Ὁ θάνατός του, λέγει, ἦταν
φανερὸς σὲ ὅλους, καὶ ἡ ταφὴ ἐπίσης,
ἀφοῦ ἐτάφη
σὲ
τάφο πλουσίου καὶ ἐπισήμου ἀνθρώπου· τὀ ἴδιο
λοιπόν, καὶ κατὰ τὴν Ἀνάστασή Του, ἄφησε πειστήρια ἰσχυρά,
ποὺ ἀπαιτοῦν, βέβαια, καρδιὰ καθαρὴ
καὶ Πίστη. Γι’ αὐτὸ
καὶ δὲν ἐπέτρεψε σὲ βέβηλα μάτια (τῶν
στρατιωτῶν ποὺ φρουροῦσαν τὸν τάφο) νὰ
δοῦν τὴν Ἀνάσταση, ἔδωσε ὅμως τὰ
πειστήρια πρῶτα στὴν Παναγία μητέρα Του καὶ τὶς ἄλλες
γυναῖκες, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἐγκρίτους μαθητές.
Κατόπιν ἐξηγεῖ τὰ
τοῦ τάφου· μὲ ποιό τρόπο τότε οἱ Ἰουδαῖοι
ἐκλειναν
μὲ παμέγιστο
λίθο καὶ ἐσφράγιζαν τὸν τάφο, ἔτσι, ὥστε νὰ
εἶναι
ἀδύνατο
σὲ
κάποιους νὰ τὸν ἀνοίξουν καὶ νὰ κλέψουν τὸν νεκρό. Ἐπίσης ἦταν ἀκατόρθωτη (καὶ μάλιστα ὑπὸ τὸν φόβο μὴ γίνουν ἀντιληπτοὶ ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες ποὺ φρουροῦσαν τὸν τάφο) ἡ διαδικασία τῆς ἀφαίρεσης τῶν ὑφασμάτινων
λωρίδων, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχαν τυλίξει σφιχτὰ τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ, ἐξαιτίας τῶν μύρων μὲ τὰ ὁποῖα τὸ εἶχαν ἐπαλείψει, ἀφοῦ νεκρός, λωρίδες
καὶ μύρα εἶχαν γίνει ἕνα σῶμα!
Τὸ νεκρὸ, λοιπόν, σῶμα
τοῦ Ἰησοῦ Ἀνέστη καὶ κεκλεισμένων τῶν θυρῶν παρουσιάστηκε στοὺς μαθητές του.