Θ΄ Μέρος
Θά ἔλθω ἐν συνεχείᾳ
νά ἀναφερθῶ σέ κάποια συγκεκριμένα σημεῖα τῆς μελέτης σας, σχετικά μέ τόν Μ. Ἀθανάσιο.
Σχολιάζοντας τήν διδασκαλία τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου καί συγκεκριμένα τό χωρίο (ΒΕΠΕΣ
33,199) στή σελ. 27 τῆς μελέτης σας, γράφετε τά ἑξῆς: «Ἐδῶ δέν γίνεται λόγος γιά αἵρεση, ἀλλά γιά ἄλλης φύσεως ἁμαρτήματα (ἠθικά
παραπτώματα ἤ ἀδικήματα) τοῦ ἐπισκόπου, πού προκαλοῦν σκάνδαλο στόν λαό. Αὐτοῦ
τοῦ εἴδους, ὅμως, τά ἁμαρτήματα ρυθμίζουν, ὅπως εἴδαμε οἱ Κανόνες 13ος, 14ος
καί τό πρῶτο μέρος τοῦ 15ου τῆς ΑΒ'». Τελικῶς,
μετά ἀπό τήν παράθεσι πού κάνετε ἑνός χωρίου τοῦ Χρυσοστόμου, τό ὁποῖο ἀναφέρει
ὅτι δέν πρέπει νά ἐξετάζωμε τά ἰδιωτικά καί προσωπικά παραπτώματα τῶν
διδασκάλων καί προεστώτων τῆς Ἐκκλησίας, καταλήγετε λέγοντας τά ἑξῆς: «Στήν προκειμένη περίπτωση δέν ἰσχύει ἡ γνώμη
ἑνός μεμονωμένου Πατρός (τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου), ἀλλά ὅσα νομοθετοῦν Συνοδικῶς
οἱ Ἅγιοι Πατέρες, πού συνέταξαν τούς παραπάνω Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἰσχύ
νόμου μέσα στήν Ἐκκλησία».
Σχολιάζοντας αὐτά τά
κείμενά σας καί κρίνοντας τόν τρόπο σκέψεώς σας καί τήν μέθοδο τήν ὁποία
χρησιμοποιεῖτε, θέλω νά τονίσω ὅτι εἶναι τελείως ἀνορθόδοξος καί ἀντιπατερικός ὁ
τρόπος αὐτός, μέ τόν ὁποῖο ἐξετάζετε τά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων. Διότι οἱ Ἅγιοι,
ὅταν ἐρευνοῦν ἤ ἑρμηνεύουν κείμενα ἄλλων Ἁγίων, προσπαθοῦν νά ἐναρμονίσουν μέ
τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι καί διδασκαλία τίς ἐξωτερικές ἐναντιοφάνειες πού πιθανόν
νά ἔχουν· δηλαδή αὐτά τά κείμενα, πού φαινομενικά ἔρχονται σέ ἀντίθεσι μέ τήν ὀρθόδοξο
πίστι καί Παράδοσι, προσπαθοῦν οἱ Ἅγιοι νά κατανοήσουν ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα, τί ὑπονοοῦν οἱ
Πατέρες, ποιά εἰδική περίπτωσι τοῦ θέματος ἐξετάζουν, ἀπὸ ποιά ποιμαντική ἤ
θεολογική πλευρά ἀντιμετωπίζουν τό θέμα, ἄν χρησιμοποιοῦν στήν προκειμένη
περίπτωσι τήν ἀκρίβεια ἤ τήν οἰκονομία,
καὶ στήν συνέχεια προσπαθοῦν νὰ μᾶς ἐξηγήσουν καί ἑρμηνεύσουν κατά τέτοιο
τρόπο, ὥστε νά ἀντιληφθοῦμε κι ἐμεῖς ὅτι οἱ θέσεις τους ταιριάζουν καί ἐναρμονίζονται πλήρως μέ τήν ἅπαξ παραδοθεῖσα
πίστι.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο
ἑρμηνεύει ὀρθοδοξότατα τά κείμενα τοῦ ἁγ. Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου ὁ ἅγ.
Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, τά ὁποῖα οἱ σημερινοί ἐρευνητές καί θεολογοῦντες εἰκάζουν
ὅτι ἀρειανίζουν. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἑρμηνεύουν τήν φράσι τοῦ ἁγ. Κυρίλλου: «Μία φύσις τοῦ Λόγου σεσερκωμένη», τήν ὁποία
οἱ Μονοφυσίτες (καί οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστές) παρερμηνεύουν. Κατά τόν ἴδιο
τρόπο ἑρμηνεύουν πολλοί Ἅγιοι τά περί ἀποκαταστάσεως κείμενα τοῦ ἁγ. Γρηγορίου
Νύσσης, δίδοντας, δηλαδή, εἰς αὐτά ὀρθόδοξες ἑρμηνεῖες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ
ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης (Φατ. 471,676).
Μέ αὐτήν τήν ἔννοια, ὁ ἔξαρχος τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου ἅγ. Ταράσιος, στήν πρώτη συνεδρία αὐτῆς ἀναφέρει: «Κατ' οὐδέν τούς Πατέρας εὑρίσκομεν
διαφωνοῦντας, ἀλλ' ὡς τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος ὄντες, πάντες τό αὐτό κηρύττουσι καί
διδάσκουσιν... Πανταχοῦ γάρ οἱ Πατέρες ἀλλήλοις σύμφωνοι εἰσίν, ἐναντίωσις δέ
οὐδεμία ἔνεστιν αὐτοῖς· ἀλλ' ἐναντιοῦνται αὐτοῖς, οἱ τάς οἰκονομίας καί τούς
σκοπούς αὐτῶν μή ἐπιστάμενοι» (Πρακτικά π. Σπ. Μήλια
τόμ. β', σελ. 737 καί 741).
Αὐτήν τήν ἴδια
μέθοδο χρησιμοποιεῖ, κατά κόρον θά λέγαμε, καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης
στήν ἑρμηνεία τῶν ἱερῶν Κανόνων τοῦ Πηδαλίου. Δηλαδή ἐκεῖ, ὅπου φαίνεται μεταξύ
τῶν Κανόνων μία ἀντίθεσις, ὁ ἅγιος τήν ἐξομαλύνει καί τήν ἀπαλείφει θαυμάσια, ἑρμηνεύοντας
τό τί σημαίνει καί ποῦ ἀναφέρεται αὐτό, τό ὁποῖο φαίνεται ὅτι ἐναντιώνεται μέ ἄλλον
Κανόνα.
Θά ἀναφέρω ἕνα ἀπό
τά πολλά παραδείγματα ἀπό τό Πηδάλιο, διά νά γίνη κατανοητή ἡ μέθοδος αὐτή τῶν Ἁγίων
εἰς τά κείμενα τῶν Πατέρων, τά ὁποῖα φαίνονται νά ἐναντιώνωνται μεταξύ των. Ἀναφέρει
ὁ ἅγιος στήν ἑρμηνεία τοῦ ΜΣΤ΄ Ἀποστολικοῦ Κανόνος καί εἰδικά στήν ὑποσημείωσι,
διατί ἄλλες Σύνοδοι ἀπέβαλαν τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καί ἄλλες τό ἐδέχθησαν,
τά ἑξῆς:
«Τούτων οὕτως εἰρημένων, δικαίως ἤθελεν ἀπορήσῃ
τινάς, διατί ἡ ἁγία καί Οἰκουμενική β΄ σύνοδος εἰς τόν ζ’ αὐτῆς Κανόνα, ἀλλά δή
καί ἡ Οἰκουμενική ς΄ εἰς τόν ψε’ αὐτῆς, δέν ἀπέβαλον ὅλων τῶν αἱρετικῶν τό
βάπτισμα, κατά τούς Ἀποστολικούς τούτους Κανόνας, καί τήν περί τόν ἅγιον
Κυπριανόν σύνοδον, καί ὅλους τούς ἄλλους μεγάλους καί θεοσόφους Πατέρας, τούς
προρρηθέντας, ὧν τά συγγράμματα, αὐτή ἡ ἰδία, ὡς εἴπομεν, Οἰκουμενική ς’ ἐν τῷ
β’ Κανόνι αὐτῆς ἐπεσφράγισεν, ἀλλά ἄλλων μέν αἱρετικῶν ἐδέχθη τό βάπτισμα, ἄλλων
δέ οὐχί;
»Διά νά γένῃ εὔληπτος ἡ λύσις τῆς ἀπορίας ταύτης, εἶναι
χρεία νά προηξεύρῃ τινάς, ὅτι δύω εἴδη κυβερνήσεως, καί διορθώσεως,
φυλλάττονται εἰς τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν. Τό ἕν εἶδος ὀνομάζεται Ἀκρίβεια, τό
δέ ἄλλο, ὀνομάζεται Οἰκονομία καί Συγκατάβασις, μέ τά ὁποῖα κυβερνοῦσι τήν
σωτηρίαν τῶν ψυχῶν οἱ τοῦ Πνεύματος οἰκονόμοι, πότε μέν μέ τό ἕνα, πότε δέ μέ
τό ἄλλο. Λοιπόν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι εἰς
τούς προρρηθέντας Κανόνας των καί οἱ μνημονευθέντες ἅπαντες ἅγιοι, ἐμεταχειρίσθησαν
τήν Ἀκρίβειαν, καί διά τοῦτο ἀποβάλλουσι μέ τελειότητα τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν∙
αἱ δέ δύω Οἰκουμενικαί σύνοδοι ἐμεταχειρίσθησαν τήν Οἰκονομίαν, καί τῶν μέν Ἀρειανῶν
καί Μακεδονιανῶν τό βάπτισμα ἐδέχθησαν, καί ἄλλων∙ τῶν δέ Εὐνομιανῶν καί ἄλλων ἀκόμη,
δέν ἐδέχθησαν. Διότι, εἰς τούς καιρούς μάλιστα τῆς β’ συνόδου, ἤκμαζαν οἱ Ἀρειανοί,
καί Μακεδονιανοί, καί ὄχι μόνον ἦσαν εἰς τό πλῆθος πολλοί, ἀλλά καί μεγάλας εἶχον
δυνάμεις καί κοντά εἰς τούς βασιλεῖς, καί κοντά εἰς τούς ἄρχοντας, καί τήν
σύγκλητον. Ὅθεν, ἕνα μέν διά νά τούς ἑλκύσουν εἰς τήν ὀρθοδοξίαν, καί νά τούς
διορθώσωσιν εὐκολώτερα, ἄλλο δέ διά νά μή τύχῃ καί τούς ἐξαγριώσουν
περισσότερον κατά τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Χριστιανῶν, καί γένει χειρότερον τό
κακόν, οἰκονόμησαν οὕτω τό πρᾶγμα, οἱ οἰκονομοῦντες τούς λόγους αὐτῶν ἐν
κρίσει, οἱ Θεῖοι ἐκεῖνοι Πατέρες, καί συγκατέβηκαν νά δεχθοῦν τό βάπτισμα αὐτῶν».
Ὀλίγον δέ κατωτέρω,
στήν ἴδια ὑποσημείωσι, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Φανερόν
εἶναι λοιπόν, ὅτι ἀφῆκε νά νοοῦμεν ἡμεῖς, πῶς ὁ μέν μέγας Βασίλειος
μεταχειρίζεται τήν Ἀκρίβειαν, αὐτή δέ, καί ἡ Οἰκουμενική β’ ἐμεταχειρίσθηκαν
τήν Οἰκονομίαν, καί οὕτω δέν φαίνεται κᾳμμία ἀντίφασις, ἤ ἐναντιότης ἀνάμεσά
των».
Αὐτή εἶναι, λοιπόν, ἡ
μέθοδος καί τακτική τῶν Ἁγίων καί, κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ὁ ἅγιος Ταράσιος ἀναφέρει
μέσα στήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ὅτι: «κατ’
οὐδέν τούς Πατέρας εὑρίσκομεν διαφωνοῦντας», ἀλλά ἀπεναντίας, «πανταχοῦ οἱ Πατέρες ἀλλήλοις σύμφωνοι εἰσίν,
ἐναντίωσις δέ οὐδεμία ἔνεστιν αὐτοῖς». Τό ἐξηγεῖ δέ αὐτό ὁ ἅγιος θαυμάσια
λέγοντας: «τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος ὄντες,
πάντες τό αὐτό κηρύττουσι καί διδάσκουσι».
Ἐσεῖς ὅμως, πατέρες,
δυστυχῶς, μέ τήν ἑρμηνευτική σας μέθοδο, ἡ ὁποία παραβλέπει τήν πατερική μέθοδο, παρουσιάζετε τούς Πατέρας διαφωνοῦντας
καί μάλιστα τούς παρουσιάζετε νά διαφωνοῦν μέ συνοδικούς
Κανόνες. Ἄρα λοιπόν, ἐφ’ ὅσον διαφωνοῦν, δέν εἶναι τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος, ἀλλά ἀλλοτρίου.
Αὐτό νομίζω ὅτι ὀφείλεται εἰς τό ὅτι ἔχετε θέσει ὡς δόγμα τήν δυνητική ἑρμηνεία
τοῦ Κανόνος καί ὅ,τι δέν συμφωνεῖ μέ αὐτήν τό θεωρεῖτε ὡς «γνώμη ἑνός μεμονωμένου πατρός».
Τό πλέον παράδοξον ὅμως
καί ἄκρως λυπηρόν εἶναι ὅτι ἡ δυνητική αὐτή ἑρμηνεία ποὺ ὑποστηρίζετε,
δέν συμφωνεῖ οὔτε μέ τήν ἁγ. Γραφή, οὔτε μέ τούς ἱερούς Κανόνες, οὔτε μέ τήν ἐν
γένει διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Δι’ αὐτόν τόν λόγο, ἀφ’ ἑνός μέν δέν ἀναφέρατε οὐδένα
ἁγιογραφικό χωρίο καί οὐδεμία πατερική διδασκαλία πρός στήριξι τῆς θεωρίας αὐτῆς,
παρά μόνο
δικούς σας συλλογισμούς, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀναγκάζεσθε ἐκ τῶν πραγμάτων, διά νά τήν
στηρίξετε, νά φέρετε σέ ἀντίθεσι δῆθεν τούς Πατέρας μέ τούς
συνοδικούς Κανόνας ἤ νά δίδετε ἑρμηνεῖες στά χωρία τῶν Πατέρων αὐθαίρετες καί ἀμάρτυρες,
οἱ ὁποῖες βεβαίως ταιριάζουν ἄριστα μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία.
Τό χειρότερο δέ ὅλων
εἶναι ὅτι, ἑρμηνεύοντας τόν ἴδιο τόν Κανόνα, παραβλέπετε τελείως τήν τιμή πού
θεσπίζει σέ ὅσους ἀποτειχισθοῦν πρό συνοδικῆς κρίσεως ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο,
προβάλλοντας ὡς ἐπιχείρημα τήν ἀτιμωρησία τῶν πολλῶν, οἱ ὁποῖοι δέν ἀποτειχίσθηκαν.
Δηλαδή ἡ τιμή τῶν ἀγωνιστῶν δέν εἶναι κίνητρο γιά σᾶς πρός μίμησί των, ἀλλά ἡ ἀποφυγή
τῆς τιμωρίας ὅσων ἐν καιρῷ αἱρέσεως συνοδοιποροῦσαν μέ τήν αἵρεσι ἀναμένοντες
κατά τά λεγόμενά σας τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου.
Ἔπειτα ἀπό ὅλα αὐτά
νομίζω, ἄν θά εἴχατε τή διάθεσι νά ἑρμηνεύσετε τό χωρίο αὐτό τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου,
ἀλλά καί ὅλων τῶν ἄλλων Ἁγίων τήν διδασκαλία, σύμφωνα μέ τήν πατερική μέθοδο,
θά ἔπρεπε νά προσπαθήσετε νά τό ἐντάξετε σέ κάποια κατηγορία, ἡ ὁποία νά ἐναρμονίζετε
πλήρως μέ τήν ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία. Θά τό ἐξηγήσω πρακτικά ὡς ἑξῆς:
Τό χωρίο αὐτό ἀναφέρει
τά ἑξῆς: «Βαδίζοντες δὲ τὴν ἀπλανῆ καὶ
ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμὸν μὲν ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα· μὴ τὸν αἰσθητόν, ἀλλὰ τὸν
νοητόν· οἷον ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας,
κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον
γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ μετ' αὐτῶν ἐμβληθῆναι, ὡς
μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα, εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός. Ὁμοίως καὶ ἡ χεὶρ ὁ διάκονος, ἐὰν
ἀνάξιόν τι πράττῃ, χωριζέσθω τοῦ θυσιαστηρίου» (P.G. 35,33 – BEΠΕΣ 33,199).
Θά ἔπρεπε λοιπόν,
πρίν γράψετε πρόχειρα ὅτι «στήν
προκειμένη περίπτωση δέν ἰσχύει ἡ γνώμη ἑνός μεμονωμένου Πατρός (τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου),
ἀλλά ὅσα νομοθετοῦν Συνοδικῶς οἱ Ἅγιοι Πατέρες, πού συνέταξαν τούς παραπάνω
Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἰσχύ νόμου μέσα στήν Ἐκκλησία» (σελ. 27-28) νά ἐξετάσετε
ποῦ ἀναφέρεται αὐτό πού διδάσκει ὁ ἅγιος. Διότι, ἄν μέν ἀναφέρεται στά
προσωπικά ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου, τά ὁποῖα ὄντως δέν πρέπει νά τά ἐρευνοῦμε,
τότε ὁ ἅγ. Ἀθανάσιος ἔρχεται σέ ἀντίθεσι, καί μέ τό χωρίο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ
Χρυσοστόμου πού ἀναφέρατε, καί μέ τό πρῶτο μέρος τοῦ 15ου τῆς ΑΒ
Συνόδου, καθώς καί τούς δύο προηγουμένους αὐτοῦ ἱερούς Κανόνες. Εἰς αὐτήν ὅμως
τήν περίπτωσι, αὐτά τά ὁποῖα ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ταράσιος μέσα στήν Ζ΄ Οἰκουμενική
εἶναι ψευδῆ, διότι ὑπάρχει ὄντως ἐναντίωσις στούς Πατέρες, τήν ὁποία ἐσεῖς,
πατέρες, διαπιστώσατε καί πολλοί βεβαίως
ἄλλοι θεολογοῦντες ὀρθολογιστές καί ἄρα δέν εἶναι τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος οἱ
Πατέρες καί οἱ Σύνοδοι.
Ἐάν ὅμως κατευθύνατε
τήν σκέψι σας στήν ἐκδοχή, ὅτι γιά ἄλλη περίπτωσι ὁμιλεῖ ὁ ἅγ. Ἀθανάσιος καί
γιά ἄλλη ὁ Χρυσόστομος καί οἱ Κανόνες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τότε θαυμάσια ἐναρμονίζοντο
ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων καί τῶν ἱερῶν Κανόνων. Διότι ὄντως, ὁ ἅγ. Ἀθανάσιος ἀναφέρεται
σέ ἁμαρτίες τοῦ Ἐπισκόπου καί τῶν κληρικῶν, οἱ ὁποῖες γίνονται δημόσια καί ἀπροκάλυπτα
καί δι’ αὐτό σκανδαλίζουν τόν λαό, καί δέν ἀναφέρεται στίς ἁμαρτίες ἐκεῖνες, οἱ
ὁποῖες δέν γίνονται δημοσίως, οὔτε εἶναι θανάσιμες, οὔτε βεβαίως ἔχουν σχέσι μέ
θέματα πίστεως. Διότι ἡ ἀντιμετώπισις τῶν πρώτων καί τῶν δευτέρων εἶναι τελείως
διαφορετική.
Στήν πρώτη περίπτωσι,
τῶν δημοσίων δηλαδή ἁμαρτιῶν ποὺ δημιουργοῦν σκάνδαλο, ἀναφέρεται ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος, ὅταν γράφει ἐπιπλήττοντας τούς Κορινθίους: «Ὅλως ἀκούεται ἐν ὑμῖν πορνεία, καί τοιαύτη πορνεία, ἥτις οὐδέ ἐν τοῖς ἔθνεσιν
ὀνομάζεται, ὥστε γυκαῖκά τινα τοῦ πατρός ἔχειν. καί ὑμεῖς πεφυσιωμένοι ἐστέ,
καί οὐχί μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τό ἔργον τοῦτο ποιήσας! ἐγώ
μέν γάρ ὡς ἀπών τῷ σώματι, παρών δέ τῷ πνεύματι, ἤδη κέκρικα ὡς παρών τόν οὕτω
τοῦτο κατεργασάμενον, ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συναχθέντων ὑμῶν
καί τοῦ ἐμοῦ πνεύματος σύν τῇ δυνάμει τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ παραδοῦναι
τόν τοιοῦτον τῷ σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τό πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ
τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ» (Α΄ Κοριν. 5,1-5).
Ἐδῶ ὁ Παῦλος γιά τό
δημόσιο αὐτό σκάνδαλο ἀπαιτεῖ τήν ἔξοδο αὐτοῦ ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τήν παράδοσί
του στόν Σατανᾶ πρός ταλαιπωρία. Κατωτέρω δέ στήν ἴδια ἐπιστολή, γενικεύοντας
τρόπον τινά αὐτή τήν διδασκαλία τῶν δημοσίων σκανδάλων, διδάσκει τά ἑξῆς: «νῦν δέ ἔγραψα ὑμῖν μή συναναμίγνυσθαι ἐάν
τις ἀδελφός ὀνομαζόμενος ᾖ πόρνος ἤ πλεονέκτης ἤ εἰδωλολάτρης ἤ λοίδορος ἤ
μέθυσος ἤ ἅρπαξ, τῷ τοιούτῳ μηδέ συνεσθίειν. τί γάρ μοι καί τούς ἔξω κρίνειν; οὐχί
τούς ἔσω ὑμεῖς κρίνετε; τούς δέ ἔξω ὁ Θεός κρίνει. καί ἐξαιρεῖτε τόν πονηρόν ἐξ
ὑμῶν αὐτῶν» (Α΄ Κορινθ. 5,11-13). Καί ἐδῶ παρομοίως ὁ Παῦλος διδάσκει, γιά
τούς δημιουργοῦντες μέ ἁμαρτίες δημόσια σκάνδαλα, ἀπομάκρυνσι μέχρι βαθμοῦ
συνεστιάσεως.
Γιατί λοιπόν,
πατέρες, τήν διδασκαλία αὐτή τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου δέν τήν ἐκλάβατε ὅτι ἀναφέρεται
σέ δημόσια σκάνδαλα καί ἁμαρτήματα τῶν Ἐπισκόπων καί κληρικῶν, ὥστε νά τήν ἐναρμονίσετε
μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων; Ἐσεῖς ἀπεναντίας, τήν ἐτοποθετήσατε
στά προσωπικά ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου καί τῶν κληρικῶν, γιά τά ὁποῖα βεβαίως ἔχει
εἰπωθῆ τό «μή κρίνετε ἵνα μή κριθῆτε»
(Ματθ. 7,1 –Λουκ. 6,37 κλπ.) καί ἰσχύουν αὐτά πού διδάσκει ὁ Χρυσόστομος καί οἱ
τρεῖς Κανόνες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Ἔτσι λοιπόν, ἀβασάνιστα, μέ τήν
δαμόκλειο σπάθη τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας «ἀποκεφαλίσατε» τόν ἅγιο καί τόν
παρουσιάσατε ὅτι διδάσκει μέ ἀλλότριο πνεῦμα.
Θά
σᾶς ὑπεδείκνυα καί μία ἄλλη ἑρμηνεία τῶν λόγων τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου, ἡ ὁποία ἔρχεται
καί αὐτή σέ ἀρίστη συμφωνία μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία ὅλων ἀνεξαιρέτως
τῶν Ἁγίων. Νά ἀποδεχθῆτε δηλαδή, ὅτι ὁ ἅγιος ἐδῶ ἀναφέρεται σέ δημόσια
σκάνδαλα, τά ὁποῖα δημιουργεῖ ὁ Ἐπίσκοπος καί οἱ κληρικοί ἐξ αἰτίας τῶν θεμάτων
τῆς πίστεως. Καί ἐδῶ πάλι ὁ ἀπ. Παῦλος ἀναθεματίζει ὅποιον διδάσκει ἀντίθετα ἀπό
τήν ἀποστολική διδασκαλία, οἱ δέ Πατέρες ὁμοθυμαδόν διδάσκουν νά ἀπομακρυνώμεθα
ἀπό αὐτούς τούς κληρικούς. Ἐδῶ βεβαίως, ἐρχόμεθα σέ ἀντίθεσι μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία
τοῦ Κανόνος, ἡ ὁποία διδάσκει παραμονή στούς ποιμένες αὐτούς μέχρις ἀποφάσεως τῆς
Συνόδου, καί ἀκόμη ἐρχόμεθα καί σέ ἀντίθεσι μέ τήν μέθοδο τῆς ἐξισώσεως τῶν
θεμάτων τῆς πίστεως μέ ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου.
Ἐσεῖς
πατέρες, προτιμήσατε νά συστρατευθῆτε μέ
τήν δυνητική ἑρμηνεία, παρά μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Ἔτσι
λοιπόν, πρός χάριν τῆς ἑρμηνείας αὐτῆς, παρουσιάσατε τόν ἅγ. Ἀθανάσιο νά ἀντιστρατεύεται
πρός πάντας καί νά διδάσκη τρόπον τινά ἀλλοπρόσαλλα πράγματα.
Ἐρχόμενοι
γιά λίγο, μέ βάσι τά ἀνωτέρω, στήν σύγχρονη πραγματικότητα, θέλω νά σᾶς θέσω τό
ἐρώτημα, πατέρες, δέν εἶναι δημόσιο σκάνδαλο οἱ συμπροσευχές καί συνιεργουργίες
τοῦ Πατριάρχη με τόν Πάπα, οἱ δημόσιοι ἐναγκαλισμοί καί οἱ μεταξύ των
φιλοφρονήσεις, ἡ ἀναγνώρισις τῶν μυστηρίων τῶν Παπικῶν, ἡ βαπτισματική θεολογία
–τήν ὁποία πολλοί Ἐπίσκοποι κηρύττουν, ἐνῶ
οἱ ὑπόλοιποι σιωποῦν καί τούς ἀνέχονται–, ἡ ἔνταξις τῆς Ὀρθοδοξίας στό Π.Σ.Ε.
καί ἀκόμη ἡ δημόσια σιωπή καί ἡ σιωπηλή συνοδοιπορία τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μέ
τή Νέα Ἐποχή, τήν παγκοσμιοποίησι κλπ.; Ἐδῶ δέν θα ἠδύνατο νά ἐφαρμοσθῆ ὁ λόγος
αὐτός τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου καί ὄχι ἐκεῖ πού ἐσεῖς τόν ἐτοποθετήσατε;
Στήν συνέχεια, στό κεφάλαιο αὐτό τῆς
μελέτης σας στή σελ. 28, ἀναφέρετε τά ἑξῆς:
«Εἶναι λανθασμένο τό συμπέρασμα, πού
βγάζει στό τέλος, ὅτι “εἶναι ἄξιον ἰδιαιτέρας προσοχῆς τό ὅτι παντοῦ οἱ Ἅγιοι ὁμιλοῦν
γιά τό φρόνημα κάποιου προκειμένου περί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί ὄχι γιά
τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου” (σελ. 92). Οἱ Ἅγιοι “ὁμιλοῦν γιά τό φρόνημα κάποιου
προκειμένου περί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας”, ὄχι παραθεωροῦντες καί πετῶντες
στόν κάλαθο τῶν ἀχρήστων τίς Συνοδικές ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν
Συνόδων, ἀλλά μέ βάση αὐτές τίς ἀποφάσεις».
Ἐδῶ πατέρες,
δείχνετε ἀλλόκοτα πράγματα. Κατ’ ἀρχάς τό φρόνημα κάποιου, σύμφωνα μέ τή
διδασκαλία σας, τό καθορίζει ἡ Σύνοδος, ὁπότε κακῶς καταφέρεσθε κατά τῶν Οἰκουμενιστῶν,
ἐφ’ ὅσον ἡ Σύνοδος θεωρεῖ τόν Οἰκουμενισμό ὡς πρόοδο, ἀπεγκλωβισμό ἀπό τήν ἀπομόνωσι,
τήν ἐσωστρέφεια καί τό περιθώριο κλπ., ἐφ’ ὅσον τόν ἀκολουθεῖ πιστά, καί ἐφ’ ὅσον
τό φρόνημα τῶν Οἰκουμενιστῶν δέν ἔχει κριθῆ ἀπό τήν Σύνοδο. Ἔπειτα τί γίνεται ἄν
π.χ. ἡ Σύνοδος ἀποφασίση τήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων, τήν ἔνταξι στό Π.Σ.Ε., τούς
θεολογικούς διαλόγους μέ τόν τρόπο καί τά πρόσωπα πού τόν διεξάγουν κλπ.; Στήν
περίπτωσι αὐτή, ἔχομε δικαίωμα νά κρίνωμε τό φρόνημα τῆς Συνόδου, τήν στιγμή
πού δέν ἔχομε τό δικαίωμα νά κρίνωμε τό φρόνημα ἑνός Ἐπισκόπου; Καί ἄν ἔχωμε τό
δικαίωμα νά κρίνωμε τό φρόνημα τῶν Οἰκουμενιστῶν, ὅπως ἐσεῖς κάνετε στήν πράξι
(καί ὅλοι βεβαίως οἱ ἀντιοικουμενιστές), μέχρι ποιοῦ σημείου καί σέ ποιό βαθμό;
Μέχρι δηλαδή προφορικῆς διαμαρτυρίας καί γραπτοῦ χαρτοπολέμου ἤ μέχρις ἀποτειχίσεως;
Τί διδάσκουν ἐδῶ οἱ Ἅγιοι; Εἰς τό σημεῖο
αὐτό τεχνηέντως παρεκάμψατε τήν διδασκαλία τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου, ἡ ὁποία ἀναφέρει
τά ἑξῆς: «ὧν τό φρόνημα ἀποστρεφόμεθα,
τούτους ἀπό τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν» (ΒΕΠΕΣ 33,182).
Ἐδῶ πατέρες, σύμφωνα
μέ τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου δέν ἀποστρέφεσθε τό φρόνημα τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἐφ’ ὅσον
δέν ἀπομακρύνεσθε ἀπό τήν κοινωνία των. Ἐδῶ ἐπίσης, δείχνετε ὅτι τήν ἀποστροφή
τοῦ φρονήματος δέν τήν θεωρεῖτε ἐκκλησιαστική, ἀλλά ἰδεολογική, ὅπως δηλαδή
κάποιοι, οἱ ὁποῖοι δέν ταιριάζουν ἰδεολογικά, ἀλλά κατά τά ἄλλα ἔχουν ἄριστη ἐπικοινωνία.
Στήν Ἐκκλησία ὅμως ὑπάρχει ἑνότης πίστεως∙ δηλαδή, ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία
δείχνει τό φρόνημά μας καί ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία ὑφίσταται, ἐφ’ ὅσον ἔχομε
τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό φαίνεται ἄριστα
καί στό ἅγιο Βάπτισμα μέ τό ὁποῖο εἰσερχόμεθα εἰς τήν Ἐκκλησία. Δηλαδή ἀπαιτεῖται
πρωτίστως ὁμολογία πίστεως, μέ τήν ὁποία συντασσόμεθα μέ τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας,
καί κατόπιν βαπτιζόμεθα, δηλαδή ἐνσωματούμεθα εἰς τήν Ἐκκλησία. Ἐσεῖς πατέρες, ἀντιθέτως,
διδάσκετε ὅτι ἐπικοινωνοῦμε ἐκκλησιαστικά μέ ὅλους, ἔστω καί ἄν γνωρίζωμε καί εἴμεθα
βέβαιοι ὅτι ἔχουν αἱρετικά φρονήματα, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου. Ἐπιπλέον δέ,
δείχνετε ὅτι, τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, τήν θέτετε ὑπεράνω ὅλων καί αὐτῆς ἀκόμη
τῆς ἁγ. Γραφῆς. Δηλαδή ὁ ἀπόστολος Παῦλος
δέν ἔχει δικαίωμα νά ἀποκόψη κάποιον ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἡ Σύνοδος.
Ἡ Σύνοδος ὅμως τοῦ
Πατριαρχείου, μέ ἐπικουρική βοήθεια καί ἄλλων Πατριαρχῶν καί Ἀρχιεπισκόπων (μείζων
καί ὑπερτελής), ἀπεφάσισε πρίν ἀπό 20 χρόνια τήν ἀποκοπή ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ
κ. Σωτηρόπουλου καί τήν ἐνσωμάτωσι σ’ αὐτήν τοῦ Στυλιανοῦ Αὐστραλίας. Ἐσεῖς
τώρα πατέρες, μέ τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, ἀναγνωρίζετε τίς ἀποφάσεις τῆς
Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου, ἐνῶ μέ τήν ἰδεολογική θεωρία σας πιθανῶς δέν τήν ἀποδέχεσθε.
Σέ ὅλα αὐτά τά ἀλλόκοτα καί ἀλλοπρόσαλλα περιπίπτετε, διότι δέν προσαρμόζετε
στήν ἁγ. Γραφή καί στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων τήν διδασκαλία σας, ἀλλά ὅλα τά ὑποτάσσετε
στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος.
Στήν συνέχεια
γράφετε τά ἑξῆς: «Ὁ Ἅγιος ὅ,τι ἔλεγε καί ὅ,τι
ἔπραττε, τό ἔλεγε καί τό ἔπραττε, ἔχοντας ὑπ' ὄψιν του τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς,
ἡ ὁποία, ὅπως ἤδη ἐλέχθη, κατεδίκασε ὄχι μόνο τήν αἵρεση, ἀλλά καί τόν Ἄρειο
καί κατ' ἐπέκτασιν καί ὅλους τους ὁμόφρονές του».
Ἐδῶ πατέρες, πάλι ἀποδεικνύεσθε
ἀνακόλουθοι. Διότι ἐνῶ ἀπαιτεῖτε ὀνομαστική καταδίκη τῶν αἱρετικῶν, τώρα
διδάσκετε ὅτι μέ τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως εἶναι συγχρόνως καταδικασμένοι καί ὅσοι
μετά ταῦτα διακατέχονται ἀπό τά φρονήματα αὐτῆς τῆς αἱρέσεως. Αὐτοί ὅμως,
κανονικά πρέπει νά κληθοῦν σέ δίκη, νά δικασθοῦν ἐκκλησιαστικά καί μετά τήν
καταδίκη των νά θεωρηθοῦν ἔκπτωτοι καί ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἡ πρό τῆς ὀνομαστικῆς
των καταδίκης ἀποτείχισις εἶναι καθαρή ἐφαρμογή τοῦ 15ου Κανόνος τῆς
Πρωτοδευτέρας Συνόδου, διότι αὐτά ἀκριβῶς διακελεύει ὁ Κανόνας αὐτός. Δηλαδή, αἵρεσι
καταδικασμένη ὑπό Συνόδου ἤ Πατέρων, καί αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αὐτό τό αἱρετικό
φρόνημα, τό ὁποῖο δημοσίως κηρύττουν, ἀλλά δέν ἔχουν κριθῆ καί καταδικασθῆ ὀνομαστικά.
Μήπως λοιπόν, σύμφωνα μέ τά λεγόμενά σας, καί ὁ ἅγιος ἐτίναξε κυριολεκτικά τόν
συνοδικό θεσμό στόν ἀέρα, ἐφ’ ὅσον ἐδίδασκε τήν ἀποτείχισι πρό συνοδικῆς
καταδίκης τῶν αἱρετικῶν;
Ἐδῶ ἐπί πλέον πρέπει
νά προσθέσωμε ὅτι καί ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ὅπως καί ὁ Μ. Βασίλειος, ἐδίδασκε, ἐκτός
ἀπό ὅλα αὐτά, τήν ἀποτείχισι καί τόν ἀναθεματισμό καί τῶν Πνευματομάχων, ἡ αἵρεσις
τῶν ὁποίων, σύμφωνα μέ τόν ἅγ. Βασίλειο δέν εἶχε ἐμφανισθῆ κατά τήν Α΄ Οἰκουμενική
Σύνοδο, οὔτε δέ στά πρακτικά τῶν Συνόδων
ἀναφέρεται κάποια συνοδική καταδίκη της (πρό τῆς Β΄ δηλαδή Οἰκουμενικῆς), τήν
στιγμή μάλιστα πού καί ἡ καταδικασθεῖσα ἀρειανική αἵρεσις εἶχε ἀναζωπυρωθῆ.
Γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος
σχετικά τά ἑξῆς: «εἰ δὲ διὰ τὴν Μακεδονίου
αἵρεσιν ἀπολογούμενοι γράφειν ἐπιχειροῦσιν, ἔδει τῶν κακῶν φυτῶν τὰ σπέρματα προανελεῖν, καὶ τοὺς αὐτὰ παρασχόντας
στηλιτεῦσαι, καὶ οὕτως τὰ ἀντ' ἐκείνων γράφειν ὀρθῶς, ἢ ἐκδικεῖν φανερῶς τὰ
Μακεδονίου, ἵνα μὴ κεκρυμμένοι, ἀλλὰ φανερῶς πνευματομάχοι δεικνύωνται, καὶ πάντες
αὐτοὺς φεύγωσιν ὡς ἀπὸ προσώπου ὄφεως»
(ΒΕΠΕΣ 33,210). Ἐδῶ διδάσκει ὁ ἅγιος τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς Πνευματομάχους «ὡς ἀπό προσώπου ὄφεως».
Στόν τόμο ἐπίσης,
τόν ὁποῖο ἀπέστειλε πρός τούς Ἀντιοχεῖς ὁ
ἅγιος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Πάντας τοίνυν τοὺς
βουλομένους εἰρηνεύειν πρὸς ἡμᾶς, καὶ μάλιστα τοὺς ἐν τῇ Παλαιᾷ συναγομένους,
καὶ τοὺς ἀποτρέχοντας δὲ ἀπὸ τῶν Ἀρειανῶν προσκαλέσασθε παρ' ἑαυτοῖς, καὶ ὡς μὲν
πατέρες υἱοὺς προσλάβεσθε, ὡς δὲ διδάσκαλοι καὶ κηδεμόνες ἀποδέξασθε, καὶ συνάψαντες
αὐτοὺς τοῖς ἀγαπητοῖς ἡμῶν τοῖς περὶ Παυλῖνον, μηδὲν πλέον ἀπαιτήσητε παρ' αὐτῶν
ἢ ἀναθεματίζειν μὲν τὴν Ἀρειανὴν αἵρεσιν, ὁμολογεῖν δὲ τὴν παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων
ὁμολογηθεῖσαν ἐν Νικαίᾳ πίστιν, ἀναθεματίζειν
δὲ καὶ τοὺς λέγοντας κτίσμα εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ διῃρημένον ἐκ τῆς οὐσίας
τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο γάρ ἐστιν ἀληθῶς ἀποπηδᾷν ἀπὸ τῆς μυσαρᾶς αἱρέσεως τῶν Ἀρειανῶν,
τὸ μὴ διαιρεῖν τὴν ἁγίαν Τριάδα, καὶ λέγειν τι ταύτης εἶναι κτίσμα. Οἱ γὰρ
προσποιούμενοι μὲν ὀνομάζειν τὴν ὁμολογηθεῖσαν ἐν Νικαίᾳ πίστιν, τολμῶντες δὲ
κατὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος βλασφημεῖν, οὐδὲν πλέον ποιοῦσιν, ἢ τὴν Ἀρειανὴν αἵρεσιν
τοῖς μὲν ρήμασιν ἀρνοῦνται, τῷ δὲ φρονήματι ταύτην κατέχουσιν» (ΒΕΠΕΣ
31,125).
Ἐδῶ πάλι ὁ ἅγιος ἀναθεματίζει
τούς Πνευματομάχους, πέραν τῶν Ἀρειανῶν, οἱ ὁποῖοι –ὅπως ἰσχυρίζεσθε– εἶχαν
καταδικασθῆ ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Νικαίας, καί ἔτσι βλέπομε τούς Ἁγίους νά συμφωνοῦν
μεταξύ των, ὄχι μόνον στήν διδασκαλία ἀλλά καί στόν τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν.
Ἴσως ὅμως πατέρες, τά ἰσχυρίζεσθε ὅλα αὐτά, ἐπειδή γνωρίζετε ὅτι τέτοια
καταδίκη τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ συνοδικῶς δέν πρόκειται νά γίνη, ὁπότε, διά τῆς
δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, κρατοῦμε ἀφ’ ἑνός τούς πιστούς δεμένους στό ἅρμα
τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀφ’ ἑτέρου, διά τῆς διαμαρτυρίας καί τοῦ
χαρτοπολέμου, παρουσιαζόμεθα ὡς ἀγωνιστές καί θεματοφύλακες τῆς πίστεως, ἐνῶ
παράλληλα διά τῆς Ὁμολογίας τῆς πίστεως παρουσιαζόμεθα ἀκόλουθοι τῶν Πατέρων
καί φύλακες τῶν πατρώων θεσμῶν.
Στή συνέχεια θά ἀναφερθῶ
ἐπ’ ὀλίγον στούς Ἁγίους Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο καί Γρηγόριο τόν Θεολόγο, εἰς
τούς ὁποίους δέν ἀναφερθήκατε διόλου, ἐπειδή δῆθεν ἐδώσατε ἀπάντησι μέ τά
προηγούμενα. Γράφετε συγκεκριμένα στήν σελ. 28 τά ἑξῆς: «Δέν θά σχολιάσουμε ἀποσπάσματα λόγων καί ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ
Χρυσοστόμου καί τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τά ὁποῖα παραθέτει στή
συνέχεια, διότι ἡ ἀπάντηση γιά ὅλ' αὐτά ἔχει ἤδη δοθεῖ μέ ὅσα ἐλέχθησαν στίς
παραγράφους τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου».
Ἐδῶ πατέρες, ἀβίαστα
πιστεύω, κάθε γνώστης τῶν πραγμάτων θά σᾶς καταλόγιζε ὑστεροβουλία, ὑπεκφυγή
καί ἀδυναμία ἀντιμετωπίσεως τῆς ἀληθείας εὐθέως καί εὐθαρσῶς. Διότι, ναί μέν
δέχομαι ὅτι γιά τόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Θεολόγο ἐδώσατε τίς ἀπαντήσεις –αὐτές
τέλος πάντων πού ἐδώσατε καί μέ τόν τρόπο πού τίς ἐδώσατε–, στόν ἅγ. Ἰωάννη τόν
Χρυσόστομο ὅμως, ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά ἀναφερθῆτε καί νά δώσετε κι ἐδῶ κάποιες ἀπαντήσεις, ὥστε νά
εἶναι πιό ὁλοκληρωμένες καί κατανοητές οἱ θέσεις σας. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι στό
κεφάλαιο αὐτό τοῦ βιβλίου πού σχολιάζετε, ἀναφέρεται μία ἀποτείχισις ποὺ πραγματοποίησαν οἱ
μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἡ ὁποία δέν ἔγινε γιά θέματα πίστεως
ἀλλά γιά θέματα δικαιοσύνης. Ἐδῶ δηλαδή ἔχουμε ἐφαρμογή
τοῦ 31ου ἱεροῦ Κανόνος τῶν ἁγ. Ἀποστόλων, τόν ὁποῖο κατ’ οὐσίαν ἀκυρώσατε,
τουλάχιστον κατά τό μέρος τῆς ἀποτειχίσεως τό ὁποῖο διδάσκει.
Ὅταν ἐσχολιάσατε τόν
Κανόνα αὐτόν, στήν σελ. 17 τῆς μελέτης σας, ἀναφέρατε μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς: «Τὸ ὅτι ὁ παρὼν Κανόνας (ἐννοεῖται ὁ 31ος Ἀποστολικός)
θέτει ὡς ἐξαίρεση γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο τὰ θέματα πίστεως καὶ
δικαιοσύνης, δὲν σημαίνει ὅτι δίδει
τὸ δικαίωμα στὸν κάθε πιστό, νὰ γίνει κριτὴς καὶ δικαστὴς αὐτοῦ τοῦ ἐπισκόπου, ἐὰν
καὶ κατὰ πόσον δηλαδὴ ὁ ἐπίσκοπος αὐτὸς εἶναι αἱρετικὸς ἢ ἄδικος. Καὶ τοῦτο,
διότι, ὅπως ἤδη ἐτονίσθη, δὲν εἶναι ἁρμόδιο καὶ ἱκανὸ τὸ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας
νὰ κάνει αὐτὸ τὸ ἔργο ἀλάνθαστα καὶ δίκαια, ἐπειδὴ δὲν ἔχει τὴν ἀνάλογη
πνευματικὴ ὡριμότητα καὶ γνώση. Αὐτὸ τὸ ἔργο ἀνήκει μόνον σὲ Σύνοδο ἐπισκόπων».
Ἔπρεπε λοιπόν, τώρα πού ἐφθάσατε στήν ἐφαρμογή
τοῦ Κανόνος αὐτοῦ, καί μάλιστα τοῦ μέρους αὐτοῦ πού ἀκυρώσατε,
νά ἀναφέρετε ὅτι παρανόμως ὁ κλῆρος καί ὁ λαός ἀποτειχίσθηκε γιά τριάντα καί
πλέον ἔτη καί μάλιστα ὄχι γιά θέματα πίστεως, ἀλλά δικαιοσύνης∙ ἔπρεπε νὰ
σημειώσετε ὅτι οἱ Ἰωαννῖτες ἔκαναν σχίσμα, ὅτι
ὡς ἀποτειχισμένοι ἦσαν ἐκτός Ἐκκλησίας, ὅτι ἦταν ἄκυρα τά μυστήριά των, ὅτι
προήρπασαν τήν ἐξουσία τῆς Συνόδου κλπ. Ἔτσι θά εἴσαστε συνεπεῖς μέ τήν
ἴδια τήν μελέτη σας καί κυρίως μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, μέ τήν ὁποία
ἀκυρώσατε τήν ἀποτείχισι καί μάλιστα ὅταν γίνεται γιά θέματα πίστεως. Ἐπειδή ὅμως, προφανῶς, δέν θελήσατε νά ἔλθετε
σέ ἀντίθεσι μέ ἕναν ἀπό «τούς τρεῖς
μεγίστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου θεότητος» παρεκάμψατε τεχνηέντως διά τῆς
σιωπῆς τό θέμα, λέγοντας ὅτι «ἡ ἀπάντησις
γιά ὅλα αὐτά ἔχει ἤδη δοθῆ μέ ὅσα ἐλέχθησαν στίς παραγράφους τοῦ Μ. Βασιλείου
καί τοῦ Μ. Ἀθανασίου». Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, πατέρες, ἀποδεικνύετε ὅτι ἐλάχιστα
ἤ οὐδόλως σᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἀλήθεια (καί δι’ αὐτό ἀδυνατεῖτε νά τήν στηρίξετε ἁγιογραφικά
καί πατερικά), ἀποσκοπεῖτε δέ εἰς τό νά εἰσάγετε μία νέα καινοτόμο μέθοδο ἀντιμετωπίσεως
τῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία στηρίζεται στήν συμπόρευσι μέ αὐτήν, στήν διαμαρτυρία καί
στόν χαρτοπόλεμο.
Θά ἀναφερθῶ ἐν ὀλίγοις
στά σημεῖα αὐτά, τά ὁποῖα παρεκάμψατε, ὡς δῆθεν σχολιασθέντα, διά νά κρίνη ὁ
κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης τῶν κειμένων, περί τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας.
Κατ’ ἀρχάς ἀναφέρει ὁ
ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τήν καταλυτική, διά τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ
Κανόνος, διδασκαλία ὅτι εἶναι προτιμώτερο νά μήν ἔχης κανένα ποιμένα, παρά νά ἔχης
ἕναν κακό ποιμένα «κρεῖττον γάρ ὑπό
μηδενός ἄγεσθαι ἤ ὑπό κακοῦ ἄγεσθαι» (ΕΠΕ 25, 370,19). Ἐδῶ πατέρες κατανοῶ ὅτι
δέν δύνασθε νά προσαρμόσετε στήν διδασκαλία αὐτή τοῦ ἁγίου τήν δική σας
διδασκαλία, ὅτι δηλαδή ὑπονοεῖται ἡ ἀπόφασις
τῆς Συνόδου, ἤ ὅτι προαρπάζεται ἡ κρίσις της ἤ ὅτι εἶναι «ἡ γνώμη ἑνός μεμονωμένου πατρός» κλπ., διότι ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου
εἶναι γενική περί καλῶν καί κακῶν ποιμένων καί διότι ἀναφέρει ἀμέσως, ἐν
συνεχείᾳ, τίς συνέπειες αὐτοῦ πού δέν ἔχει ποιμένα, καί αὐτοῦ πού ἔχει κακό
ποιμένα: «Ὁ μέν γάρ πολλάκις μέν ἐσώθη,
πολλάκις δέ ἐκινδύνευσεν. οὗτος δέ πάντως κινδυνεύσει εἰς βάραθρα ἀγόμενος».
Τί νά πῆτε ἄραγε ἐδῶ; Ὅτι ὁ ἅγιος ὁμιλεῖ γενικῶς περί κακῶν ποιμένων, ἤ ὅτι ὁ αἱρετικός
καθίσταται κακός ποιμήν μετά τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου;
Ἐν συνεχείᾳ, στό ἴδιο
κείμενο παρατίθεται ἀπό τόν ἅγιο ἡ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου (Ἑβρ. 13,17) «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε».
Ὁ ἅγιος ἐδῶ παρουσιάζει μία ἔνστασι: «Τί
οὖν φησίν, ὅταν πονηρός ᾖ καί μή πειθώμεθα;» Διαχωρίζει ἐν συνεχείᾳ τά
θέματα τῆς πίστεως, ἀπό ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα τῶν ποιμένων, τά ὁποῖα ἐσεῖς παραδόξως
ταυτίζετε: «Πονηρός πῶς λέγεις; εἰ μέν
πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτόν καί παραίτησαι, μή μόνον ἄν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλά κἄν ἄγγελος
ἐξ οὐρανοῦ κατιών. εἰ δέ βίου ἕνεκεν μή περιεργάζου. Καί τοῦτο οὐκ οἴκοθεν λέγω τό ὑπόδειγμα, ἀλλά
ἀπό τῆς θείας Γραφῆς».
Ἐδῶ πάλι, πατέρες, πῶς
θά ταιριάξη ἡ θεωρία σας, ὅτι τά θέματα τῆς πίστεως καί τά ἄλλα ἁμαρτήματα εἶναι
στήν ἴδια κατηγορία καί ρυθμίζονται ἀπό τό πρῶτο μέρος τοῦ 15ου
Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί τούς δύο προηγούμενους; Πῶς πάλι θά
δικαιολογήσετε τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου «φεῦγε
αὐτόν καί παραίτησαι» διά θέματα δηλαδή πίστεως, τήν στιγμή πού διδάσκετε
τήν ἀναμονή καί παραμονή σ’ αὐτόν μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου; Ἄν πάλι ἀναφέρετε
τήν δικαιολογία, τήν ὁποία πολλάκις ἐπιστρατεύετε, ὅτι τό «φεῦγε αὐτόν καί παραίτησαι» ὑπονοεῖ ὅτι αὐτό θά γίνη μετά τήν ἀπόφασι
τῆς Συνόδου, ἐδῶ ,κατά τό δή λεγόμενο, “θά γελάση καί τό παρδαλό κατσίκι”,
διότι ἁπλούστατα αὐτό δέν ταιριάζη μέ τήν προηγούμενη διδασκαλία τοῦ ἁγίου, «κρεῖττον γάρ ὑπό οὐδενός ἄγεσθαι ἤ ὑπό κακοῦ
ἄγεσθαι»· καί βεβαίως ἐπειδή μέ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου δέν φεύγει ὁ πιστός
ἀπό τόν ποιμένα, ἀλλά ὁ ποιμένας ἐκπίπτει καί τοποθετεῖται ἄλλος ὀρθόδοξος στή
θέσι του.
Πρέπει ἐπίσης νά
σημειωθῆ ὅτι, ἡ ἔκφρασις τοῦ ἁγίου «μή
μόνον ἄν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλά κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών», σημαίνει ἀσφαλῶς,
πατέρες, καί μετά βεβαιότητος, ὅτι τό ἀντίστοιχο χωρίο, τό ὁποῖο ὑπονοεῖ ὁ ἅγιος
(Γαλ. 1,8) τό ἑρμηνεύσατε λάθος, διότι ἐθεωρήσατε ἀπαραίτητη τήν ἀπόφασι τῆς
Συνόδου, προκειμένου νά ἰσχύουν τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί ὡς ἐκ τούτου
νά ἀποτειχισθῆ κάποιος ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Δηλαδή καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος,
καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι, μηδενός ἐξαιρουμένου, ἀσφαλίζουν
διά τῆς ἀποτειχίσεως τόν κάθε πιστό μέχρι τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου. Μετά τήν ἀπόφασι
τῆς Συνόδου δέν χρειάζεται ἀποτείχισις, διότι ὑποτίθεται ὅτι ἐπανέρχονται τά πράγματα
στόν σωστό καί ὀρθόδοξο δρόμο, δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει πλέον ὁ αἱρετικὸς Ἐπίσκοπος ἀπὸ
τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ἀποτειχισθοῦμε, ἀφοῦ ἔχει καθαιρεθῆ. Διά
τῆς δυνητικῆς, ὅμως, ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, ὅλα αὐτά κατακρημνίζονται καί ὁ
κάθε πιστός παραμένει στό στόμα τοῦ λύκου, πρός ἀποφυγήν δῆθεν σχίσματος καί,
βεβαίως, πάντα σύμφωνα μέ τή γνώμη σας, διά νά μήν προαρπάσωμε τήν κρίσι τῆς
Συνόδου.
Στήν διδασκαλία τοῦ
Χρυσοστόμου παραθέσαμε καί ἕνα ἄλλο σημαντικό χωρίο, τό ὁποῖο νομίζω ὅτι ἀνατρέπει
ἐκ θεμελίων τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ποὺ κι αὐτὸ παραβλέψατε.
Αὐτό εἶναι ἀπό ἐπιστολή τοῦ ἁγίου πρός τήν Ὀλυμπιάδα καί λέγει τά ἑξῆς: «Οὐδένα γάρ δέδοικα ὡς τούς ἐπισκόπους πλήν ὀλίγων»
(ΕΠΕ 37,440). Ὁ ἅγιος ἀνέφερε αὐτά τά λόγια γιά τούς Ἐπισκόπους, χωρίς κἄν νά ὑπάρχουν
θέματα πίστεως, ἀλλά γιά ὅλες τίς ἄλλες σκευωρίες, τίς ὁποῖες ὑπέστη ἀπό αὐτούς.
Ἐσεῖς πατέρες, γιά τά θέματα τῆς πίστεως διδάσκετε παραμονή εἰς τούς Ἐπισκόπους
καί ἀναμονή μήπως συνέλθη ἡ Σύνοδος καί καταδικάσουν οἱ ἴδιοι τούς ἑαυτούς των!
Τό βασικώτερο ὅμως,
τό ὁποῖο ἀφήσατε στό τέλος εἶναι ὅτι, μετά τήν δευτέρα ἐξορία τοῦ ἁγίου, ὑπῆρξε
ἀποτείχισις ἀπό κληρικούς καί λαϊκούς στήν Κων/πολι, τήν Ἀντιόχεια, τήν
Καισάρεια καί ἀλλοῦ. Ἡ ἀποτείχισις αὐτή δέν ἔγινε διά θέματα πίστεως ἀλλά
δικαιοσύνης. Δέν ἦταν ἐπίσης χωρίς συνέπειες ἀλλά οἱ ἀποτειχισμένοι ὑπέστησαν
διώξεις, ἐξορίες, φυλακές κλπ., διήρκησε δέ ὁ διωγμός αὐτός περισσότερο ἀπό
τριάντα χρόνια. Τό σημαντικό λοιπόν, ἐδῶ εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος, ὄχι μόνο δέν τήν κατηγορεῖ σάν κάτι
παράνομο, ὅτι δηλαδή δημιουργήθηκε σχίσμα κλπ., ἀλλά ἀπεναντίας
κατατάσσει τούς ἀποτειχισμένους μεταξύ τῶν Ἁγίων καί τῶν μαρτύρων, ἐξυμνεῖ τό ἀδούλωτο
φρόνημά των, τούς παραλληλίζει μέ τήν μαρτυρική ἔνστασι τοῦ Τιμίου Προδρόμου,
τούς διαβεβαιώνει ὅτι μέ τήν ἔνστασι αὐτή ἐγράφησαν τά ὀνόματά των ἐν βίβλῳ ζωῆς
κλπ. Δέν γνωρίζω πατέρες, πῶς μποροῦν ὅλα αὐτά νά ταιριάξουν μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία
τοῦ Κανόνος, τήν στιγμή μάλιστα πού ἡ ἀποτείχισις αὐτή ἔγινε γιά θέματα δικαιοσύνης.
Ἐσεῖς ὅμως προφανῶς, βαδίσατε τήν ἀσφαλῆ ὁδό τῆς σιωπῆς διά νά μήν δώσετε
συνέχεια στό θέμα.
Τό θέμα ὅμως αὐτό ἔχει
καί συνέχεια, ἡ ὁποία πρέπει νά ἀναφερθῆ διά νά γίνη κατανοητό τό τί ἐπετεύχθη
δι’ αὐτῆς τῆς ἀποτειχίσεως. Αὐτά ὅλα
πατέρες, θά σᾶς τά ἐκθέσω ἀπό κάποια μικρή μελέτη πού ἔκανα προσφάτως ἐπί τοῦ
θέματος τούτου μαζί μέ τούς ἀνάλογους σχολιασμούς.
Αὐτοί λοιπόν οἱ ἀποτειχισμένοι, ἦταν ἡ βασική
καί πρώτη αἰτία γιά τήν ἀναγνώρισι τοῦ Χρυσοστόμου ὡς ἁγίου, γιά τήν ἀνακομιδή
τῶν λειψάνων του καί γιά τήν ἀναγνώρισί του ὡς Οἰκουμενικοῦ διδασκάλου. Αὐτοί ἦταν
καί ἐκεῖνοι πού δέν τόν ἐγκατέλειψαν εἰς τόν σταυρό του καί δέν τόν ἐπρόδωσαν,
σύμφωνα μέ τόν ἅγ. Συμεών τόν νέο Θεολόγο. Τώρα, ἄν ἐσείς διδάσκετε ὅτι ἔπρεπε νά μήν ἀποτειχισθοῦν, εἶναι σάν
νά λέτε ὅτι ἔπρεπε νά τά εὕρουν, κατά τό δή λεγόμενο, μέ τούς σταυρωτές
καί δημίους τοῦ ἁγίου, γιά νά ἐπικρατήση ἡ εἰρήνη εἰς τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὅμως
θά ἐπιβράβευε καί θά ἀποθέωνε τά ἀνθρώπινα πάθη.
Ἐπί πατριαρχίας λοιπόν, τοῦ δευτέρου
μοιχεπιβάτου, τοῦ Ἀττικοῦ (ἐχειροτονήθη καί αὐτός ζῶντος τοῦ ἁγίου, διότι ὁ Ἀρσάκιος
ἀπέθανε σύντομα), ἔχουμε μία ἀλληλογραφία αὐτοῦ μέ τόν διάδοχο τοῦ Θεοφίλου
στήν Ἀλεξάνδρεια, τόν ἅγ. Κύριλλο, πού ἦτο κατ’ ἀρχάς ἐχθρός καί πολέμιος τοῦ
Χρυσοστόμου ἐξ αἰτίας τοῦ ἐπηρεασμοῦ του ἀπό τόν Θεόφιλο. Ὁ Ἀττικός λοιπόν
γράφει στόν ἅγ. Κύριλλο καί τοῦ ἐξιστορεῖ
τήν κατάστασι στήν Κων/πολι.
Ὁ λαός, τοῦ λέγει, εἶναι χωρισμένος. Οἱ ἀποτειχισμένοι
Ἐπίσκοποι καί κληρικοί συνάγουν τόν λαό ἔξω ἀπό τά τείχη καί ἐπιτελοῦν ἐκεῖ τά
θρησκευτικά των καθήκοντα. Ἀναφέρει ὁ Ἀττικός πρός τόν Κύριλλον καί γιά τήν
κατάστασιν τῆς Ἀντιοχείας ὅτι ἦτο περίπου ἡ ἴδια, ἐξ αἰτίας τῶν ἀποτειχισμένων
καί καταλήγει ὡς ἑξῆς: «Χρόνου δέ πολλοῦ
παρεληλυθότος, καί ἡμῶν βιασαμένων τήν ἐκ τῆς δημοκρατίας ἀνάγκην, καί κατά
μηδέν ἐπιστρεφομένων πρός τό τοῦ σχίσματος λείψανον, γέγραφεν ἡμῖν ἐκ τῆς ἑῴας ὁ
θεοφιλέστατος ἐπίσκοπος Ἀκάκιος, τόν εὐλαβέστατον ἐπίσκοπον τῆς Ἀντιοχείας
Θεόδοτον συναναγκασθῆναι παρά τῶν δήμων τήν προσηγορίαν Ἰωάννου γράψαι, καί ᾐτεῖτο
συγγνώμην ἡμᾶς παρασχεῖν τῷ ὑπό ἀνάγκης
τοῦτο πεποιηκέναι» (P.G.
77, 349C).
Ὁ λαός λοιπόν, ἀνάγκασε τόν Ἀντιοχείας νά
γράψη στά δίπτυχα τόν Χρυσόστομο καί δι’ αὐτό ζητοῦσε ἀπό τούς ἄλλους
Πατριάρχες συγγνώμη. Ὅταν αὐτά τά γεγονότα ἔφθασαν στήν Κων/πολι ἔγινε μεγαλύτερη
ταραχή ἐξαιτίας τῶν ἀποτειχισμένων. Τότε ὁ Ἀττικός γράφει ὅτι ἔπραξε ὡς ἑξῆς: «Τότε δή, τότε θορυβηθείς ἐγώ, καί τόν ὑπέρ τῶν
μεγίστων κίνδυνον ὑποπτεύσας, καί περί τόν εὐλαβέστατον βασιλέα γενόμενος, περί
εἰρήνης, καί τῆς εὐσταθείας ἐποιούμην τόν λόγον. Ὁ δέ ἀπεκρίνατο μηδέν εἶναι
βλάβος γράφειν ἀπεληλυθότος ἀνδρός ὄνομα, ὑπέρ τῆς εὐσταθείας καί τῆς τῶν λαῶν ὁμονοίας
τε καί εἰρήνης. Καί τοίνυν ἐγώ τούτοις πεισθείς, (καί πῶς γάρ οὐκ ἔμελλον
προφθάσας τήν ἀνάγκην;) ὥστε μή γενέσθαι τά καθ’ ἡμᾶς ἀκολουθίαν τήν πόλιν,
γραφῆναι παρεσκεύασα τήν προσηγορίαν» (P.G.
77, 349D).
Mετά, δικαιολογεῖται ὁ Ἀττικός
ὅτι δέν εἶναι καί κάτι σημαντικό νά γράψη ἕνα κεκοιμημένο κατ’ ἀνάγκη στά
δίπτυχα. Ἐν τέλει παρακαλεῖ καί τόν ἅγ. Κύριλλο νά πράξη τό ἴδιο χάριν τῆς οἰκουμενικῆς
εἰρήνης: «Διόπερ καί αὐτός κέλευσον ἐγγραφῆναι
τήν προσηγορίαν τοῦ ἀπεληλυθότος, ταῖς κατ’ Αἴγυπτον Ἐκκλησίαις, τῆς οἰκουμενικῆς
χάριν εἰρήνης· μήτε Πατέρων λύων κανόνας, καί τήν ὁμόνοιαν πασῶν ὁμοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν
περί πλείστου ποιούμενος» (P.G.
77, 352 B).
Ὁ ἅγ. Κύριλλος ἀπαντᾶ εἰς τόν Ἀττικό ἐκφραζόμενος
μέ σκληρότατα λόγια ἐναντίον τοῦ Χρυσοστόμου. Ὄχι μόνο ἀρνεῖται νά ὑπακούση
στήν προτροπή τοῦ Ἀττικοῦ, ἀλλά καί τόν προτρέπει νά διαγράψη πάραυτα ἀπό τά
δίπτυχα τόν Χρυσόστομο: «Κέλευσον τοῦ
καταλόγου τῶν ἐπισκόπων ἐξαιρεθῆναι τήν Ἰωάννου προσηγορίαν. Εἰ γάρ οὐδέν εἶναι
τοῦτο λογιούμεθα, μή λυπείτω τόν τῶν ἀποστόλων χορόν ὁ προδότης αὐτοῖς
συγκαταταττόμενος· εἰσφερομένης δέ τῆς Ἰούδα προσηγορίας, ποῦ λοιπόν ἡμῖν ὁ
Ματθίας γε κείσεται; Εἰ τοίνυν οὐδείς τόν Ματθίαν ἐκβαλών ἐγγράψοι τόν Ἰούδαν τῷ
τῶν ἀποστόλων χορῷ, μενέτω καί σωζέσθω, παρακαλῶ, μετά τόν τῆς ἀοιδίμου μνήμης
Νεκτάριον, δεύτερος ὁ τοῦ πανευφήμου Ἀρσακίου βαθμός» (P.G.
77, 356B).
Τό θεωρεῖ δέ βεβήλωσι τό νά καταταχθῆ ἕνας
λαϊκός (ὁ Χρυσόστομος) μετά τῶν κεκοιμημένων Ἱεραρχῶν: «Οὐκ ἀκόλουθον τοιγαροῦν διά τάς τινων ἀντιλογίας, εἴπερ τινές ὅλως εἰσίν,
ἐκ βάθρων ὥσπερ κατασείεσθαι τούς τῆς Ἐκκλησίας θεσμούς, λαϊκοῦ συνταττομένου
τοῖς ἐν ἱερατείᾳ διαπρέψασι, καί ἐν ἴσῳ μέτρῳ τιμῆς εἰσβαίνοντος. Μή γάρ δή τοῦτο
καλείτωσαν οἰκουμενικήν τινες εἰρήνην, ἀλλά μᾶλλον κατατομήν» (P.G.
77, 356D).
Kαταλήγει δέ τήν ἐπιστολήν
του ὁ ἅγ. Κύριλλος ὡς ἑξῆς: «Εἰ μέν ἐξῆν
οὐδέν μέν τούτοις λυμήνασθαι, κατατάττειν δέ ἐν ἐπισκόποις τόν καθῃρημένον, ἦν ἄν
εἰκότως εἰπεῖν ἀγρίους τινάς καί ἀνημέρους τούς τοῦτο γενέσθαι
διακωλύοντας. Ἐπειδή δέ ἀνάγκη κρατοῦντος
ἑνός τήν τοῦ ἑτέρου παραλύεσθαι δύναμιν, νικάτωσαν οἱ τῆς Ἐκκλησίας θεσμοί, καί
ἀποχωρείτω τῶν ἱερατικῶν καταλόγων ὁ μή λειτουργός. Τοῦτο γάρ συνάπτει πρός εἰρήνην
τάς Ἐκκλησίας· τοῦτο πᾶσαν ἡμῖν ὁμοψυχίαν ἀνεργάσαιτο. Δίδου τοιγαροῦν ἡμῖν, τό
συνάγεσθαι καθαρῶς μετά τῆς σῆς θεοσεβείας, ἑνός καί τούτου τελευτήσαντος ἀμείνω,
ποιούμενος τήν πρός τούς ἔτι ζῶντας ἀγάπησιν, μᾶλλον δέ τούς τῆς Ἐκκλησίας
θεσμούς» (P.G. 77, 357D).
Εἶναι βέβαιον λοιπόν, ὅτι ἄν δέν ἀπετειχίζοντο
οἱ Ἰωαννίται, σήμερα ὁ ἅγιος φωστήρας τῆς Οἰκουμένης, ὄχι μόνον δὲν θὰ ἦτο ἅγιος, ἀλλά οὔτε ἐγγεγραμμένος εἰς τά δίπτυχα
τῆς Ἐκκλησίας μετά τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν.
Καί κάτι τελευταῖο διά τήν ἀνακομιδή τοῦ ἁγίου
ἀπό τά Κόμανα, ἡ ὁποία καί αὐτή ἔγινε ἀπό
τόν ἅγιο Πρόκλο διά νά ἑνωθοῦν τά διεστῶτα καί ἐπικρατήση πλέον εἰς τήν
συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἅγιος ὁ Χρυσόστομος. Γράφει λοιπόν περί αὐτῆς ὁ ἱστορικός
Σωκράτης τά ἑξῆς:
«Οὐκ εἰς
μακράν δέ μετά τόνδε τόν χρόνον, καί ὁ ἐπίσκοπος Πρόκλος τούς χωριζομένους διά τήν τοῦ ἐπισκόπου Ἰωάννου καθαίρεσιν ἐπανήγαγε,
φρονήσει παραμυθησάμενος τήν λύπην αὐτῶν. Τί δέ τοῦτο ἦν, λεκτέον. Τό σῶμα Ἰωάννου
ἐν Κομάνοις τεθαμμένον, βασιλέα πείσας, τριακοστῷ πέμπτῳ ἔτει μετά τήν
καθαίρεσιν, εἰς τήν Κωνσταντίνου πόλιν μετεκόμισε. Καί μετά πολλῆς τιμῆς,
δημοσίᾳ πομπεύσας αὐτό, εἰς τήν ἐπώνυμον τῶν Ἀποστόλων ἐκκλησίαν ἀπέθετο. Πεισθέντες οὖν ἐπί τούτῳ, οἱ δι’ αὐτόν
χωριζόμενοι, τῇ Ἐκκλησίᾳ ἡνώθησαν. Καί γέγονεν τῇ ἑξκαιδεκάτῃ ὑπατείᾳ τοῦ
βασιλέως Θεοδοσίου, περί τήν ἑβδόμην καί εἰκάδα τοῦ Ἰανουαρίου μηνός. Θαυμάσαι
δέ μοι ἔπεισι, πῶς ὁ φθόνος Ὠριγένους μέν τελευτήσαντος ἥψατο, Ἰωάννου δέ ἐφείσατο.
Ὁ μέν γάρ μετά διακόσια ἔτη που τῆς ἑαυτοῦ τελευτῆς, ὑπό Θεοφίλου ἀκοινώνητος γέγονεν.
Ἰωάννης δέ, τριακοστῷ πέμπτῳ ἔτει μετά τήν τελευτήν εἰς κοινωνίαν ὑπό Πρόκλου ἐδέχθη.
Τοσοῦτον Πρόκλος Θεοφίλου τῷ τρόπῳ διήνεγκεν. Ἀλλά ταῦτα μέν ὅπως γέγονέ τε καί
ἀεί γίνεται, τούς σωφρονοῦντας οὐ διαφεύγει» (P.G.
67, 836Α).
Ἐπιπροσθέτως, ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ ἀποτείχισις τῶν Ἰωαννιτῶν,
ἀσφαλῶς στή θέσι τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου θά ὑπῆρχε ὁ σφαγέας καί δήμιός
του Θεόφιλος, τόν ὁποῖο ὁ Ἀττικός ὀνομάζει στήν ἐπιστολή του ἅγιο καί ἰσαπόστολο
καί φυσικά εἰς αὐτό συμφωνοῦσε καί ὁ ἅγ. Κύριλλος.
Πρέπει τώρα κι ἐσεῖς,
πατέρες, νά ἐρευνήσετε τά σχετικά κείμενα καί νά μᾶς παρουσιάσετε τί κατώρθωσαν
καί τί προσέφεραν στήν Ἐκκλησία οἱ μή ἀποτειχισμένοι, μέ τήν πειθαρχία τους
στόν μοιχεπιβάτη Πατριάρχη, μέ τήν τυφλή ὑπακοή τους στήν Σύνοδο καί βεβαίως μέ
τήν ἀτιμωρησία τους, ἐφ’ ὅσον ποτέ δέν ἐτιμωρήθησαν ὡς μή ἀποτειχισμένοι.
(Συνεχίζεται)
Δ΄
ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_8517.html
Ε΄
ΜΕΡΟΣ:
http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_15.html
ΣΤ΄ ΜΕΡΟΣ:
http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_19.html
Ζ΄
ΜΕΡΟΣ:
http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_5267.html
Η΄
ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_23.html