«Καὶ ἀφοῦ μπῆκε στὸ πλοῖο πέρασε διὰ μέσου τῆς λίμνης στὸ ἀπέναντι
μέρος καὶ ἦλθε στὴ δική του πόλη. Καὶ νὰ
ἔφεραν σ’ αὐτὸν
ἕνα παραλυτικὸ πάνω στὸ κρεβάτι. Καὶ ὁ
Ἰησοῦς, ὅταν εἶδε τὴν πίστη τους, εἶπε στὸν παραλυτικό· Ἔχε θάρρος, παιδί μου, σοῦ ἔχουν
συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες
σου».
Δική
του πόλη ὀνομάζει ἐδῶ
τὴν Καπερναούμ. Ἡ Βηθλεὲμ τὸν ἔφερε
στὴ ζωή, ἡ Ναζαρὲτ τὸν μεγάλωσε, ἡ Καπερναοὺμ τὸν εἶχε μόνιμο κάτοικό της. Ὁ παραλυτικὸς ἐδῶ εἶναι
ἄλλος ἀπὸ
ἐκεῖνον
ποὺ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης.
Ἐκεῖνος
ἦταν κατάκοιτος στὴν κολυμβήθρα, αὐτὸς
ἦταν στὴν Καπερναούμ. Ἐκεῖνος
ἦταν ἄρρωστος τριάντα ὀκτὼ
χρόνια· γι’ αὐτὸν ἐδῶ δὲ
λέγεται τίποτα τέτοιο. Ἐκεῖνος δὲν εἶχε κανένα νὰ τὸν
προστατέψει, αὐτὸς ὅμως
εἶχε αὐτοὺς
ποὺ τὸν φρόντιζαν, ποὺ τὸν
σήκωσαν κιόλας καὶ
τὸν ἔφεραν.
Καὶ σ’ αὐτὸν
λέει, «παιδί μου, συγχωροῦνται
οἱ ἁμαρτίες
σου» σ’ ἐκεῖνον, «θέλεις νὰ βρεῖς τὴν ὑγεία
σου»; Κι ἐκεῖνον τὸν θεράπευσε τὸ Σάββατο, αὐτὸν
ὅμως ὄχι. Γιατί βέβαια θὰ τὸν
κατηγοροῦσαν ἂν τὸ ἔκανε·
καὶ γι’ αὐτὸ
οἱ Ἰουδαῖοι σ’ αὐτὸν
σιώπησαν, σ’ ἐκεῖνον ὅμως ἐπιτέθηκαν καὶ τὸν
καταδίωκαν. Αὐτὰ τὰ
εἶπα ὄχι χωρὶς λόγο ἀλλὰ
γιὰ νὰ μὴ
νομίσει κανένας πὼς
ὑπάρχει διαφωνία, ἐπειδὴ σχημάτισε τὴν ὑποψία
πὼς ἦταν
ὁ ἴδιος
παραλυτικός.
Ἐμεῖς ἂς
προσέξουμε τὴ
μετριοφροσύνη καὶ τὴν καλωσύνη τοῦ Κυρίου. Γιατί καὶ πρὶν ἀπ’
αὐτὸ
ἀπέφυγε τὸν κόσμο· κι ὅταν τὸν ἔδιωξαν
οἱ Γαδαρηνοί, δὲν ἀντιστάθηκε.
Ἔφυγε καὶ μόνο ποὺ δὲν
πῆγε μακρυά. Καὶ πέρασε ἀφοῦ
ξαναμπῆκε στὸ πλοῖο, ἐνῶ
μποροῦσε νὰ πάει περπατώντας. Δὲν ἤθελε
νὰ πραγματοποιεῖ πάντα θαύματα, ὥστε νὰ μὴν
καταστρέψει τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας.
Ὁ
Ματθαῖος λοιπὸν γράφει ὅτι τὸν ἔφεραν
κοντὰ στὸν Κύριο. Οἱ ἄλλοι
εὐαγγελιστές, ὅτι ἀφοῦ
ἄνοιξαν καὶ τὴ
σκεπὴ τὸν κατέβασαν. Κι ἔβαλαν μπροστὰ στὸ Χριστὸ τὸν
ἄρρωστο χωρὶς νὰ τοῦ ποῦν τίποτα ἀλλὰ
ἀφήνοντάς τα ὅλα στὴ διάθεσή του. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἔργου
του ὁ Χριστὸς πήγαινε ἀπὸ
τὸ ἕνα
μέρος στὸ ἄλλο, καὶ δὲ
ζητοῦσε τόσο
μεγάλη πίστη σ’ ὅσους τὸν πλησίαζαν. Ἐδῶ
καὶ τὸν πλησίασαν καὶ φανέρωσαν τὴν πίστη τους. Ὅταν εἶδε, γράφει, τὴν πίστη τους, δηλ. ἐκείνων ποὺ ἄνοιξαν
τὴ σκεπή. Δὲν γυρεύει παντοῦ τὴν
πίστη ἀπὸ τοὺς ἀρρώστους
μονάχα, π.χ. ὅταν
παραφέρονται ἢ τὰ ἔχουν
χαμένα ἀπὸ τὴν
ἀρρώστια. Ἐδῶ
φαίνεται, πὼς ἡ πίστη ἦταν καὶ τοῦ ἀρρώστου·
δὲ θὰ
δεχόταν νὰ τὸν κατέβαζαν ἀπὸ
τὴ σκεπή, ἂν δὲν πίστευε.
Ἀφοῦ αὐτοὶ ἔδειξαν
τόση πίστη, δείχνει κι αὐτὸς τὴ δύναμή του, συγχωρώντας τὶς ἁμαρτίες
μὲ πλήρη ἐξουσία, καὶ μὲ
ὅλη του τὴ συμπεριφορὰ δείχνοντας ὅτι εἶναι ἰσότιμος μ’ ἐκεῖνον
ποὺ τὸν γέννησε. Προσέξτε·