Τὸ πρόβλημα γιὰ τὴν σημερινὴ Ἐκκλησία, δὲν εἶναι μόνο οἱ Οἰκουμενιστές, ἀλλὰ καὶ οἱ κάθε λογῆς ὀρθόδοξοι, ποὺ ἀπέναντι στὴν κατεπείγουσα ἀνάγκη ἑνότητας γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς καλπάζουσας
παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀρνούμαστε τὴν "ἑνότητα τοῦ
πνεύματος", ἀρνούμαστε τὴν ὁμόνοια, καὶ ἄρα δὲν ἔχουν -δυστυχῶς- ἐφαρμογὴ καὶ σὲ μᾶς τὰ τοῦ Κυρίου:
«Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευσόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ, ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας. καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν, καὶ ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας» (Ἰω. ιζ΄ 20-23).
Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἄρνησης ἑνότητας εἶναι ἡ διάβρωση τῆς Πίστεως καὶ ἡ ἔλλειψη σθεναρῆς ἀντίστασης, ποὺ ἐπιτρέπει στὸν Οἰκουμενισμὸ νὰ ἐπεκτείνεται σχεδὸν ἀνενόχλητα. Καθένας ἐκφράζει δικῆς του ἐμπνεύσεως ποιμαντικὴ ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως, ἀγνοώντας τὴν δισχιλιόχρονη πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράστηκε ἀπὸ