Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Το ΜΕΓΑ ΧΑΣΜΑ μεταξύ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ και αγίου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ


«ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ   ΚΑΙ   ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ   ΣΤΟΝ   ΙΔΙΟ   ΧΡΙΣΤΟ»!!!

ΤΑΔΕ ΕΦΗ Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ
Α.Π.Π ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.  κ. Χ. ΑΤΜΑΤΖΙΔΗΣ
 Διαμαρτυρία πιστοῦ ἀπέτρεψε συμμετοχὴ ἱερωμένων σὲ συμπροσευχές


   Συμπροσευχὴ πραγματοποιήθηκε στὶς 21/1/2012 στὴν Θεσσαλονίκη, στὴν ὁποία συμμετεῖχαν Ὀρθόδοξοι, Παπικοί, Ἀγγλικανοί, Εὐαγγελικοὶ καὶ Ἀρμένιοι. Ἡ συμπροσευχὴ ἔγινε στὸν Καθολικὸ Καθεδρικὸ Ναὸ τῶν Λαζαριστῶν τῆς «Ἀσπίλου Συλλήψεως τῆς Θεοτόκου». Καὶ μόνο τὸ ὄνομα τοῦ Ναοῦ, δηλώνει τὴν ἀντίστοιχη αἵρεση τῶν Παπικῶν. Κι ὅμως, στὴν οἰκουμενιστικὴ αὐτὴ βραδιὰ καὶ στὴν συμπροσευχή, συμμετεῖχε ὡς κεντρικὸς ὁμιλητὴς ὁ «ἐπίκουρος καθηγητὴς θεολογίας στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Χαράλαμπος Ἀτματζίδης», ὁ ὁποῖος ἔκανε καὶ τὴν ἀκόλουθη δήλωση στὸ TV100 THESSALONIKI:
    «Εἶναι μία συνήθεια, ἡ ὁποία γίνεται σχεδὸν κάθε χρόνο ἀπὸ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς καὶ τὶς χριστιανικὲς κοινότητες τῆς Θεσσαλονίκης. Ὅλοι οἱ χριστιανοί, ποὺ ἔχουν  ἕνα  κοινὸ  «πιστεύω»  στὸν Ἰησοῦ Χριστό,  δηλ. ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, οἱ Ἀρμένιοι, οἱ Εὐαγγελικοί, συγκεντρωνόμαστε γιὰ νὰ συμπροσευχηθοῦμε καὶ νὰ παρακαλέσουμε τὸν Θεό... Ὁ σκοπὸς αὐτῆς τῆς συμπροσευχῆς εἶναι νὰ θυμηθοῦμε τὶς ρίζες μας καὶ τὴν κοινή μας θρησκευτικὴ καταγωγή, ἡ ὁποία πολὺ παλιὰ μᾶς ἕνωνε ὅλους, ἐνῶ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρονικὸ διάστημα μᾶς διέσπασε γιὰ λόγους, οἱ ὁποῖοι (κατὰ τὴν γνώμη μας) δὲν εἶναι καὶ τόσο πολὺ δικαιολογημένοι. Αὐτή, ὅμως, ἡ προσπάθεια βασίζεται, ἐρίζεται στὴν κοινὴ θέληση τῶν ἡγητόρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, δηλ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας πατριαρχείου, τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, καθὼς ἐπίσης καὶ τῶν ἐπισκοπικῶν Ἐκκλησιῶν τῶν Εὐαγγελικῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἀρμενίων, γιὰ μιὰ κοινὴ προσπάθεια νὰ βροῦμε κοινὰ σημεῖα ἐπαφῆς καὶ ἐπικοινωνίας».
     Μὲ τὶς συμπροσευχές, κ. καθηγητά, «θὰ θυμηθοῦμε» ἢ θὰ ξεχάσουμε ἐντελῶς τὶς ρίζες μας; Ἂν πιστεύουμε στὸν ἴδιο Χριστό, τότε γιατί οἱ ἑτερόδοξοι ἔχουν ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν Μία Ἐκκλησία; Τὸ κορυφαῖο δόγμα τῶν Παπικῶν πὼς ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό, δὲν μᾶς παρουσιάζει ἕνα διαφορετικὸ Χριστό, ἀπ’ αὐτὸν ποὺ ὁ ἴδιος μᾶς παρουσίασε;
    Κρίμα ποὺ δὲν ζούσατε τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ! Γιατὶ θὰ μπορούσατε νὰ τὸν διδάξετε μὲ ἕνα ταχύρρυθμο σεμινάριο, ὥστε νὰ μὴ ἐκφράζεται ὁ Ἅγιος μὲ τὶς παρακάτω φονταμενταλιστικὲς ἐκφράσεις ἐναντίον τῶν φίλων σας Παπικῶν.
     Ἂς δοῦμε μερικὰ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἔγραψε ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ τὰ συγκρίνουμε μ’ αὐτὰ ποὺ ἐσεῖς κι οἱ ὁμοϊδεάτες σας τῶν μεταπατερικῶν θεολόγων τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Βόλου πιστεύετε.
      Κι ἀποφασίστε:  Ἢ  ἐσεῖς  ἔχετε  δίκιο  ἢ  ὁ  Ἅγιος!



     Ὁ ἅγ. Γρηγόριος δίδασκε, πὼς οἱ λέγοντες τὸ Πνεῦμα καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ἐκπίπτουν «τῆς ἀνωτάτου Τριάδος», ἐκπίπτουν καὶ «τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως», ἐκπίπτουν τῆς κοινωνίας τοῦ Ἁγ. Πνεύματος», ἐκπίπτουν «τῆς υἱοθεσίας τοῦ Ἁγ. Πνεύματος» (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις   Γρ. Παλαμᾶ, Ἔργα, 1, σελ. 110, 120).
     Δίδασκε, πὼς τὸ σχίσμα, ἡ πτῶσις τοῦ παπισμοῦ, εἶναι ἔργον τοῦ δεινοῦ καὶ ἀρχεκάκου ὄφεως, ὅστις «διὰ τῶν αὐτῷ πειθηνίων Λατίνων περὶ Θεοῦ καινὰς εἰσφέρει φωνὰς» (σελ. 68, 70). Εἶναι «τὰ βαθέα τοῦ σατανᾶ, τὰ τοῦ πονηροῦ μυστήρια... Ἀλλ’ ἡμεῖς διδαχθέντες ὑπὸ τῆς θεοσοφίας τῶν πατέρων..., οὐδέποτ’ ἂν ὑμᾶς (τοὺς λατινόφρονες) κοινωνοὺς δεξαίμεθα», ὅσο χρόνο «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα λέγητε» (Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὅπ. παρ., 74).
    Οἱ Παπικοὶ φέρονται κατὰ τὸν ἴδιο δόλιο καὶ «φίλερι» τρόπο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὣς σήμερα. Ὅπως καὶ τότε, ἔτσι καὶ τώρα ἐμμένουν στὶς πλᾶνες τους καὶ μᾶς ρωτᾶνε: Γιατί «ἡμᾶς ἐτεροδόξους οἴεσθε;» (=γιατί μᾶς θεωρεῖτε αἱρετικούς, ὅπ. π. σελ. 82), ἀφοῦ τὴν ἴδια πίστη, τὸν ἴδιο Χριστὸ πιστεύουμε; Δυστυχῶς, αὐτὸ ποὺ ἄλλοτε ἔλεγαν οἱ Παπικοί, σήμερα τὸ ἰσχυρίζονται καὶ οἱ «ὀρθόδοξοι», οἱ ὁποῖοι ὡς ἐκ τούτου ὑπηρετοῦν τὴν οὐνίτικη-οἰκουμενιστικὴ τακτικὴ τῶν Παπικῶν. Γιὰ τοῦτο καὶ ἔχουν ἄλλο φρόνημα ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει «τῶν εὐσεβούντων τὸ πλήρωμα» (ὅπ. π.), οἱ πιστοί, δηλ., οἱ ὁποῖοι μιμούμενοι (τὸ κατὰ δύναμιν) τοὺς Ἁγίους καὶ τὸν ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, τολμοῦν νὰ ποῦν:
     «Τὸ τῶν εὐσεβούντων πλήρωμα χεῖλος γεγονότες ἓν ἐπ’ ἀγαθῷ, πύργον εὐσεβείας ᾠκοδόμησεν, δυσσεβείας νοητοῦ κατακλυσμοῦ παντάπασιν ἀνωτέρου» (=τὸ πλήρωμα τῶν εὐσεβῶν, μεταβαλλόμενοι χάριν τοῦ ἀγαθοῦ εἰς ἕνα στόμα, οἰκοδόμησαν πύργον εὐσεβείας, ἀνώτερον εἰς ὅλα ἀπὸ τὸν νοητὸν κατακλυσμὸν τῆς ἀσεβείας, ὅπ. παρ. σελ. 82, 83).
    Μὲ «ὀρθόδοξον ὁμοφροσύνη», λοιπόν, ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ «ἀσφαλοῦς ὀχυρώματος ἱστάμενοι τοὺς «ἀπεναντίας τῶν ὀρθῶν δογμάτων φερομένους..., εὐστοχώτατα καὶ γενναιότατα βαλοῦμεν, ἅμα δὲ καὶ λυσιτελῶς αὐτοῖς, εἰ βούλοιντο», (=θὰ χτυπήσωμεν εὐστοχότατα τοὺς ἀντιθέτους στὰ ὀρθὰ δόγματα, καὶ μάλιστα αὐτὴ ἡ ἐναντίωσή μας, μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ ὠφέλιμη καὶ γι’ αὐτούς, ἐὰν τὸ θελήσουν, ὅπ. π.).
     Καὶ συνεχίζει ὁ Ἅγιος: «Μετὰ δὲ τοῦτο  τὰς  ἀποδείξεις  τῆς  ἀληθείας... προσκομίσωμεν αὐτοῖς» οὓς «τὸ λογικὸν τῆς εὐσεβείας περιτείχισμα καὶ βαλεῖ καὶ πατάξει καὶ τροπώσεται, εἰ δὲ βούλει, καὶ ἰάσεται» (=τὸ εὐσεβὲς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας θὰ τοὺς χτυπήσει καὶ θὰ τοὺς πατάξει καὶ θὰ τοὺς κατατροπώσει, ἐὰν δὲ θέλεις, καὶ θὰ τοὺς θεραπεύσει, ὅπ. π.). Διότι «τοιοῦτος ὁ τῶν θείων θεῖος ὅρος οὗτος, οὐ περιβάλλει μόνον τοὺς ἐμμένοντας καὶ καθίστησιν ἐν ἀσφαλείᾳ ἀλλὰ καὶ προπολεμεῖ καὶ ἀνυποστάτως ἀντιτάττεται τοῖς ἐπανισταμένοις» (=διότι, τοιοῦτος εἶναι ὁ θεῖος ὅρος τῶν θείων· ὄχι μόνο περιβάλλει καὶ διασφαλίζει τοὺς ἐμμένοντας εἰς αὐτόν, ἀλλὰ ὑπερασπίζεται ἐπίσης καὶ ἀντιτάσσεται ἀκαταμαχήτως εἰς τοὺς μαχομένους αὐτόν» (ὅπ. π.).
     Σὲ ἄλλο σημεῖο, διαπίστωνε ὁ Ἅγιος, ὅτι ἐθελοντικῶς οἱ Λατίνοι παραμένουν εἰς τὴν πλάνην τους καὶ καμία δύναμις δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ τοὺς μετακινήσει, ἔστω καὶ ἐὰν παρέμβουν Ἄγγελοι: «Ἐθελοντὰς δὲ κειμένους ὀνήσει τὸ παράπαν οὐδέν, κἄν παρ᾿ αὐτῶν τῶν οὐρανίων νόων σκευάζηταί τε καὶ προσάγηται τὸ τῆς ψευδοδοξίας ἴαμα» (ὅπ. παρ., 184).

     Θά ἀναφέρουμε καί ἕνα ἀκόμη χωρίο ἀπό τόν μεγάλο ἀντιλατίνο Ἅγιο γιά νά καταδείξουμε μέ τό παράδειγμα πού ἀναφέρει πόσο μεγάλη εἶναι ἡ πτώση τῶν Λατίνων:
«Τό μέν οὖν ὀρθοῦ διαπεσεῖν κοινόν ἐγένετο ταῖς ἐκκλησίαις ἁπάσαις, ἄλλοτε ἄλλῃ διά τοῦ μακροῦ χρόνου λυμηναμένου τοῦ χείρονος. Τό δέ διαπεσοῦσαν μηκέτ᾿ ἐπανελθεῖν μόνης τῆς τῶν Λατίνων ἐγένετο, καίτοι μεγίστης τε καί κορυφαίας οὔσης καί τῶν πατριαρχικὼν θρόνων ἐξόχου περιωπῆς· καί ταὐτόν ταύτῃ συμβέβηκε, μεγίστῃ τῶν ἐκκλησιῶν οὔση, τῷ μεγίστῳ τῶν ζώων ἐλέφαντι. ῞Ον φασι μηδ᾿ ὕπνου καιρόν ἐπ᾿ ἐδάφους ἀνακλίνεσθαι πρός ἄνεσιν, τοῖς δέ πλαγίοις ἄρθροις μικρόν ἐποκλάζοντα διαναπαύεσθαι· ἄν δέ πού τι παθών καταπέσῃ, μηκέτ’ ἀνίστασθαι δύνασθαι. ᾿Αλλά τοῖς μέν ἐλέφασι τό βάρος τοῦ σώματος αἴτιον καί ἡ πολυσαρκία δύσχρηστός τε οὖσα καί κάτω πιέζουσα, καθάπερ τις ἐπικειμένη μόλυβδος πολυτάλαντος, τοῖς δέ Λατίνοις ὁ τύφος οἶμαι τό μόνον, μικροῦ δέω λέγειν, πάθος ἀνίατον, ὃ καί τῷ μόνῳ πονηρῷ κρίμα κατὰ τὸν ἀπόστολον ἰδιαίτατον· δι᾿ ὃ κἀκεῖνος εἰς αἰῶνας ἀνίατος... (=Τό νά ἐκπίπτουν ἀπὸ τὸ ὀρθόν φρόνημα ὑπῆρξε κοινὴ μοίρα ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν, καθὼς διὰ μέσου τῶν αἰώνων τὸ κακὸν ἐλυμαίνετο ἄλλοτε ἄλλην ἀπὸ αὐτάς. Τὸ νὰ μὴ ἐπανέλθῃ ὅμως ποτὲ μετὰ τὴν πτῶσιν ὑπῆρξε περίπτωσις μόνον τῆς Ἐκκλησίας τῶν Λατίνων, μολονότι εἶναι ἡ μεγίστη καὶ κορυφαία καὶ κατέχει τὴν ἐξοχωτέραν περιωπὴν τῶν πατριαρχικῶν θρόνων.  Καί συνέβη εἰς αὐτήν, ἡ ὁποία ἦτο ἡ μεγίστη τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅ,τι συνέβη εἰς τό μέγιστο τῶν ζώων, τόν ἐλέφαντα. Λέγουν δι' αὐτόν ὅτι δὲν κατακλίνεται εἰς τὸ ἔδαφος δι' ἀνάπαυσιν κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ ὕπνου, ἀλλὰ ἀναπαύεται μὲ τὸ νὰ λυγίζῃ ἁπλῶς τὰ δύο πλάγια ἄκρα. Ἂν δὲ πάθῃ κάτι καὶ πέσῃ κάτω, δὲν δύναται νὰ σηκωθῇ πλέον. Ἀλλὰ εἰς μὲν τοὺς ἐλέφαντας αἴτιον εἶναι τὸ βάρος τοῦ σώματος καὶ ἡ παχυσαρκία, ἡ ὁποία εἶναι ἀνοικονόμητος καὶ πιέζει πρὸς τὰ κάτω, ὡσὰν βαρυτάτη μόλυβδος εὑρισκομένη ἐπάνω τους, εἰς δὲ τοὺς Λατίνους νομίζω ὅτι εἶναι μόνον ὁ τύφος, ὁ ὁποῖος θὰ ἠδυνάμην νά εἴπω ὅτι εἶναι πάθος ἀνίατον, τό ὁποῖον κατά τόν ἀπόστολον εἶναι τό ἰδιαίτερον κρίμα μόνον τοῦ πονηροῦ (Ἰακ. 4,16), ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου καὶ ἐκεῖνος εἶναι ἀνίατος εἰς τοὺς αἰῶνας( Περὶ τῆς Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, λόγ. β΄, ΕΠΕ 1,- σελ. 182).
    Καὶ θὰ τελειώσουμε μὲ μιὰ ἀκόμα φράση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου: «Ἦν ἄρα τῶν δικαιοτάτων μηδὲ λόγου ἀξιοῦν ὑμᾶς, εἰ μὴ τοῦ προστιθέναι τῷ ἱερῷ συμβόλῳ παύσησθε» (=Θὰ ἦταν ἀσφαλῶς δικαιότατον νὰ μὴ κάνουμε μαζί σας καμιὰ συζήτηση, ὅσο χρόνο συνεχίζετε νὰ ἔχετε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τὴν προσθήκη τοῦ filioque, ὅπ. π., σελ. 84)
    Βλέπετε, κ. Ἀτματζίδη, νὰ ὑπάρχει οἱαδήποτε σχέση μεταξὺ τῆς δικῆς σας διδασκαλίας καὶ αὐτῆς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ;

    Πέρασαν ἀπὸ τότε 700 χρόνια καὶ οἱ Λατίνοι, ὅπως ἀκριβῶς «προφήτευσε» ὁ Ἅγιος, ὄχι μόνον ἔμειναν ἀμετακίνητοι, ἀλλὰ καὶ ἐπαγίωσαν τὶς θέσεις τους, καὶ αὔξησαν τὶς αἱρέσεις τους. Καὶ σήμερα, οἱ μεταπατερικοὶ καὶ οἰκουμενιστὲς θεολόγοι καὶ ἐπίσκοποι ἰσχυρίζονται ὅτι  ...βρῆκαν τὸν τρόπο νὰ «ξαναενωθοῦμε»: Διὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!!!
  Καὶ πάλι κρίμα, ποὺ γεννήθηκαν τέτοια θεολογικὰ ἀναστήματα κάποιους αἰῶνες ἀργότερα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς Ἁγίους.  Ἂν εἶχαν ζήσει τότε τέτοιου μεγέθους νόες, ὅπως ὁ κ. Ἀτματζίδης, ὁ κ. Καλαϊτζίδης, ὁ μητροπ. Περγάμου κ.  Ἰω. Ζηζιούλας, ὁ Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος θὰ εἶχαν κατανοήσει ὅτι ἡ λύση τοῦ προβλήματος ἦταν ἡ δικιά τους ἐμπνεύσεως «ἀγάπη», οἱ Διάλογοι καὶ οἱ συμπροσευχές, καὶ δὲν θὰ χρησιμοποιοῦσαν μιὰ πολεμική-φονταμενταλιστικὴ τακτική· ἔτσι, μάλιστα, θὰ ἀπέτρεπαν τὸ δράμα τοῦ σχίσματος καὶ τῆς διατήρησής του, στὸ ὁποῖο μᾶς ὁδήγησαν (κατὰ τὸν κ. Βαρθολομαῖο) οἱ «προπάτορες ἡμῶν» ἅγιοι Φώτιος, Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ ὅποιοι ἄλλοι μικρόνοες ἅγιοι! Καὶ τώρα θὰ εἴχαμε τὴν «εὐτυχία» νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι Ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι, νὰ ἀποτελοῦμε μιὰ «ὄμορφη» οἰκουμενιστικὴ συντροφιά!
                                      * * *
    μως ὑπῆρχε καὶ κάτι ἄλλο φέτος. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐκφωνήτρια τοῦ ἴδιου καναλιοῦ:
   «Αἰσθητὴ ἦταν ἡ παντελὴς ἀπουσία ἀπὸ τὴν συμπροσευχή, ἐκπροσώπου τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἐρωτηθεὶς σχετικὰ ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ἄνθιμος δήλωσε: “Δὲν εἶναι μέσα στὴν τάξη τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, νὰ συμμετέχει σὲ θρησκευτικὲς τελετὲς ἢ συμπροσευχὲς μὲ ἑτερόδοξους καὶ πολὺ περισσότερο μὲ ἐκπροσώπους ἄλλων θρησκειῶν”».
   Ἀξίζει νὰ ὑπενθυμίσουμε, ὅτι μετὰ τὴν περυσινὴ συμπροσεχὴ στὸν ἴδιο χῶρο, ἐπειδὴ σ’ αὐτὴν συμμετεῖχαν καὶ ὀρθόδοξοι ἱερωμένοι (ἐκπρόσωποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου) ὁ βυζαντινολόγος κ. Μάριος Πηλαβάκης, διεμαρτυρήθη μὲ ἄρθρο ποὺ δημοσίευσε ὑπὸ τὸν τίτλο: «Ὠμὴ ἐπέμβασις τοῦ κ. Βαρθολομαίου εἰς τὴν Μητρόπολιν Θεσσαλονίκης». Ἡ διαμαρτυρία του φαίνεται πὼς εἶχε ἀποτέλεσμα, καὶ γι’ αὐτὸ φέτος, ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης φρόντισε, ὥστε νὰ μὴν παραστοῦν ὀρθόδοξοι ἱερωμένοι στὶς συμπροσευχές, διότι «μὲ τὰς συμπροσευχὰς συμμετέχεις εἰς τὴν αἵρεσιν, εἰς τὰς κακοδοξίας καὶ τὴν διαστρέβλωσιν τοῦ Εὐαγγελίου ἐπιχειρῶν δι᾽ αὐτοῦ τοῦ τρόπου νὰ διασώσης τὸ ναυάγιον τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων διὰ τοῦ Λαϊκοῦ Οἰκουμενισμοῦ» (Γ. Ζερβός, Ὀρθόδ. Τύπος, 20/1/2012).
    Ἂν σὲ παρόμοιες ἐνέργειες προέβαιναν δεκάδες χριστιανοί, ὁμολογοῦντες ἔτσι τὴν Πίστη τους, ὅλοι ἐμεῖς δηλ., ποὺ κατὰ τὰ ἄλλα ἰσχυριζόμαστε ὅτι εἴμαστε ὀρθόδοξοι, ἄραγε θὰ τολμοῦσαν οἱ οἰκουμενίζοντες ἐπίσκοποι νὰ συνεχίζουν τὶς συμπροσευχές τους; Ἀσφαλῶς ὄχι. Πόσῳ μᾶλλον, ἂν μάλιστα αὐτὸ γινόταν ἀπὸ ἑκατοντάδες καὶ χιλιάδες; Ἀλλά, ἀντὶ γιὰ τέτοιες ἀντιδράσεις, μᾶς ἔπεισαν νὰ κάνουμε ὑπακοή. Μιὰ κακὴ ὑπακοή, ποὺ γιγαντώνει τὴν δεσποτοκρατία, τὸν κληρικαλισμὸ καὶ τὸν Οἰκουμενισμό.

ΦΙΛΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΝΩΣΙΣ «ΚΟΣΜΑΣ ΦΛΑΜΙΑΤΟΣ»

ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ -ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ ΑΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ

(ΜΙΚΡΑ ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ)

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     1.

Σκοπῶμεν οὖν λοιπόν μεμετρημένως τήν τροφήν, τήν πόσιν, τόν ὕπνον, εἴ τι ἄλλο, ὡς μή καταδυναστεύεσθαι τήν ψυχήν, ἀλλ' ἔχειν κατά τοῦ σώματος τά νικητήρια. ....
Οὐκοῦν ἔντρομοι ἀεί καί ἔμφοβοι ἐσόμεθα συστέλλοντες ἑαυτούς ἀπό τῶν αἰσθήσεων, ἀπό ἀκοῆς ματαίας, ἀπό ὁράσεως βλαβερᾶς, ἀπό ὀσφρήσεως θηλυνούσης, ἀπό παντός πονηροῦ ἐπιτηδεύματος, ὅλους δι’ ὅλου ἑαυτούς ἀνατιθέμενοι τῷ ἁγίῳ Θεῷ, ὅπως εὐαρεστοῦντες αὐτῷ κληρονόμοι γενώμεθα τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     2.

Τοῦτο ἔστι τοῦ μυστηρίου τό συμπέρασμα· νεκρούς εἶναι τῷ κόσμῳ, ζῶντας δέ τῷ Θεῷ· καί διά τοῦτο ὀφείλομεν καί μετά τό πάσχα νήφειν καί ἐγρηγορέναι, προσεύχεθαι καί κατανύσσεσθαι, δακρύειν καί φωτίζεσθαι, «πάντοτε τήν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι» περιφέρειν, καθ’ ἑκάστην ἀποθνήσκειν τῇ προθέσει, ἀεί ἐκδημεῖν ἐκ τοῦ σώματος καί ἐνδημεῖν πρός τόν Κύριον, διά τῆς ἀναχωρήσεως τῶν τῆς σαρκός φρονημάτων. Μή εἴπῃς· «ἄρτι τεσσαρακοστή οὐκ ἔστιν». Ἀεί τεσσαρακοστή ἐστι τῷ νήφοντι. Μή εἴπης· «ἐχρόνισα ἐν τῇ ἀσκήσει καί δεῖ ἀναπαύσεως». Οὐκ ἔστιν ἀνάπαυσις ἐνταῦθα. Μή εἴπῃς· «γεγήρακα ἐν τῇ ἀρετῇ καί οὐ φοβοῦμαι». Φόβος ἀεί τροπῆς· καί πολλούς γεγηρακότας ἐν ἀρετῇ, ἐν μιᾷ καιροῦ ροπῇ κατέσπασεν ὁ Σατανᾶς εἰς βάραθρον ἁμαρτίας. «Ὥστε ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μή πέσῃ», καί ὁ δοκῶν πεφυλάχθαι βλεπέτω μή ἀφυλακτήσῃ. Ἔστω οὖν καί φυλακή καί προσοχή καί μέτρον, καί καθ’ ὕπνον, καί κατά βρῶσιν, καί κατά πόσιν, καί κατά πᾶν ὁτιοῦν ἄλλο, ἵνα ὑπωπιάζηται καί δουλαγωγῆται τό σῶμα, ἵνα μή, ὥσπερ πῶλος εὐπαθῶν καί ἐνδακών τόν χαλινόν, ὤσειεν ἡμᾶς κατά κρημνοῦ ἁμαρτίας.

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     3.

Εἰσί γάρ, εἰσί τινες, οἵ μωμοσκοποῦσι τήν ὁμολογίαν τοῦ Χριστοῦ ὡς παραίτιον εἶναι πορνείας· ὅ καί φρίττω λέγειν. Καί φασι· «κρεῖσσον ἐστι κοινωνῆσαι τῇ αἱρέσει, ἤ ἑλέσθαι τόν ὑπέρ Χριστόν διωγμόν»· ὧν τό κρίμα ἔνδικον, καί ἡ βουλή κατά τήν βουλήν Βαλαάμ τοῦ θέντος σκάνδαλον ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ. Δύο τοίνυν εἰσί πορνεῖαι· μία μέν ἡ ἐπί τῇ πίστει, ἑτέρα δέ ἡ ἐπί τῷ σώματι. Ὁ γοῦν ἁλούς τῇ αἱρετικῇ κοινωνίᾳ, οὗτος ἐστιν ὁ ἐκπορνεύσας εἰς Θεόν, καί συνεκπορνεύειν δύναται καί τῷ σώματι. Οὐκοῦν πλανῆται οἱ τά τοιαῦτα λέγοντες καί φρεναπάται, παγιδεύοντες τάς ἀστηρίκτους ψυχάς....
Τοιαύτη οὖν ἀγαπήσει ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον καί οὕτως ἠγαπήθη ὑπό τῶν ἁγίων σφοδρῶς τε καί ἀκαθέκτως. Ἡμεῖς δέ, ἐπειδή χλιαρῶς ἀγαπῶμεν αὐτόν, διά τοῦτο ἁλισκόμεθα τοῖς πονηροῖς λογισμοῖς καί ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς σαρκός, ἀσπαζόμενοι ὀδύνην ἀνθ'ἡδονῆς, καί πικρίαν ἀντί γλυκύτητος, καί ταραχήν ἀντί εἰρήνης. Ἀλλ' ἀνανηπτέον, ἀδελφοί, καί καθαρτέον τήν ψυχήν ἐκ τῶν τοιούτων ὀλεθρίων ἐπιθυμιῶν, ὡς ἄν ἔχωμεν τόν Χριστόν ἔνοικον. Ὅπου γάρ καθαρότης, ἐκεῖ ὁ Χριστός· καί αὕτη ἐστίν ἡ μακαρία καί ἐπέραστος ζωή· καί οὕτω πολιτευόμενοι κληρονομήσομεν βασιλείαν οὐρανῶν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καί τό κράτος, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     5.

Ἡ πάλη ἡμῖν, πρός τόν παριστάμενον διωγμόν, ὅς ἀπειλῶν ἀπειλεῖ τοῦτο κἀκεῖνο, ὡς ἀκούομεν. Εἰ οὖν ἐν τοῖς ἐλάττοσιν ἀνεύθετοι ὦμεν, πῶς ἐν τοῖς μείζοσιν εὐδοκιμήσομεν; «Ὁ ἐν ὀλίγῳ πιστός, καί ἐν πολλῷ πιστός ἐστι», καθά φησιν ὁ Κύριος. Ἐπεί οὖν ὑμεῖς καί ἐν πολλῷ καί ἐν ὀλίγῳ, χάριτι Χριστοῦ, πιστοί ὤφθητε καί καθ' ὑποταγήν καί καθ'ὁμολογίαν, μηδετέρως σκάζοιτε· ἀλλ' ἀμφοτέρωθεν τέλειοι γίνοισθε, κατηρτισμένοι εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν..

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     6.

Ὅτι μετά τήν ἀνάστασιν βρώσεως ἥψατο, καίτοι μή δεομένης τῆς ἁγίας σαρκός αὐτοῦ· ἀλλ' ὅμως, ἵνα τήν ἀνάστασιν πιστώσηται, καί ἔφαγε καί ἔπιε καί ἐψηλαφήθη τήν πλευράν, καί τοῖς νομίσασιν αὐτόν πνεῦμα εἶναι τάδε φησίν· «Ἴδετε τάς χεῖράς μου καί τούς πόδας μου, ὅτι αὐτός ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καί ἴδετε ὅτι πνεῦμα σάρκα καί ὀστέα οὐκ ἔχει, καθώς ἐμέ θεωρεῖτε ἔχοντα». Τί φῄς πρός ταῦτα, ὦ χριστομάχε; Εἰ σάρκα καί ὀστέα ἔχει, οὐκ ἔχει καί τό ἐξεικονίζεσθαι; Εἰ οὖν τό δεύτερον οὐκ ἔχει οὐδέ τό πρότερον ἔσχεν. Ἀλλά μήν αὐτός ἑαυτῷ μαρτυρεῖ καί τό ἐξεικονίζεσθαι κατά τό σιωπώμενον· ἑκάτερα γάρ ἀλλήλων ὁμολογητικά πέφυκεν εἶναι. Ἀλλ' οἱ μέν Εἰκονομάχοι ἴσα τῶν Μανιχαίων φρονοῦντες ἴσην καί «τίσουσιν δίκην ὄλεθρον αἰώνιον», ὡς γέγραπται·

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     8.

Ὁ γοῦν ρυπαίνων τήν σάρκα οὐκ ἔστι μέλος Χριστοῦ, ὁ μνησικακῶν οὐκ ἔστι μέλος Χριστοῦ, οὐ μήν οὐδέ ἄξιος μετέχειν τῶν ἁγιασμάτων·



ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     9.

Οὐκ ἠκούσατε τί πέπονθεν ὁ ἐλεεινός Εὐπρεπιανός; Ἄρτι γάρ ἡμῖν ἀνηγγέλη ὅτι τέθνηκε, καί τέθνηκε, φεῦ τῆς ἐμῆς ταλαιπωρίας! οὐ τόν πρόσκαιρον, ἀλλά τόν αἰώνιον θάνατον, συμπλακείς τῇ Εὔᾳ, καί ταύτῃ τόν βίον ἀπορρήξας. Ὤ τί πέπονθεν ὁ τάλας! Ἴστε ὅπως ηὔγει πρότερον ὁ λύχνος, ὑπέρ κεφαλῆς αὐτοῦ, τῆς τε εὐπιστίας καί εὐδρομίας. Οὐχί συναπεκλείσθη μοι πάλαι ὁμολογητικῶς; Οὐκ εἰς οἰκονόμου προήχθη βαθμόν ἐν τῷ Σακκουδίωνι; Οὐκ ἐπί τῇ παρούσῃ ὁμολογίᾳ ἀπεδύσατο πρός ἀγῶνας, δίς μαστιχθείς καί ἐνεγκών ἄριστα;
Εἶτα τί; ἔχων ὡς οἰκονόμος τό γλωσσοκόμον τοῦ μοναστηρίου καί τά ἐν αὐτῷ βαλλόμενα, θελχθείς τῷ χρυσίῳ καί περιπαρείς τῇ φιλαργυρίᾳ, κατά τόν Ἰούδαν, προὔδωκεν, οἴμοι! τόν Χριστόν. Τοῦτο μέν ἀποδυσάμενος τό τῆς παρθενίας ἐπάγγελμα· τοῦτο δέ γιεζικῶς ὠνησάμενος ἀγρούς καί ἀμπελῶνας, βόας καί πρόβατα, καί κληρονομήσας οὐ τήν λέπραν ἐκείνου μόνον, ἀλλ' ὡς οἶμαι, καί τό δεινότερον. Ἴδε, ἀδελφοί μου, τί εἰργάσατο ἡ φιλαργυρία. Φύγωμεν τό πάθος, παρακαλῶ, ὡς προδοσίας ἐργαστήριον. Ἴδε τί ἐξετέλεσεν ἡ ἀπιστία. Φύγωμεν τό σκότος ὡς ἀπορρῆσσον τῆς συναφείας τοῦ Δεσπότου· φύγωμεν καί πᾶν ἄλλο πάθος τό πολιορκοῦν τήν ἐλεεινήν ψυχήν· θυμόν λέγω, φθόνον, ὀργήν, φιλαυτίαν, ἰδιογνωμοσύνην, ἀφιδιασμόν. Φεύγετε τό μεμονωμένοι τυγχάνειν, ἵνα φύγητε τήν ἐπηρτημένην παρά Κυρίου ἀράν· «Οὐαί γάρ, φησί, τῷ μόνῳ ὅτι ἐάν πέσῃ οὐκ ἐστιν ὁ ἐγείρων αὐτόν». Ὅπερ πέπονθε περί οὗ ὁ λόγος· εἰ γάρ ἦν ὁ συνών αὐτῷ, κἄν πέπτωκεν, εἶχεν ἄν ἐξ ἐπικουρίας τοῦ συνόντος πάλιν ἀναστῆναι, πάλιν ἀποκλαύσασθει τήν ἁμαρτίαν. Ἐπεί δέ οὐκ ἔσχεν, ὤλετο ὁ ἐλεεινός πορευθείς εἰς τόν ἴδιον τόπον. Κλαυθμοῦ καί ὀδύνης, ἀδελφοί, ἄξιον τό τραγῴδημα· φόβου καί τρόμου τό ὑπόδειγμα. «Ὁ στήκων, φησί, βλεπέτω μή πέσῃ»· ὁ εὐδρομῶν σκεπτέσθω μή ὑποσκελισθῇ ἀναθεωρῶν τόν σκελισμόν τοῦ πρίν εὐδρομήσαντος. Τάχα ἐδόκει τις ἄγγελον πίπτειν ἤ τόν ἀδελφόν ἐκεῖνον· ἀλλ'ἴσως ἀπονυστάξας πέπτωκε· καί τό αἴτιον, ἡ φιλαργυρία.

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     10.

Ἆρ' οὖν οἱ δι' αἵματος μόνοι μάρτυρες; Οὐμενοῦν, ἀλλά καί οἱ διά βίου ἐνθέου πολιτευόμενοι· φησί γάρ ὁ Ἀπόστολος· «περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καί ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς». Ὁρᾷς ὅτι συλλήβδην μάρτυρας ἀπεκάλεσε πάντας τούς τῆς ὁσιότητος ἐραστάς καί τόν δι'ὑπομονῆς θλιβερόν βίον ἕλκοντας; Τοιγαροῦν, ὦ ἀδελφοί, καί ἡμεῖς ἐν τῷ μαρτυρίῳ τούτῳ καταλελογίσμεθα· ἐν γάρ τῷ στέργειν ἡμᾶς καί ὑπομένειν τό πολύθλιπτον τοῦ σταυροφόρου βίου, ἐν τῷ φρουρεῖν ἡμᾶς τό παρθενικόν ἐπάγγελμα, τό ἀνεξάρνητον τῆς ἀθλητικῆς ὑποταγῆς, μαρτυροῦμεν ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ· μαρτυροῦμεν ὅτι κρίσις ἔστι καί ἀνταπόδοσις· μαρτυροῦμεν ὅτι λόγον ὑφέξομεν, ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, τῶν βεβιωμένων ἡμῖν, ἀντικαθιστάμενοι τῷ διαβόλῳ, τῷ ἐχθρῷ τοῦ Χριστοῦ, τιμωροῦντι οἱονεί καί μαστίζοντι ταῖς ἐπιφοραῖς τῶν ἐπαλλήλων λογισμῶν καί ὀλλυμένων ἡδονῶν ἐξαρνήσασθαι ἡμᾶς μή εἶναι Θεόν·

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     15.

Μανθάνω δέ ὅτι ἐν Ρώμῃ καί τάς κλεῖς τοῦ κορυφαίου τῶν ἀποστόλων Πέτρου διά τιμῆς ἄγουσι· καίτοι γε ὁ Κύριος οὐ κλεῖς αὐτῷ δίδωσιν αἰσθητάς, ἀλλά τάς διά λόγου, εἰς τό δεσμεῖν καί λύειν· οἱ δέ ἀργυρᾶς πεποιηκότες ταύτας προτιθέασιν εἰς προσκύνησιν· τοσαύτη οὖν ἐστιν αὐτῶν ἡ πίστις. Κἀκεῖ ἡ ἀρραγής πέτρα τῆς πίστεως τεθεμελιωμένη κατά τόν λόγον τοῦ Κυρίου· ἐνταῦθα δέ, ὡς ἔοικε, πλεονάζει ἡ ἀπιστία καί ἀνομία. Διά τοῦτο ὁ ταπεινός ἐγώ ἀλγυνόμενος τήν καρδίαν καί δεδιώς τό τῆς σιωπῆς κρίμα, ἐξ ἀναγκαίου φθέγγομαι ἅ φθέγγομαι βραχέα καί ὀλιγοστά· εἰ γάρ οἱ ἑτερόδοξοι οὐ παύονται, ἰδίᾳ τε καί δημοσίᾳ, ἐγγράφως τε καί ἀγράφως, γλῶσσαν βλάσφημον κινεῖν κατά τοῦ Χριστοῦ, ἡμεῖς οὐδέ οἴκοι καθήμενοι ὁμιλήσομεν πρός ἀλλήλους τά προσήκοντα; Καί πῶς οἴσομεν τήν ὀργήν Κυρίου; πῶς δέ μιμησόμεθα τούς πατέρας ἡμῶν, οἵ ἐν τοῖς ὁμοίοις καιροῖς τό ὑποσιωπᾶν καί ὑποστέλλεσθαι προδοσίαν ἀληθείας ἔφασαν εἶναι; Οὐκοῦν λαλητέον καί ἀκουστέον καί προσεκτέον λόγῳ τε καί ἔργῳ·

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     19.

Ἐπειδή δέ οἷον τό ἄρχον καί τό ἀρχόμενον, παρακαλῶ, οἱ εἰς κεφαλήν καί κανόνα τοῖς ἄλλοις κείμενοι, ὁσίως καί δικαίως καί εὐσεβῶς ζήσωμεν, δι' ἑαυτῶν τούς ἄλλους εἰς ὀρθοτομίαν καί λόγου καί βίου ἀπευθύνοντες.

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     22

Τό δέ αἴτιον τῆς ἀποδημίας, ὡς ἴστε, ὁ θάνατος ἐγεγόνει τοῦ μακαρίου μητροπολίτου Ἰωάννου τῆς Χαλκηδόνος, ὅς τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἀγωνισάμενος καί δρόμον τελέσας καί τήν πίστιν τηρήσας ἐνεδήμησε πρός Κύριον, λαμπρόν τόν τῆς ὁμολογίας ἀπενεγκάμενος στέφανον, σύν τοῖς προλαβοῦσιν ἁγίοις πατράσι καί ἀδελφοῖς ἡμῶν. Ἐπειδή δέ ἐκβράσας ἐτελεύτησεν, ἠπορήκασί τινες λέγοντες· «Εἴ καλός, πῶς οὐ καλῶς ἀπεβίω;». 'Αλλ' ἐοίκασιν οἱ τοιοῦτοι ἀγνωσίαν νοσεῖν· τό γάρ καλόν καί κακόν οὐκ ἐν τῷ τοιῶσδε ἤ τοιῶσδε ἀποβιῶναι κρίνεται, ἀλλ'ἐν τῷ τήν πίστιν ἔχειν ὀρθόδοξον καί τόν βίον ἀκαταγνωστον. Ὡς ὅγε ταῦτα κτησάμενος κἄν ὑδεριῶν ἀποπνεύσῃ, κἄν ἐκβράσας, κἄν ὁτιοῦν ἄλλο δεινοπαθήσας, εἴτε κατά γῆν εἴτε κατά θάλασσαν, οὐδεμίαν ἐντεῦθεν ἕξει τήν δυσφημίαν. Ταῦτα γάρ οὐκ ἐφ'ἡμῖν, ἀλλ'ἐν τοῖς ἀθεωρήτοις τοῦ Θεοῦ κρίμασιν ἀπόκειται, ὅς οἶδε πῶς ἑκάστου τίθησι τό συμφέρον, κατά τε προθεσμίαν ζωῆς καί τρόπον ἀποβιώσεως.

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     35.

Οὕτως οὖν μέγιστόν ἐστι τό τῆς παρθενίας κατόρθωμα, ὡς καί αὐτῆς ἁπτόμενον τῆς κορυφῆς τοῦ οὐρανοῦ. εἰς δύο γάρ · διῃρημένου τοῦ ἀνθρωπίνου βίου εἴς τε γάμον καί ἀγαμίαν· ὁ μέν γάμος τόν κάτω κόσμον συνίστησιν, ἡ δέ ἀγαμία τόν ἄνω συμπληροῖ· καί ὁ μέν τῇ φθορᾷ δουλεύειν ὑπόκειται, ἡ δέ τῇ ἀφθαρσίᾳ συναστράπτειν ἠξίωται. Καί ὥσπερ εἰ ἄνθρωπόν τις ὑπόπτερον ἴδοι, εἰκότως ἄν ἀποθαυμάσειε πῶς τό μέν ἀνθρώπου, τό δέ ἀγγέλου εἶδος ἔχοι· οὕτως οὖν καί ὁ τήν παρθενίαν ἀσκῶν ξένον τι θέαμα καί ἀγγέλοις καί ἀνθρώποις καθέστηκεν. Ἐν σαρκί ἐστι καί ὑπέρ τήν σάρκα, ἐν κόσμῳ καί ὑπέρ τόν κόσμον, καθό καί ἀποτετάχθαι τῷ κόσμῳ λέγεται, ὡς ὑπερκοσμίως ζῆν αἱρούμενος.

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     39.

Ἀδελφοί καί πατέρες, οὐδέν μακαριώτερον τοῦ βίου ἡμῶν, καί οὐδέν ὑψηλότερον τῆς πολιτείας ἡμῶν, εἴ γε καθώς ὀνομαζόμεθα πολιτευόμεθα. Ἀλλά μή ἐναντίως τῷ ὀνόματι τήν πολιτείαν ἔχωμεν· μοναχός γάρ ἐστιν ὁ πρός Θεόν μονον βλέπων καί Θεοῦ μόνου ἐφιέμενος καί Θεῷ μόνῳ προσκείμενος καί Θεόν μόνον θεραπεύειν προαιρούμενος, εἰρήνην τε ἔχων πρός Θεόν καί εἰρήνης τοῖς ἄλλοις αἴτιος γινόμενος· ᾧ δέ ταῦτα μή πάρεστι, τοὐναντίον δέ ζῆλος καί ἔρις καί διχοστασίαι, «τυφλός ἐστι μυωπάζων, κατά τό γεγραμμένον, λήθην λαβών τοῦ καθαρισμοῦ τῶν πάλαι αὐτοῦ ἁμαρτιῶν· ».

ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ     46.

Μέγα οὖν ἅπαν κατόρθωμα, καί εὐχῆς τῆς ἀνωτάτω κατακτήσασθαι· οὐμενοῦν τοσοῦτον ὅσον τό τῆς παρθενίας. Παρθενία γάρ ἐστιν ἡ ἐν παραδείσῳ πρώτιστα ἐκλάμψασα πρίν ἤ τούς προπάτορας ἡμῶν κατασοφισθῆναι ὑπό ὄφεως. Παρθενία ἐστίν ἡ μήτηρ Χριστοῦ χρηματίσασα· παρθενία ἐστίν ἡ τούς ἀνθρώπους ἀγγέλους ἀπεργαζομένη, εἴπερ ὁ μέν γάμος ἐκ φθορᾶς ἄρχεται καί εἰς φθοράν καταλήγει· ἡ δέ παρθενία εἰς ἀφθαρσίαν τόν κόσμον ἀνίστησι. Πῶς οὖν αὐτήν κτησόμεθα, εἴποι τις ἄν; πῶς δ'ἄν ἄλλως ἡ ἐν μυρίοις πόνοις τε καί ἱδρῶσιν; Ὅπου γάρ μέγα τό κατόρθωμα, ἐκεῖ μεγίστης καί σπουδῆς χρεία. Τοίνυν, καθάπερ μάχαιρα ὀξεῖα τέμνειν οἶδε τούς προσβάλλοντας, τόν αὐτόν δή τρόπον καί ἡ ψυχή τῷ θείῳ φόβῳ, ὥσπερ τινί πυρί χαλκευθεῖσα καί τῷ τῶν δακρύων ὕδατι στομωθεῖσα, τεμνέτω καί σκυλευέτω τούς δαιμονιώδεις λογισμούς·