Λωρίτου Ελένη
εν είναι
τυχαίο, ότι η
εκκλησία μας έχει
θέσει κοντά την
εορτή της Μεσοπεντηκοστής και
την Κυριακή της
Σαμαρείτιδος και η
μία μας παραπέμπει
στην άλλη. Το
τροπάριο της Μεσοπεντηκοστής
«μεσούσης
της εορτής διψώσαν
μου την ψυχήν...» μας προαναγγέλλει
το Ευαγγέλιο της
Σαμαρείτιδος, ένα θεολογικότατο ευαγγέλιο,
που μας διασώζει
το κατ’εξοχήν θεολογικό
ευαγγέλιο του Ιωάννου.
Δυστυχώς όμως οι
οικουμενιστές θεολόγοι και
ο σεβ. Δημητριάδος Ιγνάτιος
φαίνεται, οτι βιωματικά
αγνοούν το μεγάλο αυτό
θεολογικό βάθος, και
μένουν στην επιπολάζουσα
επιφάνεια του «διαλόγου» του
Χριστού με την
Σαμαρείτιδα ανεξαρτήτως του
περιεχομένου του. Και
ενώ η λέξη «διάλογος» δεν
αναφέρεται καμμία φορά
μέσα στην Αγία
Γραφή -ας με
διορθώσουν οι θεολόγοι
άν κάνω λάθος- και σπανιώτατα στην
Πατερική διδασκαλία, αντίθετα
υπάρχει η λέξη
και η έννοια
του κηρύγματος και
της μαθητείας, ο σεβ. Ιγνάτιος
με την super
εξουσιαστική νοοτροπία, όπου
βρεθεί και όπου
σταθεί, μας μιλά για
τον διάλογο του
Χριστού με την
Σαμαρείτιδα, ο οποίος του
δίδει το δικαίωμα
της όσμωσης και
της διακίνησης των
ιδεών υποβιβάζοντας την
αποκεκαλυμμένη Αλήθεια στο
επίπεδο των ιδεών,
ως να ήρθε
στο Βόλο με
σκοπό να μας
κομίσει φρέσκες ιδέες
αυτές που βρωμάνε
μασωνική μπαγιατίλα από
τον καιρό του
λεγόμενου «γαλλικού διαφωτισμού», που
δεν μπόρεσε κάν
να σώσει τον
εαυτό του και
βυθίστηκε μέσα στην
υπαρξιακή αγωνία. Ο
σεβ. Ιγνάτιος, που φαίνεται
για άλλα πράγματα
διψά παρά για
την Αλήθεια του
Χριστού, μάλλον μπερδεύτηκε. Αναφέρεται μάλλον
στο διάλογο του
όφεως με την
Εύα παρά στον
διάλογο του Χριστού
με την Σαμαρείτιδα, συνεπώς
δεν έχομε μόνο διαλογολαγνεία, αλλά και διαβολολαγνεία.
Αλλά
και από την
πολιτιστική μας παράδοση
ο διάλογος είναι
ένα επαγωγικό μέσο
προς την αλήθεια
και το αγαθό
και άλλως δεν
έχει καμμία αυτοτελή
και κυρίαρχη αξία.
Οι
Πλατωνικοί διάλογοι δεν
κατήργησαν το κύρος
του διδασκάλου και
την σχέση μαθητείας
ανάμεσα στον μαθητή
και τον διδάσκαλο.
Η οικουμενικότητα του
Ελληνισμού και της
Ορθοδοξίας δεν υποβιβάζει
τους διαλεγόμενους σε
μία αναγκαστική ισοτιμία
και δεν τους
παραχωρεί αυτονόητα δικαιώματα
επί της αληθείας.
Το Ελληνικό πνεύμα ερευνητικό και απαλλαγμένο
από συμπλέγματα υπεροψίας
δεν δίστασε όχι μόνο
ισοτιμία αλλά και
υπεροχή να αναγνωρίσει
και να έχει πνεύμα μαθητείας
και αφομοίωσης. Μια
ευτυχής συγκυρία είναι
η συνάντησή του
με τον Χριστιανισμό
και η αβίαστη
αποδοχή του και
συμπόρευση.
Ο Χριστός
δεν έκανε μόνο
διάλογο με την
Σαμαρείτιδα ως ίσος
προς ίσον, αλλά
κήρυξε, κατήχησε, δίδαξε
την Αλήθεια και
της μετέδωσε το
ύδωρ το ζων
το αλλόμενον εις
ζωην αιώνιον και
από αυτόν τον
διάλογο προέκυψε μία
αγία της εκκλησίας,
η αγία Φωτεινή.
Οι
ατέρμονες όμως οικουμενιστικοί διάλογοι
είναι άκαρποι και
δεν κομίζουν καμμία
Αλήθεια, αντίθετα την
αμφισβητούν δήθεν από
αγάπη και σεβασμό
του άλλου.
Σέβεται
όμως καλύτερα τον
άλλον αυτός, που
πρώτα απ’ όλα σέβεται
τον εαυτόν του και
σέβεται τις γυναίκες
όλου του κόσμου,
αυτός, που πρώτα
απ’ όλα αγαπά την
δική του γυναίκα
και δεν την
ατιμάζει.
Οι αντίχριστες
δυνάμεις σιγά σιγά
θα ποινικοποιήσουν και
τον έρωτα, την
δυνατότητα να είναι
κανείς ερωτευμένος με την γυναίκα
του (πατρίδα, ορθοδοξία) και
να την θεωρεί ως την
πιο ωραία όλου
του κόσμου
Ο Μίκης
Θεοδωράκης, ο οποίος συνεχώς
μας αποδεικνύει ότι
είναι παιδί της
Ελλάδος και της
Ορθοδοξίας -τον
Μάρξ δεν τον
είδε και και
δεν τον γνώρισε
πουθενά- είπε στην
κ. Ρεπούση, ότι άν
δεν σέβεται όχι
μόνο αυτή την
πατρίδα, που την
εξέθρεψε και τα
προνόμια, που της χάρισε, αλλά
ακόμα και τον
αέρα, που αναπνέει και τα
δένδρα, που βλέπει, που
είναι ποτισμένα με
αίμα, θα πρέπει να
μετακομίσει στην Νιγηρία.
Θα λέγαμε και
μείς στον σεβ.
Ιγνάτιο και στους
ομοίους του ανθέλληνας
οικουμενιστάς να πάνε
μαζί με την
κ. Ρεπούση στην
Νιγηρία, απ’ όπου μπορούν
να αξιοποιήσουν καλύτερα
την αρετή του «διαλόγου», της «αγάπης»
και του «σεβασμού» του
άλλου.