του ὀφείλεται εἰς τό ὅτι ἄν καί μηνιαῖα τά φυλλάδια τά στέλνουν στούς παραλῆπτες ὅλα μαζί ἀνά ἑξάμηνο, προφανῶς γιά οἰκονομικούς καί πρακτικούς λόγους.
Εἰς αὐτό τό φυλλάδιο, τό ὁποῖο φέρει τόν ὑπότιτλον «δελτίον εἰδήσεων», ἀναγράφεται ἡ εἴδησις ὅτι εἰς τό Ὀρθόδοξο κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης τήν 17η  καί 18η  Ὀκτωβρίου 2013, ἔγινε ἕνα συνέδριο μέ συνεργασία Παπικῶν, Προτεσταντῶν καί Ὀρθοδόξων μέ θέμα: «Ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία».
Εἰς αὐτό τό συνέδριο μίλησαν Παπικοί, Πρoτεστάντες καί Ὀρθόδοξοι καί ἐξῆραν τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο γιά τά ἀνοίγματα πού ἔκανε πρός τίς ἄλλες Ἐκκλησίες καί γιά τίς ριζικές ἀλλαγές στήν μέχρι τότε νοοτροπία τῶν Παπικῶν.
Θά ἐθεωροῦσα ἀνάξια κάθε ἀναφορά εἰς αὐτό τό συνέδριο, ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι τέτοια γίνονται πλέον πολλά καί δέν μᾶς προξενοῦν ἐντύπωσι, ἐπειδή ἔχουμε ὅλοι μας ἐθιστῆ, κατά τόν μέγα Φώτιο, σάν μέ ναρκωτικό στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἐπειδή ἐπιλέξαμε τήν εὔκολη ὁδό τοῦ συμβιβασμοῦ καί τοῦ βολέματος καί ὄχι τῆς ὁμολογίας καί τοῦ διωγμοῦ.
 Θεώρησα ὅμως ἀναγκαῖο νά ἐνημερώσω τούς ἀδελφούς μου γιά τό θέμα τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων ὑπό τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα τό 1965, διότι νομίζω ὅτι τίς διαστάσεις αὐτῆς τῆς πράξεως τοῦ Ἀθηναγόρα καί τῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου μέ τήν συμφωνία τῶν ὑπολοίπων, τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, δέν τίς ἔχουμε κατανοήσει καί λίγο-λίγο τώρα οἱ Οἰκουμενιστές τίς ἀποκαλύπτουν.

Ὁ συντάκτης λοιπόν τοῦ περιοδικοῦ «Ἐπίσκεψις» ἀναφέροντας περιληπτικά τά θέματα τῶν εἰσηγητῶν τοῦ ἐν λόγῳ συνεδρίου σημειώνει τά ἐξῆς:
«Ὁ καθηγητής καί κοσμήτωρ τοῦ Ἰνστιτούτου Βλάσιος Φειδᾶς ἐτόνισε τήν σημασίαν τῆς ἄρσεως τῶν Ἀναθεμάτων τοῦ 1054, τό 1965, ἀπό κανονικῆς ἐπόψεως καί ὑπέμνησεν ὅτι αἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἐπέστρεψαν εἰς τό καθεστώς τοῦ Σχίσματος τῶν δύο Σεργίων (1014), ἤτοι εὑρίσκονται πλέον ὑπό καθεστώς ὄχι τετελεσμένου σχίσματος, ἀλλά διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας (ἀκοινωνησία), διό καί τό γεγονός αὐτό ἀνοίγει νέας προοπτικάς εἰς τόν διμερῆ Θεολογικόν διάλογον μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ὁ ὁποῖος δύναται νά ὁδηγήσῃ καί εἰς τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας» (ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ, 44-755 σελ. 20).
Τήν παλαιότερη περίοδο μᾶς ἔλεγαν οἱ Οἰκουμενιστές ὅτι ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων δέν σημαίνει τίποτα καί ἔγινε, μόνο καί μόνο, γιά νά φύγουν οἱ προκαταλήψεις καί οἱ ἐμπάθειες καί νά ξεκινήση οἱ θεολογικός διάλογος εἰς τόν ὁποῖο θά ὁμολογήσωμε τήν Ὀρθοδοξία καί δέν θά ὑποχωρήσωμε «οὐδέ βῆμα ποδός». Διότι, μᾶς ἐτόνιζον, πῶς μπορεῖς νά διαλεχθῆς μέ κάποιον τόν ὁποῖον ἐκ τῶν προτέρων τόν θεωρεῖς ἀναθεματισμένο; Αὐτά μοῦ τά ἔλεγε καί προσωπικῶς ὁ τότε μητροπολίτης Δημητριάδος καί μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χριστόδουλος. 
Τώρα λοιπόν, ὁ Ὀρθόδοξος Οἰκουμενιστής καθηγητής Βλάσιος Φειδᾶς μᾶς δηλώνει ὅτι ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων ἔχει βαθύτατες διαστάσεις, δογματικές καί κανονικές, διότι ἐφ’ ὅσον δέν ὑπάρχουν τά ἀναθέματα, ἐπανερχόμεθα αὐτομάτως εἰς τήν πρό τοῦ σχίσματος περίοδο, εἰς τήν ὁποία ὑπῆρχε διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας.
Ἡ διακοπή ὅμως τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, χωρίς τά ἀναθέματα, σημαίνει μία διάστασι καί ἀκοινωνησία χωρίς νά ὑπάρχη αἵρεσις, κάτι δηλαδή σάν τήν πρόσφατη διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μεταξύ τῶν Πατριαρχείων Ἱεροσολύμων καί Ἀντιοχείας γιά τό θέμα τοῦ Κατάρ, ἤ τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ἐπίσης πρόσφατα, μεταξύ Ἱεροσολύμων καί Ρουμανίας γιά τήν ἀνέγερσι μονῆς ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας στήν δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου τῶν Ἱεροσολύμων, χωρίς τήν ἄδεια τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ἤ κάτι τέλος πάντων, σάν τήν ἀκοινωνησία πού ἔθεσε ἡ Σύνοδος στόν μητροπολίτη Λαρίσης Θεολόγο καί στούς ὑπολοίπους ἐπιζῶντας ἐκ τῶν δώδεκα μητροπολίτες, πού ἐκδιώχθηκαν ἀναιτίως καί ἄνευ δίκης ἀπό τίς Ἐπισκοπές των.
Ἡ σημερινή λοιπόν ἐξέλιξις τῆς ἀκοινωνησίας καί τῆς διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν δέν ἔχει οὔτε κἄν τά δείγματα τῆς ἀκοινωνησίας καί διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τῶν προαναφερθεισῶν περιπτώσεων μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων, τήν στιγμή πού ὑπάρχει (μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν) ἡ συμπροσευχή καί συνιερουργία, ἡ ἀλληλοαναγνώρισις τῆς ἱεροσύνης καί τῶν μυστηρίων, ἡ ἀπό κοινοῦ πορεία καί οἱ ἐπί μέρους συμφωνίες βάσει κοινοῦ προγράμματος, ἡ δέ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μεταξύ, λέγω, Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν ὑφίσταται μόνο ἐξωτερικῶς διά τόν φόβο τῶν Ἱουδαίων καί μέχρι νά χωνέψουν οἱ ἀφελεῖς Ὀρθόδοξοι ὅτι εἴμαστε ἀδελφάκια καί ἐνσωματωμένοι μέ τούς Παπικούς ἀπό τότε πού ἔγινε ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων.
Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο σήμερα δέν ὀνομάζομε τούς Παπικούς αἱρετικούς, ἀλλά σχισματικούς, τίς δέ πλάνες των καί αἱρέσεις τίς ὀνομάζομε «θεολογούμενα θέματα» καί μάλιστα ἰσχυριζόμαστε ὅτι ὑπῆρχαν καί πρό τοῦ σχίσματος (πχ. τό FILIΟQUE) καί παρ’ ὅλα αὐτά εἴμεθα ἑνωμένοι. Ἄν δέ κάποιοι Μητροπολίτες (πχ. ὁ Πειραιῶς) τούς ὀνομάζουν αἱρετικούς, αὐτό γνωρίζουν ἅπαντες (καί ὁ Πειραιῶς) ὅτι δέν ἔχει καμμιά σημασία, οὔτε δημιουργεῖ πρόβλημα στήν ἐξέλιξι καί προώθησι τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐφ΄ ὅσον οἱ ἀποφάσεις καί ἡ γραμμή καί πορεία λαμβάνονται καί χαράσσονται συνοδικῶς καί, ἐφ’ ὅσον, συνοδικῶς ἀναιροῦμε αὐτά πού ἐκφράζουμε προσωπικῶς.
Νομίζω μάλιστα ὅτι οἱ παλληκαρισμοί αὐτῶν τῶν Μητροπολιτῶν βοηθοῦν τήν προαγωγή τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι χρησιμοποιοῦνται σάν βιτρίνα καί σάν νέο μοντέλο Ὀρθοδοξίας, κατά τό ὁποῖο μέ τά λόγια ὁμολογῶ καί μέ τά ἔργα συμφωνῶ καί συνοδοιπορῶ. Χρησιμοποιοῦνται αὐτοί οἱ παλληκαρισμοί, καί οἱ ὀρθοδοξολογίες τῶν Μητροπολιτῶν αὐτῶν, καί σάν ναρκωτικό γιά τούς ἀφελεῖς Ὀρθοδόξους, διότι νομίζουν ὅτι ὑπάρχουν σκοποί (Ἐπίσκοποι) γιά τήν προστασία τοῦ ποιμνίου. Περιττό νά ποῦμε ὅτι οἱ ὀρθοδοξολογοῦντες καί ὀρθοδοξοφανεῖς αὐτοί Μητροπολίτες ἀποτελοῦν  καί τή σημαία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί ἔχουν τόν ρόλο τοῦ κυματοθραύστη, προκειμένου νά μήν ξυπνήσουν καί ἐξεγερθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι.
Θά ἀναφέρωμε καί κάποια πράγματα γιά τά ἀναθέματα καί τήν θέσι των μέσα στήν Ἐκκλησία.
Τό ἀνάθεμα δέν εἶναι ἐπινόησις ἤ αὐστηρότης καί φανατισμός κάποιων ἀκραίων Ὀρθοδόξων μοναχῶν, ἀλλά εἶναι διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τό ἀναφέρει δυό φορές στό ἴδιο σημεῖο τοῦ λόγου του, γιά νά δείξη, σύμφωνα μέ τόν Χρυσόστομο ἅγιο, τό σίγουρο καί ἀμετάθετο καί τό ὅτι δέν τό ἀνέφερε ἐκ παραδρομῆς ἤ ὅπως λέμε στήν ρύμη τοῦ λόγου: «ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. ὡς προειρήκαμεν, καί ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1,8-9). Ἀνάθεμα σημαίνει τόν αἰώνιο χωρισμό ἀπό τόν Χριστό καί τήν παράδοσι στόν διάβολο. Ὁ ἀναθεματισμός ἰσχύει ὅταν εἶναι δίκαιος, δι’ αὐτό χάνει τήν ἀξία του καί σάν ἔκφρασι, ὅταν τόν ἀναφέρουν οἱ αἱρετικοί πρός τούς Ὀρθοδόξους, σύμφωνα μέ τόν μέγα Φώτιο.
Ὁ ἀναθεματισμός ἀκολουθεῖ κάθε αἵρεσι καί κάθε αἱρετικό, ἔστω καί ἄν δέν ἐκφωνήθηκε ἐπίσημα ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἤ ἔστω καί ἄν ἐκφωνήθηκε καί κατόπιν ἔγινε ἄρσις τοῦ ἀναθέματος. Δηλαδή τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἰσχύουν παντοῦ καί πάντοτε, καί σέ οἱονδήποτε ἐτεροδιδασκαλεῖ, καί ἔχουν διαχρονική σημασία καί ἔννοια· καί δέν εἶναι σάν τά ἐπιτίμια πού βάζομε γιά οἱαδήποτε ἄλλη ἁμαρτία (ἐκτός δηλαδή τῶν θεμάτων τῆς πίστεως), τά ὁποῖα ἐπιτίμια γιά νά ἰσχύουν πρέπει νά τά θέσωμε στό συγκεκριμένο πρόσωπο καί ἄν δέ τά ἐπιβάλλωμε δέν ἰσχύουν, ἔστω καί ἄν προβλέπωνται ἀπό τοῦ ἱερούς Κανόνες.
Δι’ αὐτό, ἡ ἐπιβολή τῶν ἀναθεμάτων στούς αἱρετικούς ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, δέν σημαίνει τήν ἐνεργοποίησί των, ἤ τό ὅτι ἀπό τήν στιγμή αὐτή εἶναι ἀναθεματισμένοι, ἀλλά σημαίνει τήν ταύτησι τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἁγία Γραφή καί, κυρίως, τήν ἐξαγγελία των διά τήν κατάδειξι τῶν αἱρετικῶν καί τήν προστασία τῶν Ὀρθοδόξων.
Δι’ αὐτό τά ἀναθέματα εἴτε ἐξαγγελθοῦν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε ἀρθοῦν ἀπό κάποιους Ἐπισκόπους, αὐτά ἰσχύουν, διότι ἡ ἴδια ἡ φύσις τῆς αἱρέσεως εἶναι ἐκείνη πού σέ ἀπομακρύνει πάραυτα, ἀπό τόν Θεό καί σέ οἰκειοποιεῖ μέ τόν διάβολο.
Περιττό νά ἀναφέρωμε ὅτι εἶναι ἀδιανόητη ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων, χωρίς νά προηγηθῆ ἡ ἄρσις τῆς αἱρέσεως. Εἶναι σάν νά ἀποκαθιστοῦμε κάποιον μεταξύ τῶν τιμίων ἀνθρώπων, χωρίς νά ἀποδώση τά κλοπιμαῖα, νά ζητήση συγχώρησι κ.λπ.
Στό Συνοδικό τῆς Ζ΄  Οἰκουμενικῆς, πού διαβάζομε τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, γίνεται σαφής ἀναφορά καί διδασκαλία γιά τό ὅτι ἡ ἴδια ἡ αἵρεσις σέ καθιστᾶ καταραμένο καί ἀναθεματισμένο. Ἀναφέρει τό Συνοδικό τά ἑξῆς: «...καί τάς ἀράς δέ, αἷς ἑαυτούς ὑποβάλλουσι οἱ παρανομοῦντες, δίκαιόν τε καί ὀφελόμενον δεῖν ᾠήθημεν ἀναγράψαι»· καί ὀλίγο κατωτέρω: «διό κοινῇ πάντες ὅσον εὐσεβείας πλήρωμα, οὕτως αὐτοῖς τήν ἀράν, ᾗ αὐτοί ἑαυτούς ὑπεβάλοντο, ἐπιφέρομεν». Δηλαδή ἀναφέρει, τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί ὑποβάλλουν τούς ἑαυτούς των μέ τήν αἵρεσι στήν κατάρα καί στό ἀνάθεμα.
Δι’ αὐτό παρεπιπτόντως εἶναι ἀφελές, ἄν μή ἀσεβές, νά περιμένουν οἱ Ἀντιοικουμενιστές σήμερα νά καταδικαστῆ ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί μετά νά ἀποτειχιστοῦν. Διότι ἔτσι θεωροῦν ἀνενέργητα τά λόγια τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τίς συνοδικές ἀποφάσεις γιά τούς αἱρετικούς καί ἐπί πλέον θεωροῦν ὅτι ἡ αἵρεσις δέν σέ χωρίζει ἀπό τόν Θεό ἐκ τῆς φύσεώς της, ἀλλά χρειάζεται ἀπόφασις τῆς Συνόδου.
Ἐν συνεχείᾳ στό Συνοδικό τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς ἀφοῦ ἀναφέρονται καί ἀναθεματίζονται οἱ αἱρέσεις καί οἱ αἱρετικοί, ἀναφέρεται τό ἑξῆς: «Ὅλοις τοῖς Αἱρετικοῖς. Ἀνάθεμα (γ)»· καί ἀκόμη κατωτέρω: «Ὅλοις τοῖς Εὐτυχιανισταῖς καί Μονοθελίταις, καί Ἰακωβίταις, καί Ἀρτζιβουρίταις, καί ἁπλῶς πᾶσιν Αἱρετικοῖς. Ἀνάθεμα (γ)».
Αὐτά τά λόγια τοῦ Συνοδικοῦ «ὅλοις τοῖς Αἱρετικοῖς» καί «πᾶσιν τοῖς Αἱρετικοῖς» σημαίνει τόν  διαχρονικό ἀναθεματισμό τῶν αἱρετικῶν ἀπό τήν ἁγία Γραφή, τήν συμφωνία τῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγίων μέ τήν ἁγία Γραφή καί τό ὅτι ὁ κάθε Ὀρθόδοξος, γιά νά εἶναι Ὀρθόδοξος, πρέπει νά ἀναθεματίζη εὐκαίρως ἀκαίρως κάθε αἵρεσι καί κάθε αἱρετικό καί νά μήν ἀναμένη τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου.
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἐνσωματωμένος ἀπόλυτα εἰς τήν διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, σέ ἐπιστολή του γιά τήν μοιχειανική αἵρεσι πρός τόν Πάπα Ρώμης Λέοντα ἀναφέρει ἐπί τοῦ θέματος τά ἑξῆς μετά τόν ἀναθεματισμό κάποιων αἱρετικῶν: «...ἀλλά καί ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος, ὅμως αἱρετικός κατά τήν ἐκείνων αἵρεσιν ἤ ἑτέραν, κἄν ἐπίσκοπος, κἄν ἀσκητής, κἄν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω. ἀλλά καί εἴ τις μή ἀναθεματίζοι εὐκαίρως κατά τό ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος» (Φατ. 34, 99, 1389- P.G. 99, 1028 Β).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος ἀναφέρει ὅτι ὅποιος δέν ἀναθεματίζει κάθε αἵρεσι καί κάθε αἱρετικό, ἀνήκει στήν κατηγορία τῶν ἀναθεματισμένων αἱρετικῶν. Σύμφωνα λοιπόν μέ τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου, μέ τήν λεγομένη ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων δέν κατορθώσαμε τίποτε περισσότερο, ἀπό τό νά ὑποβάλλωμε τούς ἑαυτούς μας στό ἀνάθεμα, ἐπειδή ἐγίναμε ἐμεῖς αἱρετικοί.
Σέ ἄλλη ἐπιστολή του, ἐπίσης ὁ ὅσιος, ἀναφερομένη καί αὐτή στή μοιχειανική αἵρεσι, αἰτιολογώντας τήν καθυστέρησι τῶν ἀνατολικῶν Ἐπισκόπων νά ἀναθεματίσουν τόν αἱρετικό Θεόδωρο Μοψουεστίας ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἐπειδή πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά πάντα, πάντα αἱρετικόν δυνάμει, κἄν οὐ ρῆμα, ἀναθεματίζει» (Φατ. 49, 142, 84- PG 99, 1088 Β).
Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι γιά τόν ὅσιο δέν ὑπάρχουν μεσοβέζικα, κατά τό δή λεγόμενο, πράγματα, ὅπως συμβαίνει σήμερα στούς Ἀντιοικουμενιστές. Ἢ δηλαδή καταδικάζουμε τόν Οἰκουμενισμό καί ἀπομακρυνόμεθα ἀπό τούς Οἰκουμενιστές, ἤ τόν ἀποδεχόμεθα καί συνοδοιποροῦμε. Ἤ καταδικάζουμε τό Π.Σ.Ε. καί ἀπομακρυνόμεθα ἀπό ὅλους, ὅσοι εἶναι μέλη του, ἤ τό ἀναγνωρίζουμε, εἴμεθα μέλη του καί συνοδοιποροῦμε μέ αὐτό. Ἡ μεσοβέζικη λεγόμενη Ὀρθοδοξία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, ἡ ὁποία καταδικαζει τίς αἱρέσεις καί συγχρόνως ἀκολουθεῖ καί ἐνσωματώνεται μέ τούς αἱρετικούς δέν εἶναι διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων, ἀλλά δημιούργημα καί ἐπινόησις τῶν ἐσχάτων χρόνων μέ σκοπό τόν ἐφησυχασμό καί τό βόλεμα.
Καί ἕνα τελευταῖο κείμενο τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου θά ἀναφέρωμε, γιά νά δείξωμε ὅτι ὁ ὅσιος ἐστηρίζετο πάντοτε στίς Γραφές καί στούς Ἁγίους. Αὐτό τό κείμενο εἶναι ἀπό ἐπιστολή τοῦ ὁσίου τήν περίοδο τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως: «καί παρ’ ὅ ἐκ τοῦ εὐαγγελίου παρελάβομεν, ἐάν τις εὐαγγελίζεται ἕτερον, μέχρι καί ἀγγέλου ἀναθέματι ὑποβάλλεται, καθά βοᾶ ὁ μακάριος Ἀπόστολος» (Φατ. 443, 624, 44. –P.G. 99, 1660Α).
Ὁ ἀναθεματισμός λοιπόν τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἰσχύει παντοῦ καί πάντοτε γιά κάθε αἵρεσι καί κάθε αἱρετικό. Αὐτό ὅμως δέν τό δέχονται οὔτε οἱ Οἰκουμενιστές, οὔτε οἱ Ἀντιοικουμενιστές. Διότι οἱ μέν ἔκαναν τήν λεγομένη ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων, οἱ δέ, περιμένουν νά καταδικαστῆ ἡ αἵρεσις καί μετά νά ἀποτειχιστοῦν καί, μέχρι τότε, θεωροῦν τούς ἑαυτούς των Ὀρθοδόξους καί διακριτικούς.
Μέ τήν λεγομένη λοιπόν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων οἱ Οἰκουμενιστές ἀναφέρουν ὅτι ἔκαναν ἕνα βῆμα καλῆς θελήσεως, διευκόλυναν τήν ἔναρξι τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου, ἀπομάκρυναν τίς προκαταλήψεις κ.λπ. Μετά βέβαια τό πῆγαν πιό μακρυά, ἄρχισε ὁ χορός καί τό θέατρο τῶν συμπροσευχῶν, τῶν συνιερουργιῶν, ἡ ἀναγνώρισις τῶν μυστηρίων ἑκατέρωθεν, ἡ ἀπάλειψι τῆς λέξεως αἱρετικοί καί τῶν αἱρέσεων ὡς θεολογουμένων ζητημάτων, ἡ θεωρία τῆς συνυπάρξεως καί ὄχι τῆς μετανοίας τῶν αἱρετικῶν καί τῆς προσελεύσεως στήν Ὀρθοδοξία, ἡ θεωρία τῶν δύο πνευμόνων (Ἀνατολῆς καί Δύσεως) στό ἕνα σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ θεωρία τῆς εὐχαριστιακῆς ἑνότητος καί ὄχι τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως (τοῦ πρωτοστάτου καί πρωτεργάτου βετεράνου Οἰκουμενιστῆ Ἰωάννου Ζηζιούλα), ὁ ἀναθεματισμός τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι δημιούργησαν τό σχίσμα καί τό διαιώνισαν καί ὑπῆρξαν θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως (τοῦ διαβόλου), κατά τόν σημερινό Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, οἱ κοινές συμφωνίες καί δηλώσεις, ὅτι προχωροῦμε πρός τήν πλήρη ἑνότητα καί βέβαια ὅ,τι ἄλλο μυστικῶς ἔχει συμφωνηθῆ καί δρομολογηθῆ ἐλλείψει Ὀρθοδόξων ὁμολογητῶν.
Οἱ Γραφές, οἱ Πατέρες καί τά Συνοδικά διακηρύσσουν ὅτι οἱ αἱρετικοί εἶναι ἀναθεματισμένοι καί οἱ Οἰκουμενιστές, ἀγαλλομένῳ ποδί, βαδίζουν ἀπό κοινοῦ σάν ἀδελφάκια μέ τούς αἱρετικούς ἀλληλοαμνηστευόμενοι καί ἀλληλοαναγνωριζόμενοι. Καί τό τραγελαφικό στήν ὅλη ὑπόθεσι εἶναι ὅτι οἱ Ἀντιοικουμενιστές περιμένουν νά καταδικαστῆ ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν ὁποία ὀνομάζουν Παναίρεσι καί καταγράφουν ἐπακριβῶς τήν πορεία της καί τήν ἐξέλιξί της.
Καί κάτι τελευταῖο θά ἀναφέρωμε, πρός ἀφύπνισι τῶν ἀφελῶν Ὀρθοδόξων, ἀπό τό ἴδιο ἐπίσημο δελτίο εἰδήσεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Στό τέλος τῆς περιγραφῆς αὐτοῦ τοῦ συνεδρίου στό Σαμπεζύ, πού σκοπό εἶχε τήν ἀποθέωσι τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, ὁ συντάκτης ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Τό γεγονός νά ζῶμεν ἀπό κοινοῦ ἐπιτρέπει νά ἀνακαλύψωμεν ποῖοι εἴμεθα καί νά εὕρωμεν τόν χρόνον διά τήν ἐπίλυσιν τῶν παρεξηγήσεων, ἐπί τῇ βάσει τῆς κοινῆς Παραδόσεως τῶν πρώτων αἰώνων» (ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ, 44-755 σελ. 22).
Ἐδῶ ἀδελφοί οἱ αἱρέσεις δέν θεωροῦνται ἀπό τούς Οἰκουμενιστές οὔτε κἄν «θεολογούμενα ζητήματα», ἀλλά ἁπλῶς «παρεξηγήσεις», ἡ δέ «κοινή Παράδοσις τῶν πρώτων αἰώνων» γιά τούς Οἰκουμενιστές σημαίνει ὅτι καί τότε ὑπῆρχαν αὐτές οἱ «παρεξηγήσεις» καί ὅμως εἴμαστε ἑνωμένοι. Ὁ νοῶν νοείτω.

Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.