Εἶναι πολλές οἱ ἐπιστολές
στίς ὁποῖες ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀναφέρεται στό θέμα τῶν δεδιωγμένων
χάριν τῆς πίστεως καί τῆς ὁμολογίας καί τῶν ἀδιώκτων καί εἰρηνευόντων, μέ
συμβιβασμό ὅμως καί μέ μία τρόπον τινα συνύπαρξι μέ τούς αἱρετικούς.
Ἡ θέσις του εἶναι παγία καί ἀσυμβίβαστη καί συνίσταται
εἰς ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει ἐκεῖ ὅπου
εὑρίσκονται οἱ δεδιωγμένοι· καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει
συμβιβασμός καί ὑποστολή τῆς σημαίας τῆς πίστεως, θεωρεῖ ὅτι ὑπάρχει προδοσία,
ἀποστασία, πλάνη καί ταύτησι μέ τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς.
Ὁ ἔλεγχος τόν ὁποῖο ἀσκεῖ σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις
πρός τούς συμβιβασμένους εἶναι δριμύτατος καί ἀπό ἐδῶ φαίνεται καί ἡ παρρησία
του καί ἡ ὑπό πάντων παραδοχή τῆς γνώμης του, ὡς γνώμη τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ
συμβουλές τίς ὁποῖες δίδει σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις εἶναι πάντοτε οἱ ἴδιες,
δηλαδή νά σταματήση ὁ συμβιβασμός καί νά ὑπάρξη ὁμολογία καί ἐπιπλέον νά
συνταχθοῦν οἱ συμβιβασμένοι καί πρακτικά μέ τούς δεδιωγμένους χάριν τῆς
πίστεως, ὑφιστάμενοι καί αὐτοί τόν διωγμό.
Θά
παρουσιάσωμε μία τέτοια ἐπιστολή τοῦ ὁσίου, διότι τό θέμα τῆς ὁμολογίας καί τοῦ
συμβιβασμοῦ, καθώς ἐπίσης καί τό θέμα, ποῦ εὑρίσκεται ἡ Ἐκκλησία, σ’ αὐτές τίς
περιπτώσεις στίς ὁποῖες ἐπικρατεῖ ἡ αἵρεσις, εἶναι πολύ ἐπίκαιρο καί στίς
ἡμέρες μας.
Ἡ ἐπιστολή αὐτή ἔχει ὡς παραλήπτη τήν ἡγούμενο
Βασίλειο καί εἶναι δεύτερη καί σά συνέχεια μιᾶς ἄλλης ἐπιστολής πρός αὐτόν.
Στήν πρώτη ἐπιστολή ὁ ὅσιος ἐκδηλώνει τήν λύπη του διότι ὁ ἡγούμενος Βασίλειος
συμβιβάστηκε καί τρόπον τινα συμπορεύθηκε μέ τούς αἱρετικούς, ὥστε νά μήν
ἐκδιωχθῆ ἀπό τό μοναστήρι του. Στό τέλος δέ τῆς πρώτης ἐπιστολῆς διαλέγεται μέ
κάποια εἰρωνεία διά τόν συμβιβασμό τοῦ ἡγούμενου Βασιλείου καί ἀναφέρει ὅτι
καθένας εἶναι ἐλεύθερος, εἴτε νά συμβιβασθῆ καί νά κρατήση τό ἀξίωμά του, εἴτε
νά ὁμολογήση μέ λόγια καί ἔργα καί νά διωχθῆ, ὁπότε θά ἀπαρνηθῆ ἡγουμενεῖες καί
μονές, ἀλλά θά κρατήση τήν Ὀρθοδοξία καί τό πάσχειν ὑπέρ αὐτῆς. Αὐτό σημαίνει ἡ
θαυμασία ἔκφρασις ἡ ὁποία κατακλείει τήν πρώτη ἐπιστολή «ἠρνησάμεθα ἅ ἠρνησάμεθα καί προαιρούμεθα ἅ προϊσχόμεθα». [Καί οἶδα μέν ὅτι