«Οἱ Ἅγιοι Ἐπίσκοποι
ἠγωνίζοντο σθεναρὰ καὶ μὲ τόλμη, ὅταν κατεπατεῖτο ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς ἄρχοντες ἡ
δικαιοσύνη καὶ ἡ ἠθική (ἀλλὰ καὶ ἡ πίστις) δίνοντας ἀκόμα καὶ τὸ αἷμα τους.
Οἱ σύγχρονοι
τους Ἐπίσκοποι;».
Τὰ παραδείγματα ψυχικοῦ ἡρωϊσμοῦ,
ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ βρῇ φυλλομετρώντας καὶ μελετώντας τὶς σελίδες τῆς
Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ἰδίως τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶνε,
ἀγαπητοί μου, πολλά. Ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν σχετικῶν παραδειγμάτων θ᾿ ἀναφέρουμε
ἕνα, τὸ ὁποῖο θὰ εἶνε ἄγνωστο στοὺς περισσότερους.
Τὸν τρίτο μ.Χ. αἰῶνα ἐπίσκοπος
τῆς Ἀντιοχείας, τῆς μεγάλης ἐκείνης πόλεως τῆς Συρίας στὴν ὁποία οἱ ἀκόλουθοι
τοῦ Ναζωραίου ὠνομάστηκαν γιὰ πρώτη φορὰ «Χριστιανοί» (Πράξ. 11,26), ἦταν ὁ
Βαβύλας. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ὡς ἐπισκόπου συνέβη ἕνα ἔκτακτο γεγονός,τὸ ὁποῖο
μνημονεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σὲ ἐγκωμιαστικὴ ὁμιλία του γιὰ τὸν ἱερομάρτυρα
αὐτόν.
Ἕνας βασιλιᾶς –τοῦ ὁποίου τὸ
ὄνομα δὲν ἀναφέρει ὁ Χρυσόστομος, κατὰ δὲ τὸν συγγραφέα Μιχαὴλ Γαλανὸ ὁ
βασιλιᾶς αὐτὸς ἦταν ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας Νουμεριανός (283-284 μ.Χ.), ἐνῷ
κατ᾿ ἄλλους ἦταν μᾶλλον ὁ Ἄραβας Φίλιππος, φίλος τῶν Χριστιανῶν (244-249 μ.Χ.)–, ὁ βασιλιᾶς αὐτὸς ὑπέγραψε σύμφωνο εἰρήνης μὲ
τὸν βασιλιᾶ τῶν Περσῶν, καὶ γιὰ νὰ τὸν δεσμεύσῃ στὴν τήρησι τῆς συμφωνίας
ζήτησε καὶ πῆρε ὡς ὅμηρο τὸ γυιὸ τοῦ Πέρσου μονάρχου. Τὸν ὅμηρο αὐτὸν ὅμως ὁ
βασιλιᾶς, χωρὶς καμμιά ἀφορμή, παραβαίνοντας κάθε θεῖο καὶ ἀνθρώπινο νόμο, τὸν
κατέσφαξε ἀπάνθρωπα! Μεγάλο σκάνδαλο. Καὶ ἐνῷ διέπραξε τέτοιο ἔγκλημα, εἶχε τὴν
ἀναίδεια ὁ ἡγεμόνας αὐτός, σταθμεύοντας στὴν Ἀντιόχεια, μὲ μεγάλη πομπὴ καὶ
ἐπίδειξι, νὰ πάῃ στὸν ἱερὸ ναὸ ὅπου λειτουργοῦσε ὁ σεβάσμιος ἐπίσκοπος.
Ἀλλὰ ὁ Βαβύλας δὲν τοῦ ἐπέτρεψε
τὴν εἴσοδο. Στάθηκε στὴν θύρα τοῦ ναοῦ καὶ μὲ παρρησία ἤλεγξε τὸ βασιλιᾶ γιὰ τὸ
πρωτοφανὲς ἔγκλημα καὶ τὸν ἐμπόδισε νὰ μπῇ στὸ ναό.
Ἐγκωμιάζοντας τώρα τὸν ἅγιο
Βαβύλα γιὰ τὴν ὑπέροχη στάσι του ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει τὰ ἑξῆς ἀξιομνημόνευτα,
ποὺ συνιστοῦν ἄριστο ὑπόδειγμα τέτοιων ἀφοριστικῶν ἀποφάσεων τῆς Ἐκκλησίας
(βλ. καὶ Κων. Ράλλη, Ποινικὸν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι
1907, σ. 154)
«Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Βαβύλας τότε,
ἀφοῦ ἡχάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν ἐδῶ στὴν Ἀντιόχεια
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δὲν θὰ ἔλεγα μὲν ὅτι ὑπερέβη τὸν προφήτη Ἠλία καὶ τὸν
μιμητή του Ἰωάννη τὸν βαπτιστή, μήπως καὶ ὁ λόγος μου εἶνε πολὺ ἀσεβής, πάντως
τοὺς ἔφτασε τόσο, ὥστε νὰμὴ ὑστερήσῃ στὸ ἐλάχιστο ἀπὸ τὸ ἐλεύθερο φρόνημα τῶν
γενναίων ἐκείνων ἀνδρῶν. Γιατὶ ὄχι ἕναν τετράρχη λίγων πόλεων (ὅπως ἦταν ὁ Ἡρῴδης
ποὺ ἤλεγξε ὁ βαπτιστής) οὔτετὸν βασιλιᾶ ἑνὸς ἔθνους (ὅπως ἦταν ὁ Ἀχαὰβ ποὺ
ἤλεγξε ὁ Ἠλίας), ἀλλὰ ἐκεῖνον ποὺ κατεῖχε τὸ μεγαλύτερο μέρος ὅλης τῆς
οἰκουμένης, αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ φονιᾶ, καὶ ὁ ὁποῖος διοικοῦσε πολλὰ ἔθνη καὶ
πολλὲς πόλεις καὶ ἄπειρα στρατεύματα, καὶ ποὺ ἀπὸ κάθε πλευρὰ ἦταν φοβερός,
καὶ ἀπὸ τὸ μέγεθος τοῦ ἀξιώματος καὶ ἀπὸ τὸ θράσος τοῦ χαρακτήρα, σὰ νά ᾽ταν
κανένας τιποτένιος δοῦλος καὶ τελείως ἀνυπολόγιστος, ἔτσι τὸν πέταξε ἔξω ἀπ᾽
τὴν Ἐκκλησία, μὲ τόση ἀταραξία καὶ ἀφοβία, μὲ ὅση ἕνας τσοπᾶνος θ᾽ ἀποχώριζε
ἀπ᾽ τὸ κοπάδι κάποιο πρόβατο γεμᾶτο ψώρα κι ἀρρωστημένο, ἐμποδίζοντας ἔτσι
τὴν ἀσθένεια τοῦ ἀρρώστου νὰ μεταδοθῇ στὰ ὑπόλοιπα.
Κι αὐτὰ τὰ ἔκανε βεβαιώνοντας
ἐμπράκτως τὸ λόγο τοῦ Σωτῆρος, ὅτι δοῦλος εἶνε μόνο αὐτὸς ποὺ κάνει τὴν
ἁμαρτία (βλ. Ἰω. 8,34), ἔστω κι ἂν ἔχῃ πάνω στὸ κεφάλι του μύρια στέμματα,
ἔστω κι ἂν φαίνεται πὼς ἐξουσιάζει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶνε πάνωστὴ γῆ·
ἐνῷ αὐτὸς ποὺ νιώθει ὅτι γιὰ κανένα κακὸ δὲν τὸν ἐλέγχει ἡ συνείδησί του, κι ἂν
συγκαταλέγεται στὴν τάξι τῶν ὑπηκόων, βασιλεύει περισσότερο ἀπ᾽ ὅλους τοὺς
βασιλιᾶδες» (Ε.Π. Migne 50,54).
Ἀκοῦτε γλῶσσα θαρραλέου
ἐπισκόπου;
Μεγαλειότατοι, κατὰ τὴν χριστιανικὴ ἠθική, εἶνε αὐτοὶ ποὺ στέκουν στὸ
ὕψος τῆς ἀποστολῆς τους ὡς Χριστιανοὶ μέσα στὸν κόσμο, ἔστω καὶ ἂν κατὰ κόσμον
εἶνε οἱ κατώτεροι ἀπ᾽ ὅλους. Αὐτοὶ εἶνε τὸ ἁλάτι καὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου (βλ.
Ματθ. 5,13-14). Αὐτοὶ ἔχουν τὴν ἐσωτερικὴμεγαλοπρέπεια, τὴν ἀκτινοβολία, τὸ
ἄφθαρτο στέμμα τῆς ἁγιότητος, ἡγεμονεύουν καὶ βασιλεύουν στοὺς ἑαυτούς των. Ἐνῷ
αὐτοὶ ποὺ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴ φοβερὴ κυριαρχία φρικτῶν ἐλαττωμάτων καὶ παθῶν,
ἔστω καὶ ἂν εἶνε πλούσιοι, ἔστω καὶ ἂν εἶνε στρατηγοί, ἔστω καὶ ἂν εἶνε βασιλεῖς,
ἔστω καὶ ἂνεἶνε ἐπιστήμονες καὶ σοφοί, εἶνε ντροπιασμένοι δοῦλοι τῆς
ἁμαρτίας.
Μεγαλειότης εἶνε μία, ἡ ἀρετή·
ἀθλιότης εἶνε μία, ἡ κακία. Ὁ Βαβύλας, γιὰ τὸν ἔλεγχο ποὺ ἐξήσκησε ὄχι μόνο γιὰ
τὴ δολοφονία ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄλλες ἐκδηλώσεις τῶν εἰδωλολατρῶν, τὸν συνέλαβαν, τὸν
ἔδεσαν μὲ ἁλυσίδες, τὸν ἔσυραν,τὸν διαπόμπευσαν διὰ μέσου τῶν δρόμων
καὶ πλατειῶν, τὸν ἔρριξαν στὶς φυλακές, κι ἀφοῦ τέλος τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ ἐκεῖ
τὸν ἐκτέλεσαν.
Δὲν κάμφθηκε. Δὲν λιγοψύχησε. Δὲν ἐγκατέλειψε, δὲν ἐπρόδωσε τὴ
θέσι στὴν ὁποία τὸν ἔβαλε ὁ Βασιλεύς του, ὁ Χριστός, ἀλλὰ σὰν πιστὸς στρατιώτης
ἀγωνίστηκε ὑπὲρ τῆς ἀληθείας «ἕως τοῦ θανάτου» (Σ. Σειρ. 4,28) καὶ ἀντιστάθηκε
κατὰ τῆς ἁμαρτίας μαχόμενος «μέχρις αἵματος» (Ἑβρ. 12,4).
Ἀναδείχθηκε ἥρωας, ἀριστοῦχος στὰ πνευματικὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μνήμη του
ἑορτάζεται στὶς 4 Σεπτεμβρίου. Ἡ σκόνη, ἡ στάχτη τοῦ σώματός του, τὸ ἱερὸ
λείψανο μαζὶ μὲ τὶς σιδερένιες ἁλυσίδες τοῦ μαρτυρίου ἦταν πολύτιμο κειμήλιο
καὶ θησαυρὸς τῆς ἐκκλησίας τῶν Ἀντιοχέων, ὅπως διασῳζόταν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ
ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Καθὼς τὰ προσκυνοῦσαν, ἦταν σὰν νὰ ἄκουγαν τὴ φωνή του νὰ
προτρέπῃ τοὺς προεστῶτες τῶν Ἐκκλησιῶν· Κρατῆστε τὴν Ἐκκλησία ἐλεύθερη καὶ
ἀδούλωτη «μὴ γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων» (Α΄ Κορ. 7,23) .
Τὸ παράδειγμα τοῦ ἁγίου Βαβύλα Ἀντιοχείας
μοιάζει μὲ τὸ ἄλλο ἐκεῖνο γνωστὸ παράδειγμα θαρραλέας στάσεως ποιμένος ἀπέναντι
σὲ ἐγκληματοῦντες βασιλεῖς καὶ αὐτοκράτορες ποὺ ἀναφέρει ἡ ἱστορία, τὸ παράδειγμα
τοῦ ἐπισκόπου Μεδιολάνων ἁγίου Ἀμβροσίου , ὁ ὁποῖος τὸ 390 μ.Χ. ἐμπόδισε τὸν αὐτοκράτορα
Θεοδόσιο νὰ μπῇ στὸ μητροπολιτικὸ ναό, γιατὶ ἦταν ἔνοχος γιὰ ἀμείλικτη ἀνθρωποσφαγὴ
7.000 κατοίκων τῆς πόλεως Θεσσαλονίκης. –Μόνο, τοῦ εἶπε μπροστὰ σὲ ὅλους, μόνο
μετάνοια παρατεταμένη μπορεῖ νὰ ἐξαλείψῃ ἕνα τόσο μεγάλο ἁμάρτημα
καὶ νὰ ἐξιλεώσῃ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ δημιούργησε κ᾽ ἐξουσιάζει τὰ πάντα. Ὁ Θεοδόσιος
ὑπάκουσε, ὑπέκυψε στὸν ἀφορισμὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, κι ὅταν ἐπέστρεψε στὰ
ἀνάκτορα ὑπέβαλε τὸν ἑαυτό του στὸ ἐπιτίμιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὸ ἐπιτίμιο αὐτὸ λύθηκε
μόλις μετὰ ἀπὸ ὀχτὼ μῆνες, καὶ τότε ἔγινε πάλι δεκτὸς στὴν κοινωνία τῆς
Ἐκκλησίας κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ἀφοῦ προηγουμένως ὡμολόγησε
δημοσίως μέσα στὸν ἱερὸ ναὸ τὴν ἁμαρτία του. Ἔπεσε μπρούμυτα ἐκφωνώντας ἐκεῖνο
τὸ λόγο τοῦ Δαυῒδ «Ἐκολλήθη τῷ ἐδάφει ἡ ψυχή μου· ζῆσόν με κατὰ τὸν λόγον
σου», κόλλησα δηλαδὴ στὸ ἔδαφος τῆς γῆς, ταπεινώθηκα πολύ, κάνε με νὰ ζήσω κατὰ
τοὺς ὁρισμούς σου (Ψαλμ. 118,25). Ἔτσι παρακάλεσε νὰ τοῦ δοθῇ
συγγνώμη.
Τέτοιους ἐπισκόπους, ἀγαπητοί
μου, ἔχει ἀνάγκη περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ ἡ Ἐκκλησία.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ
ἐμφανισθοῦν στὸν ὁρίζοντα τέτοιοι ἐπίσκοποι, εἶνε ἀνάγκη νὰ ἐπανέλθουμε στὸ
σύστημα ἐκλογῆς τῶν ποιμένων τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ λαός, ὁ
εὐσεβὴς λαός, ἐξέλεγε τοὺς ποιμένες του. Τώρα, ἐφ᾿ ὅσον ὁ εὐσεβὴς λαὸς μένει
μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐκλογή, ἡ δὲ ἐκλογὴ τῶν προεστώτων τῆς Ἐκκλησίας διενεργεῖται
μὲτὸν τρόπο ποὺ διενεργεῖται σήμερα, ὅπως γνωρίζουν πάντες «οἱ παροικοῦντες ἐν
Ἰερουσαλήμ» (πρβλ. Λουκ. 24,18).
…Βαβύλες ἐπίσκοποι μὴν περιμένετε
ν᾿ ἀνατείλουν στὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Βαβύλες, ὑποθέτω, δὲν διορίζονται
μὲ πολιτικὰ διατάγματα, καὶ προκειμένου ν᾽ ἀναλάβουν καθήκοντα δὲν ὁρκίζονται
ἐνώπιον ἐπιγείων ἀρχόντων. Μιὰ ἐκκλησία δούλη, ὅπως ἀποδεικνύουν τὰ γεγονότα,
μιὰ ἐκκλησία ποὺ κολακεύει καὶ κολακεύεται, ποὺ δίνει καὶ παίρνει
κίβδηλα παράσημα ματαίας δόξης, ποὺ ἀναπαύεται μακαρίως ἐπάνω σὲ μαλακὰ
ἀνάκλιντρα καὶ χρυσοστόλιστους θρόνους, ποιά, παρακαλῶ, νικηφόρο μάχη μπορεῖ νὰ
δώσῃ κατὰ τοῦ συγχρόνου κόσμου, ὁ ὁποῖος ἀνασταυρώνει τὸν Θεάνθρωπο σὲ τοῦτο
τὸν αἰῶνα τῶν «φώτων» καὶ «ἐπιστημῶν»;…
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία,
Ἐπισκόπου Βαβύλα γενναιότης, Ἀθῆναι 1954-55, σσ. 174-176, Εκδόσεις ΣΤΑΥΡΟΣ).
Πηγή: