Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Άγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς:

(μιλώντας τότε για το Σερβικό λαό,
είναι σαν να μιλά για την σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα)

Ο Κύριος χτυπάει το λαό μας,
για να τον καθαρίσει από τις ξένες κάμπιες

Παραπονέθηκε ό Κύριος για τον εκλεκτό λαό Του λέγοντας: Τούς χτυπώ άλλα δεν τους πονάει. Χτύπησε ό Κύριος την Ευρώπη στον αιώνα μας με δύο πολέμους και δεν γνωρίζουμε αν την πόνεσε. Χτύπησε ό Κύριος τη χώρα μας και στους δύο παγκόσμιους πολέμους πιο βαριά από κάθε άλλη χώρα. Πόνεσε ό λαός μας; Πόνεσε και κατάλαβε πώς τον χτύπησε ό Κύριος, λόγω των αμαρτιών του. Έτσι κατάλαβε πώς είναι καλό να αλλάξει, να εξαγνιστεί, να ισιώσει. Τί σημαίνει ισιώνω; Ισιώνει εκείνος πού στράβωσε, κύρτωσε. Ή Δύση ολόκληρη είναι κυρτωμένη σαν εκείνη την συγκύπτουσα γυναίκα, πού για δεκαοκτώ χρόνια περπατούσε έχοντας το κεφάλι της στα γόνατα.
Ό λαός μας στην αρχή κοίταζε την Ευρώπη με τρόμο και λύπη, άλλα στη συνέχεια συνήθισε την περηφάνια της και μετά και ό ίδιος καμπούριασε. Στην αρχή οι Σέρβοι έλεγαν: Δεν πρέπει να είμαστε απλοί Βαλκάνιοι, άλλα να είμαστε σύγχρονοι, να παρακολουθούμε τη μόδα και την Ευρώπη.
Πρέπει να κυρτώσουμε, να καμπουριάσουμε... υπάρχει στο καμπούριασμα μία ομορφιά πού δεν μπορούν να την δουν οι απλοί Βαλκάνιοι...
Έτσι σκεφτόταν ό σερβικός λαός και λησμόνησε τον ηρωισμό του, ξέχασε πώς δοξάστηκε ακριβώς για το λόγο ότι στεκόταν όρθιος, ξέχασε πώς δοξάστηκε, επειδή για πεντακόσια χρόνια δεν έσκυψε το κεφάλι του στους Τούρκους. Όταν όμως ελευθερώθηκε από τούς Ασιάτες, σε πενήντα χρόνια κύρτωσε υπό την επιρροή της Ευρώπης, τόσο πού ούτε τα παιδιά αναγνώριζαν τούς παππούδες τους, ούτε οι παππούδες τα εγγόνια τους. Όλα αυτά τα είδε το μάτι του Κυρίου και γι' αυτό το λόγο το χέρι Του μας χτύπησε βαριά για να εγκαταλείψουμε το λανθασμένο δρόμο πού πήραμε.
Εμείς όμως δεν τον εγκαταλείψαμε. Τόσο στραβώσαμε, κυρτώσαμε τα τελευταία εβδομήντα χρόνια, πού θα μπορούσαμε να σπάσουμε τη μέση μας παρά να σταθούμε όρθιοι.
Άλλα, δεν κύρτωσαν και δεν καμπούριασαν όλοι οι Σέρβοι, υπήρχαν και πολλοί πού έμειναν όρθιοι και αυτοί με απορία αναρωτιόντουσαν:
Τί είναι ή Ευρώπη; Γιατί μας προσέλκυσε τόσο; Για ποιό λόγο ή Δύση έγινε πιο ελκυστική από την Ανατολή; Τί θα γίνει στη συνέχεια; Θα γίνει ή Ευρώπη ή δεύτερη Ιεριχώ; Το πρώτο παιδί της Ευρώπης είναι ό πάπας και το δεύτερο παιδί της είναι ό άθεος. Έχουν πει για την παλιά Ιεριχώ: «Με τον θάνατο του πρωτοτόκου παιδιού του θα τον θεμελιώσει και με τον θάνατο του νεωτέρου παιδιού του θα ανεγείρει τις πύλες της» (Ιησούς του Ναυή 6, 26).
Τί είναι ή Ευρώπη; Αίρεση; Είναι αίρεση. Αρχικά ήταν παπική αίρεση, στη συνέχεια λουθηρανική αίρεση και μετά καλβινική αίρεση... Το τέλος αυτών των αιρέσεων είναι ό αθεϊσμός, δηλαδή οι ευρωπαίοι άθεοι πού δεν υπήρχαν ποτέ μέχρι τώρα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Δηλαδή ό πρώτος γιός είναι αιρετικός και ό δεύτερος γιός είναι άθεος.
Πώς μπορεί μία τέτοια πόλη να επιβιώσει; Πώς μπορεί να είναι καλό παράδειγμα ή νέα Ιεριχώ; Σε κανένα δεν μπορεί να είναι παράδειγμα, παρά μόνο στους ανόητους. Πώς βρέθηκαν ανάμεσα στους ανόητους και οι Σέρβοι; Αυτή είναι μία ερώτηση στην οποία είναι δύσκολο να βρούμε απάντηση. Υπάρχουν τρεις δυνατές απαντήσεις.
Ή πρώτη απάντηση είναι, επειδή τα τέκνα της Σερβίας πήγαιναν για σπουδές στη Δύση. Μαθαίνοντας να πίνουν από ψεύτικα ποτήρια μίσησαν τις διάφανες πηγές της πατρίδας τους. Ή δεύτερη απάντηση είναι, επειδή τα τέκνα της Σερβίας άρχισαν να παντρεύονται ξένες γυναίκες. Ή τρίτη απάντηση είναι, επειδή τα μορφωμένα τέκνα των Σέρβων απομακρύνθηκαν από τούς πατέρες τους και τούς μίσησαν λόγω της πίστης τους. Αυτά τα τρία δηλητήρια, δηλητηρίασαν τη δική μας προσωπική, οικογενειακή, κοινωνική και δημόσια ζωή.
Όπως ό οικοδεσπότης χτυπάει τα δέντρα δυνατά για να πέσουν τα φύλλα και σπάει τα κλαδιά για να πέσουν οι κάμπιες από το δέντρα, έτσι και ό Οικοδεσπότης του κόσμου. Ό Κύριος χτυπάει το λαό μας, για να τον καθαρίσει από τις ξένες κάμπιες.
Η Ευρώπη είναι αίρεση. Η χριστιανική αίρεση είναι χειρότερη από την ειδωλολατρία.
Επειδή ή εμπειρία επιβεβαίωσε πώς είναι πιο εύκολο να πάρουμε με το μέρος του Χριστού τούς ειδωλολάτρες παρά τούς αιρετικούς. Μέχρι τη στιγμή πού εμείς θα ονομαζόμαστε Ορθόδοξοι δεν είναι καλό να έχουμε τούς αιρετικούς για παράδειγμα.
Η αποστολή των ορθόδοξων λαών δεν είναι να τρέμουν μπροστά στους αιρετικούς λαούς, άλλα αποστολή τους είναι να τούς φέρουν στο σωστό δρόμο.
Στην εποχή μας αποσυντίθεται και σαπίζει ότι είναι αιρετικό. Ας ξεσηκωθούν οι ορθόδοξοι λαοί και ας παίξουν δυνατά τις σάλπιγγες στους αιρετικούς για να επιστρέψουν στην αλήθεια και στην τιμιότητα. Αυτό είναι το αποστολικό έργο του καιρού μας. Αν θα το κάνουμε αυτό, θα μας ευλογήσει ό Χριστός, Θεός μας, στον όποιο ας είναι ή δόξα, εις τούς αίώναι των αιώνων. Αμήν.

(Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Μέσα από το παράθυρο της φυλακής, Εκδ.  “Ορθόδοξοσ Κυψέλη”).

Πηγή: http://aktines.blogspot.com/2012/02/blog-post_8193.html#more

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012


Τα αίτια που ανάγκασαν τον Αρχιεπίσκοπο

να λύσει τη σιωπή του! 


«Επιχείρηση» ανασυγκρότησης εν όψει ...Ιεραρχίας και αρχιερατικών εκλογών!

Γράφει ο Διονύσης Μακρής
 Ως κινήσεις απόγνωσης εν όψει της συγκλήσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας εκλαμβάνουν πολλοί Αρχιερείς τις τρεις επί του παρόντος δημόσιες παρεμβάσεις του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου. Ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος επιχειρώντας να αποφύγει, όπως υποστηρίζουν καλά ενημερωμένες πηγές, τη δριμύτατη κριτική και τις έντονες φωνές δυσαρέσκειας της Ιεραρχίας, προσπάθησε με κάθε τρόπο, λίγες εβδομάδες πριν τη σύγκλισή της, να δείξει ένα διαφορετικό πρόσωπο εγκαταλείποντας -έστω και προσωρινά- την πολιτική της σιωπής που επί τρία χρόνια σταθερά ακολουθεί.

Αναρωτιούνται λοιπόν τώρα πολλοί τι είναι αυτό που ανάγκασε τον Αρχιεπίσκοπο να αφήσει την τακτική της σιωπής;
Σύμφωνα λοιπόν με καλά ενημερωμένες πηγές του περιβάλλοντός του, η αλλαγή αυτή κρίθηκε αναγκαία και σκόπιμη από τους συμβούλους και τους στενούς του συνεργάτες! Και αυτό γιατί πληροφορίες που έφθαναν στην Αρχιεπισκοπή έφεραν μία πλειάδα Αρχιερέων όχι μόνο να αρκούνται σε μία σκληρή κριτική σε βάρος του αλλά να φθάνουν και ως το σημείο να ζητούν, εδώ και τώρα, την παραίτησή του και την εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου! Θα επικαλούνταν μάλιστα μία σειρά πρωτοβουλιών και αποφάσεών του, που όχι μόνο περιθωριοποίησαν την Εκκλησία της Ελλάδος αλλά και την έφεραν στην κυριολεξία στο χείλος του γκρεμού... Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος θα έπρεπε να προετοιμαστεί για το ανωτέρω ενδεχόμενο και να αντιτάξει συγκεκριμένες πράξεις και ενέργειές του.
Στην ουσία δηλαδή πρόκειται για μία απεγνωσμένη προσπάθεια άμυνας του έναντι της γενικότερης αμφισβήτησής του από κλήρο και λαό. Και η προσπάθεια αυτή αποσκοπεί στο να διατηρήσει τουλάχιστον τη συνοχή μερικών επιστήθιων φίλων του Ιεραρχών, όπως λ.χ. των, Μαντινείας Αλεξάνδρου, Μυτιλήνης Ιακώβου, Λήμνου Ιεροθέου, Ναυπάκτου Ιεροθέου, Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, Ιλιού Αθηναγόρα, Κιλκισίου Εμμανουήλ και Θηβών Γεωργίου!
Αυτός είναι και ο λόγος που ενέταξε στο επιτελείο του, όπως λέγεται εκτενώς στα Συνοδικά γραφεία, ορισμένους «φίλους οικονομολόγους» προκειμένου να τον συμβουλεύσουν για το πως θα έπρεπε να κινηθεί. Εκείνοι λοιπόν τον προέτρεψαν να ακολουθήσει τακτική που θα απέβλεπε σε δύο συγκεκριμένους στόχους.
Ο πρώτος στόχος είχε να κάνει με πρωτοβουλία -παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου στην όλη δυσμενή οικονομική κατάσταση. Κάτι τέτοιο σύμφωνα με το επιτελείο του θα βοηθούσε στην ανατροπή της εικόνας του κομπάρσου και της εμφανούς περιθωριοποίησης της Εκκλησίας της Ελλάδος που έντονα επικρατεί στη συντριπτική πλειονότητα του χριστεπώνυμου ποιμνίου. Επιπλέον θα συνέβαλε στην αποδυνάμωση των αρχιερατικών εκείνων φωνών που ανοικτά μιλούν για συνειδητή αποδοχή από μέρους του κ. Ιερωνύμου ενός ρόλου κοινωνικού κομπάρσου. Και επιπροσθέτως θα κέρδιζε τις εντυπώσεις της κοινής γνώμης σε περίοδο που πολλοί αναζητούν κάποιο αποκούμπι παρηγοριάς.
Ως απόρροια λοιπόν της εφαρμογής των συμβουλών που έλαβε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος εκλαμβάνονται η επιστολή που απέστειλε στις αρχές Φεβρουαρίου προς τον πρωθυπουργό Λουκά Παπαδήμο αλλά και η πρότασή του για διευκολύνσεις στα δάνεια λόγω της μείωσης των μισθών που διατύπωσε προς τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Προβόπουλο.
Πέραν τούτων ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος αύξησε τον Φεβρουάριο τις δημόσιες εμφανίσεις του κάνοντας έντονη την παρουσία του σε κοινωνικές εκδηλώσεις!
Ακόμη επέλεξε και μία πιο επιθετική πολιτική σε βάρος αυτών που μεθοδευμένα υποβαθμίζουν την Εκκλησία μέσα από συστηματική κατασυκοφάντηση και βάναυση παραποίηση της αληθείας. Άργησε, όπως διαπιστώνεται να κατανοήσει ότι δεν πρέπει να αφήνει χωρίς τη δέουσα απάντηση τα δημοσιεύματα εκείνα που στοχεύουν στη μείωση του κύρους της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος εντός και εκτός της χώρας. Έτσι για πρώτη φορά στα τρία χρόνια από μία αμιγώς απολογητική πλέον θέση και όχι ενημερωτική, όπως έπρεπε να είναι, προβαίνει σε διευκρινιστικές απαντήσεις.
Τέλος μιμούμενος -έστω και καθυστερημένα- τον Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο αρθρογράφησε στην εφημερίδα «Καθημερινή» διατυπώνοντας απόψεις για την οικονομική κρίση και μιλώντας για την ανάγκη αυτοκριτικής!
Είναι όμως, φως φανάρι, ότι τέτοιες ενέργειες και πρωτοβουλίες, που είθισται να ακολουθούν κατά κόρον πολιτικοί και όχι εκκλησιαστικοί ταγοί αποβλέπουν στη δημιουργία ενός προσωπικού «ίματζ» και όχι στην προστασία η αναβάθμιση της Εκκλησίας, η οποία στην ουσία χρησιμοποιείται σαν μία κομματική παράταξη για την εκπλήρωση μύχιων προσωπικών κυρίως επιδιώξεων! Ως εκ τούτου τέτοιες πράξεις εμπεριέχουν ιδιοτέλειες μ’ αποτέλεσμα να βλάπτουν στην παρούσα φάση, παρά να εξυπηρετούν την Εκκλησία.
Λέγοντας για παράδειγμα ότι η Εκκλησία της Ελλάδος πλήρωσε φόρους πάνω από 12 εκατομμύρια ευρώ το μυαλό του απλού ανθρώπου που δέχεται βάναυσα στην καθημερινότητά του τα μέτρα της προσχεδιασμένης εδώ και χρόνια οικονομικής κρίσης οδηγείται στο ύψος των εσόδων της!!! Και αυτό βραχυπρόθεσμα και με μία πρώτη επιπόλαια ματιά φαίνεται πως ωφελεί, μακροπρόθεσμα όμως βλάπτει και ζημιώνει. Και βλάπτει γιατί το λιγότερο είναι πως σηματοδοτεί διάφορες έμμεσες η άμεσες διεκδικήσεις που χωρίς καμιά αμφιβολία ανοίγουν την όρεξη, σε πολλούς «εχθρούς» και «φίλους»!
 Κύκνειο άσμα
 Γι’ αυτό πολλοί είναι αυτοί που χαρακτηρίζουν ως «κύκνειο άσμα» τις πρωτοβουλίες του κατά κόρον και κοινά πλέον αποδεκτού ως αποτυχημένου, όπως επισημαίνουν εκκλησιαστικοί κύκλοι και επικίνδυνου για την χώρα Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου σύμφωνα με τον πρωτοσυγκελεύοντα Επίσκοπο Δωδώνης (πρώην Ζακύνθου) Χρυσόστομο!
«Δεν είναι μόνον ότι απέτυχε παταγωδώς σε όλους τους τομείς ΕΚΥΟ, Ραδιοφωνικό Σταθμό, κοινωνική και εθνική πρωταρχική παρουσία της Εκκλησίας της Ελλάδος κ.ο.κ. αλλά επιπλέον φαίνεται πως δεν ελέγχει την κατάσταση και στους κόλπους της Ιεραρχίας», σχολίαζε Ιεράρχης της Βορείου Ελλάδος που ανήκει σ’ αυτούς που τον ψήφισαν. Και πρόσθετε: «Το έντονο για παράδειγμα φραστικό επεισόδιο του Μεσσηνίας Χρυσοστόμου με τους Γλυφάδας Παύλου και Κερκύρας Νεκταρίου κατά την εορτή του Αγίου Φωτίου στη Μονή Πεντέλης, εμπρός στα μάτια του αποτελεί σαφές δείγμα της ολοφάνερης διοικητικής αδυναμίας του. Ως εκ τούτου η από μέρους του απόφαση να υποβάλλει την παραίτησή του θα διευκόλυνε τις διαδικασίες και θα συνέβαλε, έτσι ώστε η Εκκλησία της Ελλάδος να ανακτήσει έστω και την ύστατη στιγμή τα όσα απώλεσε από την ανεξήγητη πολιτική της σιωπούσας ταπεινολογίας. Είναι σαφές πως η επιλογή μας να του εμπιστευθούμε μία τέτοια καίρια θέση δεν ήταν σωστή. Κάναμε λάθος. Ο ίδιος πρέπει να καταλάβει όμως πως θα ήταν καλύτερα να αποχωρήσει πριν αρχίσουν οι διαξιφισμοί και οι κριτικές εντός της Ιεραρχίας, οι οποίες θα οδηγήσουν εν μέσω της κρίσης σε επιπλέον περιθωριοποίηση της Εκκλησίας ακόμη και από την πλευρά των πιστών»!
Ο έκδηλος φόβος του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου εξάλλου έναντι της αναμενόμενης κριτικής στην Ιεραρχία διαπιστώνεται και από τα θέματα που ορίστηκαν στην ημερήσια διάταξη της. Σ’ αυτά κυριαρχεί λ.χ. η προσφορά της Εκκλησίας στην οικονομική κρίση (!!!) που κατά τη γνώμη μας ερμηνεύεται με την εύστοχη λαϊκή ρήση του να «ευλογούμε τα γένια μας» και συμπεριλήφθηκε ως αντίδοτο στην υποθάλπουσα λαϊκή δυσαρέσκεια και κατακραυγή. Εκτός του θέματος που αφορά τον νέο κανονισμό περί εφημερίων, ο οποίος στοχεύει στη δυνατότητα αξιολόγησής τους, τα υπόλοιπα αποβλέπουν απλά στο να αιτιολογήσουν κατά κάποιο τρόπο την απόφαση του Προκαθημένου να συγκαλέσει εκτάκτως την Ιεραρχία μόνο και μόνο για να προβεί στην εκλογή δύο νέων βοηθών Επισκόπων και τίποτε άλλο περισσότερο, εκπληρώνοντας πιθανόν παλαιές υποσχέσεις.
Μύχια ελπίδα όλων είναι ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος να συνειδητοποιήσει πως επιβάλλεται και είναι πρέπον να επιλέξει αντί της δημιουργίας «ίματζ» κατά το πρότυπο των πολιτικών ανδρών την έξοδο από το αρχιεπισκοπικό θρόνο. Και η έξοδος αυτή στην παρούσα κρίσιμη περίοδο θα του προσέδιδε τουλάχιστον το στοιχείο του εκκλησιαστικού ηγέτη, το οποίο επί τρία χρόνια αποδεδειγμένα δεν κατάφερε να έχει...
Ωστόσο, για να λέμε τα σύκα -σύκα και τη σκάφη -σκάφη επί του παρόντος διαπιστώνεται πως υφίσταται και ένας περίεργος εφησυχασμός σε μεγάλο μέρος της Ιεραρχίας, ο οποίος πηγάζει από τον έκδηλο ωχαδελφισμό που επικρατεί. Γιατί πολλοί Αρχιερείς αν και βλέπουν να καταστρέφεται η εικόνα της Εκκλησίας πιστεύουν πως η όποια αλλαγή οφείλει να γίνει μετά την πάροδο ολίγων μηνών και αφού πρώτα ηρεμήσουν τα πράγματα. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, μητροπολίτες που θα μπορούσαν να αναλάβουν τα ηνία προτιμούν να «οικονομούν» τον τόπο και την Εκκλησία με την ένοχη σιωπή τους (!) συνηγορώντας στο μεθοδευμένο ξήλωμα του κοινωνικού ιστού του Έθνους μας, μέσα στο οποίο εμπεριέχεται μεταξύ των άλλων σε πρωτεύουσα θέση και η περιθωριοποίηση της Εκκλησίας της Ελλάδος.
 Παρέμβαση Ιερωνύμου και για τις τράπεζες
 Εκτός της επιστολής που απέστειλε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος προς τον μη εκλεγέντα από τον ελληνικό λαό πρωθυπουργό της χώρας, τέως αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής τράπεζας Λουκά Παπαδήμο (βλ. σελ. 6) παρενέβη και στο τραπεζικό σύστημα. Προέβη σε μία ανούσια έκκληση προς τον Γ. Προβόπουλο να παρέμβει όσο είναι δυνατόν προς τις ελληνικές τράπεζες, με την ιδιότητά του ως Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, για να διευκολύνει τους χιλιάδες Έλληνες που είναι εγκλωβισμένοι με υπέρογκα -με δεδομένη τη σημερινή οικονομική τους κατάσταση - δάνεια!
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και η Οικονομική Υπηρεσία της Ιεράς Συνόδου, η οποία εν μέσω κρίσης φρόντισε να συνάψει δάνεια ύψους 53 εκατομμυρίων ευρώ με δύο τράπεζες, (ετήσια δόση 4 εκατομμύρια ευρώ) τα οποία δυσκολεύεται κατά πολύ να αποπληρώσει... Το δάνειο ( βλ. Σ.Ο τ. 130) κρίθηκε αναγκαίο προκειμένου να συμμετάσχει στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Εθνικής Τράπεζας το 2009!!!
Συγκεκριμένα σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην Αρχαιολογική Εταιρεία ο κ. Ιερώνυμος ζήτησε από τον Γ. Προβόπουλο να κάνει ότι περνά από το χέρι του για να επιμηκυνθούν και να αποπληρωθούν τα δάνεια του κόσμου, χωρίς να υπάρξουν και άλλες επιβαρύνσεις αφού ο λαός "δεν αντέχει άλλο", όπως τόνισε.
«Ας γίνει ότι είναι δυνατόν για να επιμηκυνθούν αυτά τα δάνεια και να μπορεί ο κόσμος να τα αποπληρώσει» επεσήμανε, ζητώντας από τις τράπεζες να σταματήσουν τους πλειστηριασμούς και «να μην πάρουν τα σπίτια του κόσμου».
«Όπως κόβονται οι μισθοί και περικόπτονται τα εισοδήματα των ανθρώπων να κουρέψουν και οι τράπεζες τα χρέη των Ελλήνων» είπε χαρακτηριστικά, ξαφνιάζοντας ευχάριστα τους παρευρισκομένους... αλλά και κάποιους ευκολόπιστους Ιεράρχες!
Ανάλογο στόχο είχε και το άρθρο που δημοσίευσε στην εφημερίδα «Καθημερινή»! Η διαφορά ήταν ότι εκεί χρησιμοποίησε μία πιο θεολογική γλώσσα απευθυνόμενος κυρίως στην τάξη των διανοουμένων και όχι στον απλό λαό... Σαφές δείγμα της επιδίωξης του αυτής αποτελεί το μικρό απόσπασμα που παραθέτουμε προς ενημέρωσή σας.
«Μία κρίση σαν αυτή αποτελεί εκπληκτική ευκαιρία να ανακαλύψουμε τον Θεό γι’ αυτό που είναι και να τον αγαπήσουμε για εκείνα που έχει να μας δώσει. Και αυτά δεν είναι τίποτε λιγότερο από τον πλούτο της Θεότητός Του, από την θαυμαστή ικανότητά Του να μεταμορφώνει τον άνθρωπο και να τον αγιάζει.
Να τον θεραπεύει από τα πάθη και να τον καθιστά κοινωνό της ανείπωτης δόξας Του.
Η κρίση μπορεί να μας αποκαλύψει πως η παθολογική εξωστρέφεια και ο θόρυβος τα οποία καλλιεργεί η κοινωνία του θεάματος και της κατανάλωσης μας αποκρύπτουν τον Θεό, ο Οποίος συνηθίζει να μιλά σε χαμηλότερους τόνους, στα μάτια της ψυχής μας...»
Συντάκτης: Διονύσης Μακρής 

«Στύλος Ορθοδοξίας», Φεβρουάριος 2012

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Νηστεία Τεσσαρακοστής

 

ΝΗΣΤΕΙΑ: Η ΟΡΕΞΗ ΚΑΙ Η ΠΕΙΝΑ

ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΤΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ 

π. Θωμά Βαμβίνη

 





  Η νηστεία και ο πειρασμός

Νηστεύω σημαίνει δεν τρώω, δηλαδή εκουσίως πεινάω. Νηστεύοντας, λοιπόν, ορθοδόξως κατά την Μ. Τεσσαρακοστή, οδηγούμε τον εαυτό μας σε μια οριακή κατάσταση, στην οποία αισθανόμαστε τις απαιτήσεις του σώματος, αλλά και την δύναμη της ψυχής να τις τιθασσεύη. Αυτήν την οριακή κατάσταση βρίσκει πρόσφορη ο πειράζων για να μας προσβάλλη με τους πιο ισχυρούς πειρασμούς του. Δεν έχει ισχύ επάνω στον αγωνιζόμενο με την νηστεία Χριστιανό, αλλά ο ίδιος δελεάζεται από την αδυναμία του σώματος, την οποία νομίζει ότι μπορεί να εκμεταλλευθή. Αυτό έπαθε με τον Χριστό.

Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος λέει: “νηστεύσας - ο Χριστός - ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα ύστερον επείνασε. Και προσελθών αυτώ ο πειράζων είπεν...”. Ο πειράζων προσήλθε στον Χριστό, όταν εκείνος πείνασε. Η πείνα δηλαδή τον προσελκύει, αλλά και η πείνα είναι αυτή που τελικά τον νικάει, όταν, φυσικά, ζητά ικανοποίηση από την λογική τροφή της ψυχής - τα ρήματα που εκπορεύονται από το στόμα του Θεού - και όχι μονοδιάστατα από την άλογη τροφή του σώματος.

Δεν πρέπει, λοιπόν, να παραξενευόμαστε, όταν κατά την νηστήσιμη περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής μας συμβαίνουν ποικίλοι πειρασμοί, που αφορούν στην προσωπική, οικογενειακή ή κοινωνική μας ζωή. Ο πειράζων σε τέτοιες περιόδους “προσέρχεται” στους Χριστιανούς. Με πολλούς “εσωτερικούς” τρόπους, αλλά και με θορυβώδη εξωτερικά γεγονότα, που έχουν ανταποκριτές στο εσωτερικό εμπαθείς λογισμούς, προσπαθεί να αχρειώση τον αγώνα της Μ. Τεσσαρακοστής. Όμως, “εάν νήφωμεν”, όλα αυτά γίνονται αιτίες πνευματικής ωρίμανσης, δρόμοι για βαθύτερη αυτογνωσία και θεογνωσία.



Η νηστεία, η όρεξη και η πείνα


Ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν προσπαθώντας να δώση το πραγματικό περιεχόμενο της Χριστιανικής νηστείας, στο βιβλίο του “Μ. Τεσσακοστή, πορεία προς το Πάσχα”, γράφει: “Τελικά νηστεύω σημαίνει μόνο ένα πράγμα: πεινάω. Να φτάνω δηλαδή στα όρια εκείνης της ανθρώπινης κατάστασης, οπότε φαίνεται καθαρά η εξάρτηση από την τροφή και, καθώς είμαι πεινασμένος, ν’ ανακαλύπτω ότι αυτή η εξάρτηση δεν είναι όλη η αλήθεια για τον άνθρωπο, ότι αυτή η πείνα είναι πρώτα απ’ όλα μια πνευματική κατάσταση και που αυτή, στην παραγματικότητα, είναι πείνα για το Θεό”.

Νηστεία, λοιπόν, σημαίνει πεινάω. Επειδή όμως η πείνα σε μας τους κατακυριευμένους από τις ηδονές συγχέεται με την όρεξη, πρέπει να χαραχθή μια σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ πείνας και όρεξης.

Πρόσφατα, στην εκπομπή του MEGA “Όλα για την υγεία”, ένας φιλοξενούμενος διαιτολόγος, σχολιάζοντας τις διάφορες “συνταγές αδυνατίσματος”, με τις οποίες “αδυνατίζουμε τρώγοντας”, υπογράμμισε τον κίνδυνο να θεωρούμε την όρεξη για πείνα. Πολλοί όταν έχουμε όρεξη να φάμε νομίζουμε ότι πεινάμε, γι’ αυτό, όταν δεν ικανοποιούμε την όρεξή μας, νομίζουμε ότι στερούμε τον οργανισμό μας από τροφές που τις έχει απόλυτη ανάγκη. Αυτός ο λογισμός παραλύει τον τόνο της ψυχής και δημιουργεί την ψευδαίσθηση της αδυναμίας του σώματος. Αυτός ο λογισμός είναι ένας ύπουλος πειρασμός κατά τις περιόδους των νηστειών. Ο διαιτολόγος από την δική του σκοπιά τόνισε ότι η πείνα συνδέεται με τις πραγματικές ανάγκες του σώματος, ενώ η όρεξη έχει σχέση με την επιθυμία και την ηδονή της τροφής. Η ασκητική της χριστιανικής νηστείας μας λέει ότι αν αυτή η όρεξη αφεθή αχαλίνωτη οδηγεί στην γαστριμαργία και την λαιμαργία.

Όταν κατά τον π. Αλέξανδρο Σμέμαν “νηστεύω σημαίνει μόνο ένα πράγμα: πεινάω”, νηστεύοντας οφείλουμε να προχωρούμε από την υποταγή της όρεξης στην ανάγκη, στον περιορισμό της ανάγκης στο ελάχιστο. Σε εκείνο το ελάχιστο όριο το οποίο θα μας επιτρέπη να καταλαβαίνουμε την “εξάρτηση από την τροφή” και να ανακαλύπτουμε ότι το πραγματικό περιεχόμενο της πείνας μας “είναι πείνα για τον Θεό”.


ΠΗΓΗ: http://trelogiannis.blogspot.com/2012/02/blog-post_3369.html

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΣΥΓΧΥΣΗ
ΚΑΙ ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
ΠΟΙΜΕΝΩΝ, ΓΕΡΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΝ


ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ  ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ
ΤΟΥ  ΑΠ. ΠΑΥΛΟΥ  

Δυστυχῶς, ἡ σύγχυση τῆς ἐποχῆς μας, (ὅπως ἔχουν προείπει οἱ Πατέρες) ἔχει ξεπεράσει κάθε σύγχυση ποὺ ὑπῆρχε σὲ προηγουμένους αἰῶνες. Ἡ σύγχυση αὐτὴ παρατηρεῖται σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ στὸν τομέα τῆς Πίστεως, ἐκεῖ ποὺ παλαιότερα ὁ ἄνθρωπος ἔβρισκε, μὲ λίγη προσπάθεια, τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν σταθερότητα τῆς Ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ σὲ ἁγιασμένους γέροντες.
 Σήμερα κι ἐκεῖ,  ὑπάρχει σύγχυση κι ἀντιπαράθεση· ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν διατήρηση τῆς πίστεως καὶ τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα, ἀνάμεσα σὲ Γέροντες ἐν τῷ κόσμῳ καὶ σὲ Γέροντες ἐν τοῖς διαφόροις Μοναστηρίοις, ἀνάμεσα σὲ ἐπισκόπους τῆς ἴδιας τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀνάμεσα στὴ Σύνοδο μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴ Σύνοδο μιᾶς ἄλλης τοπικῆς Ἐκκλησίας, κ.λπ.
Στὸ σημείωμα αὐτὸ θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ κάποια ἀπὸ αὐτὲς τὶς συγχύσεις, ποὺ ἐκπορεύονται ἀπὸ κάποιους ποιμένες καὶ πνευματικοὺς καὶ διακινοῦνται ἀπὸ τὰ πνευματικοπαίδια τους, τὰ ὁποῖα ὑπεραμύνονται τῶν θέσεων αὐτῶν, ἰσχυριζόμενα ὅτι κάνουν ὑπακοὴ στὸν Γέροντά τους, ἀντὶ νὰ ἀνατρέξουν στὴν Πατερικὴ Παράδοση καὶ νὰ ὑπακούσουν στοὺς Ἁγίους Πατέρες.
Παραθέτουμε ἀρχικὰ ἕνα κείμενο, δημοσιευμένο μάλιστα σὲ ἱστολόγιο ποὺ κατακεραυνώνει τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο γιὰ τὰ ἀντι-ευαγγελικὰ ἀνοίγματά του πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἀντιτίθεται στὸν Οἰκουμενισμό, ταυτόχρονα ὅμως, δημοσιεύει καὶ κείμενα, ὅπως τὸ παρατιθέμενο, τὰ ὁποῖα ἐνσπείρουν τὴν σύγχυση στοὺς πιστούς, καὶ ἀποδεικνύουν τὴν παραπάνω διαπίστωση ἐν τοῖς πράγμασι. Θὰ προσπαθήσουμε δέ, νὰ τὸ ἐξετάσουμε μὲ βάση πατερικὰ κείμενα, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ προκαλέσουμε κάποιους ποὺ γνωρίζουν καλύτερα τὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων, νὰ τοποθετηθοῦν καὶ νὰ τὸ διορθώσουν ἢ νὰ τὸ συμπληρώσουν. Διαβάζουμε στὸ κείμενο:

«Το ότι ο Βαρθολομαίος είναι αιρετικός δεν τεκμηριώνεται. Ζητήσαμε, μια ομιλία του σε Ι. Ναό, δηλ. σε σύναξη Χριστιανών Ορθοδόξων, όπου να διδάσκει αίρεση (παλαιά ή νέα) και εισπράξαμε ουδέν.
Αντ' αυτού, μας ειπώθηκε, ότι διδάσκει αίρεση (χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία) σε αγορές, στους δρόμους, σε συνεντεύξεις, σε συνέδρια (προφανώς, όχι αμιγώς Ορθόδοξα).
Ευχόμαστε βέβαια, ο Βαρθολομαίος να είναι μιμητής του Παύλου και να "το παίζει" παπικός, στους παπικούς, προτεστάντης, στους προτεστάντες, εβραίος, στους Εβραίους, μουσουλμάνος, στους μουσουλμάνους, άθεος, στους άθεους.
Μην ξεχνάμε την πολιτική του Παύλου: «…και εγενόμην τοις Ιουδαίος ως Ιουδαίος, ίνα Ιουδαίοις κερδήσω, ...τοις ανόμοις ως άνομος ίνα κερδήσω ανόμους…». Δηλ. σήμερα καλούμαστε να γίνουμε παπικοί για να κερδίσουμε τους παπικούς, οικουμενιστές για να κερδίσουμε τους οικουμενιστές, άθεοι, για να κερδίσουμε τους άθεους κ.λπ.
Τι έκανε λοιπόν ο Παύλος; Υποκρινόταν τον Ιουδαίο, στους Ιουδαίους, τον ειδωλολάτρη στους ειδωλολάτρες, για να κερδίσει έστω και έναν ετερόδοξο και ακριβώς, γι' αυτό το λόγο κατηγορήθηκε τότε, για μεταμόρφωσή του, για υποκρισία, αναλόγως των περιστάσεων, με σκοπό την προσωπική επιτυχία και την εξασφάλιση όλο και περισσότερο οπαδών. Ο Παύλος δέχεται πως προσαρμόζεται σε όλες τις καταστάσεις, για να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερους για το ευαγγέλιο, αυτό όμως το κάνει όχι από προσωπική έπαρση ή ματαιοδοξία, αλλά στην προσπάθειά του να μη μείνει ο ίδιος έξω από την υπόσχεση του ευαγγελίου.
Και αυτό το βλέπουμε σε δυο περιπτώσεις, που στην πράξη αθέτησε την ίδια του τη διδασκαλία. Η πρώτη είναι η περιτομή του Τιμόθεου, αν και δίδασκε κατά της περιτομής. Η δεύτερη είναι στο λόγο του στην Πνύκα, προς τους Αθηναίους, που αντί να τους υβρίσει ως ειδωλολάτρες και άρα αιρετικούς, τους επαίνεσε, για τη θρησκευτικότητά τους και δεν τους είπε να πετάξουν τους άλλους θεούς και να κρατήσουν τον ένα, τον άγνωστο, που ήρθε να τους τον αποκαλύψει. Η περίσταση λοιπόν αναγκάζει τον Παύλο, να γίνεται ένα με το ακροατήριό του, για να κερδίσει έστω και ένα, για το ευαγγέλιο του Χριστού.
Ο Βαρθολομαίος διακηρύττει, ότι όλοι πιστεύουμε στον ίδιο Θεό, οι Ορθόδοξοι στον Τριαδικό, οι Παπικοί στον Δυαδικό, οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι στον Μοναδικό. Για να κερδίσουμε τους αλλόθρησκους ξεκινάμε από αυτό το σημείο και κατόπιν προσπαθούμε να ξεδιαλύνουμε τα πράγματα, ώστε να μπορέσουμε να κηρύξουμε την αλήθεια του ευαγγελίου. Και χαρίζουμε και Κοράνια στους Μουσουλμάνους, που γι' αυτούς, αυτό είναι το ιερό τους βιβλίο, όχι για εμάς.
Ευελπιστούμε, όπως ο Βαρθολομαίος ενεργεί, όπως το προσδιορίσαμε. Στην αντίθετη περίπτωση, το "κρίμα στο λαιμό" του, χωρίς να γνωρίζουμε βέβαια τα εσώψυχα της καρδιάς και των λογισμών του. Μέχρι τότε, ούτε "ωσαννά", ούτε "άρον, άρον....."».

ς δοῦμε ἐν πρώτοις τὸ τμῆμα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τὸ ὁποῖο ὁ σχολιογράφος ἐπικαλεῖται καὶ ἐν συνεχείᾳ θὰ σχολιάσουμε μὲ βοήθεια τὴν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων:
«Ἐλεύθερος γὰρ ὢν ἐκ πάντων πᾶσιν ἐμαυτὸν ἐδούλωσα, ἵνα τοὺς πλείονας κερδήσω· καὶ ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, ἵνα Ἰουδαίους κερδήσω· τοῖς ὑπὸ νόμον ὡς ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον κερδήσω· τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος, μὴ ὢν ἄνομος Θεῷ ἀλλ' ἔννομος Χριστῷ, ἵνα κερδήσω ἀνόμους· ἐγενόμην τοῖς ἀσθενέσιν ὡς ἀσθενής, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς κερδήσω· τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω» (Α΄ Κορ. θ΄, 19-22).

1. Γράφει, λοιπόν, ὁ συγκεκριμένος σχολιογράφος, ὅτι ὁ ἀπ. Παῦλος «στὴν πράξη ἀθέτησε τὴν ἴδια του τη διδασκαλία» μὲ τὸν προχωρήσει σὲ «περιτομὴ τοῦ Τιμόθεου». Ποιός, ὅμως, Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας γράφει κάτι τέτοιο; Ἡ προοδευτικὴ ἀπαγκίστρωση ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ ἡ «οἰκονομία» ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ἀπ. Παῦλος, εἶναι ἀθέτηση διδασκαλίας; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἀθέτηση διδασκαλίας εἶναι ὅσα ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος κάνει, τὰ ὁποῖα τὰ συγχωροῦν οἱ σύγχρονοι ποιμένες καὶ τὰ πνευματικοπαίδια τους. Γράφει σχετικὰ ὁ Θεοδώρητος Κύρου, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς, ὅτι κατ’ οἰκονομίαν περιέτεμε τὸν Τιμόθεον ὁ ἀπ. Παῦλος, χωρὶς νὰ παραβαίνει κανένα νόμο, (ἀφοῦ αὐτὸς ἦταν τότε ὁ ἰσχύων νόμος τῆς Π. Διαθήκης), τὸν ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία ἀγωνιζόταν προοδευτικὰ νὰ τὸν ἀλλάξει:
«Καὶ ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, ἵνα Ἰουδαίους κερδήσω... Καὶ διὰ τούτους γάρ τοι καὶ ἐκείνους, καὶ τῆς νομικῆς καθάρσεως ἐν Ἱεροσολύμοις ἠνέσχετο, καὶ ἐν τῇ Λυκαονίᾳ τὸν Τιμόθεον περιέτεμε, καὶ ἄλλα μυρία παραπλήσια ᾠκονόμησε» (Θεοδώρητου Κύρου, Ἑρμηνεία τῶν ΙΔ΄ ἐπιστολῶν Παύλου, TLG, V. 82, p. 297, l. 52-p. 300, l. 8). Καὶ «ἐγένετο τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος· ὅτε ἐν τῷ ἱερῷ ἡγνίσατο καὶ ἔθυσεν, καὶ περιτεμὼν Τιμόθεον Ἰουδαίοις πεπόμφεν διδάσκαλον· διὰ περιτομῆς  τὴν περιτομὴν  ἀναίρων» (Ἰσιδώρου).
Περιέτεμε, δηλ. τὸν Τιμόθεον κατ’ οἰκονομίαν, καθόσον μάλιστα βρισκόμαστε στὸ μεταίχμιο τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, στὰ πρῶτα χρόνια ποὺ εἶχε θεσπιστεῖ ἀπὸ τὴν Ἀποστολικὴν Σύνοδον ἡ μὴ ἀναγκαιότητα τῆς περιτομῆς καὶ –ὅπως ἦταν φυσικὸ– δὲν ἦταν ἀκόμα γνωστὴ σὲ ὅλους. Ἀντίθετα, ὡς διάταξη τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἰουδαῖοι τὴν ἐσέβοντο. Μὲ σύνεση, λοιπόν, προχώρησαν οἱ Ἀπόστολοι στὴν κατάργησή της καὶ τὴν ἀντικατάστασή της: «Καὶ σκόπει σύνεσιν, πῶς εὐκαίρως τὸν περὶ αὐτῆς εἰσήγαγε λόγον. Οὐ γὰρ εὐθέως ἀπ' αὐτῆς ἤρξατο, ἐπειδὴ πολλὴ ἦν αὐτῆς ἡ ὑπόληψις» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, V. 60, pg 434, ln 50).
Καὶ λίγο παρακάτω: «διὸ καὶ ὑφειμένως προάγει τὸν λόγον, καί φησι· Περιτομὴ μὲν γὰρ ὠφελεῖ, ἐὰν πράσσῃς τὸν νόμον· ἐὰν δὲ παραβάτης νόμου ᾖς, ἡ περιτομή σου ἀκροβυστία γέγονε. Δύο γὰρ ἐνταῦθα ἀκροβυστίας καὶ δύο περιτομάς φησιν, ὥσπερ καὶ δύο νόμους... Καὶ περιτομὴ μία μὲν ἡ ἐν τῇ σαρκὶ, δευτέρα δὲ ἡ ἀπὸ προαιρέσεως. Οἷόν τι λέγω· Περιετμήθη τις ὀκταήμερος· αὕτη σαρκικὴ περιτομή. Ἔπραξέ τις τὰ νόμιμα ἅπαντα· αὕτη διανοίας περιτομὴ, ἣν μάλιστα ὁ Παῦλος ζητεῖ, μᾶλλον δὲ καὶ ὁ νόμος... γ΄. Ὅρα τοίνυν πῶς συγχωρήσας αὐτὴν τῷ λόγῳ, καθεῖλε τῷ πράγματι. Οὐ γὰρ εἶπε, Περιττὸν ἡ περιτομή, ἀνόνητον ἡ περιτομὴ, ἄχρηστον· ἀλλὰ τί; Περιτομὴ μὲν γὰρ ὠφελεῖ, ἐὰν νόμον πράσσῃς. Κατεδέξατο αὐτὴν τέως λέγων· Ὁμολογῶ, καὶ οὐκ ἀντιλέγω, ὅτι καλὴ ἡ περιτομή· ἀλλὰ πότε; Ὅταν καὶ τὴν τοῦ νόμου φυλακὴν ἔχῃ... Οὐκ εἶπεν· Οὐκέτι ὠφελεῖ· ἵνα μὴ δόξῃ αὐτὴν ὑβρίζειν· ἀλλὰ γυμνώσας αὐτῆς τὸν Ἰουδαῖον, τότε αὐτὸν βάλλει λοιπόν... Ὥσπερ γὰρ, ὅτε ἔλεγε περὶ τῆς περιτομῆς, οὐκ εἶπεν, ὅτι Ἡ δὲ περιτομὴ οὐδὲν ὠφελεῖ χωρὶς βίου, ἀλλά, Περιτομὴ ὠφελεῖ μετὰ βίου, τὸ αὐτὸ μὲν δηλῶν, ἡμερώτερον δέ».
Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο λέγει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Καίτοι ἡ περιτομὴ παρὰ Θεοῦ δεδομένη ἦν, ἀλλ' ὅμως ἐπειδὴ ἐλυμαίνετο τῷ Εὐαγγελίῳ οὐκ ἐν καιρῷ τελουμένη, πάντα ἔπραττεν ὁ Παῦλος, ὥστε αὐτὴν περικόψαι» (Χρυσόστομος Ἰω., Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας, κεφ. α΄, V. 61, pg 623, ln 46).
Καὶ πάλι (V. 60, pg 435, ln 17): Καὶ «περιέτεμεν γὰρ ἵνα καθέλῃ περιτομήν... οὐχὶ ἵνα καθέλει» θεσμοὺς καὶ Ἱ. Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως κάνει σήμερα ὁ πατριάρχης καὶ οἱ περὶ αὐτὸν μὲ τὴν καταπάτηση τῶν ἱ. Κανόνων, τὴν ὁποία ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ δικαιολογοῦν οἱ οἰκουμενίζοντες.
Καὶ ἀλλοῦ ὁ Χρυσόστομος ὁμιλεῖ περὶ τοῦ τρόπου διὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἀπ. Παῦλος ἀντιμετώπισε τὸ θέμα τῆς περιτομῆς θεολογώντας καὶ ἀποκαλύπτοντας τὸ νέο νόημα ποὺ ἐλάμβανε «ἡ διὰ τοῦ βαπτίσματος περιτομή», στὸν χριστιανισμό. Ὁμιλοῦσε δηλ. ὁ Ἀπόστολος γιὰ μιὰ νέα διδασκαλία, ἡ ὁποία ἀκόμη ἦταν ἄγνωστη στοὺς Ἰουδαίους, καὶ ὄχι μιὰ παγιωμένη αἱρετικὴ διδασκαλία ἐπὶ 1000 χρόνια, μὲ τὴν ὁποία συνομιλεῖ ὁ κ. Βαρθολομαῖος καὶ μὲ τοὺς ἡγέτες τῆς ὁποίας συμπροσεύχονται καὶ ἀποδέχονται (ὡς ἔχοντας ἀρχιερωσύνη καὶ μυστήρια) οἱ πατριαρχικοὶ ἐν ἐκκλησίαις.

2. Ὡς πρὸς τὴν παρουσία τοῦ ἀπ. Παύλου στὶς Συναγωγές. Πράγματι, μίλησε κι ὁ ἀπ. Παῦλος συστηματικὰ στὶς Συναγωγές, ὅπως τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὁ Κύριος καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι· αὐτό, ὅμως, ἔγινε πρὶν διακοποῦν οἱ σχέσεις μὲ τοὺς Ἰουδαίους, ὅταν βρισκόμαστε στὴν ἀρχὴ τῆς διαδόσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ, πρὶν οἱ σκληροὶ διωγμοὶ ἐπεκταθοῦν, πρίν, ἡ ὅλη ἀντιμετώπιση τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἀναγκάσουν τὴν Ἐκκλησία νὰ καθορίσει τὴ στάση της –στάση ἀπομακρύνσεως καὶ ἀκοινωνησίας– ἀπὸ τὴν Συναγωγή. Τότε λοιπόν, «συγκατέβαινεν γὰρ ὁ Παῦλος εἰς συναγωγὰς Ἰουδαίων· εἰσήρχετο πρὸς αὐτούς· ἐποίει κατὰ τὰ ἔθη αὐτῶν χωρὶς βλάβης· οὐ συνυποκρινόμενος, ἀλλὰ θηρεύων τινὰς ἐξ αὐτῶν» (Ὠριγένης, TLG, Fragmenta ex commentariis in epistulam i ad Corinthios (in catenis): Section 43, line 12).
Ἀργότερα, ὅμως, τὰ πράγματα παγιώθηκαν καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀπαγόρευσε τὴν εἴσοδο στὴν Συναγωγὴ γιὰ ποιμαντικοὺς λόγους, γιὰ νὰ μὴν ἐπηρεάζεται ὁ χριστιανὸς καὶ ἐπιστρέψει ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἀποχώρησε, στὴν ξεπερασμένη πιὰ Συναγωγή. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ἱ. Χρυσόστομος μιλάει γιὰ ἀποστροφὴ καὶ ἀκόμα, γιὰ μῖσος πρὸς τὴν Συναγωγή· γράφει: «Ἐάν τις δ σε τν χοντα γνσιν ες συναγωγν περχμενον, κα σλπιγγας θεωροντα, οχ συνεδησις ατο σθενος ντος οκοδομηθσεται ες τ θαυμζειν τ ουδαϊκ πργματα; ππτων οχ το δου πτματος δδωσι μνον δκην, λλ' τι κα λλους ποσκελζει κολζεται· σπερ κα στς οχ πρ τς οκεας ρετς στεφανοται μνον, λλ' τι κα λλους ες τν ατν γει ζλον θαυμζεται. Φεγετε τονυν κα τος συλλγους, κα τος τπους ατν, κα μηδες αδεσθω τν συναγωγν δι τ βιβλα, λλ δι τατα ατν μισετω κα ποστρεφσθω, τι φ' βρει κατχουσι τος γους, τι πιστοσι τος κενων ρήμασιν, τι τν σχτην ατν κατηγοροσιν σβειαν» (Χρυσοστόμου Ἰω., Λόγοι Κατὰ Ἰουδαίων, Λόγ. α΄, ΤLG, V. 48, pg 851, ln 43).

3. Εἶναι, ἐπίσης, ἀλήθεια πὼς οἱ Ἀπόστολοι φέρθηκαν μὲ συγκατάβαση καὶ οἰκονομία καὶ πρὸς τοὺς ἐθνικούς. Πῶς ἀλλιῶς ἐξ ἄλλου θὰ πραγματοποιoῦσαν τὴν Ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη»; Οὐδέποτε, ὅμως, ἀποδέχτηκαν ἢ υἱοθέτησαν –πρὸς καιρὸν ἔστω– τὶς ἰδέες ἢ στοιχεῖα τῆς θρησκείας τῶν ἐθνικῶν καὶ τῶν Ἑλλήνων. Γράφει ὁ Θεοδώρητος: «”Τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος... Ἔστι δὲ αὐτοῦ τὰς παντοδαπὰς οἰκονομίας ἰδεῖν, οὐ μόνον ἐν τοῖς αὐτοῦ γράμμασιν, ἀλλὰ καὶ ἐν ταῖς Πράξεσι τῶν ἀποστόλων. Ἄλλως γὰρ ἐν ταῖς Ἰουδαίων συναγωγαῖς διελέγετο, καὶ ἄλλως ἐπὶ τοῦ Ἀρείου πάγου τὴν διδασκαλίαν προσήνεγκεν, ἑκάστῳ πάθει προσφέρων κατάλληλα φάρμακα» (Θεοδώρητου Κύρου, ὅπ. παρ., p. 300, l. 9-p. 300, l. 17).
Μίλησε, λοιπόν, στοὺς Ἀθηναίους ὁ ἀπ. Παῦλος μὲ διαφορετικὸ τρόπο, ἀπ’ ἐκεῖνον μὲ τὸν ὁποῖον μιλοῦσε στοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ μέχρι ἐκεῖ. Οὐδέποτε ἀποδέχθηκε τὶς θρησκευτικές τους ἰδέες. Ἁπλὰ χρησιμοποίησε καὶ τῶν δικῶν τους φιλοσόφων καὶ ποιητῶν ἰδέες καὶ κείμενα, (χωρὶς νὰ τὰ υἱοθετήσει), μὲ σκοπὸ βέβαια νὰ τοὺς προσελκύσει πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τοὺς θεραπεύσει. «Διερχόμενος καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν, εὗρον βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο ἀγνώστῳ Θεῷ· ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν» (Πράξ. 17, 23). Γράφει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Ὅρα καὶ ἀπὸ τῶν ὑπ' αὐτῶν γινομένων, καὶ ἀπὸ τῶν εἰρημένων τὰς ἀποδείξεις παρέχοντα» (Χρυσόστομου Ἰω., Ὑπόμνημα εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, TLG, V. 60, pg 269, ln 21).
Ὅπως φαίνεται, λοιπόν, καὶ ἀπὸ τὸ κείμενο, στὴν ὁμιλία-διάλογο μαζί τους, δὲν ἀποδέχτηκε, ὅτι πιστεύουν στὸν ἴδιο Θεό οἱ Χριστιανοὶ καὶ οἱ Ἕλληνες –ὅπως ὁ Πατριάρχης κάνει μὲ τοὺς κάθε λογῆς αἱρετικοὺς καὶ ἑτερόθρησκους–, ἀλλὰ τοὺς εἶπε μὲ καλὸ τρόπο: ἐσεῖς, εἶσθε μὲν εὐσεβεῖς, ἀλλὰ τὴν εὐσέβειά σας τὴν ἔχετε στρέψει σὲ ἀνύπαρκτο Θεό, ψεύτικο. Κι ἐγὼ ἦλθα νὰ σᾶς διδάξω, τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Κι ἐκεῖνοι, ὅπως προανεφέρθη, δὲν ἀπεδέχθησαν τὴν διδασκαλία του καὶ «εὐγενικὰ» τὸν ἔδιωξαν.
Κατ’ ἀρχάς, λοιπόν, ὅπως διαβάζουμε στὸ κείμενο τῶν Πράξεων, ὁ Παῦλος στενοχωρεῖται καὶ ἐξοργίζεται βλέποντας τέτοια πνευματικὴ τυφλότητα: «παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν» (Πράξ. 17, 16). «Τί οὖν ἐστι, Παρωξύνετο; Ἀντὶ τοῦ, Διηγείρετο· ὀργῆς γὰρ καὶ ἀγανακτήσεως πόῤῥω τὸ χάρισμα. Οὐκ ἔφερεν, ἀλλ' ἐτήκετο... Εἰκότως παροξύνεται· οὐ γὰρ ἦν ἀλλαχοῦ τοσαῦτα ἰδεῖν εἴδωλα» (Χρυσοστόμου ὅπ. παρ., V. 60, pg 267, ln 42). «Ὀδύνη γὰρ καὶ παροξυσμὸς τῷ ἁγίῳ ἡ τῶν ἀθέων ἀσέβεια. Οὕτω καὶ περὶ τοῦ Παύλου εἴρηται» (Asterius Sophista Scr. Eccl.: Commentarii in Psalmos (homiliae 31): Homily 25, section 2, line 16). Διὰ τοῦτο «εἰδωλομανοῦντος τοῦ τῇδε λαοῦ, καὶ ταῖς ἐπιβωμίοις κνίσσαις προστετηκότος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐν τῷ μακαρίῳ παρωξύνετο Παύλῳ, οἷόν τι ῥεῦμα πλημμύρον ἐν τῇ ψυχῇ τοῦ Ἀποστόλου στενοχωρούμενον, καὶ μὴ εὑρίσκον ἐν τοῖς ἀναξίοις τὴν διέξοδον. Διὰ τοῦτο Στωϊκοῖς τε καὶ Ἐπικουρείοις συμπλέκεται, καὶ εἰς Ἄρειον καταστὰς πάγον, ἐκ τῶν συνήθων αὐτοὺς πρὸς τὴν θεογνωσίαν προσάγεται» (Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ Θεότητος Υἱοῦ καὶ Πνεύματος λόγος, TLG V. 46, p. 557, l. 2-9).
Συνομιλοῦσε, λοιπόν, ὁ Παῦλος μὲ τοὺς Ἀθηναίους στὴν ἀγορά: «διελέγετο... ἐν τῇ ἀγορᾷ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς παρατυγχάνοντας»· καὶ καθιστοῦσε σαφές, ὅτι λατρεύουν ψεύτικο θεό. Καὶ ὅταν τὸν κάλεσαν στὸν Ἄρειο Πάγο, πῆγε, παρόλο ποὺ ὁ Ἀπόστολος γνώριζε ὅτι ἀπὸ περιέργεια τὸν κάλεσαν, κάποιοι δέ, μὲ σκοπὸ νὰ ἀπορρίψουν τὴν διδασκαλία του: «Ἦγον αὐτὸν ἐπὶ τὸν Ἄρειον πάγον, οὐχ ὥστε μαθεῖν, ἀλλ' ὥστε κολάσαι, ἔνθα αἱ φονικαὶ δίκαι. Ὅρα γοῦν πῶς καὶ ἐν ἐλπίδι τοῦ μαθεῖν καὶ πανταχοῦ τὴν καινοτομίαν ἐγκαλοῦσι. Λάλων πόλις ἡ πόλις ἐκείνων ἦν» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ὑπόμνημα εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὁμιλ. λα΄, TLG, V. 60, pg 268, ln 30). Kαὶ ἀσφαλῶς δὲν  διέφυγε τῆς προσοχῆς τοῦ Παύλου, ὅτι ὑπερηφάνως διέκειντο ἀπέναντί του: «Διὰ τί εἰς Ἄρειον πάγον αὐτὸν εἷλκον; Ὡς καταπλήξοντες, ἔνθα τὰς φονικὰς δίκας ἐδίκαζον» (Χρυσοστόμου Ἰω., ὅπ. παρ., V. 60, pg 270, ln 8).
Πῆγε, λοιπόν, στὴν Πνύκα, γιὰ νὰ τοὺς ἐκθέσει τὴν παράξενη, ὅπως τὴν χαρακτήρισαν, διδασκαλία του καὶ μίλησε, καὶ ἐξήγησε καθαρὰ καὶ σταράτα, χωρὶς κρατούμενα καὶ διπλωματίες ἢ ὑποκρισίες, τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό. Καὶ ἐπαίνεσε μὲν τὴν εὐσέβειά τους, ὄχι ὅμως καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεώς τους, τὸ ὁποῖο κατήγγειλε ὡς ψευδές: «Ὁρᾷς ὅπως κατὰ μικρὸν εἰσάγει τὴν φιλοσοφίαν; πῶς καταγελᾷ τῆς Ἑλληνικῆς πλάνης τοὺς ψευδεῖς θεούς;» (Χρυσοστόμου Ἰω., ὅπ. παρ., V. 60, pg 269, ln 6).
Καὶ ἀσφαλῶς δὲν τοὺς ὕβρισε, ἀλλὰ τοὺς ἐξήγησε ὅτι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς εἶναι ὁ Χριστός, οἱ δὲ ἄλλοι Θεοί, οἱ κατοικοῦντες σὲ «χειροποίητους» εἰδωλολατρικοὺς ναούς, εἶναι ψεύτικοι: «Οἰκεῖ μὲν γὰρ ἐν ναοῖς, ἀλλ' οὐκ ἐν τοιούτοις, ἀλλ' ἐν ἀνθρωπίνῃ ψυχῇ. Ὅρα, τὴν σωματικὴν ἀνεῖλε λατρείαν» (Χρυσοστόμου Ἰω., ὅπ. παρ., V. 60, pg 270, ln 41). Γι’ αὐτό, τοὺς εἶπε,  δὲν πρέπει νὰ νομίζετε ὅτι «τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον... χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου». Γράφει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Καὶ οὐκ εἶπεν· Οὐκ ὀφείλετε νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ τὸ Θεῖον εἶναι ὅμοιον, ὢ μιαροὶ καὶ παμμίαροι· ἀλλὰ ταπεινότερον, Τοῦτο οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν, φησίν, ἀλλ' ὑπὲρ τοῦτο, Τί δαὶ τὸ ὑπὲρ τοῦτο; Θεός» (Χρυσοστόμου Ἰω., ὅπ. παρ., V. 60, pg 272, ln 26).
Καὶ τοὺς μίλησε γιὰ «μετάνοια», γιὰ ἡμέρα «κρίσεως», γιὰ «ἀνάσταση νεκρῶν». Καὶ δέχθηκε (ἐπειδὴ ἀκριβῶς μίλησε «ὀρθόδοξα») τὸν χλευασμὸ τῶν Ἀθηναίων καὶ τὴν περιφρόνησή τους. Αὐτά, δηλαδή, ποὺ δὲν ἀνέχονται οἱ σύγχρονοι ἐπίσκοποι, γι’ αὐτὸ καὶ ἀφήνουν ἀναπάντητες τὶς ὕβρεις ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πίστεως τῶν Παπικῶν καὶ μάλιστα, τὶς ἀποδέχονται!!!
Καὶ τέλος, «ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν» (Πράξ., 17,33) κατὰ τὸ «ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε» (Ἡσ. νβ´ 11 καὶ Β΄ Κορ. 6, 17) καὶ δὲν ξαναγύρισε νὰ διαλεχθεῖ μαζί τους, πιστὸς στὴν Ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἀντίθετα οἱ οἰκουμενιστὲς στριφογυρίζουν γύρω ἀπὸ τὸ Βατικανὸ καὶ τὸ Π.Σ.Ε. ἐπὶ δεκαετίες, παρὰ τὶς ταπεινώσεις ποὺ συνεχῶς ὑφίσταται ὁ Κύριος (τὸν ὁποῖον τάχα ὑπηρετοῦν) καὶ ἡ Ἐκκλησία Του ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς.
Καὶ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση λοιπόν, ὁ ἀπ. Παῦλος, θὰ ἐπαναλάβουμε, πὼς δὲν ἔκανε ὅ,τι κάνουν σήμερα οἱ Οἰκουμενιστές· δὲν ἀποδέχθηκε τὶς θέσεις τους, δὲν δίστασε νὰ τοὺς ἀποκαλύψει ὅτι ὁ θεός τους ἦταν ψεύτικος, δὲν σιώπησε, ἀλλὰ στὸ τέλος τῆς δημηγορίας του μίλησε γιὰ θέματα, στὰ ὁποῖα ἡ διαφορὰ χριστιανισμοῦ καὶ εἰδωλολατρίας ἀποδεικνύετο πὼς ἦταν ριζική. Κι αὐτὸ τὸ ἔκαμε ἀπὸ τὴν πρώτη φορὰ ποὺ συναντήθηκε μαζί τους κι ὄχι μετὰ ἀπὸ κάποια χρόνια ἢ δεκαετίες. Ἔθιξε δηλ. ἐξ ἀρχῆς θέματα κρίσιμα, ὅπως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Γράφει ὁ ἱ. Χρυσόστομος:
«Οὐκ εἶπε τοὺς δαίμονας ἁπλῶς, ἀλλὰ προοδοποιεῖ τῷ λόγῳ. Διὰ τοῦτο εἶπε· Δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ, διὰ τὸν βωμόν. Ὁ Θεός, φησίν, ὁ ποιήσας τὸν κόσμον, καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ. Ἐφθέγξατο φωνὴν μίαν, δι' ἧς πάντα κατέστρεψε τὰ τῶν φιλοσόφων. Οἱ μὲν γὰρ Ἐπικούρειοι αὐτόματά φασιν εἶναι τὰ πάντα, καὶ ἀπὸ ἀτόμων συνεστάναι· οἱ δὲ Στωϊκοὶ, σῶμα καὶ ἐκπύρωσιν· ὁ δὲ ἔργον Θεοῦ λέγει τὸν κόσμον, καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ. Ὁρᾷς συντομίαν, καὶ ἐν συντομίᾳ σαφήνειαν; Καὶ σκόπει τίνα ἦν ξενίζοντα αὐτούς· ὅτι ὁ Θεὸς τὸν κόσμον ἐποίησεν» (Χρυσοστόμου Ἰω., ὅπ. παρ.,  V. 60, pg 270, ln 19-30).
Στὴ συνέχεια μίλησε περὶ ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν κ.λπ., χωρὶς νὰ λογαριάσει τὶς ἀντιδράσεις τους, χωρὶς νὰ ὑπολογίσει ὅτι αὐτὸ θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ κόψει τὶς γέφυρες ἐπικοινωνίας ποὺ μὲ κόπο, ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν στιγμή, προσπαθοῦσε νὰ δημιουργήσει μὲ τοὺς Ἀθηναίους. Καὶ εἶναι γνωστὸ ὅτι, αὐτὴ ἡ περὶ «ἀναστάσεως» ἀναφορά, ἔγινε ἀφορμὴ οἱ Ἀθηναῖοι νὰ τὸν εἰρωνευθοῦν καὶ νὰ τὸν ἀποπέμψουν «εὐγενικά»: «Ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· Ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου» (Πράξ. 17, 32).
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τους τὴν συμπεριφορά, ὁ Παῦλος, δὲν παρέμεινε ἄλλο στὴν Ἀθήνα, δὲν ξανανέβηκε στὴν Πνύκα, ἐπικαλούμενος τὴν φράση τους «ἀκουσόμεθά σου πάλιν». Δὲν πῆγε νὰ τοὺς παρακαλέσει: ἐλᾶτε νὰ ξανασυζητήσουμε· ἐξ  ἄλλου ἐσεῖς μοῦ τὸ εἴπατε: «ἀκουσόμεθά σου πάλιν». Καὶ δὲν τοὺς προσέγγισε ξανά, γιατὶ κατάλαβε ὅτι δὲν εἶχαν διάθεση νὰ τὸν ἀκούσουν. Ἂς τοῦ εἶπαν αὐτὴ τὴ φράση, ἡ ὁποία σημειωτέον, μπορεῖ μὲν νὰ ἦταν εἰρωνική, ἀλλὰ δὲν ἦταν δόλια, ὅπως εἶναι οἱ φράσεις καὶ οἱ διαβεβαιώσεις τῶν αἱρετικῶν τῶν Παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν σήμερα, καὶ ἀλλοίμονο, τῶν δικῶν μας «ὀρθόδοξων» ποιμένων, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν τὴν κατάληξη ὅλων αὐτῶν τῶν Διαλόγων καὶ τῶν συμπροσευχῶν, ἀλλὰ τάχα ἀθῶα, στὴν πραγματικότητα ὅμως πονηρά, ἰσχυρίζονται ὅτι ἀκολουθοῦν τὴν Ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν «ἄλλων!
Διότι, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἐκεῖνοι (στὴν περίπτωσή μας οἱ Ἀθηανῖοι) δὲν ἤξεραν, δὲν εἶχαν λάβει τὸ φῶς τῆς ἐπιγνώσεως, καὶ παρόλα αὐτὰ ἔψαχναν, μὲ τὸν τρόπο τους, ἐνῶ αὐτοὶ σήμερα (οἱ αἱρετικοί), ἔχουν ὅλους τοὺς θεόπνευστους Πατέρες στὰ χέρια τους, ὅλο τὸ φῶς τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ παραμένουν στὴν πλάνη τους καὶ στὸ σκοτάδι τῆς αἱρέσεως ἀμετανόητοι: «Πῶς οὖν οὐ χαλεπώτεροι τῶν μνημονευθέντων οἱ νῦν ματαιάζοντες; οἱ μὴ συγχωροῦντες ὑπὲρ τὴν κατάληψιν αὐτῶν εἶναι τὸ Θεῖον, ἀλλ' οὕτω τὸν Θεὸν γιγνώσκειν μεγαλαυχοῦντες ὡς αὐτὸς ἑαυτόν; Πῶς ἄν τις κατ' ἀξίαν τὴν πήρωσιν τῶν δειλαίων καταθρηνήσειεν, οἳ τοσούτου φωτὸς τῆς ἀληθείας τὴν οἰκουμένην πᾶσαν ἐν τῇ καθ' ἡμᾶς ζωῇ διὰ τῆς εὐσεβοῦς πίστεως περιλάμποντος, μόνοι πρὸς τὴν αὐγὴν ἀμβλυωποῦσιν (Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ Θεότητος Υἱοῦ καὶ Πνεύματος λόγος, TLG, V. 46, p. 557, l. 52-p. 560, l.1).
Ποιός δὲν βλέπει, λοιπόν, καὶ ποιός δὲν καταλαβαίνει σήμερα τὴν δολιότητα τῶν Παπικῶν, τὴν πονηρία τῶν ἡμετέρων; Δυστυχῶς, δὲν τὰ βλέπουν αὐτὰ κάποιοι Γέροντες, ποὺ γιὰ τοὺς δικούς τους λόγους, ζητοῦν ἀπὸ τὰ πνευματικά τους παιδιά νὰ κάνουν ὑπακοὴ καὶ νὰ δείχνουν σεβασμὸ στοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους καὶ πατριάρχες, οἱ ὁποῖοι διαλέγονται καὶ συμπροσεύχονται ἀδιακρίτως καὶ ἐπὶ δεκαετίες μὲ τοὺς αἱρετικούς, παρὰ τὶς Ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Μποροῦν, ἄραγε, νὰ ἰσχυριστοῦν στὰ σοβαρὰ οἱ ἡγέτες τῶν ἑτεροδόξων, ὅτι τὸ Βατικανὸ θέλει τοὺς Διαλόγους, ἐπειδὴ ἐνδιαφέρεται γιὰ νὰ εὕρει τὴν ἀλήθεια; Ἀσφαλέστατα ὄχι. Τὸ διακήρυξαν, ἄλλωστε, οἱ Παπικοὶ σὲ ὅλους τοὺς τόνους καὶ σὲ ὅλες τὶς κλίμακες: Θέλουμε νὰ ἑνωθοῦμε, μᾶς λένε, χωρὶς νὰ ἀλλάξουμε, οὔτε ἐσεῖς, οὔτε ἐμεῖς; Καὶ μὴ ξεχνᾶτε, ὅτι ἡ ἕνωση ποὺ ἐπιδιώκουμε  καὶ σᾶς πιέζουμε νὰ γίνει (μᾶς λένε πάλι, μὲ τὸν τρόπο τους), θὰ εἶναι ἕνωση ὑποτελείας ἐν γνώσει σας· ἐμεῖς οἱ Παπικοὶ εἴμαστε Ἐκκλησία, ἐνῶ ἐσεῖς εἴσαστε “Ἐκκλησία μὲ ἐλλείψεις”!
Καὶ προσέξτε: μόνο πρὸς τοὺς ἡγέτες τῶν ἑτερόδοξων διαλέγονται οἱ ἡμέτεροι Πατριάρχες καὶ οἰκουμενίζοντες ἐπίσκοποι, καὶ ὄχι μετὰ τῶν ἁπλῶν πιστῶν τοῦ Παπισμοῦ, οἱ ὁποῖοι (τῇ συνεργεία τῶν «ὀρθοδόξων») παραμένει στὴν ἄγνοια. Καταργοῦν ἔτσι τὴν Ἐντολὴ γιὰ τὸν ἐπαν-εὐαγγελισμὸ πολλῶν ἑτεροδόξων, τοὺς ὁποίους καταδικάζουν νὰ πεθάνουν στὴν αἵρεση. Εἶναι φοβερὴ ἡ ἀποκάλυψη, πὼς Δυτικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι Οἰκουμενιστές, ἔχουν συνάψει συμφωνία, νὰ μὴ προτρέπονται οἱ πιστοὶ τῶν ἄλλων ψευδο-ἐκκλησιῶν νὰ προσχωρήσουν στὴν Ὀρθοδοξία!!! Ἐφ’ ὅσον δέ, ἐπίκειται ἡ «ἕνωση», δὲν ἔχει νόημα ὁ ἐπαν-εὐαγγελισμὸς τῶν ἑτεροδόξων! (Βασιλειάδη Ν., Πανθρησκειακὸς Οἰκουμενισμός, σ. 35-39).
Νά, ὅμως, πῶς ἐννοοῦν τὴν «ἕνωση», ὅπως ξεκάθαρα τὸ εἶπε ὁ μητροπ. Περγάμου Ἰωάννης (Ζηζιούλας): «Ἡ ἑνότητα θὰ ἀπαιτήσει ἀλλαγὲς καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές, τόνισαν οἱ ἐπικεφαλεῖς..., μιὰ προσαρμογὴ καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές”, ...ἀναγνώριση, ὅτι ὑπάρχει μιὰ καθολικὴ χριστιανικὴ ἐκκλησία σὲ ἕνα ἐπίπεδο ὑψηλότερο ἀπὸ ἐκεῖνο τῶν ἐθνικῶν τους ἐκκλησιῶν καὶ ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης εἶναι ἡ παραδοσιακή της κεφαλή”»! orthodoxia-pateriki.blogspot.com/2010/09/blog-post_26.html#ixzz1c17vVSkB
Καὶ ὁ Καρδινάλιος Walter Kasper εἶπε, ὅτι «ἡ ἑνότης στὴν πίστιν δὲν σημαίνει ἀνυπερθέτως τὴν ἑνότητα σὲ ὅλες τὶς διατυπώσεις τῆς πίστεως αὐτῆς»! Ὁ δὲ παπικὸς θεολόγος Φέρντιναντ Gahbauer συνόψισε: «Οἱ διαφορετικὲς διατυπώσεις τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως δὲν ἐγγίζουν τὴν ἀλήθειαν τῆς πίστεως» (Θεοδώρου Εὐάγ., Προσέγγισις μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν).
Καὶ γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε στὸν ἀπόστολο Παῦλο· μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς δημηγορίας του στὸν Ἄρειο Πάγο, λοιπόν, δὲν ἐπανῆλθε καὶ οὔτε ξανασυζήτησε μαζί τους, ἐπειδὴ ἐφάρμοσε καὶ ἐμπράκτως τὴν διδασκαλία-πρακτικὴ τῆς πρώτης Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος εἶχε συνοψίσει μὲ τὴ φράση: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον, μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ». Ἀντίθετα, ὅταν στὴν συνέχεια πῆγε στὴν Κόρινθο, ἐπειδὴ ἐκεῖ βρῆκε πρόσφορο ἔδαφος, ἔμεινε ἑνάμισυ περίπου χρόνο καὶ δημιούργησε τὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου.
Ὅμως, βάσει τῶν ἰσχυρισμῶν τῶν οἰκουμενιστῶν, θὰ ἔπρεπε νὰ παραμείνει καὶ νὰ ἐπαναλάβει γιὰ κάποιες βδομάδες τουλάχιστον (ἂν ὄχι γιὰ μῆνες) τὴν προσπάθεια νὰ μεταπείσει τοὺς Ἀθηναίους (ἂν αὐτὴ ἦταν ἡ πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Οἰκουμενιστὲς σήμερα), ἀφοῦ μιὰ τέτοια ἐπιτυχία στὴν Ἀθήνα, τὸ κέντρο τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας, θὰ εἶχε (λογικὰ) εὐεργετικὰ ἀποτελέσματα στὴν διάδωση τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Γιατί, ὅμως, δὲν ξαναπροσπάθησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος νὰ διαλεχθεῖ μὲ τοὺς Ἀθηναίους; Δὲν εἶναι τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐντολὴ «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη»; Ναί, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ Ἐντολὴ ἐδόθη κάτω ἀπὸ κάποιες προϋποθέσεις: «Ὁ τοῦ Εὐαγγελίου σκοπὸς τῶν ἀνθρώπων ἡ σωτηρία. Καὶ ὁ Δεσπότης καὶ τελώναις συνήσθιε, καὶ ἁμαρτωλοῦ γυναικὸς παρὰ τοὺς πόδας ὀδυρομένης ἠνέσχετο...» (Θεοδώρητου Κύρου, Interpretatio in xiv epistulas sancti Pauli: V. 82, p. 300, l. 42), ἀλλὰ ὅταν διέβλεπε τὴν καλὴ διάθεση τῶν ἀνθρώπων, ὅταν αὐτοὶ δὲν ἀντέλεγαν, δὲν ἔμεναν πεισματικὰ στὶς δικὲς τους δεισιδαιμονίες καὶ θρησκευτικὲς ἰδέες. Δὲν ἰσχύει, ὅμως, τὸ ἴδιο, ὅταν οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀρνητικοὶ ἀπέναντι στὸ Εὐαγγέλιο ὁλόκληρους αἰῶνες. Τότε, ἄλλη Ἐντολὴ καὶ ἄλλη πρακτικὴ «κληρονόμησαν» ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ οἱ Ἀπόστολοι: Ἀκόμα καὶ μὲ τὴν πρώτην ἔνδειξη κακῆς διαθέσεως ἀπέναντι στὸ Εὐαγγέλιο ἔπρεπε νὰ ἀποχωροῦν.
Ἔτσι, βλέπουμε τὸν Κύριο, ὅταν ἐπρόκειτο περὶ ἐθελοτυφλούντων, ἀμετανοήτων, ψευδοδιδασκάλων, περὶ ὑποκριτῶν Φαρισαίων, νὰ ἐξαπολύει τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα «οὐαί». Ταυτόχρονα, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς συμβούλεψε τοὺς μαθητές Του νὰ φεύγουν ἀπὸ τὸ σπίτι ἐκείνων ποὺ δὲν θὰ ἀποδέχονταν τὴν διδασκαλίαν Του, ἀμέσως μετὰ τὴν πρώτην ἐπίσκεψη, τινάζοντας μάλιστα καὶ τὴν σκόνη τῶν ὑποδημάτων τους, γιὰ νὰ δείξουν ὅτι δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μαζί τους.
Ἐπίσης, δὲν ἐμπόδισε τοὺς μαθητές-ἀκροατὲς μιᾶς ὁμιλίας Του, νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ κοντά Του, ἐπειδὴ σκανδαλίστηκαν ἀπὸ κάποιους λόγους Του· δὲν τοὺς παρακάλεσε νὰ γυρίσουν πίσω, γιὰ νὰ τοὺς δώσει περισσότερες ἐξηγήσεις, ἀφοῦ γνώριζε ὅτι δὲν εἶχαν ἀκόμα ἀποκτήσει πνεῦμα μαθητείας (μετάνοια)· δὲν τοὺς παρακάλεσε νὰ μείνουν γιὰ νὰ ξανασυζητήσουν τὸ θέμα, νὰ κάνουν ἕνα εὐρύτερο «θεολογικὸ Διάλογο ἀγάπης»· προέτρεψε μάλιστα καὶ τοὺς δώδεκα μαθητές Του νὰ φύγουν μαζί τους -ἂν θέλουν-, ἀφοῦ ἀπαιτοῦσε ἐν ἐλευθερίᾳ καὶ ταπεινώσει τὴν ἀποδοχὴ ἀτόφιων καὶ ὅλων τῶν Ἐντολῶν Του (γι’ αὐτὸ ἄλλωστε εἶπε καὶ τὸ «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν»).
Αὐτη τὴν τακτικὴ βλέπουμε νὰ τηρεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους τῆς Ἀντιοχείας. Ὅταν αὐτοὶ ἀντέλεγαν σὲ ὅσα ἐδίδασκε ὁ Παῦλος στὸ συγκεντρωμένο πλῆθος, καὶ παρουσίαζαν συνεχῶς νέες σοφιστικὲς ἀντιλογίες, ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἐφάρμοσαν τὸ «μετὰ μίαν… νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτ. 3, 10-11) τοὺς εἶπαν: «ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον πρῶτον λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα  εἰς τὰ ἔθνη.  οὕτω γὰρ  ἐντέταλται  ἡμῖν  ὁ Κύριος» (Πράξ. 13, 44-46).
Καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, στὸ ἴδιο πνεῦμα, μιλᾶ περὶ ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τοὺς κακοπροαίρετους αἱρετικοὺς καὶ ἐπικαλεῖται τὸ περιστατικὸ ἀπὸ τὶς Πράξεις, ἀπὸ τὸ ὁποῖο φαίνεται πὼς ἡ Ἐντολὴ τοῦ Παύλου στηρίζεται σὲ ἀνάλογη Ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ: «Ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτόν, καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη. Οὕτω γὰρ ἐντέταλται ἡμῖν ὁ Κύριος» (Μ. Βασιλείου, Ἠθικά, Ὅρος Ο΄, v. 31, p. 844, l. 33-42). Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας: «Καὶ γοῦν ὁ θεσπέσιος Παῦλος μονονουχὶ καὶ ἀπειρηκώς,  καὶ  ἀνουθέτητον βλέπων τὴν τῶν Ἰουδαίων πληθύν», εἶπεν∙ «ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη· οὕτω γὰρ ἐντέταλκεν ἡμῖν ὁ Κύριος» (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Εἰς τὸν Προφήτην Ἡσαΐαν, v. 70, p. 72, l. 24-28).
Τέλος, ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἔλεγε: «Οἱ γὰρ ἀπόστολοι τοὺς μὲν πειθομένους προσήνεγκαν τῷ Θεῷ, ἀπιστοῦντας δὲ τῷ Σατανᾷ παρέπεμψαν» (Μ. Ἀθανασίου,  Expositiones in Psalmos : v. 27, p. 232, l. 48 - 57).
Μποροῦμε, ἐδῶ, νὰ ἐπικαλεσθοῦμε τὴν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως, ὁ ὁποῖος λέγει πὼς ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι καὶ θέμα στοιχειώδους ἐλευθερίας καὶ ἀξιοπρέπειας, τὸ νὰ μὴ τρέχωμεν δηλ. ὀπίσω τῶν αἱρετικῶν καὶ μάλιστα ἀδιακρίτως καὶ ἀφόβως: «Μὴ γίνου ὅμως αὐτὸς ζητητὴς ὀχληρός τε καὶ ἄκαιρος, εἰς τρόπον ὅτι νὰ τρέχῃς ὀπίσω τῶν ἑτεροδοξούντων» (Βουλγάρεως Εὐγενίου, Σχεδίασμα περὶ τῆς Ἀνεξιθρησκείας, σελ. 36). Ὁ πιστὸς ἂς εἶναι προσεκτικός, συνεχίζει, «φυλαττόμενος ὅσον δύναται τὸ ἐκείνων δηλητήριον φάρμακον καὶ φεύγων τὰς μετ’ αὐτῶν συνδιατριβὰς καὶ συνομιλίας, ὅταν γνωρίζῃ ὅτι τὸν ἐπιβουλεύονται… καὶ ζητοῦν δολίως νὰ ταράξουν τὰ ἑαυτοῦ διαβήματα» (ὅπ. παρ., σελ. 42-43).
Αὐτὴ εἶναι ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ αἰώνων καὶ ὄχι ἐκείνη ποὺ προπαγανδίζουν, ὅσοι ἔχουν ἐγκολπωθεῖ τὶς δολίως ὑποβαλλόμενες καινοφανεῖς πρακτικὲς τοῦ σημερινοῦ ἐνοίκου τοῦ Φαναρίου καὶ τῶν συνοδοιπόρων του, καὶ ἀλλοίμονο, σοβαρῶν καὶ πνευματικῶν (κατὰ τὰ ἄλλα) Γερόντων.
Χρειάζεται, λοιπόν, νὰ γνωρίζουμε καλὰ τὰ πράγματα, πρὶν παρουσιάσουμε τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ἀπόστολο ὡς τάχα ἐγκρίνοντα τέτοιες πρακτικές, γιατὶ ἔτσι, ἐκτὸς τῆς παραβάσεως εὐαγγελικῆς Ἐντολῆς, πέφτουμε καὶ στὸ φοβερὸ ἁμάρτημα τῆς συκοφαντήσεως τοῦ ἀποστόλου, ὅπως γράφει καὶ ὁ Θεοδώρητος: «Προσήκει δὲ ἡμᾶς ἀκριβῶς τὰ εἰρημένα καταμαθεῖν. Οὐ γὰρ, ὥς τινες συκοφαντοῦντες τὸν θεῖον Ἀπόστολον ἔφασαν, πρὸς τοὺς καιροὺς μετεβάλλετο· ἀλλὰ τῆς τῶν ἄλλων ὠφελείας ἕνεκα πάντα ἐπραγματεύετο» (Θεοδώρητου Κύρου, Interpretatio in xiv epistulas sancti Pauli: Volume 82, page 300, line 42).

4. Χωρὶς τύψεις καὶ χωρὶς αἰδῶ, ὁ παραπάνω σχολιογράφος, ἀποδέχεται θετικὰ καὶ τὴν ἑξῆς διακήρυξη τοῦ Πατριάρχη: «Ὁ Βαρθολομαῖος διακηρύττει, ὅτι ὅλοι πιστεύουμε στὸν ἴδιο Θεό»! Πλέον ὅσων ἐγράφησαν μὲ ἀφορμὴ τὴν ὁμιλία τοῦ ἀπ. Παύλου στὴν Πνύκα, προσθέτουμε καὶ τὰ ἑξῆς:
Πράγματι, αὐτὰ ἔχει πεῖ ὁ κ. Βαρθολομαῖος. Π.χ. στὸ «Ἰρὰν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ὁμίλησε ἀπερίφραστα  γιὰ τὴν ἱερότητα καὶ ἰσότητα τῶν “Ἱερῶν Γραφῶν”, δηλαδὴ τῆς Ἁγ. Γραφῆς καὶ τοῦ Κορανίου». Στὸ δὲ κοινὰ ἀνακοινωθὲν ποὺ ἐκδόθηκε  διαβάζουμε: «ΚΟΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» (Περιοδ. “Παρακαταθήκη”, τευχ. 22,  2002, σελ. 4 και 27).
Ἡ Ἐκκλησία μας, ὅμως, ὅσους μὲ τέτοιο τρόπο ἀντιμετώπισαν τὸ μέγιστο αὐτὸ γιὰ τὴν αὐτοσυνειδησία καὶ τὴν πίστη τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων θέμα, τοὺς κατεδίκασε στὸ πρόσωπο τοῦ αἱρετικοῦ Ἀπελλῆ. Αὐτὸς κατὰ τοὺς πρωτοχριστιανικοὺς χρόνους δίδασκε τὴν αἱρετικὴ δοξασία: «Ἕκαστος ὡς πεπίστευκεν σωθήσεται, μόνον ἐὰν ἐν ἔργοις ἀγαθοῖς εὑρίσκεται».
Δηλαδή, καθένας θὰ σωθεῖ, ὅποιον Θεὸν κι ἂν πιστεύει (ἀφοῦ μιὰ ἀρχὴ κι ἕνας Θεὸς ὑπάρχει), ἀρκεῖ νὰ κάνει καλὰ ἔργα (ὅπως ἡ θρησκεία του τὰ διδάσκει). Αὐτὴ ἡ διδασκαλία, ὅμως, καταδικάσθηκε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὡς αἵρεση. Ὁ δὲ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, θεωρεῖ ὀρθόδοξον, μόνον ἐκεῖνον ποὺ δέχεται, διδάσκει καὶ ὁμολογεῖ παντοῦ —καὶ ὄχι ἐπιλεκτικά, καὶ κυρίως σὲ ὀρθόδοξα περιβάλλοντα— «Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα» (Α΄ Ἰω. 4, 2). Τὸ ἄθεον τοῦτο δόγμα, κατὰ τὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Δοσίθεο, «δίδαξεν καὶ ὁ Ἀβερρόης, λέγων «ὅτι καὶ Ἰουδαῖοι, καὶ Χριστιανοὶ καὶ Ἐθνικοί, ὅλοι κατὰ τὸ ἴδιον σέβας ἀγαθοποιοῦντες σώζωνται».
Ὡς ἐκ τούτου, ὁ κ. Βαρθολομαῖος, μὲ ὅσα διδάσκει, δὲν ταυτίζει συγκρητιστικὰ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ μὲ τὸν Ἀλλὰχ καὶ τὸν Βούδα, καὶ ὁλόκληρο τὸν δαιμονικὸ κόσμο τοῦ Ἀντιχρίστου, ποὺ ἡ ἀποκρυφιστικὴ Νέα Ἐποχὴ προσπαθεῖ συστηματικὰ νὰ επιβάλει διὰ τῆς Πανθρησκείας; Μὲ τὶς δηλώσεις του, δὲν υἱοθετεῖ –ἐμμέσως πλὴν σαφῶς– τὶς μασονικὲς συγκρητιστικὲς καὶ ἀντίχριστες δοξασίες γιὰ τὸν Μέγα Ἀρχιτέκτονα τοῦ Σύμπαντος (Μ.Α.Τ.Σ.) τῶν μασόνων, ἕνα κοινὸ θεό, δηλαδή, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὸν παραμερισμὸ τοῦ προσωπικοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ τῶν Χριστιανῶν;
Ποιόν θεό, λοιπόν, διδάσκει ὁ Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος; Τὸν Τριαδικὸν Θεὸ τῆς Ἀλήθειας ἢ τὸν «θεὸ» τῶν αἱρετικῶν, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς Πανθρησκείας; Ποιά εἶναι ἡ ὁμολογία του πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ τοὺς ἑτεροθρήσκους; Καὶ πόσο ὀρθόδοξα εἶναι, ὅσα ὁ παραπάνω σχολιογράφος γράφει καὶ οἱ πνευματικοὶ πατέρες ποὺ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο καθοδηγοῦν τοὺς Χριστιανούς;

Θεσσαλονίκη, 25 Φεβρουαρίου 2012

 «Φιλορθόδοξος Ἕνωσι “Κοσµᾶς Φλαµιᾶτος”»

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Περι μεταφράσεως Λειτουργικών κειμένων

ΛΟ­ΓΟΣ  ΠΕ­ΡΙ  ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΑ­ΣΕ­ΩΝ  ΚΑΙ Ο­ΧΙ ΜΟ­ΝΟΝ

 

Πνευ­μα­τι­κὰ «ὀ­κνη­ροὶ» ἀρ­χι­ε­ρεῖς,
ἱ­ε­ρεῖς κι ἐκ­κλη­σι­α­ζό­με­νοι [1]

Γρa­φει ο Λαυ­ρeν­τι­ος Ντετ­ζι­oρ­τζι­ο

ὑ­πο­κρι­σί­α τῶν ὑ­περ­μά­χων τῆς με­τα­φρά­σε­ως τῶν λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας πε­ρίσ­σε­ψε πλέ­ον· ἔ­γι­νε θρά­σος καὶ οἴ­η­ση!­!! Ἀ­σχη­μο­νοῦν παν­τοι­ο­τρό­πως καὶ ἀ­πο­κα­λοῦν, κα­τὰ πε­ρί­στα­ση, τοὺς ὀρ­θο­δό­ξως φρο­νοῦν­τες ἀ­πὸ «φον­τα­μεν­τα­λι­στὲς» καὶ «τα­λιμ­πὰν» (χρή­ζον­τες ψυ­χι­α­τρι­κῆς μέ­ρι­μνας καὶ ἀ­γω­γῆς), σὲ «τρο­μο­κρά­τες» (ἁρ­μο­δι­ό­τη­τας τῆς Ἀ­στυ­νο­μί­ας καὶ τῆς Ἀν­τι­τρο­μο­κρα­τι­κῆς), ἕ­ως «ἄ­τα­κτα παι­δι­ὰ» (ποὺ πρὸς φρο­νη­μα­τι­σμό τους ξυ­λο­κο­ποῦν­ται ἐν­τὸς τῶν ἱ­ε­ρῶν να­ῶν μας καὶ ἐν ὥ­ρᾳ θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας ἀ­πὸ «ἀ­γα­πό­φι­λους» ἱ­ε­ρεῖς καὶ «μει­λι­χί­ους» δε­σπο­τι­κοὺς μπρά­βους).
Ἡ Ἱ­ε­ρὰ Σύ­νο­δος —κα­τό­πιν τῆς γε­νι­κῆς κα­τα­κραυ­γῆς ποὺ εἶ­χαν προ­κα­λέ­σει— μὲ ἀ­πό­φα­σή της εἶ­χε ἀ­να­στεί­λει προ­σω­ρι­νὰ τὴ με­τα­φρα­στι­κὴ φό­ρα καὶ κα­τη­φό­ρα τῶν νε­ω­τε­ρι­στῶν, κυ­ρί­ως τῶν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­κτε­θει­μέ­νων μη­τρο­πο­λι­τῶν Δη­μη­τρι­ά­δος κ. Ἰ­γνα­τί­ου, Πρε­βέ­ζης κ. Με­λε­τί­ου καὶ Σιατίστης Παύλου. Ἄ­φη­νε ὡ­στό­σο ἀ­νοι­κτὸ τὸ θέ­μα, ὅ­τι θὰ δι­ε­ρευ­νη­θεῖ στὸ μέλ­λον ἀ­πὸ εἰ­δι­κὲς ἐ­πι­τρο­πές, συμ­πό­σι­α, ἡ­με­ρί­δες καὶ συ­νέ­δρι­α. Τό­τε οἱ θε­σμι­κοὶ ἀν­τὶ-οἰ­κου­με­νι­στὲς ἀ­κρί­τως καὶ ἀ­δι­α­κρί­τως εἶ­χαν βι­α­στεῖ νὰ πα­νη­γυ­ρί­σουν καὶ νὰ ἐ­παι­νέ­σουν τὴν Ἱ­ε­ρὰ Σύ­νο­δο γι­ὰ τὴν ἀ­πό­φα­σή της. Μά­λι­στα ἐ­πέ­κρι­ναν ἐ­κεί­νους ποὺ ἐ­ξέ­φρα­ζαν ἔν­το­νες ἐ­πι­φυ­λά­ξεις γι­ὰ τὴν εἰ­λι­κρί­νει­α τῆς συ­νο­δι­κῆς ἀ­πο­φά­σε­ως, ἡ ὁποία δὲν ἔ­κλει­νε ὁ­ρι­στι­κὰ τὸ θέ­μα ἀ­πορ­ρί­πτον­τας ρη­τῶς τὶς με­τα­φρά­σεις τῶν λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων ἀλ­λὰ τὸ ἄ­φη­νε ἐκ­κρε­μές.

Ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νον­τας τὶς τό­τε ἐκ­φρα­σθεῖ­σες ἐ­πι­φυ­λά­ξεις, προ­σφά­τως συ­νῆλ­θε «ὑ­πὸ τὴν αἰ­γί­δα τοῦ Μακ. Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Ἀ­θη­νῶν καὶ πά­σης Ἑλ­λά­δος κ. Ἱ­ε­ρω­νύ­μου[2]» «τὸ ΙΓ΄ Πα­νελ­λή­νι­ο Λει­τουρ­γι­κὸ Συμ­πό­σι­ο Στε­λε­χῶν Ἱ­ε­ρῶν Μη­τρο­πό­λε­ων, τὸ ὁ­ποῖ­ο δι­ορ­γα­νώ­νει ἡ Ἱ­ε­ρὰ Σύ­νο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος» δι­ὰ τῆς Εἰ­δι­κῆς Συ­νο­δι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς Λει­τουρ­γι­κῆς Ἀ­να­γεν­νή­σε­ως[3], μὲ γε­νι­κὸ θέ­μα «Ὁ λει­τουρ­γι­κὸς λό­γος τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας σή­με­ρα», δη­λα­δὴ τὴ με­τά­φρα­ση τῶν λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων, καὶ στὸ ὁ­ποῖ­ο κυ­ρι­αρ­χοῦ­σαν ὡς δι­ορ­γα­νω­τὲς καὶ εἰ­ση­γη­τὲς οἱ νε­ω­τε­ρι­στές, προ­οι­ω­νί­ζον­τας καὶ τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τά του!­.­..[4] Ἄ­ρα τὸ θέ­μα τῶν με­τα­φρά­σε­ων προ­χω­ρεῖ, γι­α­τὶ ὅ­ταν συ­ζη­τεῖ­ται κά­τι «ἀ­δι­α­πραγ­μά­τευ­το» ση­μαί­νει ὅ­τι κα­θί­στα­ται δι­α­πραγ­μα­τεύ­σι­μο κι ἐ­πί­κειν­ται ἐ­ξε­λί­ξεις!­.­..
Ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γοῦν καὶ κό­πτον­ται οἱ νε­ω­τε­ρι­στές, ὅ­τι μὲ τὶς με­τα­φρά­σεις καὶ μὲ τὴν «λει­τουρ­γι­κὴ ἀ­να­γέν­νη­ση» ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται γι­ὰ τὴν προ­σέ­λευ­ση πε­ρισ­σο­τέ­ρων πι­στῶν στοὺς ἱ­ε­ροὺς να­οὺς καὶ τὴν προ­σέλ­κυ­ση πε­ρισ­σο­τέ­ρων ἀν­θρώ­πων στὴν Ἐκ­κλη­σί­α —τὴν ἐ­ξου­νι­τι­σμέ­νη καὶ παγ­κο­σμι­ο­ποι­η­μέ­νη «ἐκ­κλη­σί­α» τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς, τὴν Παν­θρη­σκεί­α, βε­βαί­ως!­!! Δὲν τὸ κρύ­βουν, ἄλ­λω­στε, ὅ­τι ἐ­πι­δι­ώ­κουν μέ­σα στοὺς ὀρ­θο­δό­ξους ἱ­ε­ροὺς να­ούς μας νὰ λα­τρεύ­ε­ται ὁ Ἀν­τί­χρι­στος ἀπὸ «μετα-πατερικῶς» μεταλλαγμένους πιστούς!­!!
***
Γι­ὰ ἐ­κεί­νους, ὡ­στό­σο, ποὺ δὲν κα­τα­λα­βαί­νουν τὴν πρω­τό­τυ­πη γλῶσ­σα τῶν λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων ὑ­πάρ­χουν λύ­σεις ἄ­ρι­στες γι­ὰ νὰ τὰ κα­τα­νο­ή­σουν· ἀλ­λὰ χρει­ά­ζε­ται καὶ κά­ποι­ον κό­πο νὰ κα­τα­βά­λουν οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς, ἱ­ε­ρεῖς κι ἐν­τε­ταλ­μέ­νοι ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κες, χρει­ά­ζε­ται χρό­νος καὶ ὑ­πο­μο­νὴ καὶ προ­σο­χὴ ποὺ πρέ­πει νὰ διαθέσουν οἱ ἐκ­κλη­σι­α­ζό­με­νοι πι­στοί, ἐγ­κα­τα­λεί­πον­τας ἀμ­φό­τε­ροι τὴν πνευ­μα­τι­κὴ «ὀ­κνη­ρί­α» καὶ τὴν «πε­ρὶ πολ­λῶν» τύρ­βην[5], ὥ­στε νὰ ἀ­σχο­λη­θοῦν καὶ μὲ τὰ τῆς Πί­στε­ως:
  • Ὑ­πάρ­χει τὸ θεῖ­ον κή­ρυγ­μα, ποὺ πρέ­πει ἀ­νελ­λει­πῶς νὰ γί­νε­ται ἐν­τὸς τοῦ ἱ­ε­ροῦ να­οῦ, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­ξη­γεῖ κι ἐ­κλα­ϊ­κεύ­ει τὰ λει­τουρ­γι­κὰ κεί­με­να καὶ τὸ μή­νυ­μά τους.
  • Ὑ­πάρ­χουν οἱ κύ­κλοι με­λέ­της τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καὶ ἄλ­λες συ­νά­ξεις, ὅ­που πρέ­πει νὰ ἑρ­μη­νεύ­ον­ται καὶ ἐ­ξη­γοῦν­ται τὰ λει­τουρ­γι­κὰ κεί­με­να.
  • Ὑ­πάρ­χουν οἱ πνευ­μα­τι­κοὶ καὶ οἱ γέ­ρον­τες, ποὺ μπο­ροῦν καὶ πρέ­πει νὰ δι­δά­σκουν, νὰ ἑρ­μη­νεύ­ουν καὶ νὰ ἐ­ξη­γοῦν τὰ λει­τουρ­γι­κὰ κεί­με­να, καὶ ὄ­χι μό­νον αὐ­τά· νὰ ὑ­πο­δει­κνύ­ουν τὴ σχε­τι­κὴ βι­βλι­ο­γρα­φί­α καὶ νὰ πα­ρα­κο­λου­θοῦν ἐκ τοῦ σύ­νεγ­γυς τὴ με­λέ­τη τῶν πνευ­μα­τι­κῶν τους τέ­κνων.
  • Ὑ­πάρ­χει ἡ κα­τή­χη­ση, ποὺ πρέ­πει νὰ εὐ­αγ­γε­λί­ζει τὰ παι­δι­ὰ καὶ τοὺς νε­ο­φω­τί­στους καὶ συ­νε­χῶς νὰ ἐ­πα­νευ­αγ­γε­λί­ζει τοὺς ἐ­νη­λί­κους!­.­..
  • Ὑ­πάρ­χουν ἐ­πί­σης πά­ρα πολ­λὲς με­τα­φρά­σεις ὅ­λων τῶν λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων σὲ κυ­κλο­φο­ροῦν­τα βι­βλί­α, τὰ ὁ­ποῖ­α εὔ­κο­λα μπο­ρεῖ νὰ προ­μη­θευ­τεῖ ὁ ἐν­δι­α­φε­ρό­με­νος πι­στὸς, καὶ μὲ τὴ με­λέ­τη τους νὰ «κα­τα­νο­ή­σει» τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῶν λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων —εἴ­τε πρὶν εἴ­τε με­τὰ τὴν θεί­α Λει­τουρ­γί­α ἢ ἄλ­λη λα­τρευ­τι­κὴ σύ­να­ξη εἴ­τε σὲ ἀ­νύ­πο­πτο χρό­νο.
  • Ὑ­πάρ­χουν πά­ρα πολ­λὲς δυ­να­τό­τη­τες γι­ὰ νὰ κα­τα­νο­ή­σει, ἐ­κεῖ­νος ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ τὸ ἐ­πι­θυ­μεῖ, τὰ λει­τουρ­γι­κὰ κεί­με­να: χω­ρὶς νὰ πει­ραχ­τεῖ ἡ ὀρ­θό­δο­ξη λα­τρευ­τι­κὴ πα­ρά­δο­ση, χω­ρὶς νὰ ἀ­πω­λέ­σει ἡ θεί­α λα­τρεί­α τὴν θε­ο­λο­γι­κὴ ἀ­κρί­βει­ά της, χω­ρὶς νὰ χά­σει τὴν ποι­η­τι­κὴ αἰ­σθη­τι­κή της καὶ χω­ρὶς νὰ ἀ­πο­βά­λει τὴν κα­τα­νυ­κτι­κὴ δι­ά­στα­σή της —τὴν μό­νη ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν ὑ­περ­βα­τι­κή, στὴν ὄν­τως κα­τα­νό­η­ση.
  • Ἀλ­λὰ γι­ὰ νὰ συμ­βεῖ αὐ­τὸ χρει­ά­ζε­ται τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον, ἡ πνευ­μα­τι­κὴ προ­αί­ρε­ση, ὁ πό­θος τοῦ πι­στοῦ νὰ κα­τα­νο­ή­σει, νὰ κα­τα­νυχ­τεῖ στὴ θεί­α Λα­τρεί­α, ὅ­που τε­λοῦν­ται τὰ ἱ­ε­ρὰ Μυ­στή­ρι­α, ὥ­στε νὰ λει­τουρ­γή­σει ἡ φώ­τι­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τὸ ἔ­λε­ος καὶ ἡ οἰ­κο­νο­μί­α τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἡ ὑ­πέρ­βα­ση· γι­α­τὶ ἄ­νευ τού­των καμ­μί­α με­τά­φρα­ση καὶ οὐ­δε­μί­α δι­δα­χὴ μπο­ροῦν νὰ μᾶς προ­σφέ­ρουν τὴν —αἱ­ρε­τι­κῇ ἀ­δεί­ᾳ— «κα­τα­νό­η­ση» τῶν λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων!­.­..
  • Δὲν πρέ­πει ἄλ­λω­στε νὰ μᾶς δι­α­φεύ­γει τὸ γε­γο­νός, ὅ­τι ἡ «κα­τα­νό­η­ση» ἐμ­πε­ρι­έ­χει τὸν ἐλ­λο­χεύ­ον­τα κίν­δυ­νο τῆς αἱ­ρέ­σε­ως. Γι’ αὐ­τὸ οἱ ἅ­γι­οι καὶ θε­ο­φό­ροι Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ἀ­σχο­λή­θη­καν τό­σο ἐ­πι­στα­μέ­νως καὶ θε­ο­πνεύ­στως μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α, ἑρ­μη­νεί­α κι ἐ­ξή­γη­ση τῶν ἱ­ε­ρῶν κει­μέ­νων χω­ρὶς πο­τὲ νὰ ὑ­πο­στη­ρί­ξουν ἢ νὰ προ­βοῦν στὴν αὐ­το­τε­λῆ καὶ ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κὴ με­τά­φρα­σή τους. Καὶ μό­νον ὅ­ταν ὁ Κύ­ρι­ος θέ­λη­σε, οἰ­κο­νό­μη­σε τὴν μο­να­δι­κὴ θε­ό­πνευ­στη καὶ ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι με­τά­φρα­ση τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης ἀ­πὸ τοὺς ἑ­βδο­μή­κον­τα —θε­ο­πνευ­στί­α ἀν­τί­στοι­χη ἐκείνης τῆς συγ­γρα­φῆς τῶν ἁ­γί­ων γρα­φῶν— ποὺ ἔ­τυ­χε δι­α­χρο­νι­κὰ τῆς γε­νι­κῆς καὶ ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­της ἀ­πο­δο­χῆς ἐν­τὸς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ!
***
Ἄ­ρα, ποῦ βρί­σκε­ται τὸ πρό­βλη­μα τῶν ὑ­πο­στη­ρι­ζόν­των μετὰ τόσης ἐπιμονῆς —ὄντως φονταμενταλιστικῆς καὶ ταλιμπανιστικῆς, θὰ ἔλεγα— τὶς με­τα­φρά­σεις, ὥ­στε νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κουν τὴν αὐ­θαί­ρε­τη καὶ νε­ω­τε­ρι­στι­κὴ ἐ­πι­βο­λή τους;
Μὰ φυ­σι­κὰ τὸ πρό­βλη­μα τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν κι αἱ­ρε­τι­ζόν­των δε­σπο­τά­δων εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­δι­ω­κο­μέ­νη ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ἐ­πι­βο­λὴ τῆς «λει­τουρ­γι­κῆς ἀ­να­γεν­νή­σε­ως» —τῆς ὁ­ποί­ας ὁ φο­ρέ­ας εἶ­ναι ἡ Εἰ­δι­κὴ Συ­νο­δι­κὴ Ἐ­πι­τρο­πὴ Λει­τουρ­γι­κῆς Ἀ­να­γεν­νή­σε­ως (αἱ­ρε­τι­κῆς ἀ­να­θε­ω­ρή­σε­ως καὶ δι­α­στρε­βλώ­σε­ως τῆς θεί­ας Λα­τρεί­ας ὑπὸ τὴν ἄμεση ἐποπτεία καὶ καθοδήγηση τῆς δεσποτοκρατίας!­!­!) καὶ τὸ πρῶ­το σκα­λο­πά­τι της εἶ­ναι οἱ με­τα­φρά­σεις— ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν εὐ­ρύ­τε­ρη καὶ βα­θύ­τε­ρη τῶν με­τα­φρά­σε­ων δι­α­στρο­φὴ καὶ με­τάλ­λα­ξη τῆς ὀρ­θο­δό­ξου θεί­ας Λα­τρεί­ας, στὴν ἄμ­βλυν­ση καὶ νό­θευ­ση τῆς ὀρ­θο­δό­ξου ἱ­ε­ρᾶς Πα­ρα­δό­σε­ως, στὴν ἀ­πο­δό­μη­ση καὶ ἀ­πο­δυ­νά­μω­ση τοῦ ἰ­σχυ­ροῦ ὀρ­θο­δό­ξου Φρο­νή­μα­τος, ὥ­στε νὰ κα­τα­στεῖ ἐ­φι­κτὸς ὁ ἀ­πὸ μα­κροῦ χρό­νου[6] ἐ­πι­δι­ω­κό­με­νος ἐ­ξου­νι­τι­σμὸς τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας καὶ ἡ ἀ­φο­μοί­ω­σή της στὴν οἰ­κου­με­νι­στι­κὴ καὶ ἐν τέ­λει συγ­κρη­τι­στι­κὴ χο­ά­νη τῆς ἑ­ω­σφο­ρι­κῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου!­!!
Γι­α­τὶ ἡ θεί­α Λα­τρεί­α εἶ­ναι ἡ πραγ­μά­τω­ση καὶ ἡ ἐ­φαρ­μο­γὴ τῆς Θε­ο­λο­γί­ας. Ἄ­ρα ὑ­πο­νο­μεύ­ον­τας τὴν θεί­α Λα­τρεί­α —μὲ τὴν ἐκ­συγ­χρο­νι­στι­κὴ καὶ ἐ­ξω-συ­νο­δι­κὴ οἰ­κο­νο­μί­α καὶ τοὺς νε­ω­τε­ρι­σμοὺς— ὑ­πο­σκά­πτε­ται ἡ δογ­μα­τι­κὴ ἀ­κρί­βει­α κι ἔτ­σι ἀ­νοί­γον­ται δι­ά­πλα­τα οἱ κερ­κό­πορ­τες γι­ὰ τὴν εἰ­σβο­λὴ τῶν αἱ­ρέ­σε­ων στὴν Ἁ­γί­α Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας, στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ.
Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ ἀκριβῶς εἶ­ναι τὸ ἔρ­γο τῶν δε­σπο­τά­δων-ἐρ­γο­λά­βων τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ καὶ τῶν πα­ρα­τρε­χα­μέ­νων ποὺ ὡς θία­σοι τοὺς ἀ­κο­λου­θοῦν: ὁ λα­τι­νό­φρων καὶ πα­πο­κί­νη­τος ἐ­ξου­νι­τι­σμὸς καὶ ἡ προ­τε­σταν­τι­κὴ οἰ­κου­με­νι­στι­κο­ποί­η­ση τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας· γι­ὰ νὰ πα­ρα­σύ­ρουν τὸν πι­στὸ λα­ὸ τοῦ Θε­οῦ στὶς πά­σης φύ­σε­ως καὶ προ­ε­λεύ­σε­ως αἱ­ρέ­σεις καὶ στὴν ἀ­πώ­λει­α τῆς σω­τη­ρί­ας καὶ τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐ­ρα­νῶν, μὲ τὴν ὑ­πο­κρι­τι­κὴ μει­λι­χι­ό­τη­τά τους καὶ τὸν δαι­μο­νι­κὸ λα­ϊ­κι­σμό τους, ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὰ ἑωσφορικὰ ἐ­ξου­σι­α­στι­κὰ μέ­σα τοῦ αὐ­ταρ­χι­κοῦ, αὐ­θαι­ρέ­του καὶ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κοῦ κα­θε­στῶ­τος τῆς δε­σπο­το­κρα­τί­ας.
Ἐ­πι­βάλ­λουν μί­α θρη­σκεί­α «ἀ­λὰ-κὰρτ», προ­σαρ­μό­ζον­τας τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Πί­στη, τὸ Ἱ­ε­ρὸ Εὐ­αγ­γέ­λι­ο, τὴν Ἱ­ε­ρὰ Πα­ρά­δο­ση, τὴν Ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κὴ Δι­δα­σκα­λί­α, στὴν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά μας· νο­θεύ­ον­τας τὸ πνευ­μα­τι­κὸ φάρ­μα­κο καὶ ἀ­πο­δυ­να­μώ­νον­τας τὴν πνευ­μα­τι­κὴ θε­ρα­πεί­α τῆς σω­τη­ρί­ας μας, μᾶς ὁ­δη­γοῦν συ­νει­δη­τὰ στὴν ἀ­πώ­λει­α, ἐ­κεῖ­νοι, ποὺ ἐκ τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης τους καὶ τοῦ ἱ­ε­ρα­τι­κοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τός τους, εἶ­ναι ταγ­μέ­νοι —καὶ μά­λι­στα μὲ φο­βε­ροὺς ὅρ­κους καὶ ὑ­πο­σχέ­σεις πρὸς τὸν Κύ­ρι­ο— νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σουν στὴ σω­τη­ρί­α καὶ τὴ Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν!­!!
Ἀλ­λὰ ἡ εὐ­θύ­νη γι’ αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι μό­νον δι­κή τους.

***
Ἡ κομ­πορ­ρη­μο­σύ­νη τῆς ἀ­μά­θει­άς μας, ἡ πό­ρω­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ὀ­κνη­ρί­ας μας, ἡ αὐ­θά­δει­α τῆς ἀ­νευ­θυ­νό­τη­τάς μας, ἡ «πε­ρὶ πολ­λῶν» πο­λυ­μέ­ρι­μνά μας, ἡ κα­θε­στω­τι­κὴ-ἐξουσιαστικὴ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α μας, οἱ ἀντὶ-οἰκουμενιστικὲς ἀρ­χη­γι­κὲς κο­κο­ρο­μα­χί­ες μας, ἐ­γω­ϊ­σμοὶ, ἐμ­πά­θει­ες καὶ ζη­λο­φθο­νί­ες καὶ πολ­λὲς ἄλ­λες «ἀ­ρε­τὲς» τῆς οἰ­η­μα­τι­κῆς ψυ­χο­πα­θο­λο­γί­ας μας, εἶ­ναι ποὺ δί­νουν πρό­σφο­ρο ἔ­δα­φος στὴν —μὲ γε­ω­με­τρι­κὴ πρό­ο­δο— ἐ­ξά­πλω­ση τοῦ αἱ­ρε­τι­κοῦ ἐ­κμαυ­λι­σμοῦ μας ἀ­πὸ τοὺς δε­σπο­τά­δες-ἐρ­γο­λά­βους τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ.
Δη­λα­δή, δὲν εἴ­μα­στε ἁ­πλῶς ἐ­φε­κτι­κοὶ στὴν αἵ­ρε­ση, ἀλ­λὰ συ­νει­δη­τὰ ἐ­πι­θυ­μοῦ­με κι ἐ­πι­δι­ώ­κου­με —­ἀπατῶν­τες ἑ­αυ­τοὺς καὶ ἀλ­λή­λους— νὰ «ἰ­σορ­ρο­πή­σου­με» τὴν ἁ­μαρ­τί­α μας μὲ τὴν ἔμφυτη ὀρ­θό­δο­ξη ἀ­να­φο­ρά μας· ποὺ πα­ρὰ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ὀ­λι­γω­ρί­α καὶ πα­ρα­σπον­δί­α μας ἐ­πι­μέ­νει, θεί­ᾳ χά­ρι­τι, νὰ κρα­τι­έ­ται σὲ κά­ποι­α γω­νι­ὰ τῆς καρ­δι­ᾶς μας καὶ νὰ μᾶς ἐ­λέγ­χει!­.­..
Εἶ­ναι πρω­τί­στως κι ἐν­δε­χο­μέ­νως ἀ­πο­κλει­στι­κὰ δι­κή μας ἡ εὐ­θύ­νη: ποὺ ἐ­πι­τρέ­που­με στοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς κι αἱ­ρε­τί­ζον­τες δε­σπο­τά­δες, ἡ­γου­μέ­νους καὶ πνευ­μα­τι­κοὺς —οἱ ὁποῖοι ὑ­πε­ξαί­ρε­σαν τὴν ἱ­ε­ρω­σύ­νη τους καὶ σφε­τε­ρί­ζον­ται τὸ ἱ­ε­ρα­τι­κό τους ἀ­ξί­ω­μα— νὰ ἐ­πι­τε­λοῦν αὐ­τὸ τὸ ἑ­ω­σφο­ρι­κὸ ἔρ­γο· ποὺ τοὺς ἀ­πο­δε­χό­μα­στε καὶ τοὺς ἀ­κο­λου­θοῦ­με· ποὺ δὲν ἀ­πο­τει­χι­ζό­μα­στε ἀ­πὸ αὐ­τοὺς καὶ τὶς αἱ­ρε­τι­κὲς σφη­κο­φω­λι­ὲς ποὺ τοὺς πε­ρι­βάλ­λουν.
Εἶ­ναι πρω­τί­στως κι ἐν­δε­χο­μέ­νως ἀ­πο­κλει­στι­κὰ δι­κή μας ἡ εὐ­θύ­νη: ἐ­ὰν ἀ­να­λο­γι­στοῦ­με ὅ­τι πρὸ τοῦ φο­βε­ροῦ βή­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ θὰ στα­θεῖ κα­θέ­νας μας μό­νος γι­ὰ ν’ ἀ­πο­λο­γη­θεῖ, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως ἀπὸ τὸ σὲ ποι­ὸν «βα­ρὺ» δε­σπό­τη ἢ «πο­λὺ» γέ­ρον­τα ἢ «με­γά­λο» πνευ­μα­τι­κὸ εἴ­μα­στε.­.. «νη­ο­λο­γη­μέ­νοι»!­!!
Καὶ πρέ­πει νὰ εἴ­μα­στε προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι γι­ὰ τὸ αὐ­το­νό­η­το: δὲν θὰ δώ­σου­με λό­γο μό­νον γι­ὰ τὰ μι­κρὰ ἢ με­γά­λα ἁ­μαρ­τή­μα­τά μας, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως γι­ὰ τὴ στά­ση μας καὶ τὰ ἔρ­γα μας ἔ­ναν­τι τῶν αἱ­ρέ­σε­ων καὶ τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, δη­λα­δὴ ἔ­ναν­τι τῆς ἀρ­νή­σε­ως καὶ τῶν ἀρ­νη­τῶν τοῦ Χρι­στοῦ.
Τί νό­η­μα μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει ὁ ἐ­νά­ρε­τος κι ἐγ­κρα­τὴς βί­ος μας χω­ρὶς Χρι­στό; Ἐ­νά­ρε­τος κι ἐγ­κρα­τὴς μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε —καὶ μά­λι­στα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ἐ­μᾶς: ἀ­κό­μη καὶ ὁ μα­σῶ­νος καὶ ὁ μου­σουλ­μά­νος καὶ ὁ βου­δι­στὴς καὶ ὁ ἄ­θε­ος κ.ἄ.π.!
Τί νό­η­μα μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει ἡ ἐ­πί­κλη­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τος καὶ τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­ταν ἀ­πορ­ρί­πτου­με τὴν Ἀ­λή­θει­α τοῦ Χρι­στοῦ ποὺ ἐμ­πε­ρι­έ­χει τὴν Ἀ­γά­πη Του; Ἀλ­λὰ ἀ­γά­πη χω­ρὶς τὴν Ἀ­λή­θει­α Του εἶ­ναι «κα­θῆ­κον», εἶ­ναι «φι­λαν­θρω­πι­κὸ» κι «ἀν­θρω­πι­στι­κὸ» ἔρ­γο, εἶ­ναι ἀγ­γα­ρί­α, εἶ­ναι συ­νή­θει­α, εἶναι ἐπίδειξη, εἶναι ματαιοδοξία, εἶ­ναι ὁ,τι­δή­πο­τε· ὡ­στό­σο δὲν εἶ­ναι ἡ Ἀ­γά­πη Του: γι­α­τὶ στε­ρεῖ­ται τῆς σω­τη­ρι­α­κῆς δυ­να­τό­τη­τας καὶ προ­ο­πτι­κῆς, ποὺ μᾶς πα­ρα­χω­ρεῖ μό­νον ἡ Ἀ­λή­θει­α Του καὶ βρί­σκε­ται μό­νον στὴν Ἐκ­κλη­σί­α Του[7], ὅ­που αὐτὴ ὀρ­θο­το­μεῖται!­.­..
Ὁ Δη­μι­ουρ­γός μας καὶ Πλά­στης μας, κα­τέ­στη­σε τὰ ἐ­κλε­κτὰ πλά­σμα­τά Του —ἐ­μᾶς, τοὺς ἀνθρώπους— ἐ­λεύ­θε­ρες καὶ αὐ­τε­ξού­σι­ες ὑ­πάρ­ξεις· γι­α­τὶ ἀ­πο­τύ­πω­σε στὰ πρό­σω­πά μας τὴν εἰ­κό­να Του καὶ μᾶς προ­ώ­ρι­σε νὰ γί­νου­με —ἐ­λευ­θέ­ρᾳ βου­λή­σει— κα­τὰ χά­ριν θε­οί!­!!
Ἂς γί­νει λοι­πόν τὸ θέ­λη­μά Του! Ἂς ἀ­κο­λου­θή­σου­με, ἂς μι­μη­θοῦ­με, ἂς ἀ­πο­δε­χθοῦ­με τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη κα­τά­φα­ση μιᾶς ἁπλῆς κοπέλας, ποὺ ἔμελλε νὰ γίνει ἡ μητέρα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ μάνα ὅλου τοῦ κόσμου, τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου: «Γέ­νοι­το, Κύ­ρι­ε, τὸ θέ­λη­μά Σου!»
Ἂς προ­σπα­θή­σου­με νὰ πρά­ξου­με καὶ νὰ γί­νου­με αὐ­τὸ ποὺ Ἐ­κεῖ­νος ἐ­πι­θυ­μεῖ, πα­ρα­μέ­νον­τες στερ­ροὶ στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Πί­στη μας καὶ προ­α­σπι­ζό­με­νοι ἔ­ναν­τι αἱ­ρέ­σε­ων καὶ αἱ­ρε­τι­κῶν τὴν Ἐκ­κλη­σί­α Του. Ὄ­χι μό­νον τῶν ἐ­κτός, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως τῶν ἐν­τὸς Αὐ­τῆς!­.­.. 



[1] Τὸ πα­ρὸν κεί­με­νο σὲ μί­α πρώ­τη μορ­φή του ἀ­ναρ­τή­θη­κε (21 Σεπ. 2011) στὸ ἱ­στο­λό­γι­ο a­p­o­t­i­x­i­si.b­l­o­g­s­ot.c­om
[2] Ὁ Ἀ­θη­νῶν κ. ­ε­ρώ­νυ­μος λό­γῳ τῶν ὅ­σων ἀ­ναι­σχύν­τως δι­α­πράτ­τει καὶ ὅ­σων ἐ­θε­λο­δού­λως δὲν πράτ­τειθὰ πε­ρά­σει στὴν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ ἱ­στο­ρί­α ὡς ὁ δω­σί­λο­γος Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος, ἀν­τί­στοι­χος τοῦ δω­σι­λό­γου Πρω­θυ­πουρ­γοῦ: ὁ μὲν ὡς εἰ­σπρά­κτο­ρας τῶν το­κο­γλύ­φων ξε­που­λά­ει τὴν Ἑλ­λά­δα, ὁ δὲ ὡς προ­βα­τό­σχη­μος λύ­κος ξε­που­λά­ει τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α· καὶ οἱ δύ­ο ὑ­πη­ρε­τοῦν συ­νει­δη­τὰ καὶ ἐν γνώ­σει τῶν συ­νε­πει­ῶν τῶν πρά­ξε­ών τους τὴν παγ­κο­σμι­ο­κρα­τί­α τῆς ἑ­ω­σφο­ρι­κῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου!­!!
[3] Καὶ μό­νον τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ὑ­πάρ­χει Εἰ­δι­κὴ Συ­νο­δι­κὴ Ἐ­πι­τρο­πὴ Λει­τουρ­γι­κῆς Ἀ­να­γεν­νή­σε­ως, ποὺ ση­μαί­νει ὅ­τι ἤ­δη ἔ­χει ἀ­πο­φα­σι­στεῖ ἡ αἱ­ρε­τι­κὴ ἀ­να­θε­ώ­ρη­ση καὶ δι­α­στρέ­βλω­ση τῆς ὀρ­θο­δό­ξου θεί­ας Λα­τρεί­ας, εἶ­ναι ἀρ­κε­τὸ ­νε­ξαρ­τή­τως τῶν σπο­ρα­δι­κῶν κι εὐ­και­ρι­α­κῶν-­πε­τει­α­κῶν δη­λώ­σε­ων με­ρι­κῶν ἐ­παμ­φο­τε­ρι­ζόν­των ἐ­πι­σκό­πωνγι­ὰ νὰ πει­στεῖ κά­θε ἐ­χέ­φρων ὀρ­θό­δο­ξος πι­στὸς πὼς ἡ «­ε­ραρ­χί­α» τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, ἡ δε­σπο­το­κρα­τί­α, οὐ­δε­μί­α σχέ­ση ­χει μὲ τὴν Ἁ­γί­α Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας· εἶ­ναι μί­α ἑ­ω­σφο­ρι­κὴ ἐ­ξου­σι­α­στι­κὴ δο­μὴ ­κτὸς τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πί­στε­ως εὑ­ρι­σκο­μέ­νη καὶ ­πὶ τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας ἐ­πι­βε­βλη­μέ­νη· ἐ­λέ­ῳ τῆς μα­σω­νι­κῆς ἰ­σχύ­ος καὶ τῶν μη­χα­νορ­ρα­φι­ῶν της καὶ ἐ­λέ­ῳ τῶν ἠ­θι­κῶν, ­ξου­σι­α­στι­κῶν καὶ οἰ­κο­νο­μι­κῶν ἀ­δυ­να­μι­ῶν ἐ­κεί­νων ποὺ τὴν συγ­κρο­τοῦν!­.­..
[4] Τὸ Συμ­πό­σι­ο δι­ε­ξή­χθη στὸ ἄν­τρο τοῦ λα­τι­νό­φρο­νος-φι­λο­πα­πι­στοῦ μη­τρο­πο­λί­του Σύ­ρου κ. Δω­ρο­θέ­ου στὴν Τή­νο, μὲ πρό­ε­δρο τῆς Ὀρ­γα­νω­τι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς τὸν Και­σα­ρι­α­νῆς κ. Δα­νι­ήλ καὶ μὲ εἰ­ση­γη­τὲς-θέ­μα­τα: Γε­ώρ­γι­ος Μπαμ­πι­νι­ώ­της (ὁμ. καθ. ΚΠΑ), «Γλωσ­σο­λο­γι­κὴ προ­σέγ­γι­ση τῆς γλώσ­σας τῆς λα­τρεί­ας»· πρω­το­πρ. Κων­σταν­τῖ­νος Κα­ρα­ϊ­σα­ρί­δης (ἐ­πίκ. καθ. Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς ΑΠΘ), «Εἰ­σα­γω­γὴ στὴ συ­νά­φει­α θε­ο­λο­γί­ας καὶ λει­τουρ­γι­κοῦ λό­γου. Βί­βλος, δόγ­μα, ἦ­θος»· πρω­το­πρ. Δη­μή­τρι­ος Τζέρ­μπος (ἀ­να­πλ. καθ. Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς ΚΠΑ), «Σύγ­χρο­νη προ­βλη­μα­τι­κὴ πε­ρὶ τοῦ λει­τουρ­γι­κοῦ λό­γου»· Γε­ώρ­γι­ος Γα­λί­της (ὁμ. καθ. ΚΠΑ), «Ἡ πρόσ­λη­ψη τοῦ θεί­ου λό­γου ἀ­πὸ τὸν ση­με­ρι­νὸ ἄν­θρω­πο»· Στυ­λι­α­νὸς Πα­πα­δό­που­λος (ὁμ. καθ. ΚΠΑ), «Ὁ ρό­λος τῆς γλώσ­σας στὰ πα­τε­ρι­κὰ λει­τουρ­γι­κὰ κεί­με­να»· Ἄν­να Κόλ­τσι­ου-Νι­κή­τα (καθ. ΑΠΘ), «Δε­δο­μέ­να καὶ προ­βλη­μα­τι­σμοὶ ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς με­τά­φρα­σης τῶν λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων»· Γε­ώρ­γι­ος Ν. Φί­λι­ας (καθ. ΚΠΑ), «Ἡ συ­νά­φει­α πρω­το­τύ­που, με­τα­φρά­σε­ως καὶ τρό­που ἀ­να­γνώ­σε­ως τῶν εὐ­χῶν στὴ θεί­α Λει­τουρ­γί­α»· Φώ­τι­ος Σχοι­νᾶς (Δρ φι­λο­λο­γί­ας), «Φι­λο­λο­γι­κὰ σχό­λι­α καὶ με­τα­φρα­στι­κὰ προ­βλή­μα­τα στὴ θεί­α Λει­τουρ­γί­α»· Πα­να­γι­ώ­της Σκαλ­τσῆς (ἀ­να­πλ. καθ. ΑΠΘ), «Νε­ώ­τε­ρα ἑρ­μη­νευ­τι­κὰ ὑ­πο­μνή­μα­τα καὶ ἐγ­κόλ­πι­α τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας»· Βα­σί­λει­ος Κα­λι­α­κμά­νης (καθ. Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς ΑΠΘ), «Ἡ συμ­βο­λι­κὴ γλῶσ­σα τῆς θεί­ας Λα­τρεί­ας»· ἀρ­χιμ. Θε­ο­δό­σι­ος Μαρ­τζοῦ­χος (πρω­το­σύγ­κελ­λος Ἱ. Μη­τρ. Νι­κο­πό­λε­ως καὶ Πρε­βέ­ζης), «Γι­α­τί χρει­α­ζό­μα­στε με­τα­φρά­σεις σή­με­ρα»· Αἰ­κα­τε­ρί­νη Χι­ω­τέλ­λη (θε­ο­λό­γος), «Ἡ ἐμ­πει­ρί­α ἀ­πὸ τὴ συμ­με­το­χὴ στὴ με­τά­φρα­ση τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς ὡς ἐ­φό­δι­ο γι­ὰ μί­α συμ­βο­λὴ στὴν προ­σπά­θει­α με­τά­φρα­σης τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας»· Σεβ. Μη­τρ. Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης καὶ Ἀλ­μω­πί­ας κ. Ἰ­ω­ήλ, «Ἡ ποί­η­σις νέ­ων ἀ­κο­λου­θι­ῶν ὡς πα­ρα­γω­γὴ συγ­χρό­νου λει­τουρ­γι­κοῦ λό­γου»· Γρη­γό­ρι­ος Στά­θης (ὁμ. καθ. ΚΠΑ), «Θέ­μα­τα με­τά­φρα­σης ὑ­μνο­λο­γί­ας καὶ μου­σι­κῆς»· Ἑ­λέ­νη Κα­σά­πη (καθ. ΑΠΘ), «Ἡ συγ­χρο­νί­α καὶ ἡ δι­α­χρο­νί­α ὡς μη­χα­νι­σμοὶ πρόσ­λη­ψης τῶν λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων». (Πηγή: aktines.blogspot.com)
[5] «Μάρ­θα, Μάρ­θα, με­ρι­μνᾷς καὶ τυρ­βά­ζῃ πε­ρὶ πολ­λά, ἑ­νὸς δέ ἐ­στι χρεί­α» (Λουκ. ι΄, 38-4· Ἰ­ω­άν. ι­α΄ 20-28, ιβ΄ 1-2).
[6] Ἀ­πὸ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο τέ­ταρ­το τοῦ 19ου αἰ. τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως κα­θί­στα­ται «γι­άφ­κα» τῆς μα­σω­νί­ας! Ἤ­δη κα­τὰ τὸ δεύ­τε­ρο μι­σὸ τοῦ 18ου αἰ. ἔ­χει ἱ­δρυ­θεῖ ὁ μυ­στι­κο­πα­θὴς «φι­λο­σο­φι­κὸς τε­κτο­νι­σμὸς» (μὲ θε­ὸ τὸν Μέ­γα Ἀρ­χι­τέ­κτο­να τοῦ Σύμ­παν­τος = Μ.Α.Τ.Σ.-Ἑ­ω­σφό­ρο κι ἐ­πι­δί­δε­ται στὴ σα­τα­νο­λα­τρεί­α)· προ­ερ­χό­με­νος ἐκ τῶν προ­ϋ­παρ­χόν­των γνω­στι­κῶν καὶ ἀ­πο­κρυ­φι­στι­κῶν μυ­στι­κῶν ἑ­ται­ρει­ῶν καὶ ἀ­δελ­φο­τή­των (ρο­δό­σταυ­ροι, ἰλ­λου­μι­νά­τι, να­ΐ­τες κ.λπ.) ἔ­χει ἐ­ξα­πο­λύ­σει τὸ κί­νη­μα τοῦ δυ­τι­κοῦ δι­α­φω­τι­σμοῦ. Ἀ­πὸ τὰ μέ­σα τοῦ 18ου αἰ. ἱ­δρύ­ον­ται μα­σω­νι­κὲς στο­ὲς καὶ στὸν ἑλ­λα­δι­κὸ χῶ­ρο (Ἑ­πτά­νη­σα, Σμύρ­νη, Κων­σταν­τι­νού­πο­λη κ.ἀ.­). Τὸ 1782 συν­τάσ­σε­ται ἀ­πὸ τὸν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Ἀ­γά­πι­ο Κο­λυ­βᾶ-Πα­παν­τω­νᾶ­το ἡ «Ἀ­να­τρο­πὴ τῆς φραγ­μα­σω­νι­κῆς πί­στε­ως», τὸ πρῶ­το γνω­στὸ ἑλ­λη­νι­κὸ ἀν­τὶ-μα­σω­νι­κὸ κεί­με­νο. [Ἀ­νέκ­δο­το μέ­χρι τὸ 2007, ὁ­πό­τε καὶ ἐκ­δό­θη­κε ἀ­πὸ τὶς Πρό­τυ­πες Θεσ­σα­λι­κὲς Ἐκ­δό­σεις μὲ τὴν ἐ­πι­μέ­λει­α τῶν π. Γε­ωρ­γί­ου Με­ταλ­λη­νοῦ καὶ Χα­ρα­λάμ­πους Μη­νά­ο­γλου καὶ τὴν φρον­τί­δα τοῦ Λ. Ντετ­ζι­όρ­τζι­ο]. Με­τὰ τὴ δο­λο­φο­νί­α τοῦ ὀρ­θο­δό­ξου Κυ­βερ­νή­τη Ἰ­ω­άν­νη Κα­πο­δί­στρι­α (ποὺ πο­λέ­μη­σε τὴ μα­σω­νί­α καὶ προ­σπά­θη­σε ν’ ἀ­πο­σπά­σει τὸ νε­ο­γέν­νη­το κρά­τος ἀ­πὸ τὰ νύ­χι­α της), τὸ 1833 ἡ ἐ­λεγ­χό­με­νη καὶ κα­τευ­θυ­νό­με­νη ἀ­πὸ τὴν μα­σω­νί­α Βαυ­α­ρο­κρα­τί­α ἐ­πι­βάλ­λει πρα­ξι­κο­πη­μα­τι­κῶς, ἀ­καί­ρως καὶ αὐ­θαι­ρέ­τως, τὴν αὐ­το­κε­φα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος καὶ ἀ­να­γο­ρεύ­ει ἀρ­χη­γό της τὸν ἀλ­λό­πι­στο βα­σι­λι­ὰ Ὄ­θω­να, ἐ­νῶ τὴν κα­τα­δι­κά­ζει στὰ ἰ­σό­βι­α δε­σμὰ τῆς πο­λι­τει­ο­κρα­τί­ας· ἔ­κτο­τε σφρα­γί­ζε­ται ἡ δι­α­δρο­μὴ ποὺ ὁ­δη­γεῖ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α στὴ ση­με­ρι­νὴ κα­τά­στα­σή της. Τὸ 1848 ἐκ­δί­δε­ται τὸ ἔρ­γο «Φω­νὴ ὀρ­θό­δο­ξος καὶ σπου­δαί­α.­.­.» τοῦ ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κος-δι­δα­σκά­λου καὶ μάρ­τυ­ρα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πί­στε­ως Κο­σμᾶς Φλα­μι­ά­του, ὅ­που κα­ταγ­γέλ­λε­ται ἡ μα­σω­νί­α-ἐ­πι­βου­λὴ καὶ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ὁ ρό­λος της καὶ τὰ σχέ­δι­ά της κα­τὰ τῆς κα­θ’ ἡ­μᾶς Ἀ­να­το­λῆς καὶ τῆς ὀρ­θο­δό­ξου Ἑλ­λά­δος. [Ἐ­πα­νέκ­δο­ση τοῦ ἔρ­γου ἑ­τοι­μά­ζουν οἱ «Ἐκ­δό­σεις D­e­g­i­o­r­g­io»­]. Τὸ 1875 ἱ­δρύ­ε­ται στὴν Ν. Ὑ­όρ­κη ἡ Θε­ο­σο­φι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α ἀ­πὸ τὴν σα­τα­νί­στρι­α Ἕ­λε­να Μπλα­βάτ­σκι καὶ τὸν μα­σῶ­νο συν­ταγ­μα­τάρ­χη Ὅλ­κοτ (πα­ραρ­τή­μα­τα τῆς ὁ­ποί­ας ἱ­δρύ­ον­ται καὶ στὴν Ἑλ­λά­δα κα­τὰ τὸ πρῶ­το τέ­ταρ­το τοῦ 20οῦ αἰ.­), μὲ σκο­πὸ νὰ προ­ε­τοι­μά­σει τὸν κό­σμο γι­ὰ τὴν ἕ­λευ­ση τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς τοῦ Ὑ­δρο­χό­ου-Ἑ­ω­σφό­ρου, ποὺ ἐ­πρό­κει­το νὰ συμ­βεῖ μὲ τὴν ἐκ­πνο­ὴ τοῦ 20οῦ αἰ. —μι­λᾶ­με γι­ὰ σχε­δι­α­σμοὺς καὶ στό­χους σὲ κλί­μα­κα αἰ­ώ­νων!­!! Τὸ 1905 δη­μο­σι­εύ­ον­ται τὰ «Πρω­τό­κολ­λα τῶν Σο­φών τῆς Σι­ών», τὰ πρα­κτι­κὰ σε­μι­να­ρί­ων ἐκ­παι­δεύ­σε­ως πρα­κτό­ρων, στὰ πλαί­σι­α σι­ω­νι­στι­κοῦ συ­νε­δρί­ου ποὺ συ­νῆλ­θε στὴ Βα­σι­λεί­α τῆς Ἑλ­βε­τί­ας τὸ 1895· σὲ αὐ­τὰ προ­δι­α­γρά­φον­ται καὶ ἐ­ξη­γοῦν­ται μὲ ἐκ­πλη­κτι­κὴ ἀ­κρί­βει­α οἱ παγ­κό­σμι­ες ἐ­ξε­λί­ξεις μέ­χρι τὴν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῆς ἐ­πι­βο­λῆς τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς: ἡ ἱ­στο­ρι­κὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἀ­πέ­δει­ξε τὴν ἐγ­κυ­ρό­τη­τα αὐ­τῶν τῶν Πρω­το­κόλ­λων, τῶν ὁ­ποί­ων οἱ προ­βλέ­ψεις πραγ­μα­το­ποι­οῦν­ται ἀλ­λὰ ἀ­κό­μη δὲν ἔ­χουν ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ· καὶ ἡ πα­ρού­σα παγ­κό­σμι­α οἰ­κο­νο­μι­κὴ κρί­ση βρί­σκε­ται στοὺς στό­χους τῆς Παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­σης ποὺ προ­α­ναγ­γέλ­λουν καὶ πε­ρι­γρά­φουν τὰ Πρω­τό­κολ­λα!­!! (Σχο­λι­α­σμέ­νη ἐ­πα­νέκ­δο­σή τους σὲ νέ­α με­τά­φρα­ση ἑ­τοι­μά­ζουν οἱ «Ἐκ­δό­σεις D­e­g­i­o­r­g­io»­). Τὸ 1902, τὸ 1908 καὶ τὸ 1920 τὸ μα­σω­νο­κρα­τού­με­νο Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως ἐ­ξα­πο­λύ­ει τὶς γνω­στὲς οἰ­κου­με­νι­στι­κὲς ἐγ­κυ­κλί­ους, ὅ­που ἐμ­πε­ρι­έ­χον­ται οἱ βα­σι­κὲς μα­σω­νι­κὲς καὶ νε­ο­ε­πο­χί­τι­κες ἀρ­χὲς καὶ ἐ­πι­δι­ώ­ξεις καὶ τε­λι­κὰ ὁ­δη­γοῦν στὴν ἵ­δρυ­ση τοῦ Παγ­κο­σμί­ου Συμ­βου­λί­ου Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Τὸ 1924 ἐ­πι­βάλ­λε­ται στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος, τὸ μο­να­δι­κὸ ―μέ­χρι πρό­τι­νος― προ­πύρ­γι­ο τῆς Ἁ­γί­ας Ὀρ­θο­δο­ξί­ας μας ἀ­νὰ στὸν κό­σμο, ἡ ἡ­με­ρο­λο­γι­α­κὴ με­ταρ­ρύθ­μι­ση καὶ προ­κα­λεῖ­ται τὸ ἐ­πά­ρα­το σχῖ­σμα. Ἔ­κτο­τε ἡ δε­σπο­το­κρα­τί­α συν­το­νί­ζε­ται μὲ τὴν μα­σω­νί­α κι ἐρ­γά­ζε­ται ἀ­δι­α­λεί­πτως γι­ὰ τὴν ἐ­πι­βο­λὴ τῶν νε­ο­ε­πο­χί­τι­κων ἀρ­χῶν καὶ σχε­δί­ων τῆς μα­σω­νί­ας: τὴν Παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­ση (παγ­κό­σμι­α Οἰ­κο­νο­μί­α, παγ­κό­σμι­α Κυ­βέρ­νη­ση, παγ­κό­σμι­α Θρη­σκεί­α) καὶ τὴν Νέ­α Τά­ξη Πραγ­μά­των. Οἱ προ­βα­τό­σχη­μοι λύ­κοι ποὺ λυ­μαί­νον­ται τὴν Ἁ­γί­α Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας στοὺς λό­γους τους δι­α­κη­ρύτ­τουν τὶς νε­ο­ε­πο­χί­τι­κες ἀρ­χὲς καὶ τὰ σχέ­δι­α τῆς μα­σω­νί­ας, ἐ­νῶ μὲ τὰ ἔρ­γα τους συμ­βάλ­λουν ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ στὴν ἐ­φαρ­μο­γή τους!­!! Ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα καὶ τε­λι­κὸς στό­χος τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς εἶ­ναι ἡ Παν­θρη­σκεί­α τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου. Μὲ τὴν τη­λε­γρα­φι­κὴ ἀ­να­φο­ρὰ με­ρι­κῶν βα­σι­κῶν ἱ­στο­ρι­κῶν γε­γο­νό­των-σταθ­μῶν, ἐ­πι­θυ­μῶ νὰ κα­τα­δεί­ξω ὅ­τι τὰ ὅ­σα τρα­γι­κὰ βι­ώ­νου­με σή­με­ρα ὡς πρό­σω­πα, ὡς Ἐκ­κλη­σί­α, ὡς Ἑλ­λά­δα, ὡς κό­σμος δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­α καὶ ὅ­τι ὁ ρό­λος τῆς δε­σπο­το­κρα­τί­ας τό­σο στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος ὅ­σο καὶ στὶς ἄλ­λες ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες εἶ­ναι ἀν­τί­στοι­χος ἐ­κεί­νου τῶν πο­λι­τι­κῶν: δω­σι­λο­γι­κὰ —ρι­ψά­σπι­δες, ἀρ­νη­σι­πά­τρι­δες, ἀρ­νη­σί­χρι­στοι, ἐ­πί­ορ­κοι καὶ αὐ­το­μό­λοι οἱ ἴ­δι­οι— νὰ ἐ­πι­βάλ­λουν τὴν σα­τα­νι­στι­κὴ παγ­κο­σμι­ο­κρα­τί­α!­!!
[7] Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ δὲν εἶ­ναι ἡ ὑ­λι­κο­τε­χνι­κὴ ὑ­πο­δο­μή της, μή­τε ἡ ἐ­ξου­σι­α­στι­κὴ δο­μή της, μη­δὲ τὰ ἅ­γι­α κει­μή­λι­ά της, οὔ­τε ἀ­κό­μη καὶ τὰ ἱ­ε­ρὰ λεί­ψα­να τῶν ἁ­γί­ων της! Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­στο­λι­κὴ συ­νέ­χει­α τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης της καὶ —κυ­ρί­ως— ἡ συ­νέ­πει­α τῆς αὐ­θεν­τι­κῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς της: τὸ ἱ­ε­ρὸ Εὐ­αγ­γέ­λι­ο, ἡ ἱ­ε­ρὰ Πα­ρά­δο­ση, ἡ ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κὴ Δι­δα­σκα­λί­α, οἱ ἱ­ε­ροὶ Κα­νό­νες της, οἱ ἁ­γί­ες το­πι­κὲς καὶ οἰ­κου­με­νι­κὲς Σύ­νο­δοί της, τὸ μαρ­τύ­ρι­ο καὶ τὸ αἷ­μα ποὺ κα­τέ­βα­λε καὶ κα­τα­βάλ­λει ἡ ἀ­τε­λεύ­τη­τη χο­ρεί­α τῶν μαρ­τύ­ρων καὶ τῶν ἁ­γί­ων της. Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι, στὴν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, ἡ συ­νύ­παρ­ξη καὶ τῶν δύ­ο αὐ­τῶν πα­ρα­μέ­τρων· στὴν χει­ρό­τε­ρη, ἡ δι­α­σφά­λι­ση του­λά­χι­στον τῆς δεύ­τε­ρης ἄ­χρι και­ροῦ· ἡ Ἱ­ε­ρω­σύ­νη ἐκ­φρά­ζε­ται δι­ὰ τοῦ κλή­ρου της καὶ ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Πί­στη δι­ὰ τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ της —κλη­ρι­κῶν καὶ λα­ϊ­κῶν— τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἀ­πο­δο­χὴ καὶ συ­ναί­νε­ση ἐ­ξα­φα­λί­ζει τὴν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα τῆς Πί­στε­ως καὶ τὴν ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.