Τὰ
κείμενα τοῦ ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου ποὺ ἀκολουθοῦν, εἶναι ἀντίδωρο ἀγάπης στοὺς
ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦντες τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐκφράζει ὁ Ὅσιος,
προβαίνουν σὲ ὑποθέσεις, ἢ παρουσιάζουν δικές τους ἑρμηνεῖες ἤ, ἀκόμα,
ἐπικαλοῦνται γνῶμες συγχρόνων γερόντων, τὶς ὁποῖες ὅμως, ἀφοῦ δὲν συμφωνοῦν μὲ
τὴν διαχρονικὴ συνείδηση καὶ πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν μποροῦμε νὰ τὶς
υἱοθετήσουμε.
Οἱ
θέσεις τοῦ Ἁγίου εἶναι σαφεῖς: ἀπαιτεῖται ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ ὁποιαδήποτε αἵρεση
ἢ αἱρετικὸ ἔρχεται σὲ σαφῆ ἀντίθεση μὲ τὶς Ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ διδασκαλία τῆς
Ἐκκλησίας, εἴτε ἡ συγκεκριμένη αἵρεση ἔχει καταδικαστεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, εἴτε
ὄχι.
Παράδειγμα
ἡ Διακοπὴ μνημοσύνου (στὴν ὁποία προέβη ὁ Ὅσιος Θεόδωρος) τῶν Ὀρθοδόξων
Πατριαρχῶν Ταρασίου καὶ Νικηφόρου, οἱ ὁποῖοι γιὰ λόγους «οἰκονομίας»
ἐπικοινώνησαν μὲ ἐκείνους ποὺ ἐξέφραζαν τὴν μοιχειανή αἵρεση. Τὸ πρόβλημα ἔληξε
ἀργότερα, μὲ δικαίωση τῶν ἁγιοπατερικῶν θέσεων ποὺ ὑποστήριξε ὁ ὅσιος Θεόδωρος.
Ὑπ’
ὄψιν ὅτι ἡ μοιχειανὴ αἵρεση δὲν εἶχε καταδικαστεῖ ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὅπως
ἡ Εἰκονομαχία. Ὁ Ὅσιος ἀποτειχίστηκε καὶ ἀπὸ τὴν μία αἵρεση καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη,
(ἀσχέτως ἂν ἡ μία εἶχε καταδικασθεῖ καὶ ἡ ἄλλη δὲν εἶχε καταδικασθεῖ), καὶ δὲν
περίμενε 100 χρόνια, μήπως κάποια Σύνοδος ἀποφασίσει τὴν καταδίκη τῆς αἱρέσεως (ὅπως συμβαίνει σήμερα μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ).
Τὸ αὐτὸ προέτρεπε νὰ κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι.
1. Ἐπιστολή Λέοντι
Πάπα Ρώμης
Ἑρμηνεία
Μᾶς ἀνέφερε ὁ ἴδιος
ἀδελφός Ἐπιφάνιος, ἁγιώτατε πάτερ, ὅτι κατηγορούμεθα ἀπό τήν ὁσιότητά σου ἐξ
αἰτίας τῶν αἱρετικῶν Βαρσανουφίου, Ἡσαΐου καί Δωροθέου, ὅτι δῆθεν ἐμεῖς
δεχόμεθα αὐτούς, ὡς ὀρθοδόξους. Καί χαρήκαμε ὑπερβολικά ἐπειδή ἐμεῖς οἱ
ταπεινοί, ἐνῶ βασανιζόμεθα χάριν τῆς Ὀρθοδοξίας, ταλαιπωρούμεθα καί ἐξ αἰτίας
τῶν αἱρετικῶν. Ἄς ἀποστομωθῆ κάθε στόμα πού ὁμιλεῖ ἐνατίον μας καί μᾶς
συκοφαντεῖ.
Εἴμαστε ὀρθόδοξοι,
ἔστω ἄν καί κατά τά ἄλλα εἴμαστε ἁμαρτωλοί, μακαριώτατε, χωρίς στό θέμα αὐτό νά
κάνωμε τήν παραμικρή ὑποχώρησι ἀπό τήν ἀποστολική πίστι. Ἀποδεχόμεθα δέ κάθε σύνοδο
οἰκουμενική καί τοπική πού ἀληθινά εἶναι ἀναγνωρισμένη, μαζί μέ τούς ἱερούς
κανόνες πού ἐθέσπισαν καί συγχρόνως ἀποστρεφόμεθα καί ἀναθεματίζουμε κάθε
αἵρεσι καί κάθε αἱρετικό.
Καί ἀνάθεμα στόν Βαρσανούφιο,
τόν Ἡσαΐα, τόν Δωρόθεο καί τόν Δοσίθεο, οἱ ὁποῖοι ἀναθεματίσθηκαν ἀπό τόν ἅγιο
Σωφρόνιο. Ἀλλά καί κάθε ἄλλος μέ αὐτούς συνώνυμος, ὅμως κατά τήν πίστι
αἱρετικός, ἀκολουθώντας αὐτήν τήν αἵρεσι ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη, εἴτε εἶναι
ἐπίσκοπος, εἴτε ἀσκητής, εἴτε ὁποιοσδήποτε νά εἶναι ἀναθεματισμένος.
Ἀλλά καί ἐάν κάποιος
δέν ἀναθεματίζη σέ κάθε περίστασι σύμφωνα μέ τήν ἀνάγκη κάθε αἱρετικό, ἀνήκει
καί αὐτός στήν μερίδα ἐκείνων. Ἐμεῖς λοιπόν εἴμαστε καθαροί ἀπό κάθε αἱρετικό
φρόνημα, μέ τήν βοήθεια τῶν ἱερῶν προσευχῶν σου παναγιώτατε.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Ἀπήγγειλε δέ ἡμῖν ὁ
αὐτός ἀδελφός ἡμῶν Ἐπιφάνιος, θειοτάτη κορυφή, ὡς ἔγκλησιν ἐδέξατο παρ' αὐτῆς,
ἕνεκα Βαρσανουφίου, Ἡσαΐου τε καί Δωροθέου, τῶν αἱρετικῶν, ὡς δεχομένων ἡμῶν
αὐτούς ὀρθοδόξους· καί πάλιν ἠγάσθημεν, εἰ ἡμεῖς οἱ ταπεινοί ὑπέρ ὀρθοδοξίας
πάσχοντες, αἱρετικοῖς προσπάσχομεν. Ἐμφραττέσθω πᾶν τό καθ' ἡμῶν ὑποβάλλον καί
συκοφαντοῦν στόμα.
Ὀρθόδοξοί ἐσμεν, κἄν ἄλλως
ἁμαρτωλοί, ὦ μακαριώτατε· μηδ' ὁτιοῦν ὕφεσίν ἔχοντες ἐν τούτῳ τῆς ἀποστολικῆς πίστεως·
πᾶσαν σύνοδον οἰκουμενικήν τε καί τοπικήν, ἐγκεκριμένην τῇ ἀληθείᾳ, μετά τῶν ἐκτεθέντων
αὐταῖς ἁγίων κανόνων ἀσπαζόμενοι, καί πᾶσαν αἵρεσιν, καί αἱρετικόν μυσαττόμενοι,
καί ἀναθεματίζοντες.
Καί ἀνάθεμα Βαρσανουφίῳ,
Ἡσαΐᾳ, Δωροθέῳ τε καί Δοσιθέῳ, ὑπό τοῖς τοῦ ἁγίου Σωφρονίου ἀναθεματισθεῖσιν. Ἀλλά
καί ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος ὅμως αἱρετικός, κατά τήν ἐκείνων αἵρεσιν,
ἤ ἑτέραν, κἄν ἐπίσκοπος, κἄν ἀσκητής, κἄν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω.
Ἀλλά καί εἴ τις μή ἀναθεματίζοι
εὐκαίρως κατά τό ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος. Ἡμεῖς γάρ καθαροί
ἐσμεν παντός αἱρετικοῦ φρονήματος, εὐχαῖς σου ἱερωτάταις, παναγέστατε.
(Ἐπιστολή ΛΔ Λέοντι Πάπα Ρώμης (τῷ αὐτῷ) 31/22
σελ. ΡG 1028).
2. Ἐπιστολή ΛΘ Θεοφίλῳ
ἡγουμένῳ
Ἑρμηνεία
Φοβερή κακοδοξία ἔγινε
δόγμα εἰς τήν ἐκκλησία μας. Αὐτή εἶναι ἡ μοιχειανική αἵρεσις, ἡ ὁποία συγχρόνως
μέ τήν ἀνατροπή τοῦ εὐαγγελίου, κατήργησε καί τούς ἱερούς κανόνες, μέ τήν
ἀθώωσι αὐτοῦ τοῦ ἱερέως πού ἐστεφάνωσε τόν μοιχό καί πού οἱ ἴδιοι προηγουμένως
εἶχαν καθαιρέσει. Διότι ἐφ' ὅσον τό εὐαγγέλιο τό κατήργησαν, ἀσχολοῦνται δῆθεν
μέ τήν φροντίδα τῶν ἱερῶν κανόνων. Αὐτά λοιπόν μαζί μέ τόν χαιρετισμό, ἐθεώρησα
ἀπαραίτητο νά ὑπενθυμίσω στήν πατρότητά σου, ὥστε, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι
αἵρεσις, νά φύγης μακριά ἀπό τήν αἵρεσι, δηλαδή ἀπό τούς αἱρετικούς, καί οὔτε
νά ἔχης ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί των, οὔτε νά τούς μνημονεύης στήν ἁγιωτάτη
μονή σου κατά τή Θεία Λειτουργία. Διότι ὑπάρχουν φοβερές ἀπειλές, οἱ ὁποῖες
ἐκφωνήθηκαν ἀπό τούς ἁγίους, γι' αὐτούς πού συγκαταβαίνουν καί ἐπικοινωνοῦν μέ
τούς αἱρετικούς, μέχρι καί στό σημεῖο νά συμφάγουν μαζί των.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Χαλεπή κακοδοξία ἐδογματίσθη
ἐν τῇ καθ' ἡμᾶς Ἐκκλησίᾳ. Αὕτη ἡ Μοιχειανική αἵρεσις ἅμα τῇ ἀνατροπῇ τοῦ
Εὐαγγελίου, καί τούς θείους κανόνας διά τῆς ἀθωώσεως τοῦ παρ' αὐτῶν καθῃρημένου
μοιχοζεύκτου διαλύσασα. Εἰ γάρ τό Εὐαγγέλιον ἠθέτησαν, σχολή αὐτοῖς περί τῶν ἱερῶν
κανόνων φροντίζειν. Ταῦτα οὖν σύν τῇ προσηγορίᾳ, ἀναγκαῖον ἐνόμισα ὑπομνῆσαι
τήν πατρωσύνην σου· ὅπως εἰδυῖα ὅτι αἵρεσις, φεύγῃ τήν αἵρεσιν, ἤγουν τούς
αἱρετικούς· τοῦ μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς, μήτε ἀναφέρειν ἐν τῇ εὐαγεστάτῃ αὐτῆς
μονῇ ἐπί τῆς θείας λειτουργίας· ὅτι μέγισται ἀπειλαί κεῖνται παρά τῶν ἁγίων
ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτῇ μέχρι καί ἑστιάσεως.
(Ἐπιστολή ΛΘ (39) Θεοφίλῳ ἡγουμένῳ ΡG 1048 C (40/25 σελ.)
3. Ἐπιστολή Ἀθανασίῳ
τέκνῳ
Ἑρμηνεία
Ἐγώ λοιπόν, ἀδελφέ
μου, σοῦ παρουσίασα εὐαγγελικά καί ἀποστολικά, συγχρόνως δέ καί πατρικά, ἐάν
βέβαια θέλης νά πεισθῆς στά λόγια τῆς ἀληθείας. Σοῦ ἀπέδειξα δηλαδή ὅτι χωρίς
ἀμφιβολία αἵρεσι ἐδημιούργησε ἡ μοιχοσύνοδος, ἡ ὁποία ἄρχισε ἀπό τήν μοιχεία,
ἄν καί ἐνδιάμεσα ἐκόπασε μόνον ὡς πρός τόν ὄνομα, ἐπειδή διεκήρυξε τόν γάμο τῶν
μοιχῶν, ὡς οἰκονομία ἀποδεκτή στήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Καί μήν ἀπορήσεις γιά τό
ὅτι μία φωνή γεννᾶ αἵρεσι, ἀκούγοντας τόν Κύριο νά λέγῃ: «Ἕνα γιῶτα ἤ ἕνα κόμμα
δέν θά καταργηθῆ ἀπό τόν νόμο, μέχρι πού νά γίνουν ὅλα».
Οὔτε
ἐπίσης νά θελήσης νά λές: Ποιά ἀνάγκη ὑπάρχει νά πολυεξετάζω αὐτήν τήν ὑπόθεσι
καί μέ μία λέξι νά ἐπαναφέρω τίς γνωστικές θεωρίες καί νά συμπεραίνω αὐτό ἤ
ἐκεῖνο; Γιά νά μήν πέσης στήν αἵρεσι τῶν γνωσιμάχων, γιά τήν ὁποία λέγει ὁ
συγγράψας αὐτήν (Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός). Γνωσιμάχοι ὀνομάζονται ἐκεῖνοι πού
ἀντιδροῦν σέ κάθε γνῶσι τοῦ Χριστιανισμοῦ, λέγοντας ὅτι κάνουν κάτι περιττό καί
ἀνώφελο, αὐτοί πού ζητοῦν κάποιες γνώσεις στίς ἅγιες Γραφές. Γιατί ὁ Θεός
λέγουν, δέν ζητεῖ τίποτε ἄλλο ἀπό τόν Χριστιανό, παρά μόνο καλές πράξεις. Εἶναι
ἑπομένως καλό νά πορεύεται κανείς ἔτσι ἁπλά καί νά μήν πολυασχολεῖται μέ κανένα
δόγμα γνωστικῆς σημασίας. Ἔτσι λοιπόν πιστεύουν οἱ αἱρετικοί Γνωσιμάχοι.
Παρουσίασέ μου λοιπόν σύ, ἄν βέβαια ἔχης, ἀπό τά ἱερά κείμενα, ὅτι ὁ γάμος τῶν
μοιχῶν δέν εἶναι αἵρεσι, καί μή μοῦ ἀναφέρεις πολλά, οὔτε νά καυχιέσαι γιά
ἐκείνους πού κάνουν τόν θεοσεβῆ, ἀλλά στό σκοτάδι τῆς νύκτας, τούς ὁποίους
ὀνομάζεις γνωστικούς καί ἁπλοϊκούς φίλους. Ἐπειδή ἄν αὐτοί εἶναι θεοσεβεῖς, ποῦ
εἶναι τό θάρρος καί ἡ παρρησία των;
ΚΕΙΜΕΝΟ
Ἰδού οὖν ἐγώ, ἀδελφέ,
εὐαγγελικῶς τε καί ἀποστολικῶς ὁμοῦ τε καί Πατρικῶς παρέστησά σοι, εἴπερ
βούλοιο πείθεσθαι λόγοις ἀληθείας· ὅτι αἵρεσιν ἀναμφιβόλως πεπλήρωκεν ἡ
μοιχοσύνοδος, ἀρχθεῖσα ἀπό τῆς μοιχείας· εἰ καί διά μέσου ὑπελώφησεν ἐκ μόνου
τοῦ ὀνομάσαι, μᾶλλον δέ κηρύξαι τήν μοιχοζευξίαν, οἰκονομίαν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ
Θεοῦ γίνεσθαι. Καί μή θαυμάσῃς, εἰ μία φωνή τίκτει αἵρεσιν· ἀκούων τοῦ Κυρίου
λέγοντος· Ἰῶτα ἕν· ἤ
μία κεραία οὐ μή παρέλθῃ ἀπό τοῦ νόμου, ἕως ἄν πάντα γένηται.
Μηδέ δόξῃ σοι λέγειν·
Τίς χρεία πολυπραγμονεῖν, καί διά μιᾶς λέξεως ἀνασειράζειν τάς γνωστικάς
θεωρίας, καί συνάγειν τοῦτο κἀκεῖνο; ἵνα μή ἐμπέσῃς εἰς τήν λεγομένην τῶν
Γνωσιμάχων αἵρεσιν, περί ἧς φησιν ὁ συγγράφων· Γνωσιμάχοι οἱ πάσῃ γνώσει τοῦ
Χριστιανισμοῦ ἀντιπίπτοντες, ἐν τῷ λέγειν αὐτούς ὅτι περισσόν τι ποιοῦσιν οἱ
γνώσεις τινάς ἐκζητοῦντες ἐν ταῖς θείαις Γραφαῖς· οὐδέν γάρ ἄλλο ζητεῖ ὁ Θεός
παρά Χριστιανοῦ, εἰ μή πράξεις καλάς. Ἀγαθόν οὖν ἐστι μᾶλλον ἁπλουστέρως τινά
πορεύεσθαι, καί μηδέν δόγμα γνωστικῆς πραγματείας πολυπραγμονεῖν. Οὕτω μέν οὖν
οἱ Γνωσιμάχοι. Δός οὖν αὐτός, εἴπερ ἔχεις, ἐκ θείων φωνῶν, ὅτι οὐχ αἵρεσις· καί
μή μοι πλῆθος ἐποίσῃς, μηδέ τούς νυκτερινούς θεοσεβεῖς αὔχει, γνωστικούς τε οὕς
λέγεις καί ἰδιώτας καί φίλους. Εἰ γάρ θεοσεβεῖς, ποῦ ἡ παρρησία;
(Ἐπιστολή ΜΗ Ἀθανασίῳ τέκνῳ ΡG 1080 C, 52/36 σελ.)
4. Ἐπιστολή Πρός
Μιχαήλ Βασιλέα
Ἑρμηνεία
Ἐπειδή ὅμως ὁ
δεύτερος λόγος εἶναι γιά τήν ἀληθινή καί ἀμώμητο πίστι τῶν Χριστιανῶν, παίρνομε
τό θάρρος μέ σεβασμό νά ἀναφέρωμε, ὅτι ἐάν αὐτό πού λέγομε ἦτο κάτι ἀνθρώπινο,
ἤ κάτι πού μποροῦσε νά τό ρυθμίση ὁ ἁγιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος, ἤ ἄν ἦτο σάν δική
μας ἐξουσία, ὄχι μόνο λίγο, ἀλλά θά ἔπρεπε νά κάνουμε ὁποιαδήποτε παραχώρησι,
σύμφωνα πάντοτε μέ τήν εὐαγγελική ἐντολή. Τήν στιγμή ὅμως κατά τήν ὁποία ὁ
λόγος ἀναφέρεται στό Θεό καί ἀφορᾶ στόν Θεό, στόν ὁποῖο ὑποτάσσονται τά πάντα,
ὄχι μόνο ὁ τάδε ἤ ὁ τάδε, ἀλλά οὔτε ἄν ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος, οὔτε
ἄν ἦταν κάποιος ἀπό τούς ἀγγέλους, θά μποροῦσε νά τολμήση νά ἀλλάξη τό παραμικρό
ἀπό τήν πίστι, γιατί ἄν αὐτό γινόταν, θά ἀνατρεπόταν ὁλόκληρο τό Εὐαγγέλιο. Ἀκόμη
δέ τό νά κάνουμε διάλογο ἀντιρρητικό μέ τούς αἱρετικούς εἶναι ἀντίθετο στήν
ἀποστολική ἐντολή καί δι' αὐτό δέν ἐπιτρέπεται, ἐκτός ἄν πρόκειται γιά μία μόνο
ἁπλή συμβουλή καί νουθεσία. Γι' αὐτό λοιπόν ἐμεῖς οἱ ἀνάξιοι δοῦλοι τοῦ
εὐσεβοῦς κράτους σου, δέν τολμοῦμε νά ποῦμε τόν παραμικρό λόγο.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Ἐπειδή δέ ὁ δεύτερος
λόγος περί τῆς εἰλικρινοῦς τε καί ἀμωμήτου ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν ἐστι πίστεως·
ἐκεῖνο μετά αἰδοῦς τολμῶμεν ἀνενέγκαι, ὡς εἰ μέν ἀνθρώπινόν τι ἦν τό λεγόμενον,
καί ἤ πρός τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν ἀρχιερέως, ἤ παρ' ἡμῶν τῶν ἀναξίων
ἐξουσιαζόμενον· οὐτί που τό μικρόν, ἀλλά γάρ καί τό πᾶν παραχωρεῖν ἔδει· οὕτω
τῆς ἐντολῆς κελευούσης. Ἐπεί δέ περί Θεοῦ καί εἰς Θεόν ὁ Λόγος, οὗ δοῦλα τά
σύμπαντα· οὐχ ὁ τίσδε ἤ τίσδε· ἀλλ' οὐδ' εἰ Πέτρος καί Παῦλος, οὐδ' ἄν τις τῶν
ἀγγέλων εἴη, τολμήσειεν ἄν κἄν τό βραχύτατον παρακινῆσαι· ὡς διά τούτου τοῦ
παντός Εὐαγγελίου ἀνατρεπομένου. Πρός τέ τό συνᾶραι λόγον ἀντιρρητικόν μετά τῶν
ἑτεροδόξων ἐναντιούμενον, τῇ ἀποστολικῇ παραγγελίᾳ οὐ καθῆκον· εἰ μή τι πρός
νουθεσίαν μόνον. Καί διά τοῦτο οἱ ἀνάξιοι δοῦλοι τοῦ εὐσεβοῦς ὑμῶν κράτους, καί
γρύξαι μόνον οὐ κατατολμῶμεν.
(Ἐπιστολή ΠΣΤ (86) Πρός Μιχαήλ Βασιλέα ΡG 1329 D, 101/66 σελ.).
5. Ἐκ τοῦ βίου τοῦ
ὁσίου
Ἑρμηνεία
Ἀκολουθεῖ καί
συμφωνεῖ (μέ τά ἀνωτέρω εὐαγγελικά λόγια) καί ὁ θεοφόρος Ἰγνάτιος, ὁ ὁποῖος
λέγει « Θέλω νά σᾶς προφυλάξω ἀπό τά ἀνθρωπόμορφα θηρία δηλαδή τούς αἱρετικούς.
Αὐτούς, ὄχι μόνο δέν πρέπει νά τούς ἀποδεχώμεθα, ἀλλά ἐάν εἶναι δυνατόν οὔτε νά
τούς συναντοῦμε». Αὐτῆς λοιπόν τῆς διδασκαλίας τῶν πατέρων, τόσο αὐστηρά
διορισμένης ὥστε νά ἀπαγορεύη κάθε συνομιλία μέ τούς ἀσεβεῖς αἱρετικούς, ποιός
εἶναι δυνατόν νά μᾶς πείση νά κάνουμε συνομιλίες μέ τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι
ἀθέτησαν κανόνες καί νόμους τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, καί ἐπιπλέον τά ἱερά
κείμενα τῶν Γραφῶν τά διαφθείρουν καί τά ἀλλοιώνουν εἰς τρόπον ὥστε νά
πλανῶνται πολλοί. Ὅπως π.χ. ὁ Ἰαννής καί ὁ Ἰαμβρής ἀντιστάθηκαν καί ἐπολέμησαν
τόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ Μωϋσῆ, ἔτσι καί οἱ αἱρετικοί ἀντιστέκονται καί πολεμοῦν τήν
ἀλήθεια ἐξαπατόμενοι ἀπό τήν κατάκτησι τῆς πρώτης θέσεως καί ἀπό τήν
αἰσχροκέρδεια, ἡ ὁποία καταστρέφει τούς περισσοτέρους. Ἀλλά αὐτοί δέν θά
ὑπερισχύσουν γιά πολύ σύμφωνα μέ αὐτά τά λόγια «ἐπειδή ἡ ἀνοησία αὐτῶν εἶναι
φανερή ὅπως συνέβη καί σ' ἐκείνους».
ΚΕΙΜΕΝΟ
Συνέπεται δέ τούτοις
καί ὁ θεοφόρος Ἰγνάτιος. «Προφυλάσσω ὑμᾶς, λέγων, ἀπό τῶν θηρίων τῶν
ἀνθρωπομόρφων αἱρετικῶν· οὕς οὐ μόνον οὐ δεῖ ἡμᾶς παραδέχεσθαι, ἀλλ' εἴ δυνατόν
μηδέ συναντᾷν». Τούτων τοιγαροῦν οὕτω διωρισμένων, καί τῆς πρός τούς δυσσεβεῖς
αἱρετικούς ὁμιλίας ἡμᾶς ἀπαγόντων, τίς λοιπόν πεῖσαι ἡμᾶς δυνήσεται ἐλθεῖν εἰς
λόγους μετά τῶν ἠθετηκότων κανόνας καί στάθμας τῆς ἀρχαίας πίστεως, καί τάς
θείας Γραφάς ἀφόβως εἰς πολλῶν ἀποπλάνησιν ρερᾳδιουργηκότων; ὅν γάρ τρόπον
Ἰανής καί Ἰαμβρής ἀντέστησαν τῷ θεράποντι τοῦ Θεοῦ Μωϋσεῖ, οὕτω καί οὗτοι
ἀνθίστανται τῇ ἀληθείᾳ, δελεαζόμενοι τῇ τε παρά σφισι πρωτοκαθεδρίᾳ καί τῇ
πλείστους ἀπολλυούσῃ αἰσχροκερδίᾳ. Ἀλλ'
οὐ προκόψουσιν ἐπί πολύ, ὡς ὁ λόγος φησίν· ἡ γάρ ἄνοια αὐτῶν ἔκδηλος ἔσται
πᾶσιν· ὡς καί ἐκείνων ἐγένετο.
(Ἐκ τοῦ βίου τοῦ ὁσίου ΡG 281Α).
6. Ἐπιστολή ΡΞΣΤ
Ἑρμηνεία
Νά ὁμολογῆς ἐπίσης
ὅτι ὅλοι οἱ ἅγιοι, ὡς ἀκόλουθοι τοῦ Θεοῦ ἔχουν τήν χάρι νά πρεσβεύουν στό Θεό
γιά τήν σωτηρία μας. Ἐπίσης νά ὁμολογῆς τίς ἅγιες εἰκόνες, τοῦ ἰδίου Κυρίου μας
Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς μητέρας Του καί τῶν ἀγγέλων καί ὅλων τῶν ἁγίων καί νά τίς
προσκυνᾶς καί νά τίς ἀποδέχεσαι, σύμφωνα μέ τήν δεύτερη σύνοδο τῆς Νικαίας. Ἀκόμη
νά ἀναθεματίζης ὅλους τούς αἱρετικούς οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀναθεματισμένοι ἀπό τίς
συνόδους καί νά ἀναγνωρίζης ὅλους τούς ὀρθοδόξους πού ἐπαινοῦνται ἀπό αὐτές.
Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή πίστι τῶν Χριστιανῶν, αὐτή εἶναι ἡ ἀπόδειξις τῆς ὁμολογίας
τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος πού πιστεύει διαφορετικά ἀπό αὐτά εἶναι ἀναθεματισμένος
ἀπό τόν Πατερα καί τόν Υἱό καί τό ἅγιον Πνεῦμα· ὅπως διακηρύσσει ὁ ἀπόστολος
Παῦλος: «’Aκόμη καί ἄν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἤ ἄγγελος
ἀπό τόν οὐρανό σᾶς κηρύττη εὐαγγέλιο διαφορετικό ἀπό αὐτό πού σᾶς ἐκηρύξαμε
ἐμεῖς, νά εἶναι ἀναθεματισμένος. Ὅπως προανέφερα, καί τώρα πάλι λέγω: Ὅποιος
σᾶς κηρύττει εὐαγγέλιο διαφορετικό ἀπό αὐτό πού παραλάβατε, νά εἶναι
ἀναθεματισμένος » Ἐπειδή λοιπόν, σύ τά ἐφανέρωσες αὐτά ὅλα μέ κάθε λεπτομέρεια στίς
ἐπιστολές σου, εἶναι ἀνάγκη καί νά ὁμολογῆς ὅτι ἔτσι πιστεύεις.
ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ὁμολογεῖν τε καί
τούς ἁγίους πάντας ὡς θεράποντας Θεοῦ, πρεσβεύειν τῷ Θεῷ δυναμένους εἰς
σωτηρίαν ἡμῶν. Ἔτι ὁμολογεῖν τάς ἁγίας εἰκόντας, αὐτοῦ τε τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ, τῆς τε αὐτοῦ Μητρός, ἀγγέλων τε καί πάντων ἁγίων, προσκυνεῖν τε καί
ἀποδέχεσθαι, κατά τό δογματισθέν τῇ ἐν Νικαίᾳ τό δεύτερον συνόδῳ· ἀναθεματίζειν
τε πάντας αἱρετικούς τούς ὑπό τῶν συνόδων ἀναθεματιζομένους· ἀνακηρύττειν
πάντας τούς ὀρθοδόξους παρ' αὐτῶν εὐφημουμένους. Αὕτη ἡ ἀληθινή (εἰλικρινής) πίστις
τῶν Χριστιανῶν· τοῦτο τό μαρτύριον τῆς Χριστοῦ ὁμολογίας. Παρά ταῦτα ὁ φρονῶν
ἤτω ἀνάθεμα ἀπό τοῦ Πατρός, καί τοῦ Υἱοῦ, καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος· καθά φησιν ὁ
ἀπόστολος Παῦλος· Ὅτι κἄν
ἡμεῖς, ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ' ὅ εὐηγγελισάμεθα, ἀνάθεμα
ἔστω. Ἐπεί
οὖν αὐτός λεπτομερῶς ταῦτα ἐξεκάλυψας ἐν τοῖς γράμμασί σου· δέον πᾶσα ἀνάγκη
ὁμολογῆσαί σε οὕτω φρονεῖν.
(Ἐπιστολή ΡΞΣΤ
(166) ΡG 1528D, 147/21 σελ.).
Τῇ πρεσβείᾳ, Κύριε, τοῦ
Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καί πάντων τῶν ἁγίων ρῦσαι ἡμᾶς ἐκ πάσης πλάνης
καί αἱρέσεως.
(Ἐλάχιστο
δεῖγμα ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου – Προστάτου
τοῦ Συλλόγου μας).