Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Γιατι δεν αποτειχίστηκαν οι σύγχρονοι Άγιοι;

Ἁπλὰ πράγματα, ποὺ ὅμως ἡ ἐπὶ δεκαετίες προπαγάνδα ἔχει συσκοτίσει τὶς διάνοιες τῶν πιστῶν (δυστυχῶς καὶ τῶν Ποιμένων) καὶ κάνει τὰ ἁπλὰ πολύπλοκα, παρουσιάζει μέσα ἀπὸ οἰκουμενιστικὰ κάτοπτρα  τὴν εἰκόνα ἀνεστραμμένη καὶ τὴν Εὐαγγελικὴ διδασκαλία στὸ θέμα οἰκτρὰ διεστραμμένη!
Καὶ ἀπορεῖ κανείς, πῶς, στὴν παγίδα αὐτὴ ἔχουν πέσει ὄχι μόνο οἱ ἁπλοὶ πιστοί, ἢ καὶ οἱ ἀδιάφοροι καὶ μισθωτοὶ Ποιμένες, ἀλλὰ καὶ ἀγωνιζόμενοι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἀποκαλούμενοι ἀντι-Οἰκουμενιστές, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί!
Πράγματι, ἐσχατολογικοὶ καιροί!
Γιὰ τοὺς καλοπροαίρετους πιστοὺς προσφέρουμε ἕνα ἀκόμα τμῆμα ἀπὸ τὸ ἐξαιρετικὸ «Δοκίμιο γιὰ τὴν Ἀποτείχιση» τοῦ κ. Ἰωάννη Ρίζου, ποὺ ὅπως μάθαμε ἐξαντλήθηκε καὶ ἡ δευτέρα ἔκδοση καὶ ἕπεται ἡ τρίτη!


ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ ΕΝΑΝΤΙ ΦΙΛΟΠΑΠΙΚΩΝ
«Αὐτὸν ποὺ ὁ Κύριος μισεῖ, ἐσὺ τὸν ἔχεις φίλο;»
(Β΄ Παραλειπ. ιθ΄ 2)

Σήμερα οἱ Γραικολατίνοι[1] αὐξάνουν στὶς τάξεις Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν. Πάλι Πατριάρχες καὶ Ἐπίσκοποι  φιλιάζουν μεταξύ τους  ἕτοιμοι νὰ προσχωρήσουν στὴν ἀγέλη τῶν Παπικῶν. Αὐτοί  «οἱ περὶ τὸν Καϊάφαν» κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιο,[2] ἕλκονται ἀπὸ τόν «Δικέρατο γίγα».[3] Ἀγαπᾶνε τὸν Παπισμὸ ὡς ἀδελφὴ Ἐκκλησία, καὶ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸ ὅτι ὡς καταδικασμένη αἵρεση «ἔχει πατέρα τὸν διάβολο».[4] Ἐμετικὲς φιλοφρονήσεις, ἀτελεῖς συμμετοχὲς σὲ Ἀκολουθίες, τερατώδεις ὁμογνωμίες καὶ πνευματικὲς μοιχεῖες. Πάμπολλες σοβαρὲς παρεκτροπὲς καὶ παραβιάσεις τῶν Ἱερῶν Κανόνων.  Μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχει ἀκόμα μνημόνευση –ἂν καὶ ὑπάρχουν σοβαρὲς ἐνδείξεις γιὰ τὴν κρυφή της ὕπαρξη– ἀλλὰ ὅλα τὰ ἄλλα κριτήρια τῶν Πατέρων ἔχουν ἐκπληρωθεῖ. Ὁ καθένας ἂς προσέξει τὸν ἑαυτό του.  «Αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει, αὐτὸς καὶ θὰ πεθάνει».[5]

Παρουσιάσαμε δεκάδες περιπτώσεις Ἁγίων καὶ Ὁμολογητῶν ποὺ ἀποτειχίστηκαν  καὶ παραλείψαμε  πολλὲς περισσότερες. Σήμερα ὅμως δὲν μᾶς συμφέρει καὶ πολὺ νὰ διδασκόμαστε ἀπὸ τὴν ἀνόθευτη Πατερικὴ διδασκαλία καὶ ψάχνουμε γιὰ κάποιες πιὸ βολικὲς λύσεις καὶ διεξόδους. Συχνὰ αὐτὲς τὶς διεξόδους μᾶς τὶς προσφέρουν γέροντες καὶ παιδαριογέροντες τῆς ἐποχῆς μας. Γράφει ὁ π. Διονύσιος Τάτσης:
«Γέμισε ἡ Ἐκκλησία μας μὲ ”Γέροντες”… «Συνήθως εἶναι ἱερομόναχοι, ἀλλὰ καὶ κοσμικοὶ ἀρχιμανδρίτες, ποὺ ἔχουν διαβάσει πολλὰ γιὰ τοὺς πραγματικοὺς Γέροντες καὶ ἀναμασώντας τοὺς λόγους τους ἢ διηγούμενοι τὰ τοῦ βίου τους, δημιουργοῦν ψευδαισθήσεις στοὺς ἀνυποψίαστους καὶ ἀποκτοῦν καὶ οἱ ἴδιοι φήμη ἐναρέτου καὶ θεοφωτίστου γέροντα, ἐνῶ δὲν ἔχουν κανένα ἀπὸ τὰ γνωρίσματα τῶν ἁγίων Γερόντων. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι πολλοὶ ἀδελφοὶ νὰ παγιδεύονται στὴν ἐπικίνδυνη προσωπολατρία καὶ ἀντὶ νὰ ἀνοίγει ὁ νοῦς τους καὶ νὰ προχωροῦν στὸν πνευματικὸ δρόμο τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς, μένουν προσκολλημένοι σὲ μερικὰ τυπικὰ πράγματα, ἐξωτερικὰ καὶ ἀνούσια, καὶ καθησυχάζουν τὴ συνείδησή τους πὼς τάχα προοδεύουν, ἀφοῦ τηροῦν τὰ ὅσα τοὺς λένε οἱ ”γέροντές” τους… Ἡ φιλοδοξία τους εἶναι νὰ ἔχουν πνευματικὰ τέκνα, πειθαρχικά, ἄβουλα καὶ νὰ συνεργοῦν στὸ ὅποιο ἔργο τους, εἴτε μοναστηριακὸ εἶναι αὐτὸ εἴτε ἐνοριακό.  Οἱ ἄνθρωποι ποὺ συνήθως τοὺς ἀκολουθοῦν δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀποκαλύψουν τὴν ὑποκρισία τους. Ἔχουν περιορισμένη πληροφόρηση, δὲν κάνουν πολλὲς σκέψεις καὶ σύρονται ἀπὸ τὸν ἀλάθητο «γέροντά» τους, κάνοντας ὑπακοὴ καὶ συγχρόνως διατηροῦν ὅλες τὶς κοσμικὲς καὶ ἁμαρτωλές τους συνήθειες. Ἐπικαλοῦνται συχνὰ τόν «γέροντά» τους, ὅταν συνομιλοῦν μὲ ἄλλους ἀδελφοὺς στὴν προσπάθειά τους νὰ τοὺς πείσουν ὅτι οἱ ὅποιες δικές τους ἀποφάσεις γιὰ μικρὰ καὶ μεγάλα θέματα τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς καὶ ὄχι μόνο, εἶναι ὀρθὲς καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ τὶς ἀμφισβητήσει ἢ νὰ τὶς κρίνει ἀρνητικά, ἀφοῦ ἔχουν τὴν εὐλογία τοῦ «γέροντά» τους.  Προφανῶς πρόκειται γιὰ ἀρρωστημένη εὐσέβεια, ἡ ὁποία πρέπει νὰ καταπολεμεῖται ἀπὸ τοὺς πνευματικούς».[6]
Πολλοὶ γέροντες λοιπὸν χρησιμοποιοῦν τὸ ἐπιχείρημα τῆς μὴ ἀποτειχίσεως τῶν σύγχρονων Ἁγίων (Παϊσίου, Πορφυρίου) ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς κανόνα καὶ περιφρονοῦν ἐπιδεικτικὰ τὴν διδασκαλία αἰώνων τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν περίπτωση βέβαια τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς ὅτι τάχα «ἡσύχαζε» μὴ ἀποτειχιζόμενος, ὅπως ἀποδείχθηκε βρέθηκαν ἀδιάβαστοι, γιατὶ ὁ Ἅγιος εἶχε ἀποτειχιστεῖ.[7]
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Παϊσιος εἶχε ἀποτειχιστεῖ γιὰ ἕνα διάστημα μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιο Ὄρος.8] Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ σύγχρονοι γέροντες «διαβολικὴν νοσοῦντες εὐσέβειαν»,[9] ἐμφανίζονται νὰ περιφρονοῦν τὸ μαρτυρολόγιο καὶ τὴν διδασκαλία χιλιάδων Ὁμολογητῶν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ νὰ χαράζουν τὴν ποιμαντική τους μὲ βάση το ὅτι  δὲν ἀποτειχίστηκε ὁ τάδε ἢ ὁ δεῖνα σύγχρονος Ἅγιος. Ὅπως στὴν Λυκαονία τὰ χρόνια τῶν Ἀποστόλων κάποιοι νόμιζαν τοὺς Ἀποστόλους ὡς θεούς. Τὸν Βαρνάβα ὡς τὸν Δία, τὸν Παῦλο ὡς τὸν Ἑρμῆ,[10] ἔτσι προσέχουμε σήμερα περισσότερο τοὺς γεροντάδες καὶ ἐπισκόπους ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Καὶ οἱ σημερινοὶ γεροντάδες καὶ ἐπίσκοποι ἀντὶ νὰ ἀνακατευθύνουν τοὺς πιστοὺς στὴν ἀληθινὴ πηγὴ ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Ἅγιοι,  διατηροῦν αὐτὴ τὴ νοσηρὴ καὶ δαιμονιώδη σχέση. Γιατί;
Γιατί: «Πάντας μὲν τοὺς δερματίνους χιτῶνας πολλοὶ ἐξεδύσαντο [ξεντύθηκαν]. Τὸν ἔσχατον δέ, τὸν τῆς κενοδοξίας μόνοι οἱ τὴν αὐτῆς μητέρα, τὴν αὐταρέσκειαν βδελυξάμενοι».[11] Πολλοὶ ἀπὸ αυτούς παρακινοῦνται στὴν εὐσέβεια γιὰ νὰ τιμοῦνται καὶ νὰ δοξάζονται ἀπὸ τὸν κόσμο. Μόνο διὰ δόξης θέλουν νὰ εἶναι ἀπόστολοι καὶ ὄχι διὰ ἀτιμίας.[12] Ἂν διδάσκοντας τὴν ἀλήθεια  «ἀφορίσουσιν ὑμᾶς καὶ διώξουσιν ὑμᾶς»,[13] τότε «νὰ λείπει ἡ ἀλήθεια!».
Πρέπει νὰ τονίσουμε: ἡ στάση ὁποιουδήποτε προσώπου ὅσο ἐνάρετο καὶ ἂν εἶναι, δὲν ἀποτελεῖ τὸν ὁδοδείκτη γιὰ τὸν οὐρανὸ παρὰ μόνο ἂν συμβαδίζει μὲ τὴν διαχρονικὴ  διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν θὰ δώσουμε λόγῳ στὸν Θεὸ γιὰ τὴ στάση ποὺ τήρησε ὁ  α ἢ ὁ β γέροντας, ἀλλὰ γιὰ τὴν στάση ποὺ τηρήσαμε ἐμεῖς.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης μᾶς λέει: «Τὶς διάφορες θεωρίες τῶν θεολόγων νὰ τὶς περνᾶτε ἀπὸ τὸ ΠΑΤΕΡΙΚΟ κόσκινο. Πρέπει νὰ τὶς κοσκινίζετε μὲ βάση τοὺς ΠΑΤΕΡΕΣ καὶ ὅ,τι εἶναι σκουπίδια ἢ πίτουρα νὰ τὰ πετᾶτε. Νὰ ψάχνετε μὲ βάση τοὺς ΠΑΤΕΡΕΣ».[14] Λέγοντας «Πατέρες» ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι στὸν κάθε ἕνα ποὺ οἱ γείτονες του τὸν ἀποκαλοῦν «γέροντα».
 Στὴν Πρὸς Γαλάτας πιστολὴ π. Παλος λέει ναν πολὺ «βαρὺ λόγο» πως τὸν χαρακτηρίζει γιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας.[15] πρχε μία ς πομε  διαφωνία μεταξὺ τν ποστόλων καὶ το Ἀπ. Παύλου γιὰ τὴν περιτομή. π. Παλος λέει τὸ καταπληκτικό: «Δὲν μὲ νδιαφέρει γι' ατούς ποὺ νομίζουν τι εναι κάποιοι [ννοε τοὺς ποστόλους] ν κηρύττουν δὲν κηρύττουν τὴν περιτομή, διότι ατοὶ θὰ δώσουν λόγο στὸν Θεὸ γιὰ ατὸ τὸ θέμα καὶ Θεὸς δὲν θὰ τοὺς φοβηθε πειδὴ εναι σπουδαοι καὶ ξαρχοι  νάμεσα στοὺς ποστόλους».[16]
Ὁ φωτισμὸς κάποιου Γέροντα ποὺ ἁγιοκατατάσσεται δὲν σημαίνει καὶ  την ἀπόκτηση τοῦ ἀλάθητου! Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οἱ Ἅγιοι δὲν εἶναι καὶ ἀλάθητοι, καὶ πολλὲς φορὲς εἶχαν πέσει καὶ σὲ λάθη. Μήπως ὁ ἅγιος Μεθόδιος δὲν ἔσφαλε, παρὰ τὴν ἁγιότητά του, στὴν ἀπόφαση τῆς τιμωρίας τῶν Στουδιτῶν μοναχῶν; 
Ὁ ἅγιος Κύριλλος τό 403 δὲν συνόδευσε τὸν θεῖο του Θεόφιλο στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἦταν παρὼν στὴν παρὰ τὴν Δρῦν Σύνοδο ποὺ καθαίρεσε τὸν ΜΕΓΑ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο; Δὲν θεωροῦσε τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο ὅμοιο τοῦ Ἰούδα;[17] Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης δὲν εἶχε μερικὲς λάθος δογματικὲς ἀπόψεις; Ἔκανε καλά ὁ ἅγιος Ἀνατόλιος ποὺ συμφώνως πρός τά πρακτικά τῆς Δ’ Οἰκουμ. Συνόδου εἶπε, ἐκφράζοντας τὴ δική του γνώμη καὶ μόνο, ὅτι «διὰ τὴν πίστιν οὐ καθηρέθη ὁ Διόσκορος, ἀλλ’ ἐπειδή ἀκοινωνησίαν ἐποίησε τῷ Κυρίῳ Λέοντι καὶ τρίτον ἐκλήθη καὶ οὐκ ἦλθεν»;;
Οἱ προσωπικὲς ἐμπειρίες καὶ οἱ γνώσεις τοῦ Γέροντα πολλὲς φορὲς παίζουν σημαντικὸ ρόλο στὶς ἀπόψεις του. Φίλτρο ἀλάθητο καὶ ἀμετάβλητο γιὰ τὸ τί εἶναι ὀρθὸ καὶ τί λάθος ἀποτελεῖ ἡ Πατερικὴ Συμφωνία. Τὸ consensus Patrum ἡ συμφωνία τῶν τωρινῶν θέσεων μὲ ὅλες τὶς προηγούμενες τῶν Πατέρων.
Εἶναι γνωστὴ ἡ ἱστορία γιὰ τὸν γέροντα, ὁ ὁποῖος ἐνῶ εἶχε φτάσει στὸ ἐπίπεδο νὰ ἔχει ἀγγέλους ὡς συλλειτουργούς του, παρόλα αὐτά, ὅταν πῆγε μία φορὰ ἕνας διάκονος στὸ ἐκκλησάκι ποὺ λειτουργοῦσε γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὴν λειτουργία, πρόσεξε ὅτι γινόταν μὲ αἱρετικὸ τυπικό. Ὅταν λοιπὸν ὁ διάκονος τοῦ ἔκανε παρατήρηση, τὴν πρώτη φορὰ ὁ γέροντας τὸν ἀγνόησε, τὴν δεύτερη τὸν ἀγνόησε, τὴν τρίτη γύρισε στὸν ἄγγελο καὶ τὸν ρώτησε: «Ἀλήθεια λέει;» καὶ ὁ ἄγγελος ἀπάντησε: «ναί, ἀλήθεια λέει». Ὁ γέροντας ρώτησε τὸν ἄγγελο: «γιατὶ δὲν μὲ διόρθωσες;». Καὶ αὐτὸς τοῦ ἀπάντησε: «Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ διορθώνεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο».
Ἡ παραπάνω ἱστορία θυμίζει καὶ ἄλλη μία ἱστορία ποὺ ὑπάρχει στὸ Γεροντικό: Ἕνας γέροντας προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ τὴν ἑρμηνεία γιὰ ἕνα Ἁγιογραφικὸ χωρίο. Μέρες ὁλόκληρες προσευχόταν, ἀλλὰ δὲν κατάφερνε νὰ πάρει ἀπάντηση. Κάποια μέρα ἀποφάσισε νὰ πάει στὸ γείτονά του ἀσκητὴ καὶ νὰ τὸν ρωτήσει. Μόλις ξεκίνησε νὰ πάει, ἦρθε ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ γιὰ νὰ τοῦ δώσει τὴν ἑρμηνεία καὶ ὁ γέροντας τὸν ρώτησε: «Ποῦ ἤσουν τόσο καιρό, γιατί δὲν ἐρχόσουν»; Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ ἀπάντησε: «ἐπειδὴ ὁ Θεὸς περίμενε νὰ ταπεινωθεῖς πηγαίνοντας σὲ ἄνθρωπο».
Ἕναν εὐσεβὴ λογισμὸ ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε λοιπὸν εἶναι ὅτι, ἴσως κάποιοι νεοφανεῖς Ἅγιοί μας, νὰ μὴν ἦταν πλήρως ἐνημερωμένοι γιὰ τὸ πολυδιάστατο θέμα τῆς Ἀποτείχισης. Πολλοὶ νομίζουν ὅτι οἱ Ἅγιοί μας εἶναι καὶ παντογνῶστες! Ἀλλά «κανεὶς δὲν ξέρει κανένα πράγμα μὲ τόση τελειότητα καθὼς πρέπει νὰ τὸ ξέρει, ἀκόμα κι ἂν εἶναι ὁ Πέτρος, ἀκόμα κι ἂν εἶναι ὁ Παῦλος»,  λέει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας.[18] 
Μία ἀκόμα ἑρμηνεία ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ἀναφέρουμε στὸ πρόβλημα εἶναι αὐτὴ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν προφήτη Ἠσαΐα καὶ ἀναφέρει ὁ Π. Τρεμπέλας στὸ Ὑπόμνημά του: «Ὅταν ὁ λαὸς εἶναι διεφθαρμένος καὶ κρίνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄξιος ἐγκαταλείψεως, κατὰ θεία παραχώρηση αὐτοὶ ποὺ ἐτάχθησαν ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὸν καθοδηγοῦν πλανῶνται».[19] Παραχωρεῖ ὁ Θεὸς νὰ κλείνουν οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς διάνοιας τῶν προφητῶν Του γιατὶ ὁ λαὸς θὰ βρεθεῖ ἀκόμα πιὸ ἔνοχος ἀπὸ τὴν ἀναμενόμενη ἄρνηση ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν τῶν προφητῶν.
Τέλος εἶναι πραγματικὰ ὑψηλῆς θεολογικῆς ἐμπειρίας ἡ σκέψη ποὺ κάνει ὁ ἅγιος Μάξιμος. Ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ μᾶς  λέει ὅτι, ἂν δὲν ἔχει κανεὶς ἕνα πρότερο φυσικὸ ἰδίωμα στὴν ψυχή του πρὸς κάποια ἀρετή, δὲν μπορεῖ νὰ λάβει ὑψηλὸ χάρισμα πάνω σὲ αὐτὴ τὴν ἀρετή. Ἔτσι αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει μία πρότερη φυσικὴ φιλανθρωπία δὲν μπορεῖ νὰ λάβει χάρισμα ἰαμάτων, «οὔτε τι ἕτερον τῶν λοιπῶν χαρισμάτων χωρὶς τῆς ἑκάστου δεκτικῆς ἕξεως…».[20] Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σημειώνει ὅτι οἱ Ἅγιοί μας ἔχουν διαφορετικές «λαμπρότητες», ὅλες προερχόμενες βεβαίως ἀπὸ τὴν λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος  στὸν  μὲν ἕνα χαρίζει τὴν λαμπρότητα τῆς προφητείας, στὸν ἄλλον τὴν λαμπρότητα τῆς ἀποστολῆς, στὸν ἄλλον τὴν λαμπρότητα τοῦ μαρτυρίου.[21] «Μὴ πάντες πόστολοι; Μὴ πάντες προφται; Μὴ πάντες διδάσκαλοι; Μὴ πάντες δυνάμεις; Μὴ πάντες χαρίσματα χουσιν αμάτων;…».[22] Ἄλλωστε: «Ὅπως θέλει ἐνεργεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα».[23]
Καὶ κάτι ἀκόμα. Πολλοὶ πιστοὶ περιμένουν κάποιους πράγματι ἁγίους Γέροντες νὰ πάρουν «πληροφορία» ἀπὸ τόν Θεὸ γιὰ νὰ σημάνουν τὴν Ἀποτείχιση. Θέλω νά καταγράψω ὅτι πουθενὰ δὲν συνάντησα οἱ πρωταγωνιστὲς τῶν ἀποτειχίσεων νὰ δηλώνουν ὅτι προέβησαν σὲ Ἀποτείχιση ἐπειδὴ ἔλαβαν «πληροφορία» ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁδηγός τους ἦταν ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ διδασκαλία καὶ ὁ βίος τῶν Ἁγίων, οἱ Σύνοδοι καὶ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες. Αὐτὴ ἦταν ἡ «πληροφορία» ἀπὸ τὸν Θεό! Ὅποιος δὲν πείθεται ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων, οὔτε καὶ νεκρός νὰ ἀναστηθεῖ, οὔτε καὶ «πληροφορία» σὲ κάποιον Γέροντα νὰ δοθεῖ, δὲν θὰ πεισθεῖ. Ἔτσι μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ πτωχοῦ Λαζάρου.[24] Καὶ ἀπὸ τὸν ἀντιαιρετικὸ βίο τῆς Ἐκκλησίας βλέπουμε ὅτι ἀπὸ  τὴν αἵρεση δὲν προστατεύει ἡ «πληροφορία» ἄλλα ἡ παραδεδομένη διδασκαλία.
Ἐμεῖς ὅμως, γιατὶ δὲν πειθόμαστε ἀπὸ τὶς ξεκάθαρες ἐξηγήσεις τῶν Ἁγίων καὶ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας; Γιατὶ δὲν μένουμε στήν «παρακαταθήκη»,[25] ὅπως μᾶς παραδόθηκε,  χωρὶς νὰ κοιτᾶμε πονηρὰ γύρω μας, κρίνοντας ἄλλους γιὰ τὸ τί ἔπραξαν ἢ τί δὲν ἔπραξαν; Ἑκατὸ ταυτόσημες καὶ σαφεῖς διδασκαλίες ἔχουμε καὶ δὲν πειθόμαστε, καὶ ψάχνουμε κάποια θολὴ καὶ ἀμφίσημη στάση κάποιου συνήθως συγχρόνου κληρικοῦ, μήπως καὶ μᾶς «βολέψει»! Ὁ Ποιμένας ποὺ δὲν διδάσκει μὲ ἀκρίβεια τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, θὰ δικαστεῖ ὡς φονιὰς γιὰ τὶς ψυχὲς αὐτῶν ποὺ θὰ πάρει στὸν λαιμό του. Οἱ ἀκόλουθοι αὐτῶν τῶν ποιμένων δὲν θὰ ἀθωωθοῦν ὡς ἀνεύθυνοι, ἀλλὰ θὰ ἀπολεσθοῦν ποὺ ἀκολούθησαν πλάνο ποιμένα.[26]  «Ἀρκεῖ ταῦτα τοῖς πιστοῖς».[27]  





[1] Ἕλληνες «ὀρθόδοξοι» ποὺ ἀποδέχτηκαν τὶς παπικές πλάνες.
[2] Ε.Π.Ε. 4,19.
[3] Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, σ. 98,98, ὑποσ. 1, Ἀθήνα 1886.
[4] Μ. Ἀθανασίου, Πρὸς Ἐπισκόπους Αἰγύπτου καὶ Λιβύης, Ε.Π.Ε. 10.
[5] Ἰεζ. ιη΄ 4 .
[6] «Ὀρθόδοξος Τύπος», 9/8/2013.
[7] Ὁ Ἅγιος εἶχε ἀποτειχιστεῖ  «παύοντας πᾶσαν ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετὰ τοῦ κακοδόξου Πατριάρχου». Φύλλο 144 , «Ὀρθόδοξος Τύπος» 15/6/1971.
[8] Ἱερομ. Ἰσαάκ, «Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου», Ἅγιος  Ὄρος 2004, σελ. 690-691.
[9]  Ἰ. Χρυσοστόμου Ε.Π.Ε. 26, 50-52.
[10] Πράξ ιδ΄12.
[11] Ὅσιος Ἠλίας ὁ Ἔκδικος, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, Τόμος Γ΄, σελ. 43-59.
[12] Β΄Κορ. στ΄ 8.
[13] Λουκ. στ΄ 22.
[14] Πρωτοπρ. Διον. Τάτση, Ὁ Γέροντας Παΐσιος, Βιογραφικὰ στοιχεῖα – Διδαχές – Ἐπιστολές – Περιστατικά – Κείμενα, σελ. 146-147.
[15] Ἁγ. Νικοδήμου, Ἑρμηνεία στὶς ΙΔ΄ Ἐπιστολές…, τ. Β΄, σ. 266.
[16] «Ἀπὸ δὲ τῶν δοκούντων εἶναί τι, ὅποῖοί ποτε ἦσαν οὐδέν μοι διαφέρει, πρόσωπον Θεὸς ἀνθρώπου οὐ λαμβάνει» Γαλ. β΄ 6.
[17] Λόγῳ τῆς πλύσης ἐγκεφάλου τὴν ὁποία εἶχε ὑποστεῖ ἀπὸ τὸν θεῖο του Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο (P.G. 77, 356B).
[18] Ἁγ. Νικοδήμου, Ἑρμηνεία τῶν ΙΔ΄ Ἐπιστολῶν…, σχόλιο στὴν Α΄Κορ. η΄ 2.
[19] Π. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τὸν προφ. Ἠσαΐαν, κθ΄ 10, σελ. 325.
[20] Κεφ. ιγ΄τῆς στ΄Ἑκατοντ. τῶν Θεολογικῶν. (Ἐρανισμένο ἀπὸ τὴν Ἑρμηνεία τῶν ΙΔ΄ Ἐπιστολῶν…, ἁγ. Νικοδήμου, τ. Α΄,  σελ. 579, ἐκδ. Ρηγόπουλος).
[21] Ἁγ. Νικοδήμου, Ἑρμηνεία ΙΔ΄  Ἐπιστολῶν… τ. Α΄, σελ. 581, ἐκδ. Ρηγόπουλος.
[22] Α΄Κορ. ιβ΄ 29.
[23] Α΄Κορ. ιβ΄ 11.
[24] Λουκ. ιστ΄ 27-31.
[25] Α΄ Τιμ. γ΄ 20.
[26] Ε.Π.Ε. 31, 146.
[27] Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ Πρὸς Σεραπίωνα Α΄.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.