Συνεχεια στο θεμα:
"Συνεχιζει απτοητος κακοδοξες
πρακτικες ο Δημητριαδος Ιγνατιος..."
Μὲ ἀφορμὴ τὴν
ἀνάρτησή μας «Συνεχίζει ἀπτόητος τὶς κακόδοξες πρακτικές του ὁ Δημητριάδος
Ἰγνάτιος...» κάποιοι σχολιαστὲς σὲ διάφορα ἱστολόγια ἐξέφρασαν τὴν γνωστὴ
ἀπορία:
«ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ ΜΕ
ΠΟΙΟΝ ΤΡΟΠΟ ΑΛΛΟΙΩΝΕΤΑΙ Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΕΦΟΣΟΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ».
Πρὸς χάριν τους τὸ
ἱστολόγιο «Τρελογιάννης» ἀνάρτησε ἕνα παλαιότερο κείμενο τοῦ Μητροπολίτη
Ναυπάκτου, τὸ ὁποῖο ἀναδημοσιεύουμε. (Ὑπόψιν ὅτι δὲν καταπιαστήκαμε καθόλου μὲ
τὸ θέμα τῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν).
Σεβασμός στήν θεία Λειτουργία
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Πηγή: "Τρελογιάννης"
1. Η αξία τής λειτουργικής γλώσσας
Οι Πατέρες τής
Εκκλησίας, συνθέτοντας τίς ευχές τής θείας Λειτουργίας, χρησιμοποίησαν τήν
λογία γλώσσα τής εποχής τους καί όχι αυτήν πού ομιλούσε ο λαός. Αυτό τό έκαναν
καί από σεβασμό στό γεγονός ότι ο άνθρωπος αξιώνεται νά συνομιλήση μέ τόν Θεό.
Όταν ομιλή κανείς σέ έναν επιστημονικό χώρο χρησιμοποιεί άλλο επίπεδο λόγου καί
ύφος (γλωσσολογική ορολογία) καί άλλο όταν θέλη νά απευθυνθή στά λαϊκά στρώματα
τής κοινωνίας. Αλλά αυτό τό έκαναν καί γιά έναν άλλο λόγο, τόν οποίο
επισημαίνει ο Καθηγητής Γλωσσολογίας Γεώργιος Μπαμπινιώτης:
«Οι Μεγάλοι Πατέρες
προτίμησαν τήν λόγια γλώσσα τής εποχής τους, τήν αττικιστική, γιά
συγκεκριμένους λόγους: γιά νά μιλήσουν γιά τήν νέα θρησκεία μέ μία
καλλιεργημένη ήδη γλώσσα πού παρείχε λεπτές γλωσσικές διακρίσεις καίριων
εννοιών γιά νά χρησιμοποιήσουν τήν μορφή γλώσσας πού επικρατούσε μεταξύ τών
μορφωμένων τής εποχής καί μάλιστα τής ελληνικής μορφώσεως, πού υποτιμούσαν τούς
Χριστιανούς ως απαίδευτους γιά νά αντιμετωπίσουν μέ γλωσσική επάρκεια τά
προβλήματα τών πολλών αιρέσεων πού τίς περισσότερες φορές ακροβατούσαν στή
λέξη.
Τή λόγια μορφή τής
εκκλησιαστικής γλώσσας ενίσχυσε καθοριστικά η γλώσσα τής λατρείας. Η γλώσσα τής
Θ. Λειτουργίας τού Ιωάννη τού Χρυσοστόμου καί τής Θ. Λειτουργίας τού Μ. Βασιλείου
έπαιξε σημαντικό ρόλο σ’ αυτό. Τό ίδιο καί η γλώσσα τών Ύμνων τής Ορθόδοξης
Εκκλησίας, τής Υμνολογίας όλων τών χρόνων τού Βυζαντίου μέ τούς μεγάλους
Βυζαντινούς ορθόδοξους υμνογράφους».
Η χρησιμοποίηση αυτής
τής λόγιας γλώσσας στήν θεία λατρεία έπαιξε μεγάλο ρόλο καί στόν εμπλουτισμό
τής ίδιας τής ελληνικής γλώσσας, πού ομιλούσε ο λαός, όπως σημειώνει ο ίδιος
Καθηγητής:
«Η ελληνική γλώσσα όχι
μόνο συνδέθηκε μέ τήν ορθόδοξη πίστη καί τήν ορθόδοξη λατρεία, αλλά
ανατροφοδότησε γλωσσικά τήν Ελληνική, αφού οι λέξεις τής λόγιας παράδοσης
γίνονταν κτήμα καί τού απλού λαού καί επηρέαζαν τήν γλωσσική του έκφραση. Ένα
πλήθος εκκλησιαστικών φράσεων από τό Ευαγγέλιο, τή Θ. Λειτουργία καί τήν
Υμνογραφία (ιδίως τής Μ. Εβδομάδος) έχουν περάσει στήν καθημερινή γλώσσα τού
λαού. (Μερικά παραδείγματα: αγρόν ηγόρασε, αντί τού μάννα χολήν, άξιος ο μισθός
του, από καταβολής κόσμου, από τόν Άννα στόν Καϊάφα, άρον-άρον, άρρητα ρήματα,
άς όψεται, άσωτος υιός, διά τό θεαθήναι τοίς ανθρώποις, διά τόν φόβον τών
Ιουδαίων, δόξα σοι ο Θεός, είπα καί ελάλησα, εκ τού πονηρού, επί ξύλου
κρεμάμενος, νά θέσω τόν δάκτυλον εις τόν τύπον τών ήλων, ζωή χαρισάμενη κλπ.)».
Είναι γνωστόν ότι σέ
ξένες Χώρες, όπως τήν Αμερική, τήν Αυστραλία, τόν Καναδά, τήν Ευρώπη κ.λ.π.,
δημιουργείται έντονος προβληματισμός κατά πόσον πρέπει νά τελήται στούς
ελληνορθόδοξους Ναούς η θεία Λειτουργία στήν ελληνική, πρωτότυπη γλώσσα ή από
μετάφραση. Η πρακτική πού εφαρμόζεται εκεί είναι ανάλογη. Άλλοτε η θεία
Λειτουργία γίνεται εξ ολοκλήρου στήν ελληνική, άλλοτε εξ ολοκλήρου στήν ξένη
γλώσσα καί άλλοτε γίνεται ένας συνδυασμός. Ο Καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης
προτείνει νά γίνεται, κυρίως, από τήν πρωτότυπη ελληνική γλώσσα. Γράφει:
«Θεωρώ προσωπικά ότι η
θεία Λειτουργία, εκ τής φύσεώς της έχει τελετουργικό χαρακτήρα (δεσπόζει ο
ευχαριστιακός χαρακτήρας, η τέλεση τού μυστηρίου τής Θ. Ευχαριστίας), γι’ αυτό
καί πρέπει νά τελείται στή γλώσσα τού πρωτοτύπου, ο δέ πιστός νά παρακολουθεί
τά δρώμενα μέ εγκόλπιο πού θά περιέχει αντικρυστά πρωτότυπο καί μετάφραση