Τὴν ἀπάντηση στὴν κ. Ρεπούση γιὰ τὰ περὶ «νεκρῆς
γλώσσας» τὴν δίνει ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὁ ὁποῖος σὲ Ὁμιλία του στοὺς Ἕλληνες
μετανάστες καὶ –λίγες μέρες πρίν– στὴν τελετὴ ἀπονομῆς τοῦ βραβείου Νόμπελ
(1979) στὴν Στοκχόλμη, μεταξὺ ἄλλων εἶπε καὶ τὰ ἑξῆς,
(Ὁ Ἐλύτης στοὺς Ἕλληνες μετανάστες)
«ἡ γλῶσσα εἶναι ἕνας
φορέας ἤθους πού, ἂν δὲν τὸν ὑπακούσεις, θὰ τιμωρηθεῖς.
...μὴν ξεχνᾶτε
τὴν πατρίδα μας, καὶ πρὸ παντός, τὴ γλῶσσα μας. Πρέπει
νὰ ’σαστε περήφανοι, νὰ ’μαστε ὅλοι περήφανοι, ἐμεῖς καὶ τὰ παιδιά μας γιὰ τὴ γλῶσσα μας.
Εἴμαστε οἱ
μόνοι σ’ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη ποὺ ἔχουμε τὸ προνόμιο νὰ λέμε τὸν οὐρανὸ “οὐρανὸ” καὶ τὴ
θάλασσα “θάλασσα” ὅπως τὴν ἔλεγαν ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ
Πλάτωνας πρὶν δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Ἡ γλῶσσα δὲν εἶναι μόνον ἕνα μέσον
ἐπικοινωνίας. Κουβαλάει τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ μας κι ὅλη του τὴν ἱστορία καὶ ὅλη
του τὴν εὐγένεια».
(Ὁ Ἐλύτης στὴν τελετὴ ἀπονομῆς)
«Μοῦ ἐδόθηκε,
ἀγαπητοὶ φίλοι, νὰ
γράφω σὲ
μία γλῶσσα
ποὺ
μιλιέται μόνον ἀπὸ μερικὰ
ἑκατομμύρια ἀνθρώπων. Παρ' ὅλ' αὐτά,
μία γλῶσσα
ποὺ
μιλιέται ἐπὶ δυόμιση χιλιάδες χρόνια χωρὶς διακοπῆ
καὶ
μ' ἐλάχιστες
διαφορές.
Ἡ παράλογη αὐτή, φαινομενικά, διάσταση, ἀντιστοιχεῖ
καὶ
στὴν
ὑλικό-πνευματικὴ
ὀντότητα τῆς χώρας μου. Ποὺ εἶναι
μικρὴ
σὲ ἔκταση χώρου καὶ ἀπέραντη
σὲ ἔκταση χρόνου. Καὶ τὸ
ἀναφέρω ὄχι διόλου γιὰ νὰ
ὑπερηφανευθῶ ἀλλὰ γιὰ
νὰ δείξω τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζει
ἕνας ποιητὴς ὅταν
χρησιμοποιεῖ
γιὰ
τὰ πιὸ ἀγαπημένα
πράγματα τὶς
ἴδιες λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦσαν μία Σαπφὼ ἢ
ἕνας Πίνδαρος π.χ. -χωρὶς ὡστόσο
νὰ ἔχει τὸ
ἀντικρυσμα ποὺ εἶχαν
ἐκεῖνοι ἐπάνω
στὴν
ἔκταση τῆς πολιτισμένης τότε ἀνθρωπότητας.
Ἐὰν ἡ
γλῶσσα
ἀποτελοῦσε ἁπλῶς ἕνα
μέσον ἐπικοινωνίας,
πρόβλημα δὲν
θὰ ὑπῆρχε.
Συμβαίνει ὅμως
ν' ἀποτελεῖ καὶ
ἐργαλεῖο μαγείας καὶ φορέα ἠθικῶν ἀξιῶν.
Προσκτᾶται ἡ
γλῶσσα
στὸ
μάκρος τῶν
αἰώνων ἕνα ὁρισμένο
ἦθος. Καὶ τὸ
ἦθος αὐτὸ
γεννᾶ
ὑποχρεώσεις. Χωρὶς νὰ
λησμονεῖ
κανεὶς
ὅτι στὸ μάκρος εἰκοσιπέντε
αἰώνων δὲν ὑπῆρξε οὔτε
ἕνας, ἐπαναλαμβάνω οὔτε ἕνας,
ποὺ
νὰ μὴν γράφτηκε ποίηση στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα.
Νὰ τί εἶναι τὸ
μεγάλο βάρος παράδοσης ποὺ
τὸ ὄργανο αὐτὸ σηκώνει».
Πηγή: Τρελογιάννης