«Νίκην ἤνεγκε, τῇ Ἐκκλησίᾳ,
ἡ σὴ ἔνθεος ὁμολογία,
Νικηφόρε Ἱεράρχα θεόληπτε».
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΑΦΑΙΡΕΙ
ΤΗΝ ΑΙΡΕΤΙΚΗ ΛΕΟΝΤΗ
ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ
ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ
Ὁ ἅγιος Νικηφόρος, προκάτοχος τοῦ νῦν Πατριάρχου
Βαρθολομαίου (ὁ ὁποῖος δὲν πιστεύει «εἰς Μίαν Ἐκκλησίαν», ἀφοῦ ἀποκαλεῖ Ἐκκλησίες
τὶς αἱρέσεις, δὲν πιστεύει εἰς ἓν Βάπτισμα, ἀφοῦ ἀποδέχεται ὅτι καὶ οἱ ἄλλες
αἱρετικὲς «ἐκκλησίες» ἔχουν ἔγκυρο Βάπτισμα), στὸ κείμενό του αὐτό, καὶ ἐξ
ἀρχῆς -ὁ ἅγιος Νικηφόρος- παρουσιάζει ποιό εἶναι τὸ φρόνημα τοῦ εὐσεβοῦς χριστιανοῦ (καὶ μάλιστα
τοῦ Πατριάρχη) γράφοντας πὼς γνώρισμα τοῦ εὐσεβοῦς εἶναι νὰ ἀκολουθεῖ εὐπειθῶς
καὶ χωρὶς καμία ἀπόκλιση τὴν Εὐαγγελικὴ διδασκαλία καὶ τοὺς Ἱ. Κανόνες, δηλαδὴ
τὴν Ἱερὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ οἱ ἅγιοι Πατέρες καλῶς ἐθέσπισαν διὰ τοῦ
ἄνωθεν φωτισμοῦ.
Διδάσκει ὅτι καθῆκον κάθε ποιμένος (καὶ τοῦ Πατριάρχη)
εἶναι: αὐτοὺς τοὺς ἱεροὺς καὶ θεοπαράδοτους θεσμοὺς νὰ περιφρουρεῖ καὶ νὰ τοὺς
κλείει μέσα σὲ τείχη ἀπόρθητα, ὥστε νὰ μὴ ἀλλοιώνονται ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς. Αὐτὸ
εἶναι, λέγει, τὸ ἄριστο καὶ τίμιο ἔργο, ὅσων βέβαια δὲν ἔχουν παραφρονήσει καὶ
διαθέτουν ἀκόμα λογικό. Διότι τότε ὁ χριστιανὸς ἔχει ὀρθὸν βίον καὶ Πίστη,
ὅταν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν διατήρηση τῆς Πίστεως ἀκεραίας. Ἀντίθετα, ἐκεῖνοι ποὺ
προσπαθοῦν νὰ μετακινήσουν «ὅρια αἰώνια» ποὺ ἐθέσπισαν οἱ Πατέρες, ἔχουν
διαστροφικὸν φρόνημα, ἐναντιώνονται στὸ Θεὸ καὶ σὲ ὅσους ὀρθοδοξοῦν.
Αὐτοὶ ποὺ διδάσκουν ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι διδάσκει ἡ
Ἐκκλησία, ἔχουν ἀποκοπεῖ διὰ τῆς αἱρέσεως ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, –διδάσκει
ὁ ἅγιος Νικηφόρος. Κι ὅταν αὐτοὶ συγκροτοῦν Σύνοδον (σὰν κι αὐτὴ ποὺ ἑτοιμάζει
ὁ κ. Βαρθολομαῖος), αὐτὴν δὲν εἶναι Σύνοδος, ἀλλὰ «βαρβαροσύνοδον δικαίως ἄν τις καλέσειε διὰ τὸ τοῦ ἠθροικότος βάρβαρόν
τε καὶ ἔκφυλον φρόνημα, ἢ πονηρὸν συνέδριον καὶ τοῦ Καϊαφαϊκοῦ ἐκείνου
ἐφάμιλλον».
Τὸ ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ὀνομάσουμε Σύνοδο ἱερατικὴ
(Κανονική) –συνεχίζει– εἶναι φανερόν. Γιατί, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συγκροτήσουν
Σύνοδο αὐτοί, ποὺ τοὺς ὅρκους (ποὺ ἔδωσαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν χειροτονία
τους) τοὺς ἠθέτησαν καὶ τοὺς κατεπάτησαν;
Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπὶ Εἰκονομαχίας
κατηγοροῦσαν τοὺς Εἰκονομάχους καὶ τοὺς θεωροῦσαν ἐκτὸς
Ἐκκλησίας, διότι
μιὰ ἐκκλησιαστικὴ
Παράδοση, ποὺ εἶχε δογματικὲς προεκτάσεις, τὴν παρέβαιναν καὶ γι’ αὐτὸ ἦσαν ἐκτὸς
Ἐκκλησίας. Οἱ σύγχρονοι αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστές, διαστρέφουν ὄχι μιὰ ἄγραφη καὶ
μὴ κατοχυρωμένη ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο Παράδοση, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ Σύμβολον τῆς
Πίστεως ποὺ δέχεται «Μίαν Ἐκκλησίαν» καὶ «ἓν Βάπτισμα» καὶ
ἔχει κατοχυρωθεῖ ἀπὸ ἕξη Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ πλῆθος τοπικές. Καὶ δυστυχῶς,
παρὰ τοὺς ἐλέγχους (ὅπως παρατηρεῖ πιὸ κάτω ὁ ἅγιος) δὲν κλείνουν τὴν βλάσφημη
γλῶσσα τους καὶ συνεχίζουν νὰ ἀσεβοῦν εἰς τὰ τῆς Πίστεως.
Εἶναι
γνωστὴ ἡ θέση τῶν Ἁγίων, ὅτι «ἡ τιμῆς τῆς εἰκόνος ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει».
Μὲ βάση αὐτὸ τὸ χωρίο, ὁ ἅγιος Νικηφόρος παρατηρεῖ ὅτι γιὰ τοὺς Εἰκονομάχους
συμβαίνει τὸ ἀντίθετο. Ἀφοῦ δὲν τιμοῦν τὴν εἰκόνα, ἀτιμοῦν τὸ πρωτότυπο, τοὺς ἁγίους
καὶ τὸν Κύριο:
«Ἀλλὰ κἂν
αὐτοὶ σιγῶσι τὸ ἀπόρρητον, οἱ λίθοι κεκράξονται, ὅτι καὶ ἡ ἀτιμία τῆς εἰκόνος
ἐπὶ τὸ πρωτότυπον (ὅπέρ ἐστιν αὐτοῖς περισπούδαστον) διαβαίνει, καθὰ παρ' ἡμῖν
ἡ τιμή. πλὴν καίτοι τοσούτοις ἐλέγχοις οἱ τῆς ὀρθῆς δόξης ἀντίπαλοι
περιστοιχιζόμενοι, οὐδ' οὕτω χαλινὸν ἐπιθεῖναι τῷ στόματι καὶ πεδῆσαι τὴν
βλάσφημον γλῶσσαν ἐθέλουσιν, κατὰ τῶν ἱερῶν ἡμῶν δογμάτων ἐπιμαινόμενοι».
Στὴ συνέχεια, στὸ πολυσέλιδο αὐτὸ κείμενό του, ὁ ἅγιος
Νικηφόρος, λέγει καὶ ἄλλα ἐνδιαφέροντα πράγματα, ποὺ ἂν παρουσιάζαμε, θὰ προέκυπτε
ἕνα μεγάλο καὶ κουραστικό ἄρθρο.
Γιὰ ὅσους ἐνδιαφέρονται, ὅμως, νὰ τὸ μελετήσουν, παραθέτουμε
μερικὰ χαρακτηριστικὰ