Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Κυριακή μετά την Χριστού Γέννησιν




Λόγος ες τ χραντον κα θεον Γενέθλιον

το Μεγάλου Θεο κα Σωτρος μν ησο Χριστο

(γ. Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος)

 

Γνωρίζουμε βεβαίως ὅλοι, γνωρίζουμε ὅτι ὁ αἰσθητὸς αὐτὸς ἥλιος ἀποστέλλει τὸ φῶς του σὲ ὅλη τὴν ὑφήλιο, «καὶ οὐκ ἔστιν (οὐδεὶς) ὡς ἀποκρυβήσεται τῆς θέρμης αὐτοῦ» καὶ ἀπὸ τῆς διαυγέστατης λαμπρότητός του. Πολλὲς φορὲς ὅμως οἱ ὁλόλαμπρες ἀκτῖνες του καλύπτονται ἀπὸ νέφη καὶ ὁμίχλη ἢ ἀπὸ τὸ φύλλωμα τῶν δένδρων, ἀλλὰ καὶ πάλι, ἡ πνοὴ κάποιου ἀνέμου διαλύει τὸ νεφικὸ ἐπικάλυμμα καὶ τὴν ὁμίχλη ἐκείνη καὶ ἐπιτρέπει στὶς φεγγοβόλες ἀκτῖνες νὰ ἐξαπλωθοῦν τρανῶς σὲ ὅλη τὴν κτίση.
Τὸν δὲ πρὸ ἡλίου «ἥλιον τῆς δικαιοσύνης» τὸν νοητό, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη σήμερα ἀπὸ τὴν «κούφη νεφέλη», ἀπὸ τὴν φωτοφόρο καὶ ἡλιακὴ καὶ πάναγνο κοιλία παραδόξως, καλύπτει ἡ τοῦ «δούλου μορφή», τὰ νηπιώδη σπάργανα καὶ τὸ σπήλαιο τὸ φτωχὸ καὶ συμφώνως μὲ τὴν οἰκονομία καὶ ὁρισμένα ἄλλα, τὰ ὁποία συμβολίζουν τὴν πτωχεία καὶ τὴν ταπεινότητα.
Καθὼς ὅμως ἤδη ἐλέχθη, ἡ πνοὴ καὶ ἡ ὁρμὴ τοῦ ἀνέμου διασκορπίζει τὸ κάλυμμα τοῦ νέφους καὶ τῆς ὁμίχλης καὶ φανερώνει καθαρὰ τὶς ἡλιακὲς ἀκτίνες· ἔτσι συμβαίνει καὶ ἐδῶ, μὲ τὸν «ἥλιον τῆς δικαιοσύνης», τὸν Θεὸ καὶ Δεσπότη ὁ Ὁποῖος καλύπτεται μὲ σπάργανα καὶ κρύπτεται σὲ σπήλαιον καὶ φάτνη ἀλόγων ζώων γιὰ τὴν πολλή του συγκατάβαση καὶ «δι’ ὑπερβολὴν ἀγαθότητος»· τὸ συνεργὸν Πανάγιον Πνεῦμα καὶ ἡ εὐδοκία τοῦ Πατρὸς τὸν φανερώνει καθαρά, αὐτὸν τὸν κρυπτόμενον στὴν φάτνη ἥλιον καὶ Θεὸν καὶ κινεῖ ὅλη τὴν κτίση, τὴν ὁρατὴ καὶ τὴν ἀόρατη, νὰ προστρέξει καὶ νὰ κηρύξει τὸν Βασιλέα τῆς δόξης καὶ Δημιουργὸ τῶν ὅλων, ὁ Ὁποῖος κρύπτεται σὲ σπήλαιο καὶ φάτνη, περιτυλιγμένος μὲ τὰ σπάργανα. Ἐκεῖ ὅπου ἦλθαν ἀδιστάκτως καὶ «οἱ μάγοι ἐξ ἀνατολῶν» μετὰ δώρων πολυτελῶν νὰ δωροφορήσουν καὶ νὰ τὸν προσκυνήσουν πιστῶς.
Καὶ ὄχι μόνον αὐτοί, ἀλλὰ καὶ ἄγγελοι κατῆλθαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἀνακραύγαζαν μελωδικὰ, πρὸς τὸν «ἐν ὑψίστοις Θεὸν καὶ ἐπὶ γῆς» εἰρηνάρχην, γιὰ τὴν καταλλαγὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ πραγματοποίησε μὲ τὴν εὐδοκία τοῦ Πατρός· τοῦ ἀπένειμαν ὡς Βασιλέα τους τὴν ὀφειλόμενη ἐπευφημία καὶ ἀπεκάλυψαν τρανῶς τὸν κρυπτόμενον ἀκόμη Βασιλέα καὶ τὸν ἀνήγγειλαν στοὺς πλησιοχώρους ποιμένες ὅπως ἤρμοζε σὲ αὐτούς, ὡς «ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν». «Ὅτι ἐτέχθη», λέγει, «ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὡς ἔστι Χριστὸς Κύριος ἐν πόλει Δαυΐδ. Καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον καὶ κείμενον ἐν φάτνη».
Καθὼς ἤκουσαν αὐτὰ «οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους. Διέλθωμεν δὴ εἰς Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο, ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν. Καὶ ἦλθον σπεύσαντες καὶ εὗρον τὴν τε Μαρίαν καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ, καὶ ἰδόντες διεγνώρισαν» στὸν λαόν, «καὶ ὑπέστρεψαν δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον, καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς».
Γιὰ ποιὸ λόγο διαφημίζεται καὶ μεγαλύνεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ ὁ κρυπτόμενος ὡς νήπιον σὲ σπήλαιον καὶ φάτνη; Εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὸ γίνεται γιὰ νὰ γνωστοποιηθεῖ σὲ ὅλη τὴν κτίση ὅτι τὸ βρέφος αὐτὸ ἐξουσιάζει ὅλα τὰ ἀόρατα καὶ τὰ ὁρατὰ καὶ ὅτι εἶναι ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης.
Γι’ αὐτὸ μάλιστα καὶ ὅλη ἡ κτίση, σύμφωνα μὲ τὸν φυσικὸ νόμο, ἔμεινε ἀκίνητη ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν παράδοξο καὶ ἀπόρρητο ἐκεῖνο τοκετό, ὥστε οἱ ροὲς τῶν ποταμῶν καὶ οἱ ἀναβλύσεις τῶν πηγῶν καὶ οἱ κινήσεις τῶν θαλασσῶν καὶ οἱ πτήσεις τῶν πουλιῶν καὶ οἱ πορεῖες τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἑρπετῶν καὶ τῶν θηρίων καὶ τῶν τετραπόδων καὶ γενικὰ ὅλη ἡ φύση καὶ ἡ κτίση, οὐράνιος καὶ ἐπίγειος «ἔστη καὶ ἐξέστη καὶ ἤργησε» καὶ γιὰ μία στιγμὴ διέκοψε τὴν κίνηση καὶ τὴν ἐργασία της, μέχρι νὰ τελειώσει τὸ μυστήριο τοῦ παραδόξου καὶ ἀπορρήτου ἐκείνου τοκετοῦ, ὅπως σαφῶς μᾶς ἐμήνυσε ἡ περὶ τούτων ἱστορία.
Καὶ ἐγὼ τὸ δέχομαι αὐτὸ καὶ τὸ πιστεύω πρόθυμα καὶ πείθομαι, ἐπειδὴ εἶναι ἀπίθανο τὴ στιγμὴ ποὺ πραγματοποιεῖται τόσο μεγάλο ἔργο νὰ τολμᾶ καὶ κάποιο ἄλλο νὰ λαμβάνει χώρα καὶ νὰ κινεῖται ἔστω κατ’ ἐλάχιστον. Ἀλλὰ ὅλα μαζὶ ἀκινητοποιήθηκαν σὰν νὰ ἀποδεσμεύτηκαν πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὸν νόμο τῆς φύσεως, λογικὰ καὶ ἄλογα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα, σεβόμενα ὡς δοῦλοι τὸν Δεσπότη. Διότι λέει, «ἐθεμελίωσας τὴν γῆν καὶ διαμένει, ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά». Ἐπειδὴ λοιπὸν «τὰ σύμπαντα δοῦλα αὐτοῦ» καὶ ἠσθάνοντο τὸ μέγα ἔργον τοῦ Κυρίου των, τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου, κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ κτίσματα στάθηκε ἀπαρασάλευτο μέχρι ποὺ ὁλοκληρώθηκε ἐκεῖνο τὸ θεῖο ἔργο, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἡ κτίση συνέχισε κανονικὰ τὴν ἐργασία της.
Ὄντως «ἐξέστη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ καὶ τῆς γῆς κατεπλάγη τὰ πέρατα» «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν καὶ υἱὸς Θεοῦ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ καὶ συναϊδίου Πατρὸς καὶ τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ὅριον, καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
Καὶ «ἄγγελος» μὲν λέγεται ἐπειδὴ φέρει ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα Εὐαγγέλια καταλλακτήρια, δηλαδὴ καλά, χαρούμενα μηνύματα συνδιαλλαγῆς καὶ συμφιλιώσεως μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, καὶ διὰ τοῦ θείου Βαπτίσματος υἱοθεσίας ἀξιωτήρια, καὶ τῆς φύσεώς μας ἀπὸ τὴν πονηρὴ δουλεία ἀπαλλακτήρια, καὶ τοῦ θανάτου παντελῶς ἀναιρετήρια καὶ τοῦ διαβόλου ἀσυμπαθῶς φυγαδευτήρια, καὶ τῆς τυραννίδος τῶν δαιμόνων δεσμωτήρια καὶ πολυχρονίων νεκρῶν ἐξαναστήρια, καὶ μυστηρίων νέων καὶ μεγάλων παραδοτήρια· καὶ ὄχι μόνον αὐτά, ἀλλὰ καὶ Βασιλείας Οὐρανῶν ὑποσχετήρια καὶ γιὰ ὅσους ἐβίωσαν καλῶς ἀθανάτου κληρονομιᾶς ἀποδοτήρια.
Σὲ αὐτὰ τὰ Εὐαγγέλια διασώζεται τὸ μυστήριο τῆς ἀμωμήτου πίστεως, ἡ σφραγὶς τοῦ τρισάγιου Θεοῦ· καὶ ἄλλων πολλῶν καὶ μεγάλων δωρεῶν καὶ μυστηρίων φρικτῶν Εὐαγγέλια ἔφερε, τῶν ὁποίων αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔγινε καὶ δοτήρας καὶ διδάσκαλος. Καὶ ὁπωσδήποτε εὐλόγως λέγεται καὶ «μεγάλης βουλῆς», θείας καὶ πρακτικῆς, «ἄγγελος». Τὸ δὲ «θαυμαστὸς σύμβουλος» τὸ λέγει ἐπειδὴ ἔχει τὴν ὕπαρξη «πρὸ τῶν αἰώνων καὶ ἐν ἀρχῇ» μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα του καὶ τὸ Πνεῦμα συναΐδιον καὶ τῆς ἰδίας μὲ αὐτοὺς φύσεως. Σύμβουλός του εἶναι ἡ «μεγάλη βουλή», ὁ Πατὴρ καὶ Θεός. Τί συμβούλευσε; Εἶναι φανερὸν ὅτι νὰ κτίσει τὸν ἀόρατο καὶ ὁρώμενο κόσμο καὶ ὅλα τὰ κοσμήματα ποὺ ὑπάρχουν σὲ αὐτοὺς καὶ τὸν ἄνθρωπο, καὶ νὰ συγκρατοῦνται δι’ αὐτοῦ καὶ νὰ συνέχωνται τὰ πάντα, ὥστε νὰ διαμένουν τὰ σύμπαντα καὶ νὰ διασώζονται μὲ τὸν καλύτερο τρόπο. Καὶ δὲν τὸ ἔκαμε αὐτὸ ἀσυμβούλως, οὔτε πάλι τοῦ λέγει προστακτικῶς νὰ κτίσει τὸν κόσμο καὶ μέσα σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ συμβουλευόμενος θαυμαστῶς τὸν θαυμαστὸ αὐτὸ σύμβουλο καὶ Ἀγαπητὸ Υἱό Του, λέει· «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» ποὺ σημαίνει Θεὸν ἐπίγειο καὶ ἀρχηγό, ὁ ὁποῖος λόγω τοῦ αὐτεξουσίου εἰκονίζει τὸν Θεὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» δέ, δηλαδὴ ἀθάνατο καί, ὅσο εἶναι δυνατὸν στὸν ἄνθρωπο, ἱκανὸ νὰ ὁμοιωθεῖ διὰ τῆς ἀρετῆς μὲ τὸν Θεό. Πράγματι λοιπὸν «πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο» τοῦ θαυμαστοῦ συμβούλου, «καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲν ἐν ὃ γέγονε», ὅπως ἔχει γραφεῖ.
Τὸ δὲ «Θεὸς ἰσχυρὸς» διακηρύσσει τρανῶς τὸ ἰσχυρό της θείας φύσεως· διότι ὑπάρχουν καὶ οἱ εἰδωλικοὶ ψευδώνυμοι θεοί, δὲν εἶναι ὅμως καὶ ἰσχυροί. Ὥστε καὶ ἐσὺ ἀκούοντας «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη καὶ ἐδόθη ἡμῖν» νὰ μὴν ὑποπτευθεῖς ὅτι εἶναι ἁπλὸ αὐτὸ τὸ παιδὶ καὶ ἐφάμιλλο μὲ τὰ ἄλλα παιδιά, ἀλλὰ νὰ ἐννοήσεις ὅτι αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι καὶ θαυμαστὸς σύμβουλος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός· «καὶ τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἐστιν ὅριον», ὅπως ἤδη ἐλέχθη· διότι αὐτὸ τὸ παιδὶ ἔχει ἀπεριόριστο καὶ ἀπέραντο πλοῦτο εἰρήνης μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα.
Τὸ δὲ «πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» θέλει νὰ φανερώσει τὸ δημιουργικὸ καὶ προάναρχο τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ ποὺ γεννήθηκε. Ὅπως δηλαδὴ κάποιος ποὺ ἔχει γίνει πατέρας πολλῶν παιδιῶν εἶναι αἴτιος τῆς πλάσεως καὶ τῆς γεννήσεώς τους, ἔτσι καὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε εἶναι κτίστης καὶ γεννήτορας ὅλων τῶν δημιουργημάτων, ἄρχοντας καὶ πατέρας καὶ ἡγέτης τῶν ἑπτὰ παρερχομένων αἰώνων καὶ τοῦ ἀπέραντου ὀγδόου, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται «πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» σήμερα καὶ σπαργανώθηκε παιδικά, αὐτὸς ποὺ σπαργάνωσε παλαιὰ μὲ ὁμίχλη τὴν θάλασσα. «Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχὴ εἶναι ἄναρχος καὶ τέλος δὲν ἔχει.
«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τὸ ὁποῖο συγκρατεῖ, ὡς δοῦλα του, τὰ σύμπαντα· γι’ αὐτὸ καὶ ὡς δοῦλα τὸ ὑπηρετοῦν καὶ τὸ ἐπευφημοῦν καὶ τοῦ προσφέρουν δῶρα· οἱ μάγοι καὶ ὁ ἀστέρας, οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ποιμένες, τὸ σπήλαιο καὶ ἡ φάτνη, ἡ Παρθένος Μητέρα ὑπερφυῶς καὶ ὁ μνήστωρ Ἰωσὴφ ὁ τεχνίτης, φαινόμενος ὡς πατέρας τοῦ τεχνουργοῦ τῶν πάντων.
Λείπει ὅμως ἡ ἐπιστασία τῶν μαιῶν ἀπὸ τὸν τίμιο ἐκεῖνο καὶ παράδοξο καὶ παρθενικὸ τοκετὸ διότι ἐκεῖ ποὺ γίνεται μητέρα ἡ Παρθένος μὲ τὴν ἐπισκίαση τῆς Δυνάμεως τοῦ Ὑψίστου, μαῖες δὲν χρειάζονται. Αὐτὰ λοιπὸν καὶ τὰ ἰσότιμα μὲ αὐτὰ φανέρωναν σαφῶς τὴν θεαρχία καὶ παντοκρατορία τοῦ νεογέννητου παιδιοῦ. «Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο χωρὶς πατέρα αὐτὸ ποὺ ἐγεννήθη «ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου» ἀπὸ τὸν Πατέρα χωρὶς μητέρα.
«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν.
«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» καὶ φανέρωσε σήμερα τὸ προαιώνιο μυστήριο, καὶ ἔτσι περατώθηκε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» διεῖδαν ἀπὸ παλαιὰ οἱ Προφῆτες· προέλεγαν δηλαδὴ ὅτι «ἐκ Σιών ἐξελεύσεται νόμος καὶ λόγος Κυρίου ἐξ Ἱερουσαλὴμ» καὶ ὅτι «ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμᾶν ἤξει» καὶ ὅτι «ἐκ Σιὼν ἡ εὐπρέπεια τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ» καὶ ὅτι «ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαὶ» καὶ τὰ λοιπά.
«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τὴν γέννηση τοῦ ὁποίου ἐμυήθησαν οἱ μάγοι, οἱ βασιλεῖς τῶν Περσῶν καὶ ἦλθαν μὲ ὁδηγὸ τὸν ἀστέρα νὰ τὸν προσκυνήσουν, αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ἡ ἁγία Γραφὴ ὀνόμασε ἀπὸ παλαιὰ Σεβωείμ, λέγοντας: «ὅτι ἄνδρες ὑψηλοὶ Σεβωεὶμ διαβήσονται πρὸς σὲ καὶ προσκυνήσουσι λέγοντες ὅτι ἐν σοί ὁ Θεός ἐστι καὶ οὐκ ἐστὶ Θεὸς πλήν σου». Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ ἄνδρες ἦλθαν καὶ τὸν προσκύνησαν καὶ θεολογώντας τοῦ προσέφεραν δῶρα· χρυσὸν μὲν ἐπειδὴ εἶναι Βασιλεύς, λίβανον ἐπειδὴ εἶναι Θεὸς καὶ σμύρνα γιὰ τὸ ἄχραντον Πάθος· τὴν ἔκβαση αὐτοῦ ἔφερε εἰς πέρας ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος, ὅταν μετὰ τὸ Πάθος κήδευσαν τὸ ζωηφόρο Ἐκεῖνο σῶμα μὲ ἑκατὸ λίτρες σμύρνης καὶ ἀλόης.
«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» καὶ εἶναι τώρα ξαπλωμένο στὴ φάτνη, αὐτὸς ὁ Ὁποῖος κρατεῖ στὸ χέρι του τὴ σφαίρα τῆς γῆς καὶ συγκρατεῖ θεοπρεπῶς καὶ ἀνέτως ὅλη τὴν κτίση.
Καὶ γιὰ νὰ πῶ συγκεφαλαιώνοντας τὸ πληρέστατο παραλείποντας τὰ περισσότερα, «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» κόσμου σωτήριον, νοσημάτων ἰατήριον. δαιμόνων ἀφανιστήριον, εἰδωλικῶν ξοάνων καὶ βωμῶν καταλυτήριον, θυσιῶν διαβολικῶν καὶ βέβηλων κνισσῶν ἐξαλειπτήριον, τυραννικῆς διαβόλου ἀποστασίας ἁλυσοδετήριον αἰώνιον καὶ καθολικῆς ἀναστάσεως νεκρῶν ἀρχετήριον.
Ποιός εἶδε ἢ ἄκουσε ποτὲ παρόμοιο παιδὶ νὰ εἶναι ξαπλωμένο σὲ φάτνη περιτυλιγμένο μὲ σπάργανα καὶ νὰ κρατεῖ στὴν παλάμη του τὰ σύμπαντα, νὰ προσκαλεῖ στὰ ὕψη τὸ ὕδωρ τῆς θαλάσσης καὶ νὰ τὸ διαχέει ὅπου θέλει, νὰ ἀναπαύεται στὴ φάτνη καὶ συγχρόνως νὰ χρησιμοποιεῖ σὰν ὄχημα τὰ χερουβίμ, νὰ γαλακτοτροφῆται ἀπὸ Μητέρα παρθένο καὶ νὰ «ἐξαποστέλλη πηγὰς ὑδάτων ἐν φάραγξι», νὰ περικρατῆται σὲ παρθενικὲς ἀγκάλες καὶ νὰ κρατεῖ ἀσφαλῶς τὰ σύμπαντα: «Ὢ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ!», ὅπως ἀναφωνεῖ καὶ ὁ θεῖος Παῦλος. Ὢ θαύματος παραδόξου, ἀπὸ τὰ σύγχρονα καὶ τὰ παλαιὰ καινοφανεστέρου. Ὢ θείας κηδεμονίας καὶ ἄκρας συγκαταβάσεως. Πῶς ὁ ἀπεριόριστος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς περιορίστηκε ἑκούσια μέσα στὴ μορφὴ τοῦ δούλου; Πῶς ὁ κατὰ φύσιν ἀσώματος περιεβλήθη μὲ σῶμα; Πῶς φάνηκε αὐτὸς ποὺ εἶναι καὶ στοὺς ἀγγέλους ἀθέατος; Πῶς ὁ κτίστης τῶν ἀθανάτων δυνάμεων καταδέχτηκε νὰ φορέσει σάρκα; Πῶς αὐτὸς ποὺ διαθέτει τὸν ἀσύγκριτο πλοῦτο τῆς θεότητος καὶ χαρίζει τὰ πλούσια δῶρα ἔφθασε στὴν ἔσχατη πτωχεία;
Πράγματι, τί πτωχότερο μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀπὸ τὸ βουστάσιο καὶ τὴ φάτνη καὶ τὸ σπήλαιο; Πῶς ὡράθη παραδόξως ὁ ἀόρατος; Πῶς ὁ Ὕψιστος κατέβηκε; Πῶς ὁ ὑπερουράνιος ἠθέλησε νὰ ζήσει μαζὶ μὲ ἐμᾶς τοὺς χαμηλούς; Πῶς ὁ περικυκλούμενος ἀπὸ στρατιὲς λαμπρότατων ἀγγέλων ἦλθε νὰ συναναστραφεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους; Πῶς ὁ «περιβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον» περιβάλλεται μὲ σπάργανα εὐτελῆ; Πῶς ὁ ὑπερκαθαρὸς κατῆλθε πρὸς ἐμᾶς ποὺ εὑρισκόμεθα στὸν λάκκο καὶ τὴν σαπρία τῶν ὀλέθριων παθῶν; Γιὰ ποιὸν λόγο, γιατί ἔγινε ἡ ἀσύλληπτος αὐτὴ καὶ πολλὴ συγκατάβαση;
Εἶναι βεβαίως φανερὸ γιὰ ὅσους θέλουν νὰ ἐρευνήσουν τὴ δύναμη τοῦ μυστηρίου· θὰ τὸ διασαφήσω σύντομα χρησιμοποιώντας μία εἰκόνα. Ὅπως κάποιος ποὺ ἔχει πέσει σὲ λάκκο βαθύτατο καὶ βορβορώδη δὲν μπορεῖ νὰ ἀνέλθει μόνος του ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλὰ χρειάζεται κάποιο χέρι ἀπὸ ἐπάνω νὰ τὸν ἀνασύρει, κάτι παρόμοιο ἔπαθε καὶ ἡ φύση μας· ἐπωμίστηκε δεινῶς μὲ τὴν πτώση στὸ βόθρο τῆς παραβάσεως καὶ πεσμένη στὸ λάκκο τοῦ Ἅδη εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κάποιο χέρι πανίσχυρο γιὰ νὰ τὴν ἀνασύρει. Καὶ ἐπειδὴ κανενὸς συνδούλου χέρι δὲν εἶχε αὐτὴ τὴν ἱκανότητα, ἐκτείνεται ἀπὸ ἐπάνω, ἀπὸ τὰ θεῖα ὑψώματα «ἡ πανσθενουργὸς δεξιὰ» πρὸς τὰ κάτω, ἡ ὁποία, καὶ ὡς πατρικὴ δεξιά, ὄχι μόνο ἀνείλκυσε ἀπὸ τὸν λάκκο ἐκεῖνο αὐτοὺς ποὺ εἶχαν πέσει, ἀλλὰ καὶ «τῷ πλήθει τῆς δόξης καὶ τῆς δυνάμεως αὐτῆς συνέτριψε τοὺς ὑπεναντίους», ὅπως ἔχει γραφεῖ, καὶ λαμβάνοντας ὑπεφυῶς τὴ φύση μας, ἡ ὁποία εἶχε ριφθεῖ ἐκεῖ, τὴν ὁδήγησε ὑψηλὰ στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἀφοῦ τὴν κάθισε στὸ θρόνο ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρὸς τὴν ἀξίωσε νὰ προσκυνεῖται ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση, καὶ προσκαλώντας ἐμᾶς ἐκεῖ ἔλεγε· «εἴ τις ἐμοὶ διακονεῖ, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται». Ὁμοίως καὶ ὁ μακάριος Παῦλος συνιστᾶ: «Τὰ ἄνω ζητεῖν, τὰ ἄνω φρονεῖν, ἔνθα κάθηται Χριστὸς ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός».

(«Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον», ἔκδ. Ἱ. Κελλίον Ἁγ. Νικολάου Μπουραζέρη,
Ἅγιον Ὅρος, σελ. 625-632.)

Πηγή: http://amethystosbooks.blogspot.gr/2012/12/blog-post_8344.html

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Χριστουγεννα



π. Συμεών Κραγιόπουλου


Θες «αυτν κένωσεν»


Πολλά ακούμε αυτές τις ημέρες, πολλά λέγονται, πολλά ψάλλονται. Ένα είναι το γεγονός, ότι ο Θεός «εαυτόν εκένωσεν» και έγινε άνθρωπος, εάν θέλετε, για να κενώσει και ο άνθρωπος τον εαυτό του, για να γίνει θεός. Αφήνει τρόπον τινά ο Θεός τη θεότητά του, χωρίς να την αφήσει. Aλλά, ενώ είναι μόνο Θεός, αποφασίζει να γίνει και άνθρωπος, και αυτό είναι κένωση.
Αν θέλετε, παραιτείται να είναι μόνο αυτό που ήταν μέχρι τότε και γίνεται άνθρωπος και Θεός. Αλλά όμως και ως άνθρωπος ο Χριστός κενούται, διότι έρχεται στη γη να ενωθεί με τον άνθρωπο, να δώσει παράδειγμα στον άνθρωπο, να θυσιασθεί για τον άνθρωπο.
Αυτά όλα σημαίνουν κένωση ως προς τη θεία του φύση, αλλά και κένωση ως προς την ανθρωπίνη φύση. Διότι γεννάται ως άνθρωπος και Θεός, αλλά ως άνθρωπος ζει, ως άνθρωπος πάσχει, ως άνθρωπος προσφέρει εαυτόν θυσία. Θανατώνεται, για να φιλοτιμήσει τον άνθρωπο να σκεφθεί έτσι, και να μπει και ο άνθρωπος στην ίδια πορεία, στο ίδιο θέλημα του Θεού, στον ίδιο νου του Θεού. Όχι απλώς να καρπωθεί ο άνθρωπος τα οφέλη που απορρέουν από την πράξη αυτή του Θεού και από τη συγκατάβαση αυτή του Θεού. Αν ήταν έτσι, ο Χριστός μόνο ως Θεός θα έκανε ό,τι θα έκανε για τον άνθρωπο και δεν θα γινόταν ο ίδιος άνθρωπος. Γίνεται άνθρωπος, για να κάνει ως Θεάνθρωπος το σωτηριώδες έργο για τον άνθρωπο, αλλά και για να καταλάβει καλά ο άνθρωπος ότι ό,τι κάνει, το κάνει στην θέση αυτού, και για να μπει κι ο άνθρωπος στη θέση του Χριστού.

Και τότε και σήμερα λίγοι είναι εκείνοι...

Εκατοντάδες χρόνια πέρασαν από τότε που ο Χριστός –ο οποίος από τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος αυτός είναι ο αυτουργός του σωτηριώδους αυτού έργου για τον άνθρωπο– εγεννήθη ως άνθρωπος και λίγο-πολύ όλοι οι άνθρωποι πήραν κάποια είδηση ότι έγινε αυτό, όπως και στις ημέρες μας. Τελικά όμως λίγοι είναι εκείνοι που θέλησαν να εννοήσουν καλά τι έκανε, γιατί το έκανε και οι οποίοι, όπως είπαμε, μπήκαν μαζί του στον δρόμο αυτό, μπήκαν μαζί του στην πορεία αυτή, μπήκαν στη ζωή του, σώθηκαν και αγίασαν. Και πολλοί άλλοι πήραν είδηση, όπως είπαμε, αλλά έμειναν απέξω μέχρι και σήμερα.
Πόσοι και πόσοι στις ημέρες του και τον είδαν και τον άκουσαν και τον πλησίασαν και έδειξαν ενδιαφέρον, αλλά τελικά όμως δεν είχαν πραγματική κοινωνία μαζί του, δεν είχαν πραγματική συνάντηση μαζί του. Τελικά δεν τον αποδέχθηκαν όπως έπρεπε και έμειναν απέξω. Πολλοί είδαν τον Χριστό μετά την Ανάστασή του, αλλά όχι όλοι. Πολλοί πίστευσαν στον Χριστό μετά την Ανάστασή του, αλλά όχι όλοι. Πολλοί τον ακολούθησαν, αλλά όχι όλοι.
Και στις ημέρες μας, τώρα που γιορτάζουμε και πανηγυρίζουμε αυτό το γεγονός της ενανθρωπήσεώς του, πόσοι και πόσοι δεν είναι αυτοί οι οποίοι κάπως παίρνουν μια είδηση; Τελικά όμως μένουν σκέτοι άνθρωποι, πάλι με τα βάσανά τους, πάλι με τη δυστυχία τους, πάλι με την ίδια νοοτροπία, πάλι με την ίδια σκέψη. Γιατί; Διότι παίρνουν επιπόλαια το όλο θέμα, το παίρνουν λαθεμένα, ακούν για τον Χριστό και απλώς ζητούν από τον Χριστό, απλώς ποθούν, απλώς θα ήθελαν να πετύχουν ορισμένα πράγματα.

Να θυμηθούμε τους δύο ληστάς

Να θυμηθούμε τώρα και τους δύο ληστάς. Ο ένας, ο μη καλός ληστής, δεν τον αγνοεί τον Χριστό· έκανε πως τον αναγνωρίζει, του κάνει μιά κάποια τιμή, αφού απευθύνεται σ' αυτόν, αλλά με όλη εκείνη την αμφιβολία: «Αν είσαι υιός του Θεού, κατέβα από τον Σταυρό και ελευθέρωσε και εμάς». Ενώ ο άλλος έχει εντελώς διαφορετική στάση· δεν ζηταει τίποτε.
Ο πιό καλός χριστιανός σήμερα –πάντοτε υπάρχουν εξαιρέσεις– αν ήταν εκεί, όπως ζήτησε ο μη καλός ληστής, περίπου έτσι θα ζητούσε. Βέβαια δεν θα είχε ίσως τέτοιο θράσος, αλλά περίπου έτσι. Τι θα ζητούσε; θα ζητούσε να πετύχει ό,τι μπορούσε. Να ελευθερωθεί από τον σταυρό, να ελευθερωθεί από τον πόνο, να ελευθερωθεί από το όλο πάθημα εκείνο. Ο πιο καλός χριστιανός έτσι περίπου θα έκαμνε.
Ο άλλος όμως ληστής το 'μαθε το μάθημα, καθώς βλέπει να κορυφώνεται αυτή η κένωση του Θεού, αλλά και του ανθρώπου Χριστού. Διότι μπορούσε να μην ανέβει στον Σταυρό, μπορούσε αλλιώς να οικονομήσει τα πράγματα. Θα μπορούσε ο Χριστός να μην ανέβει στον Σταυρό, αλλά βλέπετε θυσιάζει και την ανθρώπινη ζωή, και μάλιστα τη δική του αναμάρτητη ανθρώπινη ζωή. Θυσιάζει τον εαυτό του, τον αναμάρτητο εαυτό του, για να δώσει παράδειγμα. Εκτός των άλλων, να δώσει παράδειγμα στον άνθρωπο ότι πρέπει τόσο πολύ να κενωθεί από την ανθρωπότητά του, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, τόσο πολύ να αδειάσει, τόσο πολύ να θυσιασθεί, ώστε να δώσει και τη ζωή του.
Εάν ο άνθρωπος, αυτός που θέλει να πιστεύσει, που θέλει να γίνει του Χριστού, καθώς δίδεται στον Χριστό, καθώς θέλει να ακολουθήσει τον Χριστό, κάνει κάποιους λογαριασμούς, κάποιους υπολογισμούς, «αυτό το δίνουμε, αυτό δεν το δίνουμε, αυτό το κρατούμε, αυτό το σώζουμε, αυτό το χαιρόμαστε, το απολαμβάνουμε, το γευόμαστε», δεν γίνεται δεκτός. Αν θέλεις να ακολουθήσεις τον Χριστό, θα δώσεις όλο τον εαυτό σου. Όχι όλο τον εαυτό σου για να απολαύσει, να ευχαριστηθεί, να μη χάσει τίποτε. Θα δώσεις τον εαυτό σου σε θυσία· μάλιστα τον εαυτό σου που είναι αμαρτωλός.
Και αναμάρτητος να ήσουν, μετά την ενανθρώπηση του Χριστού, μετά τη Σταύρωση του Χριστού, όποιος κι αν είσαι, πρέπει να πεθάνεις με τον Χριστό έτσι ολοκληρωτικά, χωρίς επιφυλάξεις, χωρίς υπολογισμούς και λογαριασμούς. Πολύ περισσότερο, που είσαι αμαρτωλός.
Ο ληστής ο καλός το κατάλαβε αυτό και καταλαμβάνεται από έναν φόβο ευλάβειας, από ένα δέος: πώς αξιώνεται μαζί με τον Θεό, τον Θεάνθρωπο, τον Χριστό, να πάσχει κι αυτός! «Ουδέ φοβή συ τον Θεόν, ότι εν τω αυτώ κρίματι ει;».
Γι' αυτό δεν ζητάει ούτε να ελευθερωθεί ούτε να λυτρωθεί, αλλά λέει «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σον». Κι αυτό πάλι δεν το παίρνει ότι «τη δικαιούμαι τη βασιλεία». Οπωσδήποτε, δεν θα είχε ακούσει το κήρυγμα του Χριστού, που εμείς το ξέρουμε και το ακούμε: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν τον Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν». Αυτός δεν τα είχε ακούσει, αλλά εκείνη την ώρα έμαθε όλη τη θεολογία και όλο το Ευαγγέλιο και όλη την αποκάλυψη. Τα έμαθε όλα, ακριβώς επειδή, καθώς φωτίστηκε, καθώς είχε διάθεση μέσα του, μυήθηκε μέσα στο μυστήριο του Θεού. Δεν χρειαζόταν χρόνο να τα μάθει. Το έμαθε το μάθημα και ενεργεί όπως πρέπει να ενεργήσει, καθώς βλέπει τον Θεό που έγινε άνθρωπος να κενούται. Αλλά να κενούται και ως άνθρωπος. Θυσιάζει και την ανθρώπινη ζωή για την αγάπη του Θεού, για το θέλημα του Θεού, για τη σωτηρία των ανθρώπων. Κι αυτός το θεωρεί όχι απλώς τιμή, όχι απλώς ευλογία, αλλά και σαν να λέει από ευλάβεια και πιό πολύ από δέος: «Θεέ μου, Θεέ μου· εγώ πώς βρέθηκα εδώ μαζί σου;» Το θεωρεί πολύ μεγάλο το ότι βρέθηκε εκεί και μαζί με τον Χριστό κι αυτός κενούται, θυσιάζεται, πεθαίνει. και φυσικά όχι απλώς γίνεται καλός άνθρωπος, αλλά γίνεται θεός κατά χάριν, μπαίνει πρώτος στη βασιλεία του Θεού μαζί με τον Χριστό.

Μακάριοι όσοι... κενώσουμε τον εαυτό μας

Το νόημα των Χριστουγέννων μπορεί να το δει κανείς και από άλλες πλευρές, αλλά και από αυτή. Όμως χωρίς επιφυλάξεις, χωρίς, όπως είπαμε, υπολογισμούς και λογαριασμούς. Δεν γίνεται έτσι. Άμα αρχίσεις να κάνεις υπολογισμούς και λογαριασμούς, τελείωσε· σκοτίζεται ο νους, αμβλύνεται η συνείδησή σου, κρυώνει η καρδιά σου, δεν καταλαβαίνεις μετά από κει και πέρα, όσο και αν στύψεις το μυαλό σου. Ανάμεσα σε σένα και στο Θεό υψώνεται τοίχος και δεν καταλαβαίνεις τίποτε. Αν όμως έχεις ειλικρινή διάθεση, θα καταλάβεις.
Μακάριοι όσοι, ας πούμε, από αυτή την πόρτα που είπαμε τώρα –υπάρχουν κι άλλες πόρτες– από αυτό το παράθυρο, από αυτό το άνοιγμα, από αυτόν τον δρόμο μυηθούμε στο μυστήριο του Θεού και σκύψουμε και προσκυνήσουμε τη συγκατάβαση του Θεού, προσκυνήσουμε την κένωσή του, τη θεία κένωση αλλά και την ανθρώπινη κένωση, και χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη κενώσουμε και εμείς τον εαυτό μας. Και αυτό στην πράξη σημαίνει ότι δεν έχεις τίποτε, δεν ζητάς τίποτε, δεν διεκδικείς τίποτε. Τα φέρνει όλα ο Θεός, αλλά ό,τι θα φέρει εκείνος, και εσύ ζητάς μόνο τη Βασιλεία του. Γι' αυτό η χριστιανική ζωή είναι αυταπάρνηση, είναι θυσία. Όχι θυσία απλώς· ας πούμε να κουραστείς για τον άλλο. Είναι θυσία σ' εκείνα τα οποία στοιχίζουν.
Πολλές φορές δεν είναι δύσκολο να κάνεις πράγματα που δεν στοιχίζουν. Να κάνεις όμως εκείνα που κοστίζουν, που σε κάνουν να κόβεις το θέλημά σου, που σε κάνουν να ζεις αυτή την κένωση την ανθρώπινη, για να συναντηθείς με τον κενωθέντα Θεό, με τον κενωθέντα Θεάνθρωπο Κύριο. Έτσι να μυηθείς στο μυστήριο της ενανθρωπήσεώς του, της ζωής του, στο μυστήριο του πάθους του και στο μυστήριο της σωτηρίας.

Ο άνθρωπος από τώρα νιώθει να σώζεται

Είθε ο Κύριος, που μας αξίωσε ακόμη μια φορά να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα, να γιορτάσουμε αυτή τη μεγάλη γιορτή, να μας φωτίσει, να ανοίξει την ψυχή μας. Φωτίζει ο Κύριος. Αλλά ποιους φωτίζει; Τους τυφλούς.
Αν σταθούμε ενώπιον του Θεού σαν τυφλοί, σαν αυτοί που δεν ξέρουμε, δεν καταλαβαίνουμε, δεν βλέπουμε, θα μάς φωτίσει. Το είπε ο ίδιος: αυτοί που λένε ότι βλέπουν, αυτοί μένουν τυφλοί και μένει η αμαρτία τους.
Απορούμε, ας πούμε, γιατί, ενώ κάνουμε έναν αγώνα, μιά προσπάθεια, τελικά η αμαρτία μένει μέσα μας. Γιατί; Διότι νομίζεις ότι βλέπεις. Ενώ, σ' εκείνους που αισθάνονται ότι είναι τυφλοί, δίνει το φως και βλέπουν. Είθε λοιπόν να μας φωτίσει, καθώς έτσι θα καταφύγουμε σ' αυτόν, να μας ενδυναμώσει και να μας μυήσει στο μυστήριο της ενανθρωπήσεώς του και στο μυστήριο της σωτηρίας. Όχι στο μυστήριο της σωτηρίας που θα γίνει κάποτε. Ο άνθρωπος από τώρα σώζεται. Νιώθει ότι συναντήθηκε με τον Θεό, βρήκε τον Θεό, τον βρήκε ο Θεός και νιώθει ότι μπήκε μέσα του η σωτηρία· νιώθει να σώζεται. Όχι απλώς ελπίζει –έτσι βέβαια αρχίζει κανείς– αλλά νιώθει τη σωτηρία. Και φυσικά σ' εκείνον που σώζεται, σ' εκείνον που νιώθει τη σωτηρία, όντως μέσα του περνάει ο Σωτήρας Χριστός, και δεν είναι όπως ήταν πρώτα και δεν είναι όπως οι άλλοι. Έχει κάτι αυτός, που δεν το έχουν οι άλλοι.
Τι είδους σωτηρία είναι και τι είδους σχέση με τον Θεό είναι και τι είδους κοινωνία και επικοινωνία με τον Θεό είναι, όταν ως προς όλα τ' άλλα πράγματα κάνεις ό,τι κάνουν οι άλλοι άνθρωποι; Όπως και να το κάνουμε ο άνθρωπος του Θεού, ο άνθρωπος που βρήκε τον Χριστό, ο άνθρωπος που δέχθηκε μέσα του τον Σωτήρα Χριστό και σώζεται και έχει αυτή τη σωτηρία και έχει αυτή την καινούργια ζωή, ζει μια άλλη ζωή, μια άλλη πραγματικότητα, που αυτή η πραγματικότητα δεν πουλιέται πουθενά, δεν αγοράζεται με τίποτε. Τη δίνει ο Θεός. Αλλά ποιος παίρνει; Το θέμα είναι ποιος παίρνει.
Ας ευχηθούμε και εμείς να τύχουμε αυτής της σωτηρίας. Όχι απλώς κάποτε. «Ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ». Να ζήσουμε σωζόμενοι όλο και περισσότερο και να φύγουμε σεσωσμένοι από αυτόν τον κόσμο και μαζί μ' εμάς κι άλλοι και να κληρονομήσουμε την αιώνια Βασιλεία.

26-12-1987

Πηγή: paterikakeimena.blogspot.gr

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Επίκαιρη Ομι­λί­α



«Γι­ὰ τοῦ Χρι­στοῦ τὴν Πί­στη τὴν Ἁ­γί­α
καὶ τῆς Πα­τρί­δος τὴν Ἐ­λευ­θε­ρί­α»

Ὁ­μι­λί­α τοῦ Λαυ­ρεν­τί­ου Ντετ­ζι­όρ­τζι­ο,
Προ­έ­δρου τῆς «Φι­λορ­θο­δό­ξου Ἑ­νώ­σε­ως Κο­σμᾶς Φλα­μι­ᾶ­τος»


Στὴν ἐκ­δή­λω­ση ποὺ συν­δι­ορ­γά­νω­σαν οἱ ὀρ­θό­δο­ξοι Σύλ­λο­γοι «Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου» (Παι­α­νί­ας, Ἀ­λε­ξαν­δρου­πό­λε­ως καὶ Κα­βά­λας), μὲ τὴ συ­νερ­γα­σί­α τοῦ Συλ­λό­γου «Ἅ­γι­ος Θε­ό­δω­ρος ὁ Στου­δί­της» (Νο­μοῦ Μα­γνη­σί­ας) καὶ μὲ θέ­μα­τα: α) Οἱ νέ­ες Ἠ­λε­κτρο­νι­κὲς ταυ­τό­τη­τες, καὶ οἱ ἐ­πι­πτώ­σεις τῆς Ἠ­λε­κτρο­νι­κῆς Δι­α­κυ­βέρ­νη­σης. β) Ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός, ἡ μά­στι­γα τοῦ αἰ­ῶ­να. γ) Ἡ με­τα­πα­τε­ρι­κή Θε­ο­λο­γί­α, κα­κο­δο­ξί­α ἢ ὀρ­θό­δο­ξη θέ­ση; Βό­λος, Πα­νε­πι­στή­μι­ο Θεσ­σα­λί­ας (αἴ­θου­σα «Κο­δρά­του»­), Κυ­ρι­α­κή, 16 Δε­κεμ­βρί­ου 2012, Ὥ­ρα 16:30.

«Ἕλ­λη­νες Ρω­μη­οί! Ἂς ἀ­να­λο­γι­σθοῦ­με ποι­οί ἤ­μα­σταν καὶ ποι­οί κα­ταν­τή­σα­με νὰ εἴ­μα­στε!­!! Μό­νον ἐ­ὰν συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με τὴν ἔκ­πτω­σή μας καὶ τὴν πτώ­ση μας, ὑ­πάρ­χει ἐλ­πί­δα ν’ ἀ­να­νή­ψου­με καὶ ν’ ἀ­να­κάμ­ψου­με· ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως νὰ σω­θοῦ­με στὴν Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν!»





Εἶ­ναι κα­τα­στρο­φή; εἶ­ναι συμ­φο­ρά; εἶ­ναι ὄ­λε­θρος; αὐ­τὸ ποὺ βι­ώ­νου­με στὶς ἡ­μέ­ρες μας ὡς πρό­σω­πα, ὡς λα­ός, ὡς ἀν­θρω­πό­τη­τα; Ἢ μή­πως πρό­κει­ται γι­ὰ εὐ­λο­γί­α, ποὺ ὁ Κύ­ρι­ος καὶ Θε­ός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς οἰ­κο­νο­μεῖ γι­ὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας;
Βι­ώ­νου­με σή­με­ρα τὴν ἐγ­κα­τά­λει­ψή μας ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ὡς τι­μω­ρί­α γι­ὰ τὴν πο­λυ­ε­τὴ ἀ­πο­στα­σί­α μας ἀ­πὸ Αὐ­τόν; Ἢ μή­πως ζοῦ­με μέ­σα στὴ χά­ρη Του, στὴν ἀ­πέ­ραν­τη ἀ­γά­πη Του καὶ στὴ μα­κρο­θυ­μί­α Του; ποὺ πλού­σι­α μᾶς ἐ­πι­δα­ψι­λεύ­ει μὲ τὶς φο­βε­ρὲς δο­κι­μα­σί­ες τὶς ὁ­ποῖ­ες ἐ­πι­τρέ­πει νὰ μᾶς συμ­βοῦν, ἀ­πο­σκο­πών­τας στὸν συ­νε­τι­σμό μας καὶ στὴν ἐ­πι­στρο­φή μας, τῶν ἀ­σώ­των καὶ ἀ­γνω­μό­νων τέ­κνων Του; 
Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ μέ­γα καὶ ἐ­να­γώ­νι­ο ἐ­ρώ­τη­μα ποὺ πρέ­πει σή­με­ρα νὰ μᾶς ἀ­πα­σχο­λεῖ ἀ­δι­α­λεί­πτως. Αὐ­τὴ τὴν ἀ­πάν­τη­ση κα­λού­με­θα ὡς Χρι­στι­α­νοὶ νὰ δώ­σου­με, ὥ­στε ἀ­να­λό­γως ν’ ἀ­πο­φα­σί­σου­με πῶς θὰ πο­ρευ­θοῦ­με.­..
Δι­ό­τι —Ἅ­γι­ε Κα­θη­γού­με­νε τῆς μαρ­τυ­ρι­κῆς ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κης Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς τοῦ Ἐ­σφιγ­μέ­νου, Σε­βα­στοὶ Πα­τέ­ρες καὶ Σε­βα­στὲς Μη­τέ­ρες, ἐν Χρι­στῷ ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοὶ καὶ ἀ­γα­πη­τὲς ἀ­δελ­φὲς— δὲν πρέ­πει ἁ­πλῶς νὰ σᾶς εὐ­χα­ρι­στή­σω τοὺς δι­ορ­γα­νω­τὲς αὐ­τῆς τῆς ὡ­ραί­ας ἐκ­δη­λώ­σε­ως γι­ὰ τὴν τι­μη­τι­κὴ πρό­σκλη­σή τους καὶ νὰ σᾶς με­τα­φέ­ρω μό­νον τὸν ἀ­δελ­φι­κὸ καὶ ἀ­γω­νι­στι­κὸ χαι­ρε­τι­σμὸ τῆς Φι­λορ­θο­δό­ξου Ἑ­νώ­σε­ως Κο­σμᾶς Φλα­μι­ᾶ­τος· ἀλ­λὰ καὶ νὰ θέ­σω τὸ ζή­τη­μα τοῦ δέ­ον γε­νέ­σθαι: γι­ὰ νὰ δι­α­σφα­λί­σου­με τὴν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πί­στε­ώς μας, γι­ὰ νὰ δι­α­φεν­τεύ­σου­με τὴν ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα τῆς στρα­τευ­ο­μέ­νης Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, γι­ὰ νὰ προ­στα­τεύ­σου­με τὴν ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξη Πα­ρά­δο­σή μας, τὴν ἱ­στο­ρί­α καὶ τὸν πο­λι­τι­σμὸ τοῦ Γέ­νους μας· ἐν τέ­λει γι­ὰ νὰ δι­α­τη­ρή­σου­με τὴν ἰ­δι­ο­προ­σω­πί­α τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης μας, ἐ­φ’ ὅ­σον —βε­βαί­ως— ἐ­πι­θυ­μοῦ­με νὰ τὴ δι­α­τη­ρή­σου­με!­!!



Πα­τρί­δα μας σή­με­ρα εἶ­ναι πλέ­ον μί­α κα­τε­χό­με­νη χώ­ρα· καὶ ὁ ὀρ­θό­δο­ξος ἑλ­λη­νι­κὸς Λα­ὸς εἶ­ναι ἕ­νας ὑ­πό­δου­λος λα­ός!
Βε­βαί­ως ὁ Τό­πος μας ὑ­πῆρ­ξε πολ­λὲς φο­ρὲς καὶ γι­ὰ με­γά­λες ἱ­στο­ρι­κὲς πε­ρι­ό­δους κα­τε­χό­με­νος καὶ τὸ Ἔ­θνος μας ὑ­πό­δου­λο! Ὅ­μως γι­ὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὴν ὑ­περ­τρι­σχι­λι­ό­χρο­νη ἱ­στο­ρί­α μας ὑ­πο­δου­λω­θή­κα­με χω­ρὶς ἀν­τί­στα­ση!­!! Κι αὐ­τὸ συμ­βαί­νει γι­α­τὶ ἡ ἑλ­λη­νί­δα Πα­τρί­δα μας, ἡ ὀρ­θό­δο­ξη Πί­στη μας, ἡ ἔν­δο­ξη Ἱ­στο­ρί­α μας, ὁ φω­το­βό­λος Πο­λι­τι­σμός μας, ἡ θρυ­λι­κὴ Ρω­μη­ο­σύ­νη μας, δὲν βρί­σκον­ται πλέ­ον μέ­σα στὴν καρ­δι­ά μας!­!!
Ἡτ­τη­θή­κα­με, πα­τρι­ῶ­τες· χω­ρὶς νὰ πο­λε­μή­σου­με, χω­ρὶς νὰ πέ­σει μι­ὰ του­φε­κι­ά· κι αὐ­τὸ συ­νέ­βη γι­α­τὶ πά­ψα­με νὰ εἴ­μα­στε Ὀρ­θό­δο­ξοι Ἕλ­λη­νες (Ρω­μη­οί)· συ­νέ­βη γι­α­τὶ «γί­να­με Εὐ­ρω­παῖ­οι»­!­!!
Ἀ­πεμ­πο­λή­σα­με ἀ­πὸ τὴν καρ­δι­ά μας καὶ ἀ­πο­βά­λα­με ἀ­πὸ τὴ ζω­ή μας ἐ­κεῖ­να ποὺ ὁ Ἡ­ρό­δο­τος, ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χαι­ό­τη­τα ἀ­κό­μη, εἶ­χε ὁ­ρί­σει ὡς τὰ στοι­χεῖ­α ποὺ συν­θέ­τουν τὸ Ἔ­θνος· κι αὐ­τὰ εἶ­ναι: τὸ «ὅ­μαι­μον», δη­λα­δὴ ἡ φυ­λε­τι­κὴ ὁ­μοι­ο­γέ­νει­α καὶ ἡ βι­ο­λο­γι­κὴ συ­νέ­χει­α· τὸ «ὁ­μό­θρη­σκον», δη­λα­δὴ ἡ κοι­νὴ πί­στη, ἡ Ἁ­γί­α Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας· καὶ τὸ «ὁ­μό­γλωσ­σον», δη­λα­δὴ ἡ κοι­νὴ γλῶσ­σα, ὁ ἑλ­λη­νι­κὸς πο­λι­τι­σμός μας!­!!
Καὶ γι­ὰ τὰ τρί­α αὐ­τὰ στοι­χεῖ­α ἀ­με­λή­σα­με, ἀ­δι­α­φο­ρή­σα­με, δὲν φρον­τί­σα­με νὰ τὰ δι­α­φεν­τεύ­σου­με καὶ νὰ τὰ προ­στα­τεύ­σου­με· γι­α­τὶ θε­λή­σα­με νὰ γί­νου­με «σύγ­χρο­νοι» ἀλ­λὰ χω­ρὶς ὑ­πο­δο­μές, καὶ «προ­ο­δευ­τι­κοὶ» ἀλ­λὰ χω­ρὶς ἦ­θος· γι­α­τὶ θε­λή­σα­με ν’ ἀ­πο­κτή­σου­με εὐ­η­με­ρί­α χω­ρὶς κό­πο καὶ πλοῦ­το, χω­ρὶς μό­χθο. Καὶ βλέ­πε­τε τώ­ρα, ἀ­δελ­φοὶ καὶ ἀ­δελ­φές μου, πῶς καὶ πό­σο προ­κό­ψα­με!­.­..
Ἂν κι ἐ­μεῖς ἀ­δι­α­φο­ρή­σα­με γι­ὰ ὅ,τι συ­νι­στᾶ τὸ Ἔ­θνος μας, ὁ πο­λὺς σι­ω­νι­στὴς καὶ μα­σῶ­νος Χέν­ρυ Κίσ­σιν­γκερ ὡ­στό­σο —ὅ­πως καὶ πολ­λοὶ ἄλ­λοι στη­λο­βά­τες καὶ ὑ­πη­ρέ­τες τῆς Παγ­κο­σμι­ο­κρα­τί­ας πρὶν καὶ με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸν— ἐ­πέ­δει­ξε ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον· τὰ με­λέ­τη­σε ἐμ­βρι­θῶς καὶ κα­τέ­λη­ξε στὸ πο­λὺ πρα­κτι­κὸ συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι γι­ὰ νὰ ἐ­λεγ­χθεῖ ὁ ἀ­τί­θα­σος καὶ ἀ­νυ­πό­τα­κτος ἑλ­λη­νι­κὸς λα­ὸς ἔ­πρε­πε νὰ χτυ­πη­θοῦν ἡ πί­στη του, ἡ γλῶσ­σα του καὶ ὁ πο­λι­τι­σμός του!
Βε­βαί­ως ἀμ­φι­σβη­τή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς γραι­κύ­λους, ὅ­τι μί­λη­σε ἔτ­σι ὁ Κίσ­σιν­γκερ· ἀλ­λὰ ἡ συ­στη­μα­τι­κὴ καὶ ἐ­πι­τυ­χὴς πραγ­μα­το­ποί­η­ση τῶν ὑ­πο­δεί­ξε­ών του ἀ­πὸ τὶς συγ­κε­κρι­μέ­νες σι­ω­νι­στι­κὲς καὶ μα­σω­νι­κὲς δυ­νά­μεις, οὐ­δε­μί­α ἀμ­φι­βο­λί­α ἐ­πι­τρέ­πει γι­ὰ τοῦ λό­γου του τὸ ἀ­λη­θὲς καὶ τὸ ἀ­κρι­βές!­!!
Θυ­μη­θεῖ­τε, ὅ­τι τῆς δι­α­γρα­φῆς τοῦ θρη­σκεύ­μα­τος ἀ­πὸ τὶς ταυ­τό­τη­τές μας προ­η­γή­θη­κε ἐ­πί­σκε­ψη τοῦ Ἑ­βρα­ϊ­κοῦ Συμ­βου­λί­ου τῆς Νέ­ας Ὑ­όρ­κης μὲ αὐ­τὴ τὴν ἀ­παί­τη­ση, τό­σο στὸν τό­τε πρω­θυ­πουρ­γὸ Κώ­στα Ση­μί­τη ὅ­σο καὶ στὸν ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο Ἀ­θη­νῶν καὶ πρό­ε­δρο τῆς Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας Χρι­στό­δου­λο.
Καὶ μί­α χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ «λε­πτο­μέ­ρει­α»: τὸ Κρά­τος τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ ἐ­πι­βάλ­λει νὰ ἀ­να­γρά­φε­ται τὸ θρή­σκευ­μα τοῦ πο­λί­τη στὶς ταυ­τό­τη­τες καὶ μά­λι­στα μὲ κόκ­κι­να γράμ­μα­τα!­!!



­πι­τρέ­ψα­με, λοι­πόν, σὲ ξέ­νους ἐ­πι­βου­λεῖς —μὲ ὅ­λη τὴν ἐ­πι­στη­μο­σύ­νη τους— καὶ σὲ ντό­πι­ους ἐκ­συγ­χρο­νι­στὲς γραι­κύ­λους —μὲ ὅ­λη τὴν ἀ­ναλ­γη­σί­α τους—, δη­λα­δὴ ἐ­πι­τρέ­ψα­με σὲ «φι­λο­σό­σφους ἀ­σό­φους» καὶ σὲ «τε­χνο­λό­γους ἀ­λό­γους» νὰ συ­κο­φαν­τή­σουν, νὰ δι­α­στρέ­ψουν, νὰ ἀλ­λοι­ώ­σουν καὶ ἐν τέ­λει νὰ με­ταλ­λά­ξουν στὴ «νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα» καὶ στὴ «με­τα­νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τά» τους τὰ στοι­χεῖ­α ποὺ συγ­κρο­τοῦν τὸ ἔ­θνος μας: τὸ «ὅ­μαι­μον», τὸ «ὁ­μό­θρη­σκον» καὶ τὸ «ὁ­μό­γλωσ­σον».
Κι ἐ­μεῖς, γι­ὰ νὰ ἐκ­συγ­χρο­νι­στοῦ­με τά­χα, τὰ ἀν­τι­κα­στή­σα­με μὲ τὴν ὕ­που­λη φρε­νο­βλά­βει­α τῆς «εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς προ­ο­πτι­κῆς» καὶ τῶν «ἀ­νοι­κτῶν συ­νό­ρων», μὲ τὴν πα­ναί­ρε­ση τοῦ δι­α­χρι­στι­α­νι­κοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ καὶ τοῦ δι­α­θρη­σκει­α­κοῦ Συγ­κρη­τι­σμοῦ, μὲ τὴν πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κὴ ἀλ­λο­φρο­σύ­νη τῆς ἑ­ω­σφο­ρι­κῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς.
Ἀλ­λὰ ὁ ἅ­γι­ος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λὸς μᾶς εἶ­χε ἤ­δη προ­ει­δο­ποι­ή­σει: «Ἀ­δελ­φοί μου, τοῦ­το σᾶς λέ­γω καὶ πα­ραγ­γέλ­λω. Κἂν ὁ οὐ­ρα­νὸς κα­τε­βῆ κά­τω, κἂν ἡ γῆ νὰ ἀ­νε­βῆ ἐ­πά­νω, κἂν ὁ κό­σμος ὅ­λος χα­λά­ση, κα­θὼς μέλ­λει νὰ χα­λά­ση, σή­με­ρον, αὔ­ρι­ον, νὰ μὴ σᾶς μέλ­λει τί ἔ­χει νὰ κά­μη ὁ Θε­ός. Τὸ κορ­μί σας ἂς τὸ καύ­σουν, ἂς τὸ τη­γα­νί­σουν, τὰ πράγ­μα­τά σας ἂς τὰ πά­ρουν, μὴ σᾶς μέλ­λει. Δώ­σα­τέ τα. Δὲν εἶ­ναι δι­κά σας. Ψυ­χὴ καὶ Χρι­στὸς σᾶς χρει­ά­ζον­ται. Αὐ­τὰ τὰ δύ­ο ὅ­λος ὁ κό­σμος νὰ πέ­ση δὲν ἠμ­πο­ρεῖ νὰ σᾶς τὰ πά­ρη. Ἐ­κτὸς καὶ τὰ δώ­σε­τε μὲ τὸ θέ­λη­μά σας. Αὐ­τὰ τὰ δυ­ὸ νὰ τὰ φυ­λάτ­τε­τε, νὰ μὴ τὰ χά­σε­τε».
Ὅ­μως δὲν ἀ­κού­σα­με τὸν Ἅ­γι­ο, ἀ­δελ­φοὶ καὶ ἀ­δελ­φές μου: οἰ­κει­ο­θε­λῶς δώ­σα­με τὴν ψυ­χή μας καὶ αὐ­το­βού­λως ἐγ­κα­τα­λεί­ψα­με τὸν Χρι­στό!­!!
Μέ­σα σὲ δύ­ο δε­κα­ε­τί­ες, οἱ Ἕλ­λη­νες, ἀ­πὸ ὁ­μοι­ο­γε­νὴς λα­ὸς γί­να­με παν­σπερ­μί­α ἀλ­λο­δό­ξων καὶ ἀλ­λο­γλώσ­σων φυ­λῶν ἀ­πὸ κά­θε γω­νι­ὰ τῆς γῆς προ­ερ­χο­μέ­νων· ἀ­πὸ Ὀρ­θό­δο­ξοι Χρι­στι­α­νοὶ γί­να­με οὐ­νί­τες καὶ οἰ­κου­με­νι­στές, πα­γα­νι­στὲς καὶ παν­θρη­σκει­α­στές, ἕρ­μαι­α τοῦ ἀ­πο­κρυ­φι­σμοῦ καὶ τῆς μα­γεί­ας κ.π.ἄ.· ἀ­πὸ ἑλ­λη­νό­γλωσ­σοι κα­ταν­τή­σα­με ἄ­γλωσ­σοι καὶ πα­ρὰ λί­γο ἀγ­γλό­φω­νοι καὶ τουρ­κό­φω­νοι!­.­..



ἑλ­λη­νί­δα Πα­τρί­δα μας σή­με­ρα εἶ­ναι πλέ­ον μί­α κα­τε­χό­με­νη χώ­ρα· ὁ ὀρ­θό­δο­ξος ἑλ­λη­νι­κὸς Λα­ὸς εἶ­ναι ἕ­νας ὑ­πό­δου­λος λα­ός· καὶ μά­λι­στα ὑ­πό­δου­λος πά­λι στὸν γερ­μα­νι­κὸ ἰμ­πε­ρι­α­λι­σμό, ποὺ μὲ οἰ­κο­νο­μι­κὰ καὶ πο­λι­τι­κὰ μέ­σα —γι­ὰ τὴν ὥ­ρα— ἀλ­λὰ πάν­το­τε μὲ τὴν ἴ­δι­α ἑ­ω­σφο­ρι­κὴ μα­νί­α καὶ μὲ τὴν ἴ­δι­α να­ζι­στι­κὴ βαρ­βα­ρό­τη­τα, τὶς ὁ­ποῖ­ες γνώ­ρι­σε ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα κα­τὰ τὸν πρῶ­το καὶ τὸν δεύ­τε­ρο Παγ­κο­σμί­ους Πο­λέ­μους, ἔ­χει ἤ­δη ἐ­ξα­πο­λύ­σει τὸν τρί­το Παγ­κό­σμι­ο Πό­λε­μο, ποὺ κα­λὰ κρα­τεῖ καὶ ρη­μά­ζει τοὺς λα­οὺς τῆς Εὐ­ρώ­πης ―καὶ πρῶ­τον ἀ­π’ ὅ­λους τὸν ἑλ­λη­νι­κὸ λα­ὸ― μὲ τὴ φτώ­χει­α, τὴν ἐ­ξα­θλί­ω­ση, τὴν ἀ­πα­ξί­ω­ση καὶ τὴν ὑ­πο­τέ­λει­α!­.­..
Σὲ ἄλ­λους και­ροὺς ἡτ­τη­θή­κα­με ἀ­πὸ ὑ­πέρ­τε­ρες δυ­νά­μεις ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ἡ­ρω­ϊ­κὴ καὶ πο­λύ­χρο­νη ἀν­τί­στα­ση. Κα­τα­κτη­θή­κα­με πολ­λὲς φο­ρές, ἀλ­λὰ πο­τὲ δὲν ὑ­πο­τα­χθή­κα­με! Ἡ ἀν­τί­στα­σή μας προ­δι­έ­γρα­φε κά­θε φο­ρὰ τὸν ἐ­πι­κεί­με­νο Ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τι­κὸ Ἀ­γῶ­να μας καὶ τὴν Πα­λιγ­γε­νε­σί­α μας, γι­α­τὶ ὁ πό­θος τῆς Ἐ­λευ­θε­ρί­ας καὶ ἡ ἐλ­πί­δα τῆς Σω­τη­ρί­ας βρί­σκον­ταν μέ­σα στὶς καρ­δι­ές μας.
Ὁ θρύ­λος τοῦ Μαρ­μα­ρω­μέ­νου Βα­σι­λι­ᾶ ἐ­ξέ­θρε­ψε τὴν Πα­λιγ­γε­νε­σί­α τοῦ 1821 καὶ τὸ Ἀλ­βα­νι­κὸ Ἔ­πος γέν­νη­σε τὴν Ἐ­θνι­κὴ Ἀν­τί­στα­ση. Ὅ­πως εἶ­πε ὁ στρα­τη­γὸς τοῦ Ἔ­θνους μας Θε­ό­δω­ρος Κο­λο­κο­τρώ­νης, οἱ Ἕλ­λη­νες ἀ­γω­νι­στή­κα­με πάν­τα «γι­ὰ τοῦ Χρι­στοῦ τὴν Πί­στη τὴν Ἁ­γί­α καὶ τῆς Πα­τρί­δος τὴν Ἐ­λευ­θε­ρί­α».
Σή­με­ρα, πρῶ­τα ὑ­πο­τα­χθή­κα­με καὶ με­τὰ κα­ταχ­τη­θή­κα­με! Κα­τα­κτη­θή­κα­με χω­ρὶς ἀν­τί­στα­ση, γι­α­τὶ μή­τε ὁ πό­θος τῆς Ἐ­λευ­θε­ρί­ας μη­δὲ ἡ ἐλ­πί­δα τῆς Σω­τη­ρί­ας βρί­σκον­ται πλέ­ον μέ­σα στὶς καρ­δι­ές μας!­!!
Ἀν­ταλ­λά­ξα­με τὴν Ἐ­λευ­θε­ρί­α μὲ τὸν κα­τα­να­λω­τι­σμὸ μι­ᾶς ἀ­κό­ρε­στης καὶ ἀν­τί­χρι­στης εὐ­η­με­ρί­ας καὶ ἀν­τι­κα­τα­στή­σα­με τὴ Σω­τη­ρί­α μὲ τὴν οἴ­η­ση τοῦ ὀρ­θο­λο­γι­μοῦ μας καὶ τῆς αὐ­το­θε­ώ­σε­ώς μας. Μὲ ποι­ές προ­ϋ­πο­θέ­σεις λοι­πὸν θὰ ἐ­λευ­θε­ρώ­σου­με τὴν Πα­τρί­δα μας; Μὲ ποι­ές ἀ­να­φο­ρὲς καὶ μὲ ποι­ά ὁ­ρά­μα­τα, ὅ­ταν ἔ­χου­με προ­δώ­σει τὴν Πα­τρί­δα κι ἔ­χου­με ἀρ­νη­θεῖ τὸν Χρι­στό;
Εἶ­ναι ντρο­πή μας, εἶ­ναι κα­ται­σχύ­νη μας, εἶ­ναι προ­δο­σί­α μας πρὸς τὰ ἰ­δα­νι­κὰ καὶ τὰ πι­στεύ­μα­τα τοῦ Γέ­νους μας, πρὸς τὴν ἔν­δο­ξη ἱ­στο­ρί­α μας καὶ τοὺς ἡ­ρω­ϊ­κοὺς προ­γό­νους μας, πρὸς τοὺς πα­τέ­ρες μας καὶ τοὺς πα­ποῦ­δες μας:
Στὴν κή­ρυ­ξη τοῦ πο­λέ­μου ἀ­πὸ τὸν ἰ­τα­λι­κὸ φα­σι­σμὸ κα­τὰ τῆς Ἑλ­λά­δας ἐ­κεῖ­νοι ἀν­τέ­δρα­σαν πα­νη­γυ­ρί­ζον­τας στὶς πλα­τεῖ­ες καὶ στοὺς δρό­μους· δη­μι­ούρ­γη­σαν τὸ ἔ­πος τοῦ Ἀλ­βα­νι­κοῦ Με­τώ­που τὸ 1940 καὶ τὸ ἔ­πος τῆς Ἐ­θνι­κῆς Ἀν­τι­στά­σε­ως 1941-44 στὰ βου­νὰ καὶ στοὺς κάμ­πους, στὰ χω­ρι­ὰ καὶ στὶς πό­λεις τῆς Πα­τρί­δας μας, πο­τί­ζον­τας ὅ­λη τὴν ἑλ­λη­νί­δα γῆ μὲ τὸ αἷ­μα τους γι­ὰ ν’ ἀν­θί­σει ἡ λευ­τε­ρι­ά.
Ἐ­μεῖς σή­με­ρα, στὴν εἰ­σβο­λὴ τῶν το­κο­γλύ­φων, ποὺ κρύ­βον­ται πί­σω ἀ­πὸ τὸν γερ­μα­νι­κὸ ἰμ­πε­ρι­α­λι­σμὸ καὶ τὴ δω­σι­λο­γι­κὴ Κυ­βέρ­νη­ση τῶν Ἀ­θη­νῶν, στε­κό­μα­στε «μοι­ραῖ­οι καὶ ἄ­βου­λοι ἀν­τά­μα»: δει­λοί, ἀλ­λά.­.. «νοι­κο­κυ­ραῖ­οι»· ἄ­κα­πνοι, ἀλ­λά.­.. «εὐ­ϋ­πό­λη­πτοι»· θε­α­τές, ἀλ­λά.­.. «ἐ­νη­με­ρω­μέ­νοι»· ὡ­στό­σο μι­ξο­κλαῖ­με, αἰ­σθα­νό­με­νοι ἐ­νο­χὴ γι­ὰ τὴν ἀ­προ­νο­η­σί­α καὶ τὴν ἀ­νο­η­σί­α μας· αὐ­το­κτο­νοῦ­με, ἀρ­νού­με­νοι νὰ ἐμ­πι­στευ­θοῦ­με τὸν Θε­ὸ καὶ ν’ ἀ­γω­νι­στοῦ­με τὸν ἀ­γῶ­να τὸν κα­λό!­.­..



Μι­λᾶ­με σή­με­ρα γι­ὰ τὴν Κάρ­τα τοῦ Πο­λί­τη καὶ τὸ ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ φα­κέ­λω­μα· τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μας ἐ­πι­κεν­τρώ­νε­ται στὶς συ­ρι­κνού­με­νες συν­τά­ξεις καὶ στοὺς φθί­νον­τες μι­σθούς, στὴν πε­ρι­κο­πὴ τῶν ἐ­πι­δο­μά­των καὶ στὴν ὑ­περ­φο­ρο­λό­γη­ση τῶν εἰ­σο­δη­μά­των, στὴν ὑ­πο­α­πα­σχό­λη­ση καὶ στὴν ἀ­νερ­γί­α, στὶς ἀ­να­κε­φα­λαι­ο­ποι­ή­σεις τῶν τρα­πε­ζῶν καὶ στὰ μὴ ἐ­ξυ­πη­ρε­τού­με­να δά­νει­α, στοὺς ἐ­κτά­κτους φό­ρους καὶ στὰ χα­ράτ­σι­α, στὸ ἀ­δι­έ­ξο­δο τῆς ζω­ῆς μας καὶ στὶς τρα­γι­κὲς αὐ­το­κτο­νί­ες ἀ­πελ­πι­σμέ­νων ἀ­δελ­φῶν μας· μι­λᾶ­με ἀ­κό­μα γι­ὰ τὴν κα­τάρ­γη­ση τοῦ ὁ­μο­λο­γι­α­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα τοῦ μα­θή­μα­τος τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν καὶ γι­ὰ τὴν ἀ­πο-ὀρ­θο­δο­ξο­ποί­η­ση τῆς κοι­νω­νί­ας καὶ τοῦ κρά­τους· μι­λᾶ­με ἐ­πί­σης γι­ὰ τὰ ἐ­θνι­κὰ θέ­μα­τα καὶ τὶς πλου­το­πα­ρα­γω­γι­κὲς πη­γὲς τῆς Ἑλ­λά­δας, γι­ὰ τὴν ὑ­φα­λο­κρηπί­δα καὶ τὴν Α­ΟΖ.­..
Μι­λᾶ­με γι­ὰ ὅ­λα αὐ­τὰ καὶ γι­ὰ πολ­λὰ ἄλ­λα προ­βλή­μα­τα καὶ μὲ κον­τό­φθαλ­μες συν­τε­χνι­α­κὲς κι­νη­το­ποι­ή­σεις ζη­τᾶ­με λύ­σεις· καὶ τί «λύ­σεις»! Νὰ ἐ­πα­νέλ­θου­με καὶ νὰ δι­αι­ω­νί­σου­με συν­θῆ­κες καὶ πρα­κτι­κὲς ποὺ μᾶς ὁ­δή­γη­σαν στὴν κα­τα­στρο­φή· δη­λα­δὴ τὴν κα­θο­λι­κὴ δι­α­πλο­κή, τὴ γε­νι­κευ­μέ­νη δι­α­φθο­ρὰ καὶ ― κυ­ρί­ως― τὴν ἀ­νε­πί­στρο­φη ἀ­πο­στα­σί­α μας ἀ­πὸ τὸν Θε­ό!­!! Χω­ρὶς νὰ ἔ­χου­με συ­ναί­σθη­ση ὅ­τι εἴ­μα­στε πλέ­ον μί­α κα­τε­χό­με­νη χώ­ρα καὶ ἕ­νας ὑ­πό­δου­λος λα­ός. Χω­ρὶς νὰ ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε ὅ­τι, σὲ μί­α κα­τε­χό­με­νη χώ­ρα μὲ δω­σι­λο­γι­κὴ Κυ­βέρ­νη­ση καὶ ἐγ­κα­θέ­τους Γκα­ου­λά­ι­τερ στὸν κρα­τι­κὸ μη­χα­νι­σμό, κα­νέ­να ἐ­πι­μέ­ρους με­γά­λο ἢ μι­κρὸ πρό­βλη­μα δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐ­πι­λυ­θεῖ, ἐ­φ’ ὅ­σον ἀν­τί­κει­ται στὰ συμ­φέ­ρον­τα, στὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες καὶ στοὺς σχε­δι­α­σμοὺς τῶν κα­τα­κτη­τῶν.
Ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­ταν οἱ ρε­βαν­σι­στὲς (μνη­σί­κα­κοι, ἐκ­δι­κη­τι­κοὶ καὶ ζη­λό­φθο­νες) νε­ο­να­ζὶ τοῦ Βε­ρο­λί­νου ἔ­χουν ἀ­νοι­κτοὺς πα­λι­οὺς «λο­γα­ρι­α­σμοὺς» μὲ τοὺς Ἕλ­λη­νες. Ἔ­χουν ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ ἐ­δῶ, ὄ­χι, βε­βαί­ως, γι­ὰ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψουν τὰ λη­στρι­κὰ ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ κα­το­χι­κὰ δά­νει­α καὶ νὰ ἀ­πο­δώ­σουν τὶς πο­λε­μι­κὲς ἀ­πο­ζη­μι­ώ­σεις ποὺ μὲ δι­ε­θνεῖς Συν­θῆ­κες τοὺς ἔ­χουν ἐ­πι­δι­κα­στεῖ, γι­ὰ τὰ ἀ­να­ρίθ­μη­τα ἐγ­κλή­μα­τά τους κα­τὰ τῆς Ἑλ­λά­δας καὶ τοῦ λα­οῦ της καὶ τὰ ὁ­ποῖ­α, ὡς αὐ­θεν­τι­κοὶ εἰ­δε­χθεῖς καὶ ἀ­με­τα­νό­η­τοι ἐγ­κλη­μα­τί­ες, ἀρ­νοῦν­ται νὰ μᾶς κα­τα­βά­λουν· ἀλ­λὰ γι­ὰ νὰ μᾶς τι­μω­ρή­σουν!­!!
Ποι­οί; Αὐ­τοὶ ποὺ ἀ­κό­μη καὶ σή­με­ρα δὲν μπο­ροῦν νὰ θέ­σουν ἐ­κτὸς νό­μου τὴν κτη­νο­βα­σί­α ―στὴν ὁ­ποί­α ἐ­πι­δί­δον­ται οἱ «ἄ­ρι­οι τῶν εὐ­ρω­παί­ων» ποὺ μᾶς πλασ­σά­ρον­ται ὡς «πρό­τυ­πα»― δι­ό­τι ἀν­τι­δροῦν οἱ ἄ­ρι­οι κτη­νο­βά­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­χουν συγ­κρο­τή­σει μά­λι­στα καὶ σύλ­λο­γο ποὺ ἀ­ριθ­μεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πὸ 100.000 μέ­λη, ἰ­σχυ­ρι­ζό­με­νοι ὅ­τι προ­βαί­νουν στὴν κτη­νο­βα­σί­α μὲ τὴ συ­ναί­νε­ση τῶν ζώ­ων!­!! Με­γά­λο τὸ πλῆ­θος τῶν ἀ­ρί­ων κτη­νο­βα­τῶν στὴν «πο­λι­τι­σμέ­νη» Γερ­μα­νί­α τοῦ χὲρ Σό­ιμ­πλε, ποὺ ἡ­γεῖ­ται τῆς Εὐ­ρώ­πης· τό­σο ποὺ νὰ ἐ­πη­ρε­ά­ζει τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῶν ἐ­πι­κει­μέ­νων ἐ­κλο­γῶν, ὥ­στε ἡ φρά­ου Μέρ­κελ νὰ ὑ­πο­λο­γί­ζει στὴν ὑ­πο­στή­ρι­ξη τῶν ἀ­ρί­ων κτη­νο­βα­τῶν καὶ νὰ μὴν ἀ­πα­γο­ρεύ­ει τὴν κτη­νο­βα­σί­α στὴν οἰ­κο­νο­μι­κὰ καὶ πο­λι­τι­κὰ «ἰ­σχυ­ρὴ» Γερ­μα­νί­α!­.­..
Καὶ μί­α «λε­πτο­μέ­ρει­α» μὲ πο­λὺ με­γά­λη ση­μα­σί­α: οἱ Ἕλ­λη­νες, ποὺ οἱ «ἄ­ρι­οι εὐ­ρω­παῖ­οι» ἀ­πα­ξι­ώ­νουν σή­με­ρα, πρὸ 2500 ἐ­τῶν ἀ­νή­γει­ραν με­τα­ξὺ ἀ­να­ριθ­μή­των μνη­μεί­ων καὶ τὸν Παρ­θε­νώ­να· προ­σέ­φε­ραν τὴν Ποί­η­ση καὶ τὴ Φι­λο­σο­φί­α, ἔ­θε­σαν τὶς βά­σεις τῆς Ἐ­πι­στή­μης, ἔ­δω­σαν νό­η­μα στὴν Ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ ἐ­φηῦ­ραν τὴν ἀ­λη­θι­νὴ Δη­μο­κρα­τί­α, ἔ­κα­ναν τὸν ἄν­θρω­πο πο­λί­τη κι ἔ­κτο­τε παι­δα­γώ­γη­σαν τὴν Ἀν­θρω­πό­τη­τα!­!!
Καὶ οἱ «ἄ­ρι­οι εὐ­ρω­παῖ­οι» προ­σέ­φε­ραν στὸν κό­σμο: δύ­ο Παγ­κο­σμί­ους Πο­λέ­μους μὲ πά­νω ἀ­πὸ 75 ἑ­κα­τομ­μύ­ρι­α νε­κρούς, μὲ τρο­μα­κτι­κὲς ὑ­λι­κὲς κα­τα­στρο­φὲς καὶ μὲ τρο­μα­κτι­κό­τε­ρες ἠ­θι­κὲς συμ­φο­ρές· σή­με­ρα δὲ ἀ­περ­γά­ζον­ται τὸν τρί­το Παγ­κό­σμι­ο Πό­λε­μο, ὑ­πο­σχό­με­νοι πολ­λα­πλά­σι­α καὶ χει­ρό­τε­ρα τῶν προ­τέ­ρων δει­νὰ κα­τὰ τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας!­!!
Αὐ­τοὶ οἱ ἐγ­κλη­μα­τίες ἐ­πι­κά­θον­ται τῶν τρα­χή­λων μας· ὄ­χι γι­α­τὶ αὐτοὶ εἶ­ναι δυ­να­τοί, ἀλ­λὰ γι­α­τὶ ἐ­μεῖς ἐ­πι­λέ­ξα­με νὰ εἴ­μα­στε ἀ­δύ­να­μοι, ἀ­πο­ποι­ού­με­νοι τὴ Ρω­μη­ο­σύ­νη μας!­.­..
Θέ­λουν νὰ μᾶς τι­μω­ρή­σουν, γι­α­τὶ ὁ ἑλ­λη­νι­κὸς Στρα­τὸς ἀν­τι­στά­θη­κε νι­κη­φό­ρα κα­τὰ τῶν Ἰ­τα­λῶν καὶ κα­θή­λω­σε στὰ ἑλ­λη­νο­βουλ­γα­ρι­κὰ σύ­νο­ρα τὶς γερ­μα­νι­κὲς σι­δη­ρό­φρα­κτες με­ραρ­χί­ες, κα­θυ­στε­ρών­τας τὴν ἐ­πί­θε­σή τους κα­τὰ τῆς Ρω­σί­ας· ἀ­πο­δει­κνύ­ον­τας ὅ­τι ὁ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρος ἕ­ως τό­τε στρα­τὸς τῆς ἱ­στο­ρί­ας δὲν ἦ­ταν ἀ­ήτ­τη­τος καὶ δη­μι­ουρ­γών­τας τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις τῆς συν­τρι­βῆς τοῦ προ­α­λει­φο­μέ­νου χι­λι­ε­τοῦς Τρί­του Ρά­ιχ!­!!
Θέ­λουν νὰ μᾶς τι­μω­ρή­σουν γι­α­τὶ δυ­ὸ Ἑλ­λη­νό­που­λα, κα­τε­βά­ζον­τας τὴ γερ­μα­νι­κὴ ση­μαί­α ἀ­πὸ τὴν Ἀ­κρό­πο­λη τῆς κα­τε­χο­μέ­νης Ἀ­θή­νας, ἔ­δω­σαν τὸ σύν­θη­μα καὶ τὸ πα­ρά­δειγ­μα στοὺς εὐ­ρω­πα­ϊ­κοὺς λα­οὺς ν’ ἀν­τι­στα­θοῦν στοὺς να­ζι­στο­φα­σί­στες· γι­α­τὶ ξέ­ρουν καὶ φο­βοῦν­ται ὅ­τι ὅ­σο ὑ­πάρ­χουν Ἕλ­λη­νες, θὰ ὑ­πάρ­χουν πάν­τα καὶ δυ­ὸ Ἑλ­λη­νό­που­λα ποὺ θὰ ση­μαί­νουν τὸ προ­σκλη­τή­ρι­ο στὸν Ἀ­γῶ­να γι­ὰ τὴν Ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ τὴ Δι­και­ο­σύ­νη!­!!
Θέ­λουν νὰ μᾶς τι­μω­ρή­σουν γι­α­τὶ ἕ­νας «ξε­βρά­κω­τος» καὶ λι­μο­κτο­νῶν λα­ὸς ἀ­πα­σχό­λη­σε μὲ τὴν ἀν­δρεί­α του καὶ τὴν αὐ­τα­πάρ­νη­σή του στὴν Ἑλ­λά­δα, κα­θ’ ὅ­λη τὴ δι­άρ­κει­α τῆς γερ­μα­νι­κῆς κα­το­χῆς τοῦ 1941-44, 300 χι­λι­ά­δες ἐ­πί­λε­κτους στρα­τι­ῶ­τες τοῦ γερ­μα­νι­κοῦ στρα­τοῦ, κά­νον­τας τὸν ἀν­θέλ­λη­να Οὐ­ίν­στον Τσῶρ­τσιλ νὰ πα­ρα­δεχ­τεῖ ὅ­τι «Οἱ ἥ­ρω­ες πο­λε­μοῦν σὰν τοὺς Ἕλ­λη­νες»­!­.­..
Θέ­λουν νὰ μᾶς τι­μω­ρή­σουν, γι­α­τὶ συμ­βά­λα­με κα­θο­ρι­στι­κὰ στὴν ἀ­πο­τρο­πὴ τῆς ἐ­πι­κρα­τή­σε­ως τοῦ φα­σι­σμοῦ καὶ τοῦ να­ζι­σμοῦ καὶ γι­α­τὶ δώ­σα­με μί­αν ἀ­κό­μα φο­ρὰ τὴν εὐ­λο­γί­α καὶ τὴν εὐ­και­ρί­α τῆς Ἐ­λευ­θε­ρί­ας στὸν κό­σμο.
Θέ­λουν νὰ μᾶς τι­μω­ρή­σουν, γι­α­τί κα­θυ­στε­ρή­σα­με τὴν ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ Σι­ω­νι­σμοῦ, τῆς Μα­σω­νί­ας καὶ τῆς Νέ­ας Τά­ξε­ως Πραγ­μά­των στὴν ὑ­φή­λι­ο.
Οἱ Γερ­μα­νοὶ ―ἀν­τί­θε­τα ἀ­πὸ ἐ­μᾶς― ἔ­χουν πο­λὺ κα­λὴ μνή­μη καὶ δι­δά­σκον­ται ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­ρί­α: στὴν τω­ρι­νὴ ἰμ­πε­ρι­α­λι­στι­κὴ ἐ­πέ­κτα­σή τους ἤ­ξε­ραν ὅ­τι ἔ­πρε­πε πρῶ­τα νὰ ἐ­ξου­δε­τε­ρώ­σουν τοὺς ἀ­τί­θα­σους καὶ ἀ­νυ­πό­τα­κτους Ἕλ­λη­νες, αὐ­τὸν τὸν ἀ­στάθ­μη­το πα­ρά­γον­τα στὸ ἱ­στο­ρι­κὸ γί­γνε­σθαι· γι’ αὐ­τὸ μᾶς κα­τέ­στη­σαν τὸ πει­ρα­μα­τό­ζω­ο, ὅ­που πει­ρα­μα­τί­ζον­ται ―στὰ χνά­ρι­α τοῦ δο­λο­φό­νου Μέν­γκε­λε― τὸν τρό­πο ποὺ θὰ με­ταλ­λά­ξουν τὴν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ Ἕ­νω­ση σὲ Γερ­μα­νι­κὴ Εὐ­ρώ­πη, πραγ­μα­το­ποι­ών­τας τε­λι­κὰ τὸ ὅ­ρα­μα τοῦ Ἀ­δόλ­φου Χί­τλερ!­!!
Καὶ τὸ ἐ­πι­χει­ροῦν δι­α­πι­στώ­νον­τας τὴν κα­τάν­τι­α στὴν ὁ­ποί­α βρι­σκό­μα­στε σή­με­ρα· χω­ρὶς τὴν ἰ­δι­ο­προ­σω­πί­α τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης μας, χω­ρὶς τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ συ­νεί­δη­σή μας, χω­ρὶς τὴ γλῶσ­σα μας, χω­ρὶς τὸν πο­λι­τι­σμό μας, χω­ρὶς τὴν ἀ­παν­το­χὴ καὶ τὴν εὐ­λο­γί­α νὰ μνη­μο­νεύ­ου­με, «ὅ­που μᾶς βρί­σκει τὸ κα­κὸ κι ὅ­που θο­λώ­νει ὁ νοῦς μας Δι­ο­νύ­σι­ο Σο­λω­μὸ καὶ Ἀ­λέ­ξαν­δρο Πα­πα­δι­α­μάν­τη» [Ἐ­λύ­της], τὸν ἐ­θνε­γέρ­τη ἅ­γι­ο Κο­σμᾶ τὸν Αἰ­τω­λὸ καὶ Πα­πα­φλέσ­σα τὸν τουρ­κο­χα­λα­στή.
Μᾶς ἔ­φε­ραν σ’ αὐ­τὴ τὴν ἐ­ξευ­τε­λι­στι­κὴ κα­τά­στα­ση ―μὲ τὴ συ­ναί­νε­σή μας, βε­βαί­ως― ὥ­στε οἱ ἀ­πό­γο­νοι τῶν εὐ­κλε­ῶν ἡ­ρώ­ων ὄ­χι μό­νον νὰ μὴν εἴ­μα­στε πλέ­ον ἥ­ρω­ες, ἀλ­λὰ νὰ δί­νου­με τὴν εἰ­κό­να ἐ­νε­ῶν ρι­ψά­σπι­δων!­!!



Μι­λᾶ­με γι­ὰ ὅ­λα τὰ ἄλ­λα· δὲν μι­λᾶ­με ὅ­μως γι­ὰ τὴν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὴ ἀ­πεμ­πό­λη­ση ἀ­πὸ τοὺς αἱ­ρε­τοὺς πο­λι­τι­κοὺς ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ λα­οῦ ―ποὺ τοὺς ἐ­ξέ­λε­ξε ἐ­νῶ γνώ­ρι­ζε ποι­οί ἦ­ταν καὶ τί θὰ ἔ­κα­ναν!― τῆς Ἐ­θνι­κῆς Ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας, τῆς Λα­ϊ­κῆς Κυ­ρι­αρ­χί­ας καὶ τῆς Ἐ­δα­φι­κῆς Ἀ­κε­ραι­ό­τη­τας τῆς Ἑλ­λά­δας. Μό­λις πρὶν λί­γες ἡ­μέ­ρες, μὲ πρά­ξη νο­μο­θε­τι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου, στὰ μου­λωχ­τὰ ἀ­πο­φα­σί­στη­κε ἀ­πὸ τοὺς γραι­κύ­λους ἡ τρο­πο­ποί­η­ση τοῦ Μνη­μο­νί­ου ἐ­πὶ τὰ χεί­ρω. Ἀ­πὸ τὰ ὅ­σα προ­δο­τι­κὰ ὑ­πέ­γρα­ψε ἡ δω­σι­λο­γι­κὴ τρι­με­ρὴς Κυ­βέρ­νη­ση τῶν Ἀ­θη­νῶν, θὰ ἀ­να­φέ­ρω μό­νον αὐ­τό:
«Το Δι­και­ού­χο Κρά­τος Μέ­λος (Ελ­λά­δα), η Τρά­πε­ζα της Ελ­λά­δος και το Ελ­λη­νι­κό Τα­μεί­ο Χρη­μα­το­πι­στω­τι­κής Στα­θε­ρό­τη­τας πα­ραι­τούν­ται με την πα­ρού­σα α­με­τά­κλη­τα και α­νε­πι­φύ­λα­κτα α­πό κά­θε δι­καί­ω­μα α­συ­λί­ας που ή­δη έ­χουν ή μπο­ρεί να δι­και­ούν­ται σε σχέ­ση με τους ί­δι­ους και τα πε­ρι­ου­σι­α­κά τους στοι­χεί­α έ­ναν­τι δι­κα­στι­κών ε­νερ­γει­ών σχε­τι­κά με την πα­ρού­σα Σύμ­βα­ση Τρο­πο­ποί­η­σης, συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων εν­δει­κτι­κά, α­πό κά­θε δι­καί­ω­μα α­συ­λί­ας έ­ναν­τι ά­σκη­σης α­γω­γής, έκ­δο­σης δι­κα­στι­κής α­πό­φα­σης ή άλ­λης δι­ά­τα­ξης, κα­τά­σχε­σης, ε­κτέ­λε­σης ή α­σφα­λι­στι­κού μέ­τρου και έ­ναν­τι κά­θε ε­κτέ­λε­σης ή α­ναγ­κα­στι­κού μέ­τρου σε βά­ρος των πε­ρι­ου­σι­α­κών τους στοι­χεί­ων στο μέ­τρο που τα α­νω­τέ­ρω δεν α­πα­γο­ρεύ­ον­ται α­πό α­ναγ­κα­στι­κό νό­μο». (Τρο­πο­ποί­η­ση Δα­νει­α­κῆς Σύμ­βα­σης, ΦΕΚ 240/12-12-2012)
Μι­λᾶ­με γι­ὰ πολ­λά, λοι­πόν, ἀλ­λὰ δὲν μι­λᾶ­με γι­ὰ τὴν ὑ­φι­στα­μέ­νη κα­τά­λυ­ση τοῦ Δη­μο­κρα­τι­κοῦ Πο­λι­τεύ­μα­τος καὶ τὸ κου­ρέ­λι­α­σμα τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Συν­τάγ­μα­τος, τῶν δι­ε­θνῶν Συμ­βά­σε­ων καὶ τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς Νο­μο­θε­σί­ας.
Δὲν μι­λᾶ­με γι­ὰ τὴν ὑ­φι­στα­μέ­νη κα­τάρ­γη­ση τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Βου­λῆς· ἡ χώ­ρα κυ­βερ­νᾶ­ται δι­κτα­το­ρι­κὰ μὲ πρά­ξεις νο­μο­θε­τι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου, χω­ρὶς νὰ ἐ­νη­με­ρώ­νον­ται καὶ νὰ ψη­φί­ζουν οἱ αἱ­ρε­τοὶ βου­λευ­τές, ἐ­νῶ ὅ­ταν κα­λοῦν­ται νὰ ψη­φί­σουν τοὺς ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἡ κα­τάρ­γη­ση τῆς συ­νει­δή­σε­ώς τους.
Δὲν μι­λᾶ­με γι­ὰ τὴν ὑ­φι­στα­μέ­νη πο­δη­γέ­τη­ση τῆς Δι­και­ο­σύ­νης, ἰ­δι­αι­τέ­ρως τοῦ Συμ­βου­λί­ου τῆς Ἐ­πι­κρα­τεί­ας καὶ τοῦ Ἀ­ρεί­ου Πά­γου, ἐ­νῶ δί­και­ες καὶ φι­λο­λα­ϊ­κὲς ἀ­πο­φά­σεις τῶν κα­τω­τέ­ρων δι­κα­στη­ρί­ων ἁ­πλῶς δὲν ἐ­φαρ­μό­ζον­ται.
Δὲν μι­λᾶ­με γι­ὰ τοὺς πο­λυ­πλη­θεῖς μνη­μο­νι­α­κοὺς ἐγ­κα­θέ­τους ―τύ­που Τόμ­σεν, Ρά­ι­χεν­μπαχ, Φοῦχ­τελ― ποὺ σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὴν τρι­με­ρὴ δω­σι­λο­γι­κὴ Κυ­βέρ­νη­ση δι­οι­κοῦν τὴν κα­τε­χό­με­νη Ἑλ­λά­δα ἐ­ρή­μην καὶ ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ὑ­πο­δού­λου ἑλ­λη­νι­κοῦ λα­οῦ.
Δὲν μι­λᾶ­με γι­ὰ τὸν ἔν­τυ­πο καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως τὸν ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ Τύ­πο, ποὺ μὲ ἀ­σύ­στο­λα ψεύ­δη καὶ μὲ τὴν γκαιμ­πε­λι­κὴ δε­ξι­ο­τε­χνί­α ἀ­πο­προ­σα­να­το­λί­ζουν, κα­τα­τρο­μο­κρα­τοῦν, πα­νι­κο­βάλ­λουν τὸν λα­ὸ καὶ συ­χνὰ τὸν σπρώ­χνουν στὸν αὐ­το­χει­ρι­α­σμό· μέ­σα στὰ σπί­τι­α μας ἔ­χου­με βά­λει τὶς τη­λε­ο­ρά­σεις, δη­λα­δὴ τοὺς ὀ­χε­τοὺς τῶν βό­θρων τῆς νε­ο­τα­ξί­τι­κης προ­πα­γάν­δας, κα­θι­στών­τας τὶς ἑ­στί­ες μας χα­βού­ζα τῆς Παγ­κο­σμι­ο­κρα­τί­ας!­!!



Βε­βαί­ως δὲν αἰ­σθα­νό­μα­στε, δὲν σκεφ­τό­μα­στε καὶ δὲν ἐ­νερ­γοῦ­με ὅ­λοι ἔτ­σι, ὅ­πως προ­η­γου­μέ­νως πε­ρι­έ­γρα­ψα. Ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἀν­τι­στε­κό­μα­στε εἴ­μα­στε πο­λὺ λί­γοι.
Καὶ δὲν ἐν­νο­ῶ ἐ­κεί­νους ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ὡς ἀν­τὶ-μνη­μο­νι­α­κοί, πά­σης ἀ­πο­χρώ­σε­ως καὶ κα­τη­γο­ρί­ας· ποὺ εἴ­τε υἱ­ο­θε­τοῦν τὴν ἰ­δε­ο­λο­γί­α τῆς Παγ­κο­σμι­ο­κρα­τί­ας εἴ­τε ―ἐ­σχά­τως― «ἀ­να­κά­λυ­ψαν» τὴ Ρω­μη­ο­σύ­νη καὶ χα­μαι­λε­ον­τί­ζον­τες τὴν κα­πη­λεύ­ον­ται πρὸς ἄ­γραν ψή­φων ἢ πρὸς ὑ­πο­νό­μευ­σή της, γι­ὰ νὰ ὁ­λο­κλή­ρω­σουν τὸν ἀ­φα­νι­σμὸ τοῦ Γέ­νους τῶν Ἑλ­λή­νων τό­σο πο­λι­τι­σμι­κὰ ὅ­σο καὶ βι­ο­λο­γι­κά.
Ἐν­νο­ῶ ἐ­κεί­νους ποὺ ἐμ­μέ­νου­με στὴ Ρω­μη­ο­σύ­νη μας καὶ πο­θοῦ­με μι­ὰν ὀρ­θό­δο­ξη, ἐ­λεύ­θε­ρη καὶ δη­μο­κρα­τι­κὴ ἑλ­λη­νί­δα Πα­τρί­δα μὲ δι­και­ο­σύ­νη καὶ εὐ­η­με­ρί­α· πό­θοι καὶ ὁ­ρά­μα­τα ποὺ μό­νον μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­ναν Ἐ­θνι­κὸ καὶ Χρι­στι­α­νι­κὸ Ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τι­κὸ Ἀ­γῶ­να μπο­ροῦν νὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θοῦν, ὅ­ταν μὲ τὴν πα­ρου­σί­α μας ὡς πο­λι­τῶν στὸ ἱ­στο­ρι­κὸ γί­γνε­σθαι καὶ μὲ τὴ δρά­ση μας δι­α­μορ­φω­θοῦν οἱ κα­τάλ­λη­λες συν­θῆ­κες. Ἀλ­λὰ ἕ­νας τέ­τοι­ος Ἀ­γῶ­νας σή­με­ρα φαί­νε­ται ἀ­νέ­φι­κτος, γι­α­τὶ οἱ ὀρ­θό­δο­ξοι Χρι­στι­α­νοὶ ἀ­δι­και­ο­λο­γή­τως καὶ ἀ­πα­ρα­δέ­κτως κα­θεύ­δου­με!­.­..
Καὶ ἐ­δῶ πρέ­πει νὰ ἐ­πι­ση­μά­νου­με καὶ νὰ στη­λι­τεύ­σου­με τὸ ἀν­τὶ-Χρι­στο καὶ ἀν­τὶ-Πα­τε­ρι­κὸ γε­γο­νός, ὅ­τι ἡ συν­τρι­πτι­κὴ πλει­ο­ψη­φί­α τῶν γε­ρόν­των καὶ τῶν πνευ­μα­τι­κῶν ―ὁ­μνύ­ον­τας στὴν ἐ­πά­ρα­τη Δε­σπο­το­κρα­τί­α― συμ­βου­λεύ­ουν τὴν ἀ­πο­χή μας ἀ­πὸ τὰ τε­κται­νό­με­να καὶ τὴν ἀ­πο­κλει­στι­κὴ ἐ­να­σχό­λη­σή μας μὲ τὰ τοῦ οἴ­κου μας, συ­νι­στών­τας ἁ­πλῶς τὴν αὐ­το­νό­η­τη προ­σευ­χή. Δι­α­στρο­φι­κὰ ἀ­να­φε­ρό­με­νοι στὶς προ­φη­τεῖ­ες δι­δά­σκουν ὅ­τι πρέ­πει νὰ πε­ρι­μέ­νου­με ἐκ Θε­οῦ τὴ λύ­ση, χω­ρὶς τὴ δι­κή μας συμ­με­το­χὴ καὶ δρά­ση στὸ ἱ­στο­ρι­κὸ γί­γνε­σθαι τῆς ἐ­πο­χῆς μας!­.­..
Ἀλ­λὰ ἡ Πα­ρά­δο­ση τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης δὲν εἶ­ναι ἡ φυ­γο­μα­χί­α καὶ ὁ ρα­γι­α­δι­σμός. Προ­σευ­χή, βε­βαί­ως ναί! Ἀλ­λά, πῶς; Ση­κώ­νου­με τὸ λά­βα­ρο τοῦ Ἀ­γῶ­να, ἁρ­πά­ζου­με τὸ γι­α­τα­γά­νι καὶ τὸ κα­ρι­ο­φί­λι, καὶ ζη­τᾶ­με ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ νὰ εὐ­λο­γή­σει τὰ ὅ­πλα μας καὶ νὰ μᾶς βο­η­θή­σει στὸν ἀ­γῶ­να μας. Ἔτ­σι ξε­κί­νη­σαν καὶ δι­ε­ξή­χθη­σαν χι­λι­ά­δες ἐ­ξε­γέρ­σεις κα­τὰ τὴ δι­άρ­κει­α τῆς μα­κραί­ω­νης τουρ­κο­κρα­τί­ας· ἔτ­σι ξε­κί­νη­σε καὶ δι­ε­ξή­χθη ἡ Ἐ­πα­νά­στα­ση τοῦ 1821· ἔτ­σι ἔ­γι­νε πάν­τα!­.­..
Ἡ Πα­να­γί­α προ­στά­τευ­σε τὴν Πό­λη κα­τὰ τῶν Ἀ­βά­ρων καὶ τῶν Περ­σῶν καὶ τὴν εἶ­δαν πά­νω στὰ τεί­χη· ἀλ­λὰ ποι­οί τὴν εἶ­δαν; οἱ μα­χη­τές! Ἀν­τα­πο­κρί­θη­κε στὴν προ­σευ­χὴ τῶν Χρι­στι­α­νῶν· ἀλ­λὰ ποί­ων Χρι­στι­α­νῶν; τῶν μα­χο­μέ­νων Χρι­στι­α­νῶν!
Ἡ ποι­μαν­τι­κὴ τῆς Δε­σπο­το­κρα­τί­ας εἶ­ναι μι­ὰ «μι­κρο­α­στι­κὴ» ποι­μαν­τι­κὴ γι­ὰ φο­βι­σμέ­νους καὶ πα­νι­κό­βλη­τους «νοι­κυ­ραί­ους»! Δὲν οἰ­κο­δο­μεῖ ἀ­γω­νι­στὲς Χρι­στι­α­νούς, ποὺ θὰ μι­μη­θοῦν τοὺς μάρ­τυ­ρες καὶ τοὺς ἁ­γί­ους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας· δι­α­μορ­φώ­νει ἐ­ξαρ­τη­μέ­νους καὶ ἀ­νη­κά­στους ἁ­μαρ­τω­λοὺς καὶ ἀλ­λο­τρι­ω­μέ­νους χρι­στι­α­νού­λη­δες, κα­τάλ­λη­λους γι­ὰ τὸν ρό­λο τοῦ κό­λα­κα στὶς «αὐ­λὲς» τῆς Δε­σπο­το­κρα­τί­ας καὶ γι­ὰ τὸν ρό­λο τοῦ πα­ρα­τρε­χα­μέ­νου στοὺς «θι­ά­σους» τῆς Γε­ρον­το­κρα­τί­ας.

Γι­ὰ ἐ­μᾶς, λοι­πόν, μέ­σα στὶς συν­θῆ­κες τῆς κα­το­χῆς καὶ τῆς ὑ­πο­δου­λώ­σε­ως, καὶ μά­λι­στα ἐν ὄ­ψει τῆς ἀρ­νή­σε­ώς μας νὰ πα­ρα­λά­βου­με τὴν Κάρ­τα τοῦ Πο­λί­τη ἢ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ἄλ­λο μέ­σον ἐ­λέγ­χου καὶ πα­ρα­κο­λου­θή­σε­ώς μας (ἂν καὶ ὅ­λοι μας ἔ­χου­με κι­νη­τὰ τη­λέ­φω­να στὶς τσέ­πες μας καὶ τη­λε­ο­ρά­σεις στὰ σπί­τι­α μας, δη­λα­δὴ τὸ μά­τι τοῦ Με­γά­λου Ἀ­δελ­φοῦ μᾶς ἀ­κο­λου­θεῖ παν­τοῦ καὶ τὸ στό­μα του μᾶς κα­θο­δη­γεῖ ἀ­δι­α­λεί­πτως!­!­!­), γι­ὰ ἐ­μᾶς λοι­πόν, τί­θε­ται ἄ­με­σα ἡ ἀ­νάγ­κη καὶ τὸ κα­θῆ­κον νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σου­με, ὥ­στε νὰ δι­α­φεν­τεύ­σου­με τὴ Ρω­μη­ο­σύ­νη μας καὶ νὰ με­τα­λαμ­πα­δεύ­σου­με τὰ ἰ­δα­νι­κὰ καὶ τὰ πι­στεύ­μα­τά της στοὺς ἀ­πο­γό­νους μας.
Τί πρέ­πει νὰ κά­νου­με; Τὴν ἀ­πάν­τη­ση μᾶς τὴ δί­νουν ἡ ἱ­στο­ρί­α καὶ ἡ πα­ρά­δο­ση τοῦ Ἔ­θνους μας.
Ἡ Ρω­μη­ο­σύ­νη μας πρὶν καὶ με­τὰ τὸν Χρι­στὸ γα­λου­χή­θη­κε, με­γα­λούρ­γη­σε καὶ δι­α­σώ­θη­κε ὡς Κοι­νό­τη­τα.
Πρὶν τὸν Χρι­στὸ μὲ τὴ μορ­φὴ τῆς Πό­λε­ως καὶ δι­οι­κή­θη­κε μὲ τὴν ἐκ­κλη­σί­α τοῦ δή­μου.
Στὴν ἀρ­χαί­α Ἐκ­κλη­σί­α ἡ Χρι­στι­α­νι­κὴ Κοι­νό­τη­τα υἱ­ο­θέ­τη­σε τὸ συ­νο­δι­κὸ σύ­στη­μα.
Στὴν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τά τους ἐ­πέ­λε­ξαν τὴν δι­ὰ κλή­ρου συμ­με­το­χὴ καὶ ἀ­νά­δει­ξη τό­σο ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Δή­μου γι­ὰ τὰ ὑ­πουρ­γή­μα­τα, ὅ­σο καὶ ἡ Χρι­στι­α­νι­κὴ Κοι­νό­τη­τα γι­ὰ τὰ δι­α­κο­νή­μα­τα (μά­λι­στα μὲ θεί­α πα­ρέμ­βα­ση κα­τὰ τὴν ἐ­κλο­γὴ τοῦ δω­δε­κά­του ἀ­πο­στό­λου στὴ θέ­ση τοῦ ἀ­πο­στά­του Ἰ­ού­δα).
Ἡ Κοι­νό­τη­τα μὲ τὴ δη­μο­γε­ρον­τί­α δι­έ­σω­σε τὴν ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξη Πα­ρά­δο­ση στὰ χρό­νι­α τῆς τουρ­κι­κῆς σκλα­βι­ᾶς.
Ἡ Κοι­νό­τη­τα ἕ­νω­σε, ὀρ­γά­νω­σε, δι­έ­σω­σε καὶ προ­έ­βα­λε τὴν ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξη Πα­ρά­δο­ση τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ τῆς Δι­α­σπο­ρᾶς.
Ἡ Κοι­νό­τη­τα ὀρ­γά­νω­σε, χρη­μα­το­δό­τη­σε καὶ ἡ­γή­θη­κε τῆς Πα­λιγ­γε­νε­σί­ας τοῦ 1821.
Ἡ Χρι­στι­α­νι­κὴ Κοι­νό­τη­τα ὅ­πως πάν­τα πρέ­πει νὰ παί­ξει πά­λι σή­με­ρα καὶ στὰ δύ­σκο­λα χρό­νι­α ποὺ ἔρ­χον­ται τὸν ρό­λο της κι ἐ­μεῖς ὡς Ἐκ­κλη­σί­α νὰ κα­τα­στοῦ­με πά­λι ἡ Κι­βω­τὸς τοῦ Γέ­νους τῶν Ἑλ­λή­νων.

Εἶ­ναι κα­τα­φά­νε­ρο, ὅ­τι γι­ὰ νὰ δι­α­τη­ρή­σου­με τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Πί­στη μας καὶ νὰ τὴ δι­α­φυ­λά­ξου­με ἀ­πὸ τὴν πα­ναί­ρε­ση τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ πρέ­πει νὰ υἱ­ο­θε­τή­σου­με τὴν κα­τὰ Χρι­στὸν ζω­ὴ καὶ ὄ­χι μό­νον ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κὰ τὴ λα­τρευ­τι­κὴ ζω­ὴ τῆς Κυ­ρι­α­κῆς καὶ τῶν με­γά­λων ἑ­ορ­τῶν.
Ὅ­σο ἡ Πα­τρί­δα μας ἦ­ταν ὀρ­θό­δο­ξη χώ­ρα ―μὲ ὅ­λες τὶς τα­ξι­κὲς ἀ­νι­σό­τη­τες καὶ συγ­κρού­σεις, τὴ συ­νε­πα­γο­μέ­νη ἀ­δι­κί­α, τὴν αὐ­ταρ­χι­κό­τη­τα, τὶς πο­λι­τι­κὲς δι­ώ­ξεις κ.λπ.― ἡ κοι­νω­νι­κὴ καὶ δη­μό­σι­α ζω­ὴ τε­λοῦ­σε, σὲ γε­νι­κὲς γραμ­μές, ὑ­πὸ τὴν εὐ­λά­βει­α τοῦ λα­οῦ καὶ τῶν πο­λι­τει­α­κῶν καὶ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν λει­τουρ­γῶν της, στὰ πλαί­σι­α μι­ᾶς δι­ευ­ρυ­μέ­νης Χρι­στι­α­νι­κῆς Κοι­νό­τη­τας μὲ ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξη Παι­δεί­α, ποὺ λί­γο-πο­λὺ δι­α­κρα­τοῦ­σε τὴν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πί­στε­ως μας, ὅ­πως μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α τους καὶ τὴν πρα­κτι­κή τους δι­α­μόρ­φω­σαν καὶ μᾶς πα­ρέ­δο­σαν οἱ ἅ­γι­οι καὶ θε­ο­φό­ροι Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, καὶ ὅ­που οἱ ἐ­νο­ρί­ες λει­τουρ­γοῦ­σαν κα­τὰ τὸν τρό­πο τοῦ προ­ο­ρι­σμοῦ τους.
Μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με ὅ­τι δὲν ὑ­πῆρ­χε ἰ­δι­αί­τε­ρα σο­βα­ρὸ πρό­βλη­μα γι­ὰ τὴν πο­λι­τι­σμι­κὴ ὑ­πό­στα­ση καὶ τὴν ἰ­δι­ο­προ­σω­πί­α τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης, τῶν Ἑλ­λή­νων. Με­μο­νω­μέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις κα­κο­δό­ξων ἐγ­χει­ρη­μά­των ἢ ὀρ­γα­νω­μέ­νες προ­σπά­θει­ες αἱ­ρε­τι­κῶν (χι­λι­α­στῶν, προ­τε­σταν­τῶν, πα­πι­στῶν κ.ἄ.) ἀν­τι­με­τω­πί­ζον­ταν σχε­τι­κὰ εὔ­κο­λα καὶ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κά, ἐ­νῶ οἱ δυ­τι­κό­φρο­νες σκε­πτι­κι­στὲς τῆς «νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας» καὶ τῆς «με­τα­νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας» δὲν τολ­μοῦ­σαν νὰ ἐκ­δη­λω­θοῦν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸν στε­νὸ κύ­κλο τῶν ὁ­μο­ϊ­δε­α­τῶν τους· καὶ ὅ­ταν χρει­α­ζό­ταν ἔ­παιρ­ναν τὶς δέ­ου­σες ἑλ­λη­νι­κὲς καὶ ὀρ­θό­δο­ξες ἀ­παν­τή­σεις. Ὁ Ρω­μη­ὸς εἶ­χε τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ παι­δα­γω­γη­θεῖ ἐ­παρ­κῶς καὶ νὰ στη­ρι­χθεῖ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κὰ στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Πί­στη του καὶ στὸ Ἐ­θνι­κὸ Φρό­νη­μά του.
Δυ­στυ­χῶς, σή­με­ρα ἡ Πα­τρί­δα μας ἔ­πα­ψε νὰ εἶ­ναι μί­α ὀρ­θό­δο­ξη χώ­ρα· κι ἂς δί­νουν οἱ στα­τι­στι­κὲς καὶ οἱ δη­μο­σκο­πή­σεις ὑ­ψη­λὰ πο­σο­στὰ στοὺς ὀρ­θο­δό­ξους Χρι­στι­α­νούς. Αὐ­τὰ τὰ στοι­χεῖ­α εἶ­ναι πλα­σμα­τι­κὰ καὶ δὲν ἀ­φο­ροῦν στοὺς συ­νει­δη­τοὺς ὀρ­θο­δό­ξους Χρι­στι­α­νούς. Ἀ­φο­ροῦν γε­νι­κὰ στοὺς βα­πτι­σμέ­νους, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­χουν μί­αν ἀ­το­μι­κὴ (ἀ­λὰ-κὰρτ) «ὀρ­θό­δο­ξη» πί­στη, πι­στεύ­ον­τας ὁ κα­θέ­νας τὶς δι­κές του δο­ξα­σί­ες, ποὺ ἐ­κτεί­νον­ται ἀ­πὸ τὴ δει­σι­δαι­μο­νί­α, τὸν ἀ­πο­κρυ­φι­σμὸ καὶ τὴ μα­γεί­α ἕ­ως τὴν προ­σαρ­μο­γὴ τῆς πί­στε­ως στὰ πά­θη μας καὶ στὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας, ἀ­κό­μη καὶ στὴ συ­νει­δη­τὴ ἐ­πι­λο­γὴ καὶ υἱ­ο­θέ­τη­ση αἱ­ρέ­σε­ων καὶ κυ­ρί­ως τῆς πα­ναι­ρέ­σε­ως τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ.
Οἱ συ­νει­δη­τοὶ ὀρ­θό­δο­ξοι Χρι­στι­α­νοὶ —αὐ­τὸ τὸ μι­κρὸ λῆμ­μα ποὺ προ­σπα­θεῖ νὰ δι­α­κρα­τή­σει, νὰ δι­α­φυ­λά­ξει καὶ νὰ ἐ­φαρ­μό­σει τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Πί­στη μας ὅ­πως μᾶς τὴν πα­ρέ­δω­σαν οἱ ἅ­γι­οι καὶ θε­ο­φό­ροι Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας— βρι­σκό­μα­στε δι­ά­σπαρ­τοι καὶ ἀ­πο­μο­νω­μέ­νοι με­τα­ξὺ κα­κο­δό­ξων καὶ ἀλ­λο­δό­ξων, ἀ­θέ­ων καὶ πα­γα­νι­στῶν, ἀ­πο­κρυ­φι­στῶν καὶ μά­γων, αἱ­ρε­τι­κῶν καὶ ἀλ­λο­πί­στων, χα­μέ­νοι σὲ μί­αν παν­σπερ­μί­α πο­λι­τι­σμι­κῶν ἐ­ποί­κων ποὺ σύν­το­μα θὰ κα­τα­στοῦν ἡ πλει­ο­ψη­φί­α τῶν κα­τοί­κων τῆς χώ­ρας μας ―κι ἔτ­σι θὰ πά­ψει πλέ­ον νὰ εἶ­ναι ἡ «χώ­ρα» μας.
Τό­σο ἡ χρι­στο­μά­χος καὶ ἐκ­κλη­σι­ο­μά­χος Πο­λι­τεί­α ὅ­σο καὶ ἡ αἱ­ρε­τί­ζου­σα κι αἱ­ρε­τι­κὴ δι­οι­κοῦ­σα Ἱ­ε­ραρ­χί­α δι­ε­ξά­γουν λυ­σώ­δη καὶ ἀ­νέν­τι­μο πό­λε­μο κα­τὰ τῆς Ἁ­γί­ας Ὀρ­θο­δο­ξί­ας μας. Σή­με­ρα βρι­σκό­μα­στε σὲ ἕ­ναν πα­ρό­μοι­ο ἐ­χθρι­κὸ κα­τὰ τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του κό­σμο —ἐν­δε­χο­μέ­νως καὶ χει­ρό­τε­ρο— μὲ ἐ­κεῖ­νον ποὺ μαρ­τυ­ρι­κὰ βί­ω­σε ἡ ἀρ­χαί­α Ἐκ­κλη­σί­α. Καὶ εἶ­ναι τό­τε ποὺ ἡ Χρι­στι­α­νι­κὴ Κοι­νό­τη­τα δι­έ­σω­σε, δί­δα­ξε καὶ δι­έ­δω­σε τὴν Ἀ­λή­θει­α Του, ἔ­στω καὶ ὑ­πὸ δι­ωγ­μὸ τε­λοῦ­σα στὶς κα­τα­κόμ­βες καὶ σὲ ἄλ­λα κα­τα­φύ­γι­α.



Γι­ὰ νὰ δι­α­κρα­τή­σου­με τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Πί­στη μας, λοι­πόν, καὶ γι­ὰ νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σου­με, πρέ­πει νὰ συγ­κρο­τή­σου­με Χρι­στι­α­νι­κὲς Κοι­νό­τη­τες, τὴ μορ­φὴ καὶ τὴν ὀρ­γά­νω­ση τῶν ὁ­ποί­ων ―μὲ τὸ ἔ­λε­ος καὶ τὴ χά­ρη τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ καὶ μὲ τὴ φώ­τι­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος― ἀ­πὸ κοι­νοῦ, συλ­λο­γι­κὰ καὶ συ­νο­δι­κά, θὰ βροῦ­με. Ἀλ­λὰ πρέ­πει αὐ­τὸ νὰ κα­τα­στεῖ πρώ­τη καὶ ἄ­με­ση προ­τε­ραι­ό­τη­τά μας. Οἱ ἐ­ξε­λί­ξεις, ἄλ­λω­στε, προ­χω­ροῦν μὲ ρα­γδαί­ους ρυθ­μοὺς καὶ μὲ γε­ω­με­τρι­κὴ πρό­ο­δο.
Τὸ ἐγ­χεί­ρη­μα δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἐ­ξό­χως ἀ­πα­ραί­τη­το καὶ ση­μα­τι­κό. Εἶ­ναι ἡ μό­νη δι­έ­ξο­δος ποὺ μᾶς ἀ­πο­μέ­νει, γι­α­τὶ δὲν πρέ­πει νὰ ξε­γε­λι­ό­μα­στε: οἱ πρό­νοι­ες γι­ὰ τὶς μει­ο­νό­τη­τες ποὺ προ­βλέ­πον­ται σὲ δι­ε­θνεῖς Συμ­βά­σεις, στὸ ἑλ­λη­νι­κὸ Σύν­ταγ­μα καὶ στὴν ἐ­θνι­κὴ Νο­μο­θε­σί­α καμ­μί­α ἰ­σχὺ δὲν ἔ­χουν ὅ­ταν συγ­κρού­ον­ται μὲ τὰ συμ­φέ­ρον­τα καὶ τοὺς σχε­δι­α­σμοὺς τῶν κα­τα­κτη­τῶν. Αὐ­τό, βε­βαί­ως, δὲν ση­μαί­νει ὅ­τι δὲν πρέ­πει νὰ συ­νε­χί­σου­με καὶ μά­λι­στα νὰ ἐν­τεί­νου­με τὴ δι­εκ­δί­κη­ση τῶν ἀν­θρω­πί­νων δι­και­ω­μά­των μας καὶ τῶν πο­λι­τι­κῶν ἐ­λευ­θε­ρι­ῶν μας.
Ἡ συμ­με­το­χή μας στὴν Χρι­στι­α­νι­κὴ Κοι­νό­τη­τα συ­νε­πά­γε­ται τὴν ἐ­πι­λο­γὴ τῆς ἐν Χρι­στῷ ζω­ῆς, συ­νε­πά­γε­ται τὴν ἀλ­λα­γὴ τοῦ τρό­που τῆς ζω­ῆς μας· κι αὐ­τὸ ση­μαί­νει τὴν ἐγ­κα­τά­λει­ψη τοῦ ἐ­κμαυ­λι­στι­κοῦ κα­τα­να­λω­τι­σμοῦ καὶ τοῦ ἐ­γω­πα­θοῦς ἀ­το­μι­σμοῦ. Βε­βαί­ως εἶ­ναι πο­λὺ δύ­σκο­λο, ἀλ­λὰ ὄ­χι ἀ­νέ­φι­κτο.
Ση­μαί­νει ρή­ξεις μέ­σα μας καὶ μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον μας· τὸ οἰ­κο­γε­νει­α­κό, τὸ κοι­νω­νι­κό, τὸ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κό.
Ση­μαί­νει ἁ­πλού­στε­ρη ζω­ὴ καὶ στε­ρή­σεις, σὲ σχέ­ση μὲ ὅ,τι ἔ­χου­με συ­νη­θί­σει ἕ­ως τώ­ρα· ἀλ­λὰ ση­μαί­νει καὶ ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση ἀ­πὸ ἀ­νού­σι­ες ἐ­ξαρ­τή­σεις καὶ ἀ­πα­ξί­ες.
Ση­μαί­νει ποι­ο­τι­κὰ κα­λύ­τε­ρη καὶ πνευ­μα­τι­κὰ ἀ­νώ­τε­ρη ζω­ή, ποὺ προ­σφέ­ρει πραγ­μα­τι­κὴ χα­ρὰ καὶ εὐ­τυ­χί­α.
Ἄλ­λω­στε οἱ κα­το­χι­κὲς συν­θῆ­κες ποὺ μᾶς ἐ­πι­βάλ­λον­ται κα­ταρ­γοῦν τὴν ψευ­δαί­σθη­ση τῆς εὐ­η­με­ρί­ας, μὲ τὴν ὁ­ποί­α ζή­σα­με τὶς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες, ὥ­στε ἡ ζω­ὴ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὶς Χρι­στι­α­νι­κὲς Κοι­νό­τη­τες νὰ μὴν προ­σφέ­ρει πλέ­ον τὶς ἀ­νέ­σεις καὶ τὶς ἀ­πο­λαύ­σεις στὶς ὁ­ποῖ­ες ἔ­χου­με συ­νη­θί­σει· ἀν­τι­θέ­τως ἡ ζω­ὴ ἐ­κτὸς τῶν Χρι­στι­α­νι­κῶν Κοι­νο­τή­των θὰ εἶ­ναι χει­ρό­τε­ρη καὶ δι­αρ­κῶς βαί­νου­σα ἐ­πὶ τὰ χεί­ρω.
Ἀλ­λὰ σὲ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο πρέ­πει νὰ δι­α­πι­στώ­σου­με τὴν οἰ­κο­νο­μί­α καὶ τὴν πρό­νοι­α τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ μᾶς ἀ­φαι­ρεῖ τὰ πε­ριτ­τὰ γι­ὰ νὰ ὁ­δη­γη­θοῦ­με στὰ χρή­σι­μα καὶ ση­μαν­τι­κά, τὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι οἱ ἀ­πα­ραί­τη­τες προ­ϋ­πο­θέ­σεις τῆς σω­τη­ρί­ας μας στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ!­.­.. Γι’ αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ δε­χθοῦ­με τὴν ἐ­θνι­κὴ συμ­φο­ρὰ τῆς ση­με­ρι­νῆς κα­το­χῆς ―ἀ­πὸ τὴν ἄ­πο­ψη τῆς ὄν­τως ζω­ῆς― καὶ ὡς εὐ­λο­γί­α, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς συ­νε­γεί­ρει πνευ­μα­τι­κὰ καὶ ἐν τέ­λει νὰ μᾶς σώ­σει. Στὸ χέ­ρι μας βρί­σκε­ται ἡ ἐ­πι­λο­γή!­.­..

Βε­βαί­ως αὐ­τὴ ἡ ἐ­πι­λο­γὴ ἔ­πρε­πε νὰ εἶ­ναι ἔρ­γο τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας· ἐ­ὰν ἐ­πρό­κει­το γι­ὰ πραγ­μα­τι­κὴ Ἱ­ε­ραρ­χί­α, μὲ τὴν εὐ­λο­γί­α τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι ἀ­να­δε­δειγ­μέ­νη καὶ λει­τουρ­γοῦ­σα· εἰς τό­πον καὶ εἰς τύ­πον Χρι­στοῦ εὑ­ρι­σκο­μέ­νη καὶ ὀρ­θο­το­μοῦ­σα τὸν λό­γον τῆς Ἀ­λη­θεί­ας Του.
Ἀλ­λὰ δυ­στυ­χῶς δὲν πρό­κει­ται γι­ὰ πραγ­μα­τι­κή, ἐν Χρι­στῷ καὶ ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι Ἱ­ε­ραρ­χί­α· πρό­κει­ται γι­ὰ τὴ Δε­σπο­το­κρα­τί­α, ποὺ σφε­τε­ρί­ζε­ται τὴν ἱ­ε­ρω­σύ­νη καὶ τὴν ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νη.
Πρό­κει­ται δη­λα­δὴ γι­ὰ τὸ αὐ­θαί­ρε­το, αὐ­ταρ­χι­κὸ καὶ ἐ­ξου­σι­ο­κρα­τι­κὸ κα­θε­στώς, πού, ἐ­νῶ βρί­σκε­ται ἐ­κτὸς τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πί­στε­ως, ἐ­χει ἐ­πι­βλη­θεῖ ἐν­τὸς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ ἀ­σχη­μο­νεῖ ἐ­πὶ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας: γεν­νᾶ, ὑ­πο­θάλ­πει καὶ καλ­λι­ερ­γεῖ κα­κο­δο­ξί­ες καὶ αἱ­ρέ­σεις, ἀ­να­γνω­ρί­ζον­τας λ.χ. τὸν Πα­πι­σμὸ ὡς ἀ­δελ­φὴ «Ἐκ­κλη­σί­α» καὶ συμ­με­τέ­χον­τας στὸ προ­τε­σταν­τι­κὸ Παγ­κό­σμι­ο Συμ­βού­λι­ο τῶν «Ἐκ­κλη­σι­ῶν»· δη­μι­ουρ­γεῖ ἠ­θι­κὰ καὶ οἰ­κο­νο­μι­κὰ σκάν­δα­λα.
Ἔ­φθα­σε μά­λι­στα στὸ ση­μεῖ­ο νὰ ζη­τή­σει ἀ­πὸ τὴν Ἀρ­χὴ Προ­στα­σί­ας Προ­σω­πι­κῶν Δε­δο­μέ­νων τὴν προ­στα­σί­α τῶν με­λῶν καὶ θι­α­σω­τῶν τῆς Δε­σπο­το­κρα­τί­ας ἀ­πὸ τὸν ἔ­λεγ­χο τῆς ὁ­μο­φυ­λο­φι­λί­ας τους!­!! Δὲν κά­νε­τε λά­θος, κα­λὰ τὸ ἀ­κού­σα­τε· αὐ­τὸ συ­νέ­βη ἐ­πὶ ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Χρι­στο­δού­λου καὶ μά­λι­στα ἀ­πὸ τὸν ἴ­δι­ο μὲ τὴ συ­νερ­γί­α τῶν ὑ­πό­λοι­πων ἐ­πι­σκό­πων, ποὺ συγ­κρο­τοῦ­σαν ἐ­κεί­νη τὴν πε­ρί­ο­δο τὴν κα­τ’ εὐ­φη­μι­σμὸν Ἱ­ε­ρὰ Σύ­νο­δο!­.­..
Αὐ­τὸ τὸ δε­σπο­το­κρα­τι­κὸ κα­θε­στὼς ὄ­χι πε­ρὶ τὴν Πί­στη, ἀλ­λὰ πε­ρὶ ἀλ­λο­τρί­ων τυρ­βά­ζει μὲ ἑ­ω­σφο­ρι­κὴ ἀ­λα­ζο­νεί­α καὶ οἴ­η­ση.­.. Καὶ κυ­ρί­ως ταυ­τί­ζε­ται, συ­νερ­γά­ζε­ται καὶ ἀλ­λη­λο­ϋ­πο­στη­ρί­ζε­ται μὲ τὴν κο­σμι­κὴ ἐ­ξου­σί­α· ὄ­χι μό­νον μὲ τὶς ἑ­κά­στο­τε κυ­βερ­νή­σεις ―δη­μο­κρα­τι­κὲς ἢ δι­κτα­το­ρι­κές, ἐ­θνι­κὲς ἢ κα­το­χι­κὲς― ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὰ ἀ­φεν­τι­κὰ αὐ­τῶν τῶν κυ­βερ­νή­σε­ων, τοὺς σι­ω­νι­στὲς καὶ μα­σώ­νους παγ­κο­σμι­ο­κρά­τες, ποὺ πα­ρεμ­βαί­νουν κα­θο­ρι­στι­κὰ στὴν ἀ­νά­δει­ξη τῶν με­λῶν καὶ στε­λε­χῶν τοῦ δε­σπο­το­κρα­τι­κοῦ κα­θε­στῶ­τος.
Βε­βαί­ως καὶ ὑ­πάρ­χουν ἐ­ξαι­ρέ­σεις, ἀλ­λὰ ἀ­φο­μοι­ώ­νον­ται ―θέ­λον­τας καὶ μὴ― στὶς δο­μὲς καὶ στὴν ἰ­δε­ο­λο­γί­α τοῦ φι­λα­δέλ­φου τῆς δε­σπο­το­κρα­τί­ας. Στὴν προ­σε­χὴ Σύ­νο­δο τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας ἔ­χει ἤ­δη ἀ­πο­φα­σι­σθεῖ νὰ ἀ­πο­κα­τα­στα­θεῖ ὁ πρώ­ην Ἀτ­τι­κῆς κ. Παν­τε­λε­ή­μων Μπε­ζε­νί­της, κα­τα­δι­κα­σθεὶς τε­λε­σι­δί­κως ἀ­πὸ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ Δι­και­ο­σύ­νη καὶ μά­λι­στα ἐ­κτεί­σας ποι­νὴ κα­θείρ­ξε­ως στὶς φυ­λα­κές!­.­..
Ἡ Δε­σπο­το­κρα­τί­α ἔ­χει ἀ­πο­δε­χθεῖ ἀ­σμέ­νως τοὺς τρεῖς πει­ρα­σμοὺς ποὺ ὁ δι­ά­βο­λος ἀ­πηύ­θυ­νε στὸν Χρι­στό: ἐ­ξου­σί­α, δό­ξα, πλοῦ­το. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἡ ἐ­ξου­σί­α εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ ὁ­δή­γη­σε τὸν Ἑ­ω­σφό­ρο στὴν ἀν­ταρ­σί­α κα­τὰ τοῦ Θε­οῦ καὶ στὴν ἔκ­πτω­σή του ἀ­πὸ τὸν Οὐ­ρα­νό· ἀλ­λὰ καὶ τὸν ἄν­θρω­πο ὁ­δή­γη­σε στὴν ἀ­νυ­πα­κο­ὴ καὶ στὴν πτώ­ση του ἀ­πὸ τὸν Πα­ρά­δει­σο. Δη­λα­δὴ ἡ ἐ­ξου­σί­α εἶ­ναι αὐ­τὸ τοῦ­το τὸ προ­πα­το­ρι­κὸ ἁ­μάρ­τη­μα, ποὺ ἀ­να­πα­ρά­γει κά­θε γε­νι­ὰ καὶ κά­θε ἄν­θρω­πος, κρα­τών­τας τὸ γέ­νος στὴν πτώ­ση καὶ στὴν ἀ­με­τα­νο­η­σί­α δι­ὰ τῆς οἰ­ή­σε­ως, τῆς αὐ­το­δι­και­ώ­σε­ως καὶ τῆς αὐ­το­θε­ώ­σε­ως!­.­..
Γι’ αὐ­τὸ συμ­βαί­νει τὸ ἀ­συλ­λή­πτου αἰ­σχρό­τη­τος γε­γο­νός: ἐν­τὸς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ νὰ δι­οι­κεῖ ἡ ἱ­ε­ραρ­χί­α τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου!­!! Κι αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι αὐ­θαί­ρε­το συμ­πέ­ρα­σμα, ἀλ­λὰ ἡ μαρ­τυ­ρί­α τῶν γε­γο­νό­των· τῶν λό­γων καὶ τῶν ἔρ­γων τῆς Δε­σπο­το­κρα­τί­ας!

Σε­βα­στοὶ Πα­τέ­ρες, ἐν Χρι­στῷ ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοὶ καὶ ἀ­γα­πη­τὲς ἀ­δελ­φές,
κ­κλη­σί­α δὲν εἶ­ναι μό­νον ὁ ἐ­πί­σκο­πος, ὅ­πως δι­α­τεί­νε­ται ὁ Περ­γά­μου Ἰ­ω­άν­νης (Ζη­ζι­ού­λας) καὶ ἄλ­λοι οἰ­κου­με­νι­στὲς καὶ ἀν­τὶ-οἰ­κου­με­νι­στές!­.­.. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δὲν εἶ­ναι ἐ­πι­σκο­πο­κεν­τρι­κή, ἀλ­λὰ Χρι­στο­κεν­τρι­κή· Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ὁ Μέ­γας Ἀρ­χι­ε­ρεὺς καὶ οἱ ἐ­πί­σκο­ποι εἶ­ναι εἰς τό­πον Χρι­στοῦ μό­νον ὅ­ταν δι­α­κο­νοῦν τὴν Ἐκ­κλη­σί­α ὀρ­θο­το­μοῦν­τες τὸν λό­γο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας Του, δη­λα­δὴ ὅ­ταν εὑ­ρί­σκον­ται εἰς τύ­πον Χρι­στοῦ· τὸ ἐ­πι­σκο­πι­κὸ ἀ­ξί­ω­μα δὲν ὑ­φί­στα­ται χω­ρὶς αὐ­τὴ τὴν προ­ϋ­πό­θε­ση καὶ ἡ Δε­σπο­το­κρα­τί­α δὲν πλη­ροῖ καὶ δὲν τη­ρεῖ αὐ­τὸν τὸν ὅ­ρο.
Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τὸ σύ­νο­λο τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ καὶ τοῦ κλή­ρου. Ὁ ἐ­πί­σκο­πος καὶ οἱ ἱ­ε­ρεῖς, ὡς λει­τουρ­γοὶ τοῦ Ὑ­ψί­στου, δι­α­κο­νοῦν τὸν πι­στὸ λα­ὸ τοῦ Θε­οῦ, τὸν ποι­μέ­νουν, τὸν δι­δά­σκουν καὶ τὸν προ­στα­τεύ­ουν ἀ­πὸ τοὺς αἱ­ρε­τι­κούς, δι­α­σφα­λί­ζον­τας τὴν πο­ρεί­α του πρὸς τὴν σω­τη­ρί­α καὶ τὸν Χρι­στό. Ὑ­πη­ρέ­τες πρέ­πει νὰ εἶ­ναι, ὄ­χι δυ­νά­στες καὶ τύ­ραν­νοι. Λει­τουρ­γοὶ τοῦ Ὑ­ψί­στου πρέ­πει νὰ εἶ­ναι, ὄ­χι ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νοι καὶ ἐ­ξου­σι­α­στές.
Ἐ­πει­δή, λοι­πόν, οἱ ἐ­πί­σκο­ποι καὶ ὁ κλῆ­ρος δὲν εἶ­ναι αὐ­τοὶ ποὺ τοὺς ὅ­ρι­σε ὁ Χρι­στὸς νὰ εἶ­ναι, ἔ­χου­με μεί­νει ὀρ­φα­νοὶ ἀ­πὸ ποι­μέ­νες· ἀλ­λὰ ὡς μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του ἔ­χου­με ὁ­λό­κλη­ρη τὴν εὐ­θύ­νη ―μά­λι­στα κα­θέ­νας ἐξ ἡ­μῶν εἰς τὸ ἀ­κέ­ραι­ον― καὶ τὸ κα­θῆ­κον νὰ δι­α­σφα­λί­σου­με τὴν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πί­στε­ώς μας καὶ νὰ δι­α­φεν­τεύ­σου­με τὴν ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα τῆς στρα­τευ­ο­μέ­νης Ἐκ­κλη­σί­ας Του.
Γι’ αὐ­τὸ πρέ­πει ἄ­με­σα νὰ προ­χω­ρή­σου­με χω­ρὶς αὐ­τοὺς καὶ ἐν πολ­λοῖς ἐ­ναν­τί­ον αὐ­τῶν· στὸν βαθ­μὸ ποὺ ὡς ἀν­τὶ-οἰ­κου­με­νι­στὲς μᾶς πο­λε­μοῦν, μᾶς συ­κο­φαν­τοῦν καὶ μᾶς ὑ­πο­νο­μεύ­ουν ὡς εὑ­ρι­σκο­μέ­νους τά­χα ἐ­κτὸς Ἐκ­κλη­σί­ας, λό­γω τῆς Ἀ­πο­τει­χί­σε­ώς μας ἀ­πὸ αἱ­ρε­τι­κοὺς κι αἱ­ρε­τί­ζον­τες ἐ­πι­σκό­πους, δη­λα­δὴ ἀ­νυ­πο­στά­τους ἐ­πι­σκό­πους.
Ἀν­τι­θέ­τως, ἐ­κεῖ­νοι εἶ­ναι ποὺ βρί­σκον­ται ἐ­κτὸς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ· κι ἐ­μεῖς, ἀ­πο­τει­χι­ζό­με­νοι ἀ­πὸ αὐ­τούς, ἐ­πι­στρέ­φου­με στὴν Ἐκ­κλη­σί­α Του.
Εἶ­ναι κρί­μα, ποὺ αὐ­τὸ δὲν τὸ ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται καὶ ἄλ­λοι ἀ­δελ­φοί μας, ποὺ βρί­σκον­ται ἐγ­κλω­βι­σμέ­νοι σὲ ἐ­παμ­φο­τε­ρί­ζον­τες ἀν­τὶ-οἰ­κου­με­νι­στι­κοὺς κύ­κλους καὶ ἐ­πη­ρε­ά­ζον­ται ἀ­πὸ τὰ ἐ­πί­σης ἐ­παμ­φο­τε­ρί­ζον­τα «βα­ρι­ὰ» ὀ­νό­μα­τα τοῦ ἀν­τὶ-οἰ­κου­με­νι­στι­κοῦ χώ­ρου, ὅ­που ―ὡ­στό­σο― ἀ­να­πα­ρά­γε­ται ἀ­τό­φι­ο καὶ ἀ­πο­κρου­στι­κὸ τὸ ἐ­πά­ρα­το κα­θε­στὼς τῆς Δε­σπο­το­κρα­τί­ας!­!!
Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θει­α καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι ποὺ πρέ­πει νὰ πρά­ξου­με «ἑ­πό­με­νοι τῆς ἁ­γί­οις πα­τρᾶ­σι» ὡς συ­νει­δη­τά, συ­νε­τὰ καὶ συ­νε­πῆ μέ­λη τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μας· τῆς Μί­ας Ἁ­γί­ας Κα­θο­λι­κῆς καὶ Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ.

Ἀ­μήν.

Λαυ­ρεν­τι­ος Ντετ­ζι­ορ­τζι­ο