Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Άγ. Γρηγόριος Παλαμάς και η εν καιρώ αιρέσεως πορεία των Ορθοδόξων, π. Ευθ. Τρικαμηνά






 Αὐτή τήν ἡμέρα, κατά τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία προβάλλοντας τόν ἅγ. Γρηγόριο μᾶς ὑπενθυμίζει τόν θρίαμβο καί τήν νίκη ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ καί τῶν αἱρέσεων τῆς Δύσεως, αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά καταθέσω στό βῆμα τῆς διεθνοῦς καί παγκοσμίου ἐπικοινωνίας κάποιες σκέψεις σχετικές μέ τήν σημερινή ἐκκλησιαστική κατάστασι καί τήν διαχρονική διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων.
Ἴσως φανῆ ὅτι θέλω νά συνεχίσω μία κόντρα καί ἀντιπαράθεσι μέ κάποιους ἀδελφούς, ἀγαπητούς κατά πάντα ἤ νά ὑπερασπίσω ἐμπαθῶς τίς θέσεις τίς ὁποῖες ἀκολουθῶ, πλήν ὅμως ἡ ἀντιπαράθεσις δέν εἶναι σέ προσωπικό ἐπίπεδο ἀλλά σέ ἐκκλησιαστικό, ἐφ’ ὅσον σήμερα ἀμφισβητεῖται ἡ ἐν καιρῷ αἱρέσεως γραμμή καί πορεία τῶν Ὀρθοδόξων. Ὡς ἐκ τούτου πρέπει μετά ζήλου καί περισσῆς σπουδῆς νά διακηρύττω τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων πρός περιφρούρησι τῶν Ὀρθοδόξων καί ἀποφυγή συγχύσεως κατά τίς πονηρές ἡμέρες πού διερχόμεθα.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ αἵρεσις τῆς ἐποχῆς μας, ἡ ὁποία πιστεύω ὅτι εἶναι ἡ αἵρεσις τῶν ἐσχάτων, ἐπειδή προετοιμάζει τήν θρησκευτική ἑνοποίησι καί τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου, βρίσκει τούς Ὀρθοδόξους διεσπασμένους καί ἀντιμαχομένους πρός μεγάλη χαρά τῶν Οἰκουμενιστῶν καί Νεοεποχιτῶν, εἰς τρόπον ὥστε κατ’ οὐσίαν νά μήν ὑπάρχη ἀντίστασις πρός τήν αἵρεσι καί ἐλπίδα ἐπιστροφῆς στήν Ὀρθοδοξία. Ἄν δηλαδή π.χ. στήν Εἰκονομαχία οἱ Ὀρθόδοξοι σύσσωμοι ἐδέχθησαν νά ὑποστοῦν κάθε εἶδους μαρτύριο χάριν τῆς πίστεως καί αὐτόν ἀκόμη τόν θάνατο καί παρ’ ὅλα αὐτά ἐχρειάσθηκε νά παραταθῆ ὁ ἀγῶνας των σέ διάστημα περισσότερο ἀπό ἑκατό ἔτη, σήμερα πού ὄχι μόνο δέν ὑπάρχει αὐτό τό μαρτυρικό φρόνημα, ἀλλά ἀπεναντίας ἐπιδεικνύουμε φανερά κι ἀπροκάλυπτα ἄγνοια γιά τό δέον γενέσθαι πρός καταστολή τῆς αἱρετικῆς πυρκαϊᾶς, καί διασφάλισι τῶν Ὀρθοδόξων καί, ἀκόμη, παρουσιάζουμε τό ὀρθόδοξο μέτωπο διεσπασμένο καί ἀλληλομαχόμενο, τί θά μπορούσαμε νά περιμένουμε καλύτερο ἀπό αὐτό πού καθημερινά καταγράφουμε, καί εἶναι ἡ προαγωγή καί ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως, ἤ ἀπό αὐτό πού δέν καταγράφουμε, καί εἶναι ὁ συμβιβασμός καί ἡ ἀλλαγή τοῦ φρονήματος τῶν Ὀρθοδόξων, σέ σημεῖο οἱ πλεῖστοι νά ἀδιαφοροῦν τελείως γιά τά θέματα τῆς πίστεως ἤ τό χειρότερο νά τά ἐναποθέτουν προσευχητικά στόν Θεό γιά νά τά ἐπιλύση καί βεβαίως στούς ἴδιους τούς αἱρετικούς ποιμένες;
 Ὡς ἐκ τούτου οἱ σκέψεις πού καταγράφω ἀποσκοποῦν εἰς τό νά βοηθήσουν νά ἀντιληφθοῦμε τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσι μας καί τήν εὐθύνη ἑνός ἑκάστου γιά τήν ἐξελισσόμενη ἐκκλησιαστική κατάστασι. Ἄν δέ φανῆ ὅτι εἶναι ἐλεγκτική ἤ ἀδικεῖ κάποιους, ἄς καταθέσουν καί ἄλλοι ἀδελφοί καί πατέρες ἀνάλογες σκέψεις στηριζόμενες πάντοτε στήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ὥστε ἐπί τέλους νά κατανοήσωμε ποῦ χωλαίνουμε ὡς Ὀρθόδοξοι καί τί πρέπει νά διορθώσωμε.
Θά ἀναφερθῶ μετά ἀπό αὐτά τά προλογικά κατ’ ἀρχάς στή διδασκαλία τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, διότι σήμερα εἶναι τό τιμώμενο πρόσωπο, ἀλλά καί ἐπί πλέον διότι ἡ διδασκαλία του ἐν προκειμένῳ εἶναι ὁ καθρέπτης δι’ ἐμᾶς εἰς τόν ὁποῖο μποροῦμε νά διακρίνωμε τήν θέσι μας. Ἀναφέρει λοιπόν ὁ ἅγιος στήν ἀναίρεσι τοῦ γράμματος τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας Ἰγνατίου τά ἑξῆς ἀποκαλυπτικά γιά τίς ἡμέρες μας καί τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας: «Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί, καί τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἄν και σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καί ἀρχιποίμενας ἱερούς ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδέ γάρ προσώποις τόν χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα» (ΕΠΕ 3,606).
Ἐδῶ κατ’ ἀρχάς δύναται ἕκαστος νά διαπιστώση, ἄν καί κατά πόσο ἀνήκη στήν Ἐκκλησία, μέ μέτρο ὄχι τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία καθαιρεῖ τούς Ὀρθοδόξους καί ἀθωώνει τούς αἱρετικούς, ἀλλά μέ μέτρο ἀκριβές καί ἀλάθητο, τό ὁποῖο συνίσταται εἰς τό ἄν καί κατά πόσον ἀποδέχεται καί ὑπερασπίζεται ἔργῳ καί λόγῳ τήν ἀλήθεια. Μέ βάσι λοιπόν τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου δέν ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία ὅλοι οἱ Οἰκουμενιστές ποιμένες, διότι αὐτοί ἀθετοῦν δημοσίως καί συνοδικῶς τίς εὐαγγελικές ἐντολές, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στίς σχέσεις μέ τούς αἱρετικούς, διότι τούς θεωροῦν ἀδελφές ἐκκλησίες, διότι ἀναγνωρίζουν ὡς ἔγκυρα τά μυστήρια πού τελοῦν, διότι ἀκυρώνουν τά ἀναθέματα τά ὁποῖα ἔχουν ἐπιβληθῆ εἰς αὐτούς, διότι ἀλλάζουν ἐκ θεμελίων τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι, προτάσσοντας τήν ἀγάπη καί ὑποτάσσοντας τήν πίστι καί τήν ἀλήθεια, διότι ἀκυρώνουν ἱερούς κανόνες Οἰκουμενικῶν καί τοπικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖοι ἀπαγορεύουν τίς συμπροσευχές καί κάθε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς διότι....., διότι..., διότι..., διότι τέλος πάντων ἀνήκουν ἐπί ἴσοις ὅροις στό Π.Σ.Ε. καί μέ τόν τρόπο αὐτό ἀποδεικνύουν εὐθαρσῶς ὅτι ἀκυρώνουν ὅλη τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι καί, ἰδίως, ὅτι καταρρίπτουν τά ἀσφαλιστικά ὅρια τά ὁποῖα προστατεύουν τούς Ὀρθοδόξους καί τά ὁποῖα διαστέλλουν μεταξύ βεβήλου καί ὁσίου, εἰς τρόπον ὥστε τά πάντα νά γίνωνται κοινά.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό πρέπει νά τονισθῆ ὅτι εἶναι ἄλλο πρᾶγμα ἡ τυπική παρουσία των στήν Ἐκκλησία, καί μάλιστα εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, καί ἡ κατ’ οἰκονομία ἐγκυρότης τῶν μυστηρίων πού τελοῦν χάριν τοῦ λαοῦ, καί ἄλλο ἡ οὐσιαστική παρουσία των, ἡ ὁποία προϋποθέτει τήν Ὀρθόδοξο πίστι, ἐκδηλουμένη μέ λόγια καί ἔργα καί τήν κατά δύναμι Ὀρθόδοξο ζωή. Ἡ τυπική παρουσία των στήν Ἐκκλησία παύει καί αὐτή νά ὑπάρχη σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ὁσ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ὄχι ὅταν τούς καταδικάσει ἡ Σύνοδος, ἀλλά ὅταν ἀποτειχισθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό αὐτούς. Τότε ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει καί σώζεται στούς ἀποτειχισμένους καί ἐν διωγμῷ εὑρισκομένους Ὀρθοδόξους καί ὅλοι οἱ ἄλλοι, οἱ μή ἔχοντες τήν Ὀρθόδοξο πίστι εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, ἔστω δηλαδή καί ἄν ἔχουν τήν ἀποστολική διαδοχή. Ἐδῶ εἶναι ἀνάγκη νά ἀναφέρομε ὅτι ἰσχύουν καί οἱ οἰκονομίες τῶν ἐσχάτων καιρῶν, διότι σέ ἄλλες ἐποχές οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι, μέ τίς αἱρέσεις πού κουβαλοῦν καί ἐνστερντίζονται καί δημοσίως καί Συνοδικῶς διακηρύττουν, δέν θά ἠδύναντο νά σταθοῦν στήν Ἐκκλησία, ὄχι ὡς Ἐπίσκοποι, ἀλλά οὔτε ὡς νεοκόροι κοιμητηρίων.
Μέ βάσι τήν διδασκαλία τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ νομίζω, ὅσο κι ἄν φαίνεται βαρύ, ὅτι δέν ἔχουν οὐσιαστική παρουσία στήν Ἐκκλησία, οὔτε οἱ ἀντιοικουμενιστές. Ἐδῶ τά πράγματα περιπλέκονται, καθ’ ὅσον αὐτά πού διδάσκουν γιά τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς οἱ ἀντιοικουμενιστές εἶναι σωστά, πλήν τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ ΙΕ΄ Ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί ὅσον ἀπορρέουν ἀπό αὐτή τήν διαστρέβλωσι τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Αὐτά πού πράττουν ὅμως εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, εἶναι ὅλα σχεδόν λάθος, διότι ἀκολουθοῦν καί ἀποδέχονται, διά τῆς πλήρους ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τούς Οἰκουμενιστάς, τήν αἵρεσι τήν ὁποία θεωρητικά καταδικάζουν, διότι ἀκυρώνουν καί ἀθετοῦν τόν διωγμό καί τό μαρτύριο, τά ὁποῖα πρέπει νά ὑποστοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ὑπερασπιζόμενοι τήν Ὀρθόδοξο πίστι, διότι ἐφεῦρον ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἄλλη ὁδό ἀπό αὐτήν πού διδάσκουν ξεκάθαρα οἱ Γραφές καί οἱ Ἅγ. Πατέρες καί διέρχονται ἀνωδύνως τό στάδιο τοῦ ἀγῶνος, διότι ἀναπαύουν τήν συνείδησί των, ὅτι ὄχι μόνον πράττουν σωστά ἐν καιρῷ αἱρέσεως, ἀλλά ἐπί πλέον φέρονται καί μέ διάκρισι καί ἀποφεύγουν τά σχίσματα κλπ., διότι δημιουργούν σύγχυσι μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων ὡς πρός τόν τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῆς αἱρέσεως, γιά τά ὁποῖα οἱ Γραφές καί οἱ Πατέρες εἶναι ξεκάθαροι, διότι..., διότι..., διότι τέλος πάντων ἀνήκουν καί αὐτοί στό Π.Σ.Ε., τό ὁποῖο καί αὐτό θεωρητικά καταδικάζουν καί τό ὀνομάζουν μάλιστα Παγκόσμιο Συμβούλιο Αἱρέσεων.
Στήν στάσι αὐτή τῶν ἀντιοικουμενιστῶν ἔχομε νά παρατηρήσωμε καί τό ἑξῆς πρωτοφανές γιά τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι. Πιστεύουν ὅτι, γιά νά ἀνήκη ἐν καιρῷ αἱρέσεως κάποιος στήν Ἐκκλησία, εἶναι ἀρκετή ἡ θεωρητική ὁμολογία καί τοποθέτησίς του ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας καί δέν χρειάζεται καί πρακτική ἀπομάκρυνσις σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο ἀπό τούς αἱρετικούς. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο συντάσσουν συνεχῶς ὁμολογίες πίστεως καί διάφορα παρόμοια κείμενα ὁμολογιακά καί πιστεύουν ὅτι, κατ’ αὐτόν τόν θεωρητικό τρόπο, διαχωρίζονται ἀπό τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς, ἐνῶ στήν πράξι εὑρίσκονται ἐνσωματωμένοι μαζί των. Εἶναι δηλαδή σάν νά κατηγοροῦσαν οἱ μάρτυρες καί ὁμολογητές τῶν πρώτων αἰώνων τά εἴδωλα καί συγχρόνως νά συντάσσωνται μέ τούς εἰδωλολάτρες στίς θυσίες πού ἐτελοῦσαν στίς τελετές κλπ. ἤ σάν οἱ Ἅγιοι τῶν μετέπειτα αἰώνων νά κατηγοροῦσαν τόν Ἀρειανισμό καί τήν εἰκονομαχία καί, συγχρόνως, νά ἦσαν ἑνωμένοι μέ τούς αἱρετικούς πρός ἀποφυγή σχίσματος. Οἱ Ἅγιοι ὅμως ἀπαιτοῦν ἐν καιρῷ αἱρέσεως μαζί μέ τήν θεωρητική ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν αἵρεσι καί τήν πρακτική ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς.
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν προκειμένῳ, ἐνῶ διδάσκει νά μήν παραδίδωμε στούς αἱρετικούς τά μοναστήρια γιά νά τα βεβηλώσουν μέ τήν αἵρεσι καί τήν αἱρετική των λειτουργία, ὅταν πρόκειται γιά συμβιβασμό καί στήν πράξι συμπόρευσι μέ τήν αἵρεσι, διδάσκει τήν ἄμεσο ἀπομάκρυνσι καί ἀποχώρησι καί ἀπό αὐτό ἀκόμη τό μοναστήρι. Γράφει σέ ἐπιστολή του συμβουλευτικά πρός τόν ἡγούμενο Βασίλειο, ὁ ὁποῖος ἤθελε κατά τό δή λεγόμενο ἐν καιρῷ αἱρέσεως νά παίζη σέ διπλό ταμπλώ, μεταξύ τῶν ἄλλων καί τά ἑξῆς: «Τί γάρ φήσουσιν, ὦ τιμιώτατε, ὅ τε τῶν Κωμῶν ἡγούμενος καί ὁ τοῦ Γουλαίου σύν τοῖς ὁμοίως ἄρτι διωχθεῖσιν ἐν τῇ ἐνστάσει, εἴπερ ὁρῶσιν ὑμᾶς, τούς προδοσίᾳ τῆς ἀληθείας κατέχοντας τά μοναστήρια, καί ἡμᾶς ὑμῖν συναπαγομένους; τί δέ οἱ ἐν τοῖς ὅρεσι τληπαθοῦντες κατά τό τοῦ διωγμοῦ στενοχωρητικόν; οὐ στενάξουσιν; οὐκ οἰμώξουσιν; οὐχ ἡγήσονται παιδιάν τήν ὁμολογίαν τοῦ Χριστοῦ; τί δέ οἱ ἡγουμενεύσαντες τῶν μοναστηρίων ἀπ’ ἀρχῆς καί διά Χριστόν δεδιωγμένοι σύν ἡμῖν; οὐ κατασφραγίσονται, ὡς παιγνιῶδές τι πασχόντων ἡμῶν; μή πλανᾶσθε, φησίν ὁ ἀπόστολος, θεός οὐ μυκτηρίζεται˙ ἡ ὁμολογία Χριστοῦ οὐ κεκοίνωται, κἄν τινες οἴωνται ἄλλως φρονεῖν καί λέγειν. Ὥστε, εἰ βούλει, ἀδελφέ ἠγαπημένε, μεθ’ ἡμῶν τῶν ταπεινῶν τετάχθαι, ὑποχώρησον τῆς κατοχῆς τοῦ μοναστηρίου, καθώς καί ὑπέσχου˙ τοῦτο γάρ καί παρακαλοῦμεν, εἰς τοῦτο καί προσευχόμεθα. ἵνα, ὡς τό ἐντός, οὕτως τό ἐκτός ὀρθόδοξος ὑπάρχῃς, τήν τιμίαν σου ψυχήν σῴζων, ἧς οὐδέν ἀντάξιον τῶν ὁρωμένων» (Φατ. 495, 730,30). Ἐδῶ ὁ ἅγιος μέ θαυμάσιο τρόπο, σάν νά ὁμιλεῖ διά τήν ἐποχή μας, ξεχωρίζει τόν ἐντός καί ἐκτός Ὀρθόδοξο. Ἐντός Ὀρθόδοξος εἶναι ὁ ἔχων ὀρθόδοξο φρόνημα καί διακηρύττων αὐτό καί ἐκτός Ὀρθόδοξος ὁ αποτειχιζόμενος ἀπό τούς αἱρετικούς, διακόπτων τήν μνημόνευσί των, μή ἀναγνωρίζων αὐτούς κ.λ.π.
Ἐπίσης σέ ἐπιστολή του πρός τούς μοναχούς ἀναφέρει γιά τό ἴδιο θέμα τά ἑξῆς: «Τοιαῦτα καί παρόμοια ἐχρῆν λαλῆσαι αὐτούς ἵνα ἐδοξάσθη ὁ θεός δι’ αὐτῶν, ἵνα ᾠκοδόμησαν τούς ὀρθοδόξους, ἵνα ἐστήριξαν τά μοναστήρια, ἵνα ἐνεδυνάμωσαν τούς πάσχοντας ἐν ἐξορίαις. Ἀλλά τί ὅτι προτιμώμεθα μᾶλλον Θεοῦ τά μοναστήρια· καί τῆς ὑπέρ τοῦ ἀγαθοῦ κακοπαθείας τήν ἐντεῦθεν εὐπάθειαν; ποῦ ἐστι τό, ἐλάλουν ἐναντίον βασιλέων, καί οὐκ ᾐσχυνόμην; ποῦ ἐστί τό, ἰδού τά χείλη μου οὐ μή κωλύσω· Κύριε, σύ ἔγνως; ποῦ ἐστι τό κλέος καί ἡ ἰσχύς τοῦ καθ' ἡμᾶς τάγματος; πῶς Σάβας καί Θεοδόσιος οἱ μακάριοι, τό τηνικαῦτα Ἀναστασίου τοῦ βασιλέως δυσσεβεῖν ἑλομένου, διέστησαν θερμῶς προμαχοῦντες τῆς πίστεως· τοῦτο μέν, μεθ' ὧν ἀνεθεμάτισαν τούς κακοδόξους ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, τοῦτο δε, ἐν οἷς ἐπέστειλαν τῷ βασιλεῖ, διαμαρτυρόμενοι θάνατον ἑλέσθαι, ἤ τί μετακινῆσαι τῶν καθεστώτων;» (Φατ. 149,266,17).
Καί ἀκόμη ἐπιγραμματικά διδάσκει ὅτι «οὐδεμία γάρ κοινωνία, ὦ φιλότης, δεδιωγμένοις καί ἀδιώκτοις (καί οὐ μόνον ἀδιώκτοις, ἀλλά καί ὑποτελοῦσι τοῖς διώκταις, καθηγεμονιώντων ὧνπερ ἐξουσιάζουσι μοναστηρίων), εἰ μή ἄρα τις κοινωνία ὡμολόγηται φωτί πρός σκότος. ἀλλ’ οὐκ ἐνδέχεται, ὡς ὁ ἱερός λόγος ἀπεφήνατο» (Φατ. 495,729,4).
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι οἱ Ἅγιοι ἐν καιρῷ αἱρέσεως δέν δέχονται ὡς Ὀρθόδοξο τόν θεωρητικά μόνο τοποθετημένο στά ὀρθόδοξα δόγματα, ἀλλά καί τόν πρακτικά συγχρόνως ἀπομακρυνόμενο ἀπό τούς αἱρετικούς, σέ σημεῖο μάλιστα ὄχι μόνον διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά καί τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν μονή, ἐφ’ ὅσον τήν κατεῖχον μέ συμβιβασμό εἰς τά τῆς πίστεως.
Ἐπίσης ὁ ἅγιος διδάσκει ὅτι ἐν καιρῷ αἱρέσεως δέν πρέπει νά ἔχωμε οἱαδήποτε δοσοληψία μέ τούς αἱρετικούς σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο: «Ἐγώ δέ οὐκ οἴομαι, φίλτατε, ὅπερ ἐσήμανας πρόσωπον οὕτω καί λέγειν καί πράττειν. Καί πῶς γάρ ὁ ἐν βαθμῷ ἱεραρχίας ἀνηγμένος χαμαιζήλως ἄγοιτο; πῶς δέ καί ὁ ἠθληκώς δι' ὁμολογίας συνυποφέρεται τοῖς ἀζηλώτοις καί ἀνιέροις; φής γάρ λέγειν αὐτόν, ὅτι τό καθέζεσθαι εἰς ἐπισκοπεῖον, ἐν ᾧπερ ἠσέβησεν ὁ κατέχων, τό κωλύον οὐδέν· καί τό παρά συγκαταβατῶν ἀνεπισκόπων σιτίζεσθαι, οὐδέν μάχεται τῷ κανόνι τῆς εὐσεβείας. Καί πῶς τοῦτο οὐ μάχεται τῇ ἀληθείᾳ; τοῦ ἁγίου Δαυΐδ ψάλλοντος· Ἔλαιον ἁμαρτωλοῦ μή λιπανάτω τήν κεφαλήν μου. Τοῦ τε ἁγίου Ἀθανασίου προστάσσοντος, μηδεμίαν κοινωνίαν ἔχειν ἡμᾶς πρός τούς αἱρετικούς, ἀλλά μήν μηδέ πρός τούς κοινωνοῦντας μετά τῶν ἀσεβῶν. Πῶς δέ οὐ κοινωνία, εἴπερ δεῖ καθέζεσθαι ἐν τόπῳ τοιούτῳ, κἀκ τῶν τοιούτων σιτίζεσθαι; οὐκ ἔχει φύσιν κἄν μή ἐκεῖσε κάθηταί τις, ἐκεῖθεν δέ τρέφοιτο, αὐτή ἡ δόσις καί λῆψις κοινωνίαν ἐργάζοιτο· φησί γάρ ὁ Ἀπόστολος· Οἴδατε καί ὑμεῖς Φιλιππήσιοι ὅτι ὅτε ἐξῆλθον ἀπό Μακεδονίας, οὐδεμία μοι Ἐκκλησία ἐκοινώνησε χάριν δόσεώς τε καί λήψεως, εἰ μή ὑμεῖς μόνον· ὅτι καί ἐν Θεσσαλονίκῃ ἅπαξ καί δίς εἰς τήν χρείαν μοι ἐπέμψατε. Εἰ οὖν τό ἅπαξ, καί δίς λαβεῖν, κοινωνίαν ἀπέφηνε τό φῶς τοῦ κόσμου· τό ἀεί λαμβάνειν τίς ἄν εὖ φρονῶν οὐ φεύξοιτο ὡς ἀντίθετον φωτός;»     (PG 99, 1392, Φατ. 466,668,9).
Ἐδῶ θά λέγαμε ὅτι ὁ ἅγιος ἀπευθύνεται διαχρονικά πρός τούς ἀντιοικουμενιστάς, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον ἔχουν πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ὄχι μόνο τούς μνημονεύουν εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, ἀλλά καί ἔχουν μέ αὐτούς αὐτήν τήν ἁμαρτωλή δοσοληψία, ἡ ὁποία συνίσταται σέ μισθούς, ὀφφίκια, τίτλους, τιμές, προστασία, συνεργασία κλπ.
Ἐν κατακλεῖδι εἰς τό σημεῖο αὐτό οἱ Ἅγιοι διδάσκουν ὅτι ἐν καιρῷ αἱρέσεως ὁ πραγματικά Ὀρθόδοξος ἀπομακρύνεται καί θεωρητικά ἀπό τήν αἵρεσι μέ τήν Ὀρθόδοξο ὁμολογία καί πρακτικά ἀπό κάθε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτούς, μέχρι τοῦ σημείου τῆς δόσεως καί λήψεως.
Οἱ ἀντιπατερικές θεωρίες τῶν ἀντιοικουμενιστῶν εἶναι καί ἄλλες καί ἔχουν ὅλες σχέσι μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί δέν εἶναι ἐπί τοῦ παρόντος ὁ σκοπός μας νά τίς ἀναλύσωμε, ἀλλά ἁπλῶς καί μόνο νά τίς κατονομάσωμε. Εἶναι δηλαδή ἡ θεωρία τῆς ἄχρι καιροῦ μνημονεύσεως, τῆς ἀποτειχίσεως ὅταν φθάσωμε στό λεγόμενο «κοινό ποτήριο», ὅτι διά τῆς ἀποτειχίσεως ἐξερχόμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησία, δημιουργοῦμε σχίσμα, ὅτι δέν μολυνόμεθα ἀπό τήν συμπόρευσί μας μέ τήν αἵρεσι, ἐφ’ ὅσον ἔχομε Ὀρθόδοξο φρόνημα καί βεβαίως ὅτι οἱ Γραφές καί οἱ Ἅγιοι ὡμίλησαν γιά τούς καταδικασμένους ἀπό Σύνοδο αἱρετικούς καί ὄχι δι’ αὐτούς, πού εἶναι μέν αἱρετικοί καί τό διακηρύσσουν μέ λόγια καί ἔργα καί κυρίως συνοδικῶς, ἀλλά δέν ἔχουν καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο.
Τό παράδοξο εἶναι ὅτι γιά ὅλα αὐτά τά αἱρετικά φρονήματα δέν προσκομίζουν οὔτε ἕνα ἁγιογραφικό χωρίο, οὔτε ἕναν ἱερό Κανόνα καί βεβαίως οὐδεμία πατερική διδασκαλία. Προσκομίζουν ὅμως τήν στάσι τῶν συγχρόνων γερόντων, τούς ὁποίους οἱ Οἰκουμενιστές ἄρχισαν ἤδη νά ἁγιοποιοῦν καί οἱ ὁποῖοι ὄντως δέν ἐτήρησαν εἴτε ἐξ ἀγνοίας, εἴτε ἐξ ἀφελείας, εἴτε ἐξ ἄκρας ἁπλότητος τήν δέουσα πατερική στάσι στήν παναίρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐκθέτουν καί τούς ἑαυτούς των καί τούς συγχρόνους γέροντες. Τούς ἑαυτούς των μέν διότι εὑρῆκαν μία σανίδα σωτηρίας διά νά διέλθουν ἀβρόχοις ποσί τήν αἵρεσι καί τόν διωγμό τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως· καί τούς συγχρόνους γέροντες διότι ἀποδεικνύουν ὅτι ἐν καιρῷ αἱρέσεως αὐτοί δέν ἐτήρησαν τήν διαχρονική διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων, καί ἔτσι παρουσιάζονται καί αὐτοί συμβιβασμένοι μέ τήν αἵρεσι καί τή Ν. Ἐποχή.
Θά ἦταν ἴσως ὠφέλιμο νά ἀσχολοῦντο οἱ ἀντιοικουμενιστές πατέρες σέ κάποια σύναξι μέ αὐτό τό βασικό θέμα, ποιά δηλαδή εἶναι ἡ ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσις τῶν Ὀρθοδόξων, μιά καί ἀσχολοῦνται μέ τόσα ἄλλα δευτερεύοντα καί ἥσσονος σημασίας θέματα. Καί ἄν διεπίστωναν ὅτι ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς πίστεως οἱ Γραφές καί οἱ Πατέρες διδάσκουν τήν παραμονή εἰς τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, τήν συνοδοιπορία μέ τήν αἵρεσι, τήν ἀναγνώρισι διά τῆς μνημονεύσεως καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μετά τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων, τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ περί ἀποτειχίσεως ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί κυρίως τήν θεωρητική μόνον ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τήν συμπόρευσι στήν πράξι μέ τήν αἵρεσι, ἄν λέγω διεπίστωναν ὅτι ἔτσι ἐπιτάσσουν οἱ Γραφές καί οἱ Πατέρες νά τό διακηρύξουν εὐθέως καί εὐθαρσῶς πρός πᾶσαν κατεύθυνσι, γιά νά ἀποφευχθῆ ἡ πλάνη τῶν πιστῶν ἐκ μέρους τῶν ἀποτειχισμένων, δηλαδή νά μήν πλανηθῆ κάποιος καί διά τῆς ἀποτειχίσεως ἐξέλθει ἀπό τήν Ἐκκλησία καί δημιουργήσει σχίσμα.
Τό ὅτι δέν ἀσχολοῦνται οἱ ἀντιοικουμενιστές πατέρες μέ αὐτό τό θέμα εἶναι ἄκρως λυπηρό καί ὁμοιάζει μέ τήν παρεμφερῆ στάσι τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, ἡ ὁποία πιεζομένη νά ἀπαντήση σέ σχετικά ἐρωτήματα ὑπεσχέθη τήν διοργάνωσι ἡμερίδος ἐπί τοῦ θέματος τοῦ δυνητικοῦ ἤ ὑποχρεωτικοῦ τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος καί κατόπιν ἐτήρησε τήν στάσι καί γραμμή τῶν πολιτικῶν, οἱ ὁποῖοι πάντοτε ὑπόσχονται καί ποτέ δέν ἐκπληρώνουν τίς ὑποσχέσεις των.
Τέλος μέ τήν δυνητική ἐπιλογή των οἱ ἀντιοικουμενιστές στήν ἐφαρμογή τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἀναγκάζονται ἐκ τῶν πραγμάτων νά τοποθετήσουν καί νά ὁριοθετήσουν τήν Ἐκκλησία μέσα στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἀκριβῶς πράττουν καί οἱ Οἰκουμενιστές καί ἔτσι ἡ Ἐκκλησία δι΄ αὐτούς παύει νά εἶναι στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο ἀλλά γίνεται στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς αἱρέσεως.
Λίαν προσεχῶς θά δημοσιεύσουμε τά κείμενα τῆς Ἁγ. Γραφῆς, τῶν ἱερῶν κανόνων καί τῶν Ἁγ. Πατέρων τή διδασκαλία, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν καί διακελεύουν τήν ἄμεσο ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες καί Ἐπισκόπους ὥστε νά εἶναι προσβάσιμα σέ πρώτη ζήτησι ἀπό τόν καθένα. Αὐτό θά τό κάνουμε ἀφ’ ἑνός μέν πρός ἐνημέρωσι καί κατοχύρωσι σχετικά μέ τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά νά προκαλέσουμε καί τούς ἀντιφρονοῦντας νά καταθέσουν καί αὐτοί ἀνάλογα χωρία καί κείμενα ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Πατέρων, τά ὁποῖα νά συνηγοροῦν ὑπέρ τῆς θεωρίας τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τοῦ βολέματος.
                                  Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς

Απόρριψη της Παραδόσεως από Εικονομάχους καὶ Οικουμενιστές.



















Οἰκουμενισμὸς εἶναι Παναίρεση. Ἰσχύουν λοιπὸν γι’ αὐτὸν –κατὰ μείζονα λόγο– ὅσα οἱ Ἅγιοι ἔχουν διδάξει γιὰ τὶς ἄλλες αἱρέσεις.
Ὁ καθηγητὴς Κωνσταντῖνος Κορναράκης στὸ θαυμάσιο ἔργο του «Ἡ Θεολογία τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων κατὰ τὸν Ὅσιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη», παρουσιάζει μὲ σαφήνεια  τὶς σοβαρότατες ἐπιπτώσεις ποὺ εἶχε στὸ Δόγμα καὶ στὸ Ἦθος τῆς Ἐκκλησίας ἡ αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας.
Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ κάνει ἐντύπωση εἶναι ἡ διαπίστωση ὅτι, οἱ οὐσιαστικὲς παρατηρήσεις τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου –ὅπως τὶς παρουσιάζει ὁ καθηγητὴς Κορναράκης– ταιριάζουν ἀπόλυτα στὴν αἵρεση τῆς ἐποχῆς μας, τὸν Οἰκουμενισμό. Ὡσὰν ὁ ὅσιος νὰ ἔγραφε ἀκριβῶς γιὰ τοὺς σύγχρονους Οἰκουμενιστὲς καὶ τοὺς ψευτο-ἀντι-Οἰκουμενιστές! Ἂν ἀλλάξετε τὴ λέξη «Εἰκονομάχοι» καὶ βάλετε τὴ λέξη «Οἰκουμενισμός», νομίζει κανεὶς πὼς ὁ Ὅσιος ἀναφέρεται στὴ σύγχρονή μας αἵρεση.
Διαβάζοντας κανεὶς τὸ βιβλίο τοῦ καθηγητὴ Κωνσταντίνου Κορναράκης, διαπιστώνει ὅτι ἐπιβεβαιώνεται ἡ ὀρθότητα τῶν θέσεων τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, ὅπως τὶς παραθέτει στὰ βιβλία του. Καὶ δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι διαφορετικά, ἀφοῦ ὁ π. Εὐθύμιος μελετᾶ ἐπὶ δεκαετίες, βιώνει καὶ «παραδίδει» ὄχι δικές του θεολογίες, ἀλλὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου.
Συγκεκριμένα ὁ κ. Κορναράκης γράφει:
Ὁ βίος καὶ τὰ ἔργα τῶν αἱρετικῶν (Εἰκονομάχων τότε καὶ Οἰκουμενιστῶν σήμερα) διαψεύδουν τὴν διαβεβαίωσή τους ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξοι, ἀφοῦ ἀπορρίπτουν πτυχὲς τῆς Πίστεως (ὅπως π.χ. τὸ ἔνατο καὶ δέκατο ἄρθρο τοῦ «Πιστεύω» οἱ Οἰκουμενιστές). Αὐτὴ ἡ ἀπόρριψη καταδεικνύει τὴν ἀποκοπῆς τῆς σχέσεως κάθε αἱρετικοῦ μὲ τὸ Θεό (τῶν Εἰκονομάχων καὶ Οἰκουμενιστῶν). Ἀποτελεῖ δὲ προϊὸν «ἐσκοτισμένης καρδίας».
Οἱ ὁμοιότητες τῶν ἀντιΠαραδοσιακῶν μεθοδεύσεων τῆς Εἰκονομαχίας μὲ αὐτὲς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἐκπληκτικές. Γράφει ὁ Ὅσιος ὅτι παραμερίζονται ἀπὸ τὴν κανονικὴ τάξη τῆς Ἐκκλησίας ὕμνοι «θεοπαράδοτοι» «ἡ Εὐχαριστία ἀναθεωρουμένη, συντομεύεται· τροπάρια ἁγίων, ἀγρυπνίαι καί τινες τῶν ἀκολουθιῶν παύονται· πολλαὶ δὲ τῶν ἑορτῶν νηστειῶν καὶ παραμονῶν καταργοῦνται ἐν τῷ Τυπικῷ τῆς Ἐκκλησίας»! (Ἀκριβῶς ὅπως σήμερα μὲ τὸν Οἰκουμενισμό).
Στὸν ἀντίποδα τοῦ αἱρετικοῦ βίου τοῦ εἰκονομάχου εὑρίσκεται ὁ βίος τοῦ ὀρθοδόξου! Μεγάλο βάρος δίνει ὁ Ὅσιος στὸν ἀγῶνα τῶν μοναχῶν γιὰ τὴν διατήρηση τῆς Πίστεως. Οἱ μοναχοὶ ἀποτελοῦν τὰ «νεῦρα τῆς Ἐκκλησίας», καὶ εἶναι ἐπιφορτισμένοι μὲ τὴν εὐθύνη τῆς ὑπερασπίσεως τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν «ὁμολογία» καὶ τὸ «μαρτύριο», ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἔσχατη ἔκφραση τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ ἔκφραση τοῦ ὀρθοδόξου βίου δὲν ἐξαντλεῖται στὴν προσκύνηση καὶ τιμὴ πρὸς τὶς εἰκόνες (ἢ στὶς ὁμιλίες, τὰ Ἀνακοινωθέντα καὶ τὸν χαρτοπόλεμο τῶν συγχρόνων ἀντι-Οἰκουμενιστῶν), ἀλλὰ στὸ μαρτύριο ὑπὲρ τῆς Πίστεως, τὴν θυσία τῶν ἐκκλησιαστικῶν θέσεων ποὺ κατεῖχαν, ἀκόμα καὶ τοῦ λειτουργήματός τους ὑπὲρ τῆς Πίστεως.


Κ. Κορναράκης

«Ἡ Θεολογία τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων
κατὰ τὸν Ὅσιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη»

(Ἀπόσπασμα, σελ. 307-318)

Ὁ βίος τῶν Εἰκονομάχων ὡς ἀπόρριψη
            τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας.

Κατὰ τὸν ὅσιο Θεόδωρο, ἡ ὀρθότητα τῆς πίστεως δὲν ἀποτελεῖ αὐτονόητο ἰδίωμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πίστη εἶναι μία ἀλλά, γιὰ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πίστη, ὡς ἔκφραση τῆς πνευματικῆς του βιωτῆς καὶ ἀναλόγως πρὸς τὴν βιωτὴ αὐτή, "μεγαλύνεται" ἢ "σμικρύνεται"...
Στὴν περίπτωση (τῆς ”σμικρύνσεως”) τῆς ἐκπτώσεως σὲ πλάνη, ὑπάγονται οἱ Εἰκονομάχοι.
Ἐφ’ ὅσον δὲν νοεῖται ὀρθὴ πίστη ἄνευ ὀρθοῦ βίου, εἶναι προφανές, ὅτι οἱ Εἰκονομάχοι, οἱ ὁποῖοι ἀπέρριπταν τὴν πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὡς πρὸς τὴν τιμὴ καὶ τὸν σεβασμὸ πρὸς τὶς εἰκόνες, συγχρόνως ἀρνοῦντο τὰ δόγματα ἐκεῖνα, ποὺ θεμελιώνουν χριστολογικῶς τὴν εἰκονογράφηση τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ... Κατὰ τὴν σχετικὴ ἐπισήμανση τοῦ ἱεροῦ πατέρα, ὁ βίος καὶ τὰ ἔργα τῶν εἰκονομάχων διαψεύδουν τὴν ὁμολογία τους γιὰ πίστη στὸν Θεὸ καὶ ἰδιαιτέρως στὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος.
...Οἱ εἰκονομάχοι, ἂν καὶ διακήρυτταν τὴν ἐμμονή τους στὴν Παράδοση, ἐντούτοις, ἀρνούμενοι βασικὲς διδασκαλίες αὐτῆς... ἀπεδείκνυαν κακότροπη βίωση αὐτῆς τῆς Παραδόσεως... Ἡ ἀποδοχὴ ἢ μὴ τῆς εἰκονογραφήσεως τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐνδεικτικὴ καταφατικῆς ἢ ἀρνητικῆς στάσεως ἔναντι τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος καὶ ἑπομένως κριτήριο διατηρήσεως ἢ ἀποκοπῆς τῆς σχέσεως μὲ τὸ Θεό.

Αὐτὸ ποὺ ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὑπογραμμίζει  στὶς συγγραφές του, εἶναι ἡ ἀσυμφωνία βίου καὶ πίστεως ἐκ μέρους τῶν εἰκονομάχων. Ἡ ἀσυμφωνία αὐτή, κατὰ τὸν ὅσιο, ἦταν λογικὴ ἀκολουθία τῆς προσπάθειας τῶν  εἰκονομάχων νὰ ὑποστηρίξουν μὲ τρόπο θεωρητικὸ μιὰ πρακτική (αὐτὴ τῆς ἀρνήσεως τῶν ἱερῶν Εἰκόνων) καταδικασμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Kατ' αὐτὸ τὸν τρόπο, οἱ εἰκονομάχοι ἐμφάνιζαν ἀντιφατικὴ συμπεριφορά, καθὼς τὴ στιγμὴ ποὺ ἰσχυρίζονταν, ὅτι αὐτοὶ μόνοι ἀκολουθοῦν τὴν Παράδοση, ἔρχονταν σὲ ἀντίθεση μὲ θεμελιώδη δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα ἐπιχειροῦσαν νὰ ἑρμηνεύσουν μὲ τὸ δικό τους τρόπο, πολλὲς φορὲς διαφορετικὸ σὲ σχέση μὲ ὅσα φρονοῦσαν ἀρχικῶς. (Τοῦτο ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τοὺς σύγχρονους Οἰκουμενιστές, ἐν μέρει δὲ καὶ μὲ τοὺς ἀντι-Οἰκουμενιστές, καὶ ἀναφερόμαστε πάντα στὸ κρίσιμο σημεῖο τῆς ἀνοχῆς ἢ τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς, παρὰ τὶς ἀντίθετες διακηρύξεις τους καὶ "Ὁμολογίες Πίστεως"!).
Κατὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα, ἡ ἀντιφατικὴ αὐτὴ συμπεριφορὰ τῶν εἰκονομάχων, ἀποτελεῖ προϊὸν "ἀδοκίμου νοῦ" καὶ "ἐσκοτισμένης καρδίας" καὶ ἀποκαλύπτει τὴ σύγχυση, στὴν ὁποία εἶχαν περιέλθει οἱ Εἰκονομάχοι...
Κατὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο, Ὁ τρόπος τοῦ βίου τῶν Εἰκονομάχων προσδιορίζει τὸ εἶδος τῆς πίστεώς τους, ὅπως καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος διδάσκει ὅτι "τῶν λόγων σου τὰ ἔργα ἐμοὶ πιστότερα" "συνῆκται οὖν ἐξ ἀληθείας ἰουδαΐζειν τοὺς εἰκονομάχους". Εἶναι σαφὲς ὅτι τὸ "ἐξ ἀληθείας" ἀντιπροσωπεύει τὸν τρόπο βίου τῶν εἰκονομάχων, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτει τὸ εἶδος τῆς πίστεώς τους.
Ἡ παρερμηνεία τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους ἐπηρέαζε ἐπίσης ἀντιστρόφως τὸν τρόπο τοῦ βίου τους, οὕτως ὥστε νὰ προκαλεῖται μία ἀδιέξοδη ἀνακύκληση, ποὺ ἐπέτεινε τὸ μέγεθος τῶν κακοδοξιῶν αὐτῶν.
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος προχωρεῖ καὶ σὲ αὐτὴ τὴν ἀξιόλογη παρατήρηση. Πὼς ἀκόμα κι ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἔχει καταδικάσει τὶς εἰκονομαχικὲς κακοδοξίες, ἐντούτοις τὰ "ψυχόλεθρα διδάγματα", ποὺ ἀποτελοῦν προϊὸν ἀσεβείας δὲν ἔχουν ἐκλείψει παντελῶς. Ἀντιθέτως λειτουργοῦν πλέον ὡς παραδιδόμενες διδασκαλίες στὶς ἑπόμενες γενεές.
Πρόκειται γιὰ μιὰ νέα μορφὴ Παραδόσεως ἀπόρριψη τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ "μεταστοιχείωσιν τῶν ἁπάντων ἀθεωτάτην". Μὲ τὴν ἀπόρριψη αὐτὴ παραμερίζονται ἀπὸ τὴν κανονικὴ τάξη τῆς Ἐκκλησίας ὕμνοι "θεοπαράδοτοι" ...μὲ συνέπεια τὴν παγίωση ἑνὸς τρόπου θρησκευτικοῦ βίου ἀντιθέτου ὡς πρὸς τὸ πνεῦμα καὶ τὸ χαρακτῆρα τῆς γνήσιας Παραδόσεως.
"Ἐλεεινὰ τὰ πάντα ἡμῖν καὶ ὀδυρμῶν ἄξια· παραστέλλονται ψαλμῳδίαι ἀρχαιοπαράδοτοι, ἐν αἷς περὶ εἰκόνων ᾄδεταί τι, ἀντᾴδεται τὰ νέα δόγματα, ἀσεβῆ εἰς προῦπτον κείμενα, ἄλλα τοῖς παισὶ πρὸς τῶν διδασκάλων παραδιδόμενα· καὶ μεταστοιχείωσις τῶν πάντων ἀθεωτάτη. ἐγενόμεθα κυρίως εἰπεῖν ὡς Σόδομα καὶ Γόμορρα κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν...".
"Ἡ Εὐχαριστία ἀναθεωρουμένη, συντομεύεται· τροπάρια ἁγίων, ἀγρυπνίαι καί τινες τῶν ἀκολουθιῶν παύονται· πολλαὶ δὲ τῶν ἑορτῶν νηστειῶν καὶ παραμονῶν καταργοῦνται ἐν τῷ Τυπικῷ τῆς Ἐκκλησίας".

Ἀπὸ τὶς ἐπισημάνσεις αὐτὲς τοῦ ὁσίου Θεοδώρου, καθίσταται σαφές, ὅτι ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχή του εἶχε παγιωθεῖ μία μορφὴ παραδόσεως τῆς διδασκαλίας τῶν εἰκονομάχων, ἡ ὁποία, ἐνῶ ἀπέρριπτε οὐσιώδη χαρακτηριστικὰ τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἐντούτοις διεκδικοῦσε τὴν αὐθεντικότητα τῆς ὀρθοδοξίας. Ἡ μορφὴ αὐτὴ τῆς Παραδόσεως, τὴν ὁποία ὁ ἱερὸς πατέρας ὁρίζει ὡς "μεταστοιχείωσιν τῶν ἁπάντων ἀθεωτάτην", ἐπειδὴ στὴν οὐσία ἀντιμαχόταν τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν φυσικὸ ὅτι δὲν ἀνῆκε στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ στὸ χῶρο τῆς αἱρέσεως.
Σύμφωνα μὲ πληροφορίες συγγραφέων τῆς ἐποχῆς οἱ εἰκονομάχοι εἶχαν ἐπαναφέρει στὴ Θ. Λειτουργία τὸ ἁρμόνιο καὶ ἄλλα ὄργανα, καθιστώντας την κοσμικὸ θέαμα.

β) Τὸ μαρτύριο ὡς ἡ ἐσχάτη ἔκφραση τῆς συμφωνίας πίστεως καὶ βίου τοῦ ὀρθοδόξου, μὲ κύρια ἀναφορὰ στὸ μοναχισμό.
Στὸν ἀντίποδα τοῦ αἱρετικοῦ βίου τοῦ εἰκονομάχου εὑρίσκεται ὁ βίος τοῦ ὀρθοδόξου. Ἡ ἀντίθεση μεταξὺ τῶν δύο βίων προκύπτει ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τὴς στάσεως τοῦ ὀρθοδόξου ἔνανατι τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ τοῦ τρόπου ζωῆς, ποὺ διορίζει καὶ προσδιορίζεται ἀπὸ τὴ στάση αὐτή. Ὁ ὀρθόδοξος θεωρεῖ τὴ συμφωνία πίστεως καὶ βίου ὡς θεμέλιο λίθο αὐθεντικῆς πνευματικῆς ζωῆς. 
Οἱ βασικὲς ἀρχὲς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἱεροῦ πατέρα, κατὰ πρῶτο λόγο, ἀφοροῦν στοὺς μοναχούς. Σὲ μιὰ δύσκολη ἐποχὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, οἱ μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν τὰ "νεῦρα τῆς Ἐκκλησίας", ἦσαν ἐπιφορτισμένοι ἰδιαιτέρως μὲ τὴν εὐθύνη τῆς ὑπερασπίσεως τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας... Ὁ ἀγωνιστὴς μοναχός, πρέπει νὰ τηρεῖ, ὡς πλαίσιο τοῦ πνευματικοῦ του ἀγώνα, τὴ συμφωνία πίστεως καὶ βίου, τὴν ὁποία ἀστόχησαν νὰ ἐφαρμόσουν οἱ εἰκονομάχοι. Ἡ συμφωνία ὅμως πίστεως καὶ βίου λειτουργεῖ ὡς πλαίσιο μίας γνησιότερης πνευματικῆς ζωῆς, τῆς ὁποίας ἡ ὕψιστη ἀρχὴ εὑρίσκεται στὴν "ὁμολογία" καὶ τὸ "μαρτύριο"..., ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἔσχατη ἔκφρασή της. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ὁ ὅσιος προβάλλει πλέον μιὰ ἄλλη ἀντίληψη γιὰ τὴ δυναμικὴ τῆς ἀντιδράσεως τῶν ὀρθοδόξων ἔναντι τῶν κακοδοξιῶν τῶν εἰκονομάχων. Γιὰ τὸν ὁμολογητὴ μοναχό, ἡ ἔκφραση τοῦ ὀρθοδόξου βίου δὲν ἐξαντλεῖται στὴν προσκύνηση καὶ τιμὴ πρὸς τὶς εἰκόνες ἀλλὰ στὸ μαρτύριο ὑπὲρ αὐτῶν. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά τὸ μαρτύριο ὑπὲρ τῶν εἰκόνων ἀποτελεῖ "ἐνέχυρο"  ὀρθῆς πίστεως.