Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

1940: Η Παναγία στο μέτωπο



Πορεία στα χιόνια στο Αλβανικό Μέτωπο


Προσευχή για τους νεκρούς των πολέμων, δικούς και εχθρούς

Το ιστολόγιό μας δεν έχει πολιτικό ενδιαφέρον, ούτε πατριωτικό, αλλά καθαρά πνευματικό. Αν και αγαπώ την πατρίδα μου, είμαι και ορθόδοξος χριστιανός (έννοια απολύτως πανανθρώπινη), άρα για μένα η ζωή και η σωτηρία της ψυχής του Τούρκου ή Γερμανού εισβολέα έχει την ίδια αξία με εκείνη του Έλληνα στρατιώτη. Έτσι το βλέπω, εκεί με οδηγεί η ορθόδοξη πνευματική κληρονομιά του λαού μου, είτε αρέσει αυτό σε μερικούς είτε όχι. Θα προτιμούσα να μη σκανδαλιστείτε, όλοι οι πατριώτες, αλλά να προβληματιστείτε και να δείξετε έστω κατανόηση.
Αυτή η ορθόδοξη άποψη έχει σοβαρά ερείσματα στην ιστορία του λαού μας. Ναι, έχουν υπάρξει χαροκαμένες μανάδες που έχουν φερθεί με ανθρωπιά σε τραυματίες, αιχμάλωτους ή νεκρούς εισβολείς.
Ωστόσο δεν πρέπει να αγνοήσουμε ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου άγιοι εμφανίζονται σε μάχες υπέρ των (αμυνόμενων) χριστιανών: ο άγιος Δημήτριος στην πολιορκία του Σκυλογιάννη και στη μάχη για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1913, ο άγ. Μηνάς στο Ελ Αλαμέιν, ο αρχάγγελος Μιχαήλ στο Μανταμάδο (όπου μάλιστα σκότωσε τους πειρατές), η Παναγία κατά την επίθεση των Αβάρων (όταν ψάλθηκε ο Ακάθιστος Ύμνος) και φυσικά στο Αλβανικό Μέτωπο.
Γιατί οι άγιοι το κάνουν αυτό; Παρεμβαίνουν σωστικά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις για λόγους που εκείνοι ξέρουν. Συγκαταβαίνουν στην ανθρώπινη αδυναμία. Έρχονται να προστατέψουν. Σταματάνε μεγαλύτερες συμφορές. Υπακούνε σε αγωνιώδεις προσευχές
ανθρώπων με καθαρή καρδιά. Αυτά είναι ΠΙΘΑΝΟΙ ΛΟΓΟΙ. Δε μπορώ να το κρίνω - εγώ δεν αγαπώ τον εχθρό μου πιο πολύ απ' όσο τον αγαπούν ο Χριστός, η Παναγία και οι άγιοι. Μπορώ μόνο να καταγράψω τις μαρτυρίες.
Η Παναγία στον Ορχομενό και ο άγ. Χαράλαμπος στα Φιλιατρά σταμάτησαν τους ναζί, δεν τους σκότωσαν. Γιατί το έκαναν; Δε γίνεται μάρτυρας ο αθώος που πεθαίνει από μαχαίρι εισβολέα; Γιατί δεν το έκαναν στα Καλάβρυτα ή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή στους θαλάμους βασανιστηρίων; Μπορεί στον Ορχομενό, στα Φιλιατρά και όπου αλλού έγινε κάτι παρόμοιο, οι άνθρωποι να μην ήταν έτοιμοι να γίνουν μάρτυρες ή μπορεί ο Θεός να παρενέβη, επειδή ίσως κάποια προτεστάντισσα Γερμανίδα μάνα προσευχόταν με αγωνία & καθαρή καρδιά για το γιο της κι ο Θεός δεν τον άφησε να λερώσει τα χέρια του με αίμα γυναικόπαιδων.
Επαναλαμβάνω, δεν το ξέρω. Ξέρω μόνο ότι η σφαγή το θύμα το καθαγιάζει (όταν είναι αθώο) και το σφαγέα τον στέλνει στην κόλαση, ξέρω πως ο Θεός νοιάζεται πιο πολύ για τα θύματα της αδικίας απ' όσο νοιάζομαι εγώ ή ένας ιστορικός ή δημοσιογράφος ή ακόμη και η μητέρα τους - και ξέρω πως ο Θεός ενεργεί εντελώς διαφορετικά απ' ό,τι θα θέλαμε εμείς να ενεργήσει. Αυτό μας σκανδαλίζει, γιατί πάντα ξεγελάμε τη συνείδησή μας λέγοντάς της πως εμείς είμαστε σοφότεροι ή πιο δίκαιοι απ' το Θεό και πως ο Θεός κάνει λάθη, ενώ εμείς, αν ήμασταν στη θέση Του, "δε θα κάναμε" - οι καημένοι...

Η εικόνα της Παναγίας του Ορχομενού. Ζωγραφίστηκε με έξοδα του Γερμανού διοικητή Χόφμαν, που είχε κάνει την αποτυχημένη επίθεση στις 10 Σεπτ. 1942.

Είναι οφθαλμοφανές πως οι εμφανίσεις αυτές θυμίζουν τις παρεμβάσεις των θεών στα ομηρικά έπη. Αυτό βοηθάει όποιον θέλει να τις ερμηνεύσει ως μύθους ή ψευδαισθήσεις, γεννημένες απ' τη φαντασία των πιστών που έχουν επείγουσα ανάγκη να νιώσουν την υψηλή προστασία κάποιου ισχυρού (αλλά ανύπαρκτου) πνεύματος. Όμως οι πιο καλά μαρτυρημένες τέτοιες εμφανίσεις -της Παναγίας στο μέτωπο του 40- είναι πολύ κοντά σε μας (δεν απέχουν αιώνες, ώστε να μπορούμε να τις αγνοήσουμε πλήρως) και καλό είναι να μην απορριφθούν ελαφρά τη καρδία ακόμη κι από έναν "άπιστο", χωρίς να τον κάνουν, όχι να "πιστέψει", αλλά να βάλει ένα ερωτηματικό.
Ο μέσος άνθρωπος δεν περιμένει να δει την Παναγία, ώστε να αυθυποβληθεί σε οράματα, και μάλιστα πολλά & ομαδικά. Την Παναγία την έστειλαν στους φαντάρους, περισσότερο ακόμα κι από τη δικαιοσύνη του αμυντικού αγώνα, οι προσευχές των μανάδων τους. Αυτό νομίζω.
Όσο για τις εμφανίσεις των αρχαίων θεών, εμφανίσεις πνευμάτων καταγράφονται σ' όλους τους πολιτισμούς, όλες τις εποχές. Αυτές τις αμέτρητες εμφανίσεις, ο πιστός του Διαφωτισμού απλά τις χαρακτηρίζει μύθους (αυθαίρετα) χωρίς να προβληματιστεί καν· ο πιστός των θρησκειών τις δέχεται όπως είναι, χωρίς να το ψάξει (όταν ένα πνεύμα τού λέει πως είναι θεός ή άγγελος το πιστεύει αμέσως)· ο ορθόδοξος χριστιανός, ακόμα κι αν εμφανιστεί ο Χριστός, το αμφισβητεί και διερευνά την ταυτότητα του οράματος ανάλογα με τη συμπεριφορά του πνεύματος.


Εμφανίσεις της Παναγίας σε Έλληνες στρατιώτες το 1940

Επιμέλεια: π. Δημητρίου Αθανασίου

Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας σημειώθηκαν σε πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά στην πρώτη γραμμή του πολέμου, στα ελληνοαλβανικά σύνορα και την Πίνδο, η Παναγία ήταν η προστάτιδα και οδηγός των στρατιωτών. Οι στρατιώτες την έβλεπαν με τα μάτια της πίστης τους να τους εμψυχώνει και να τους «σκεπάζει», καθώς πολεμούσαν στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας.
Ενδεικτική είναι η μαρτυρία της Β. Μπούρη, σύμφωνα με την οποία ο θείος της, Σπυρίδων Χουλιάρας, που πολέμησε στα ελληνοαλβανικά σύνορα, μέχρι το τέλος της ζωής του συνήθιζε να αφηγείται το εξής θαύμα της Παναγίας: ενώ οι στρατιώτες πολεμούσαν κάτω από πραγματικά αντίξοες συνθήκες, εμφανίστηκε μπροστά τους η Παναγία που ως προστάτιδα τους «σκέπασε» με το πέπλο της και σαν οδηγός τους οδήγησε μπροστά στον εχθρό, έτοιμους να τον αντιμετωπίσουν.
Το θαύμα αυτό επιβεβαιώνεται και από άλλους στρατιώτες που πολέμησαν στα βουνά της Πίνδου. Κατά μήκος όλου του μετώπου έβλεπαν το ίδιο όραμα: τις νύχτες μια γυναικεία μορφή βάδιζε ψηλόλιγνη, με την καλύπτρα της ριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Ήταν η Παναγία, η υπέρμαχος στρατηγός των Ελλήνων.
Ο Τάσος Ρηγόπουλος, πολεμιστής του 1940 γράφει από το μέτωπο:
«Σου γράφω από μία αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Η φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου […]είναι να σου μεταδώσω αυτό που έζησα, αυτό που είδα με τα μάτια μου και που φοβάμαι μήπως, ακούγοντάς το από άλλους, δεν το πιστέψεις. Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, είδαμε σε απόσταση περίπου δεκατριών μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη. Ο σκοπός φώναξε: «τις ει;». Μιλιά δεν ακούστηκε. Φώναξε ξανά θυμωμένος. Τότε, σαν να μας πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: «η Παναγία!». Εκείνη όρμησε εμπρός σα να είχε φτερά αετού. Εμείς από πίσω της. Συνεχώς αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη.
Ολόκληρη εβδομάδα παλέψαμε σκληρά για να καταλάβουμε τα οχυρά Ιβάν-Μόροβας. […] Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Και όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε η Υπερμάχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και απλά χάθηκε» .
Ένα θαύμα έζησαν και οι στρατιώτες του 51ου τάγματος στην κορυφογραμμή Ροντένη.
Από τις 22 Ιανουαρίου και κάθε βράδυ στις εννέα και είκοσι ακριβώς, το βαρύ πυροβολικό των αντιπάλων άρχιζε βολή εναντίον του τάγματος. Ο εκνευρισμός και οι απώλειες ήταν πολλές. Οι τολμηροί ανιχνευτές δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα εχθρικά πυροβόλα, προφανώς γιατί κάθε βράδυ οι αντίπαλοι τα μετακινούσαν. Η κατάσταση ήταν πιεστική. Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου ακουστήκανε πάλι τα εχθρικά κανόνια.
«Παναγιά μου, βοήθησέ μας, σώσε μας», φώναξε εντελώς αυθόρμητα ο ταγματάρχης Πετράκης. Αμέσως στο βάθος πρόβαλε ένα φωτεινό σύννεφο και σιγά-σιγά δημιουργήθηκε κάτι σαν φωτοστέφανο και εμφανίστηκε η μορφή της Παναγίας, η οποία άρχισε να γέρνει προς τη γη και στάθηκε σε ένα φαράγγι. Όλοι στο τάγμα μόλις είδαν το θαύμα, ρίγησαν.
«Θαύμα!»,φώναξαν και έκαναν το σταυρό τους. Αμέσως στάλθηκε μήνυμα στην ελληνική πυροβολαρχία, τα ελληνικά κανόνια βρόντηξαν και λίγο μετά τα αντίπαλα σίγησαν. Οι οβίδες των Ελλήνων είχαν πετύχει τον απόλυτο στόχο .
«Η πίστη κατά την διάρκεια του πολέμου, το σίγουρο είναι ότι βοηθάει τον δοκιμαζόμενο στρατιώτη. Και η εικόνα της προστάτιδας του φέρνει ελπίδα και αισιοδοξία. … οι Αρτινοί στο μέτωπο μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς δεν φοβόνταν ούτε όλμους, ούτε τις εχθρικές σφαίρες…»
Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης ζωγράφισε πάνω στο καπάκι ενός κιβωτίου ρέγγας την Παναγία της Νίκης, η οποία απέκτησε τη φήμη ότι είναι θαυματουργή.
«Σε έξαλλη θρησκευτική έκσταση απαιτούσαν (ενν. οι έλληνες στρατιώτες από την Άρτα) η θαυματουργή εικόνα να μείνει ένα βράδυ τουλάχιστον στην κατασκήνωση τους. Άκουγες φωνές από παντού. Όλοι οι στρατιώτες φωνάζανε: «Η Παρθένα, η Παρθένα. Να την αφήσετε μια βραδιά». Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός […] πέσαμε μπρούμυτα σύμφωνα με τις διαταγές που είχαμε. Κανένας Αρτινός δεν έκανε το ίδιο. «Βρε συνάδελφε», μου είπε ένας, «βαστάς την Παρθένα και φοβάσαι»;» ["Νεκρός": άραγε πού να βρίσκεται τώρα αυτό το κειμήλιο;].
Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, το γεγονός ότι οι ταυτότητες των στρατιωτών έφεραν, δίπλα ακριβώς από τα στοιχεία τους, μια εικόνα της Παναγίας. Και λίγο πριν απo την επίθεση έκαναν το σταυρό τους, αναφωνούσαν τρεις φορές «Παναγία μου!» και ύστερα ξεκινούσαν.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, αναγνωρίστηκε η σπουδαιότητα των θαυματουργών επεμβάσεων της Παναγίας. Για το λόγο αυτό η γιορτή της Αγίας Σκέπης, που είχε καθιερωθεί από το 626, όταν με τη θαυματουργή της επέμβαση έσωσε την Κωνσταντινούπολη από τους Αβάρους, να γιορτάζεται προς τιμήν της Παναγίας την 1η Οκτωβρίου, μεταφέρθηκε από το 1952 στις 28 Οκτωβρίου για να ενθυμούνται όλοι τη θαυματουργή βοήθειά της στη δυσκολότερη, ίσως, περίοδο του ελληνικού έθνους.

Απόσπασμα από την εργασία "Η τιμή της Θεοτόκου στην Ήπειρο"

Η Αγία Σκέπη: ο άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός, μέσα στην Παναγία των Βλαχερνών, βλέπει την Παναγία να σκεπάζει προστατευτικά το λαό μ' ένα ουράνιο ύφασμα. Στη μέση στέκεται ο μεγάλος ποιητής και μουσικός άγιος Ρωμανός ο Μελωδός. Σ' αυτό το όραμα βασίστηκε η γιορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, που γιορτάζεται 1 Οκτ., αλλά στην Ελλάδα, από το 1952, 28 Οκτ.

Ο Ανθυπασπιστής Νικόλαος Γκάτζαρος γράφει για τις εμφανίσεις της Παναγίας στον πόλεμο του '40


Ο άγων ήταν ιερός. Οι Έλληνες πολεμούσαν υπέρ Πί­στεως και Πατρίδος. Εγνώριζαν, ότι αν πατούσαν τον τόπο μας οι Φράγκοι, οι παπικοί θα μας νόθευαν την πίστι και θα μόλυναν την Ορθοδοξία.
Η παρουσία της Παναγίας στο Μέτωπο διαπιστώθηκε σε πολλές περιπτώσεις. Αναφέρομε μία, η οποία είχε γίνει κοντά μας στο αριστερό μέρος του Μετώπου, εκεί που ήτανε το άλλο τμήμα του Μετώπου, των ευζώνων. Συνέβη στον υπολοχαγό Νικόλαον Γκάντζαρον. Στα χρόνια της Κατοχής είχα την ευκαιρία, να τον γνωρίσω στα Γιάννενα. Εκεί μου το διηγήθηκε και ο ίδιος.
Επειδή όμως δεν διέσωζα τις λεπτομέρειες, τον παρα κάλεσα να μου τα γράψη. Παραθέτω την απάντησί του και την αναφορά που είχε κάμει τότε στο Διοικητή του. Ιδού το πλήρες κείμενο της απαντητικής επιστολής του και η αναφορά του:

Εν Ιωαννίνοις τη 3.2.1968
Πανοσιολογιώτατε,
Ο αδελφός μου Σωτήριος δι’ επιστολής του μοι διεβίβασε την υμετέραν παράκλησιν, όπως σας γράψω περί του υπ’ εμού οράματος της Θεοτόκου κατά τον Ελληνοϊταλικόν πόλεμον 1940-41…
Ετύγχανον Διμοιρίτης της Γ’ Διμοιρίας (2ου Λόχου, Ι Τάγματος, 40ου Συντάγματος Ευζώνων), ότε εις την περιοχήν Α’, του χωρίου Γκολέμι εν Β. Ηπείρω (Αλβανία) κατά μίαν προσωρινήν ανάπαυλαν του Τάγματος εν εφεδρεία, καθ’ ην δεν εδικαιολογείτο παραίσθησις ή ολιγοψυχία, συ νέβη το όραμα. Θεωρώ λοιπόν επιβεβλημένον μου καθήκον να σας ε νημερώσω περί του γεγονότος εκείνου.
Τούτο περιγράφεται εν τη υποβληθείση αναφορά μου, της οποίας ακριβές αντίγραφον σας εγκλείω.
Επειδή ως Χριστιανός δεν επιθυμώ θόρυβον περί το ό νομά μου, παρακαλείσθε θερμότατα, όπως μείνω άγνωστος, πράγμα όπερ έχω και ως αρχήν.
Μετά σεβασμού
Νικόλαος Γκάτζαρος
Οδός Λόρδου Βύρωνος 9, Ιωάννινα

Αριθ. Δ.Υ.
Εν Τ.Τ. 712 τη 3η Μαρτίου 1941
Ο Ανθυπασπιστής Γκάτζαρος Νικόλαος
Προς
Το 1/40 Τάγμα Ευζώνων Ενταύθα
«Περί εμφανίσεως της Παναγίας και των δοθεισών μοι υπ’ Αυτής εντολών».
«Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω υμίν, ότι χθες Κυρια κήν, 2 Μαρτίου έ.έ. και περί ώραν 8ην μ.μ. μετέβην εις τι παρακείμενον του καταυλισμού 2ου Λόχου Τάγματος Υμών μικρόν ύψωμα απέχον περί τα 300μέτρα, χάριν περιπά του, αισθανθείς την ανάγκην κινήσεως. Μία μυστηριώδης δύναμις ωσάν να με ώθη προς τα εκεί. Ο αήρ έχει ήδη παύ σει να φυσά και ο ουρανός ήτο αστερόης. Κατά την επι στροφήν μου εις την σκηνήν, δεν έχω αριθμήση 10 βήμα τα, ότε αιφνιδίως ενεφανίσθη εμπρός μου και μου ανέκοψε τον δρόμον μία γυνή μαυροφόρα έχουσα σεμνήν, την εμφάνισίν της. Το πρόσωπόν της διεκρίνετο χαρακτηριστικώς εις το βραδυνό ημίφως. Εις το θέαμα τούτο καταληφθείς εξ απροόπτου, κατ’ αρχάς εξεπλάγην, κατόπιν όμως αυτοστιγ μεί συνήλθον εκ του τρόμου, επειδή εγνώριζον, ότι πολλάκις η Παναγία ενεφανίσθη είτε ως όραμα, είτε καθ’ ύπνον κατά τας πολεμικάς επιχειρήσεις του Στράτου μας.
Εγώ όλως μηχανικώς έλαβον θέσιν ημιγονυπετή, ίνα ασπασθώ την δεξιάν Της. Εκ της συγκινήσεως οι οφθαλ μοί μου εδάκρυζον, οι πόδες και τα χείλη μου έτρεμον επί πολλήν ώραν. Ήκουσα να ομιλή: «Είμαι η Παναγία. Μη φοβείσαι παιδί μου, είπε! Εγώ ενεφανίσθην να σου είπω τρεις λόγους, τους οποίους να μη λησμονήσης:
1) Ο παρών πόλεμος εκηρύχθη απροκαλύπτως και αναιτίως υπό της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος. Θελήματί μου η Ελλάς θα εξέλθη τούτου νικηφόρως.
2) Ο πόλεμος ούτος εκηρύχθη εναντίον της Ελλάδος, ί να γνωρίση ο κόσμος, ότι αφορμή τούτου είναι η απομάκρυνσίς του εκ της Χριστιανικής θρησκείας, καθ’ ην ύβρι ζεν, εβλασφήμει τα θεία της και έρρεπε προς τον εκφυλισμόν και την ακολασίαν και ούτως συμμορφωθή, ίνα μάθη ότι υπάρχει και προΐσταται ο Θεός. Τρανώτατα δε τεκμήρια της υπάρξεως ταύτης είναι τα συχνά θαύματα των Αγίων της Εκκλησίας του Χριστού.
3) Έπρεπε να μάθη ο κόσμος, ότι ο δίκαιος πάντοτε υπε ρισχύει της βίας.
Ανάφερε, λοιπόν, ταύτα και εγγράφως εις τον Διοικη τήν σου, ίνα μη πτοηθή προ ουδενός κωλύματος, καθότι υπό την προστασίαν Μου ο Ελληνικός Στρατός θα νικήση!».
Μεθ’ ο εν τη εξαφανίσει Της οι οφθαλμοί μου εθαμβώθησαν.
Εν τέλει συνήλθον εν μέρει και κατηυθύνθην αμέσως εις την σκηνήν υμών, όπου έξωθι ταύτης ανέφερον υμίν το συμβάν προφορικώς.
Νικόλαος Γκάτζαρος
Μετά από την εμφάνισι αυτή, όλοι μας οι στρατιώτες εδώσαμε τον φτωχό όβολό μας και με προθυμία κτίσθηκε στο μέρος αυτό ο ναός της Παναγίας.

* * *
«Θεοτόκε η ελπίς, πάντων των Χριστιανών, σκέπε φρούρει φύλαττε, τους ελπίζοντας εις Σε»

Κοντάκιον της αγίας Σκέπης

Ήχος πλ. δ΄. Τη Υπερμάχω.

Ώσπερ νεφέλη αγλαώς επισκιάζουσα, της Εκκλησίας τα πληρώματα Πανάχραντε, εν τη πόλει πάλαι ώφθης τη βασιλίδι. Αλλ’ ως σκέπη του λαού σου και υπέρμαχος, περισκέπασον ημάς εκ πάσης θλίψεως, τους κραυγάζοντας. Χαίρε Σκέπη ολόφωτε.

* * *

Άξιόν εστιν ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον, και Μητέρα του Θε ού ημών. Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ, και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, την αδιαφθόρως, Θεόν Λόγον τεκούσαν, την Όντως Θεοτόκον σε μεγαλύνομεν.

Πηγή


 Θαῦμα στό Μπούμπεση

Ἕνα ζωντανό  θαῦμα τῆς Παναγίας ἔζησαν στόν Ἑλληνοϊταλικό πόλεμο οἱ στρατιῶτες τοῦ 51ου ανεξαρτήτου τάγματος, με διοικητή τον ταγματάρχῃ Πετράκη, στήν κορυφογραμή  τοῦ Ῥοντένη, δεξιὰ τῆς θρυλικῆς Κλει­σούρας.
Κάθε βραδύ, ἀπό τίς 22-1-41 και ἔπειτα, στίς 9.20 ἀκριβῶς, το Βαρύ  Ἰταλιό πυροβολικό ἄρχιζε βολή ἐ­ναντίον τοῦ τάγματος Πετράκη καὶ τοῦ δρόμου, ἂπ’ ὄ­που περνοῦσαν τὰ μεταγωγικά. Πέρασαν ἡμέρες καὶ τὸ κακὸ συνεχιζόταν, δημιουργώντας ἐκνευρισμὸ καὶ ἀ­πώλειες. Τολμηροὶ ἀνιχνευτὲς τῶν ἐμπροσθοφυλακῶν καὶ ἀεροπόροι ἐξαπολύθηκαν μέχρι βαθιὰ στίς Ἰταλικὲς γραμμές, ἀλλὰ ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι. Δέν μποροῦσαν νά ἐντοπίσουν τὰ Ἰταλικὰ πυροβόλα, ἴσως γιατὶ οἱ Ἰτα­λοὶ κάθε βραδὺ τὰ μετακινοῦσαν.
Ἦταν ὅμως ἀπολύτη ἀνάγκη νά ἐντοπισθοῦν οἱ ἐχ­θρικὲς θέσεις. Ἕνα βράδυ τοῦ Φεβρουαρίου ἀκούστη­καν πάλι οἱ ὁμοβροντίες τῶν Ἰταλικῶν κανονιῶν.
— Παναγία μου, φώναξε τότε ὁ ταγματάρχης ἐντε­λῶς αὐθόρμητα, βοήθησέ μας! Σῶσε μας ἂπ’ αὐτοὺς τοὺς δαίμονες.
Ἀμέσως στό βάθος πρόβαλε ἕνα φωτεινὸ σύννεφο.
Σιγά-σιγά σχηματισε κάτι σὰν φωτοστέφανο. Καὶ κάτω ἂπ’ αὐτὸ μερικὰ ἀσημένια συννεφάκια σχημάτισαν τή μορφὴ τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἄρχισε νά γέρνει πρὸς τή γή καὶ στάθηκε σ’ ἕνα φάραγγι, ἀνάμεσα σὲ δύο ὑ­ψώματα τοῦ Μπούμπεση. Τὸ ὅραμα τὸ εἶδαν ὅλοι στό τάγμα καὶ ῥίγησαν.
— Θαῦμα! βροντοφώναξε ὁ ταγματάρχης.
— Θαῦμα! Θαῦμα! ἐπανέλαβαν οἱ στρατιῶτες καὶ σταυροκοπήθηκαν.
Ἀμέσως ἔφυγε ἕνας σύνδεσμος μὲ σημείωμα τοῦ Πετράκη γιά τὴν πυροβολαρχία τοῦ Τζήμα. Σὲ δέκα λε­πτὰ βρόντησαν τὰ ἑλληνικὰ κανόνια καὶ σὲ εἴκοσι ἐσίγησαν τὰ ἰταλικά. Οἱ ὀβίδες μας εἶχαν πετύχει ἀπόλυτα τὸν στόχο.
Ὁ βλάσφημος ἀνθυπασπιστής 
Ὁ Χρῆστος Βέργος, ἐπιστρατευμένος στόν πόλεμο τῆς Κορέας, διηγεῖται:
«Ἤμουν ἀνθυπασπιστὴς στό τάγμα τῆς Κορέας. Δέν πίστευα πουθενά, παρὰ μόνο στή δύναμη τῶν βαρέων ὅπλων πού κατεύθυνα. Ἐπὶ πλέον ἤμουν ἀδιόρθωτα βλάσφημος. Ὅλες οἱ βλασφημίες μου συγκεντρωνον­ταν στήν Παναγία. Ὅσοι μὲ ἄκουγαν ἀνατρίχιαζαν. Οἱ φαντάροι μου ἔκαναν τὸν σταυρὸ τους, γιά νά μὴν τοὺς βρεῖ κακό. Οἱ ἀνώτεροί μου διαρκῶς μὲ παρατηροῦ­σαν καὶ μὲ τιμωροῦσαν. Ὥσπου μιά νύχτα ἔζησα ἕνα ὁλοφάνερο θαῦμα.
Ξημέρωνε ἡ 7η Ἀπριλίου 1951. Μὲ τήν διμοιρίᾳ μου εἶχα καταλάβει μιά πλαγιά σὲ ὕψωμα κοντὰ στόν 38ο παράλληλο. Μέχρι τὰ ξημερώματα ἔμεινα ἄγρυπνος στό ὄρυγμά μου μαζὶ μὲ τὸν στρατιώτῃ Σταῦρο Ἀδαμάκο. Ὅταν ῥόδιζε ἡ αὐγή, ὁπότε δέν ὑπῆρχε φόβος αἰφνιδιασμοῦ, ἀποκοιμήθηκα. Εἶδα τότε ἕνα ὄνειρο πού μὲ συνετάραξε:
Μία γυναῖκα στά μαῦρα ντυμένη, μὲ ἁγνὴ ὀμορφιὰ καὶ γλυκύτατη φωνή, μὲ πλησιάζει καὶ μὲ ῥωτᾶ ἀκουμ­πώντας τὸ χέρι στον ὦμο μου:
– Θέλεις νά βρίσκομαι κοντὰ σου Χρῆστο; Ἔνοιωσα τότε μιΆ βαθειά ἀγαλλίαση.
– Καὶ ποία εἶσαι σύ; τήν  ῥώτησα.
Τότε ἐκείνη ἄλλαξε ἔκφραση καὶ μὲ παρατήρησε αὐστηρά:
– Γιατί, Χρῆστο, διαρκῶς μὲ βρίζεις;
– Πρώτη φορὰ σὲ βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πῶς εἶναι δυνατὸ νά βρίζω μιά ἄγνωστή μου;
– Ναί, Χρῆστο, ἐπέμεινε ἐκείνη πιὸ αὐστηρά. Μὲ βρίζεις. Ἐγὼ ὅμως εἶμαι πάντα κοντὰ σὲ σένα καὶ σ’ ὄ­λους τοὺς στρατιῶτες τοῦ τάγματος. Γιατὶ δέν πηγαίνετε στό Πουσάν, ν’ ἀνάψετε κεριὰ στ’ ἀδέλφια σας ποῦ ἔ­χουν ταφεῖ ἐκεῖ;
Μ’ αὐτὴ τή φράσῃ ξύπνησα τρομαγμένος. Ὁ Σταῦ­ρος δίπλα μου μὲ κοίταζε σαστισμένος.
– Κύριε ἀνθυπασπιστά, κάτι ἔχεις, μοῦ εἶπε. Βογγοῦσες καὶ παραμιλοῦσες στόν ὕπνο σου.
Τοῦ διηγήθηκα τὸ ὄνειρό μου καὶ καταλήξαμε πώς ἦταν ἀποτέλεσμα κοπώσεως καὶ συζητήσεων γύρω ἀπὸ τοὺς νεκροὺς τοῦ Πουσάν.
Ἐνῶ ὅμως λέγαμε αὐτά. ξαναβλέπω τή γυναῖκα τοῦ ὀνείρου μου μπροστά μου.
— Ἀδαμάκο! βάζω μιά φωνή. Ἡ γυναῖκα… Αὐτή… Νά… τή βλέπεις;
Ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νά μὲ καθησυχάσει, ἀλλά πού ἐγώ! Ἡ μαυροφορεμένη γυναῖκα μὲ τὴν ἁγνὴ ὀ­μορφιὰ καὶ τή γλυκύτατη φωνή στάθηκε κοντά μου καί μοῦ εἶπε:
– Μὴ φοβᾶσαι… Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου. Εἶμαι ἡ Παναγία. Σᾶς προστατεύω ὅλους παντοῦ καὶ πάντοτε. Ἀλλά θέλω ἀπὸ σένα νά μὴ μὲ βρίσεις οὔτε στίς δυ­σκολότερες στιγμὲς τῆς ζωῆς σου.
Πέφτω ἀμέσως ταραγμένος νά φιλήσω τὰ πόδια της. Ἐκείνη ὅμως εἶχε γίνει ἀφάντη. Ἔκλαψα τότε ἂπ’ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου ἕνα κλάμα ἀνακουφίσεως καὶ χαρᾶς, ἐγώ πού δέν εἶχα κλάψει ποτὲ στή ζωή μου».
Ὁ  Ν. Ντραμουντανὸς διηγεῖται μιά θαυμαστὴ ἐμπει­ρία του ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ ’40:
«Ὁ λόχος μας πῆρε διαταγὴ νά καταλάβει ἕνα προ­χωρημένο ὕψωμα γιά προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμ­πούρι μέσα στά βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, ἄρχι­σε νά πέφτει πυκνὸ χιόνι. Ἔπεφτε ἀδιάκοπα δύο μεροόνυχτα κι ἔφτασε σὲ πολλὰ μέρη τὰ δύο μέτρα. Ἀπο­κλειστήκαμε ἀπὸ τὴν ἐπιμελητεία. Καθένας εἶχε τροφὲς στό σακκίδιό του γιά μία ἡμέρα. Ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὸ κρύο δέν λάβαμε πρόνοια «διὰ τὴν αὔριον» καί τίς κα­ταβροχθίσαμε.
Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἄρχισε τὸ μαρτύριο. Τή δίψα μας τή σβήναμε μὲ τὸ χιόνι, ἀλλὰ ἡ πεῖνα μᾶς θέριζε. Πε­ράσαμε ἔτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Τὸ ἠθι­κὸ μας τὸ διατηρούσαμε ἀκμαῖο, ἀλλὰ ἡ φύσῃ ἔχει καὶ τὰ ὅριά της. Μερικοὶ ὑπέκυψαν. Τὸ ἴδιο τέλος περιμέ­ναμε ὅλοι«ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος».
Τότε μία ἔμπνευση τοῦ λοχαγοῦ μας ἔκανε τὸ θαῦμα! Ἔβγαλε ἂπ’ τὸν κόρφο του μία χάρτινη εἰκόνα τῆς Παναγίας, τὴν ἔστησε στό ψήλωμα καὶ μᾶς κάλεσε γύ­ρω του:
— Παλληκάρια μου! εἶπε. Στήν κρίσιμη αὐτὴ περίσταση ἕνα θαῦμα μόνο μπορεῖ νά μᾶς σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε τὴν Παναγία, τή μητέρα τοῦ Θεαν­θρώπου, νά μᾶς βοηθήσει!
Πέσαμε στά γόνατα, ὑψώσαμε τὰ χέρια, παρακαλε­σαμε θερμά. Δέν προλάβαμε νά σηκωθοῦμε κι ἀκουύσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε καὶ πιάσαμε τὰ ὄ­πλα. Πήραμε θέση «ἐπὶ σκοπόν».
Δέν πέρασε ἕνα λεπτὸ καὶ βλέπουμε ἕνα πελώριο μουλάρι νά πλησιάζει κατάφορτο. Ἀνασκιρτήσαμε! Ζῶο χωρὶς ὁδηγὸ νά περνᾶ τὸ βουνό, μ’ ἕνα μέτρο χιόνι — τὸ λιγώτερο — ἦταν ἐντελῶς ἀφύσικο. Καταλα­βαμε: Τὸ ὁδηγοῦσε ἡ Κυρία Θεοτόκος. Τὴν εὐχαρι­στήσαμε ὅλοι μαζὶ ψάλλοντας σιγανά, μὰ ὁλόκαρδα, τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ» καὶ ἄλλους ὕμνους της. Τὸ ζῶο εἶχε πάνω του μία ὁλοκλήρη ἐπιμελητεία ἀπὸ τρόφιμα: κου­ραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιὰκ καὶ ἄλλα.
Πολλὲς κι ἀπίστευτες κακουχίες πέρασα στόν πολε­μο. Ἀλλ’ αὐτή μοῦ μένει ἀξέχαστη, γιατὶ δέν εἶχε διε­ξοδο. Τὴν ἔδωσε ὅμως ἡ Παναγία».

Πηγή:  «ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ»-ΕΚΔΟΣΗ 33η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ- ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ  2011.

Πηγή:dogma.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.