Κατὰ τὶς δύο προηγούμενες
ἀπαντήσεις πρὸς τὸν π. Βασίλειο Βολουδάκη, κάναμε κάποιες ἐπισημάνσεις γιὰ τὶς
διαστρεβλώσεις τῶν ἁγιοπατερικῶν θέσεων, ἐν σχέσει μὲ τὴν Ἀποτείχιση. Θὰ
συνεχίσουμε σήμερα μὲ τὴν ἐκ μέρους του παραχάραξη τῆς ἱστορίας γιὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο
τὸν Στουδίτη. Θέλουμε νὰ πιστεύουμε πὼς δὲν ἦταν συνειδητή, πὼς ὀφείλεται σὲ
ἄγνοια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ἂν καὶ ὁ τρόπος ποὺ τὴν παρουσιάζει,
δείχνει ὅτι μᾶλλον εἶναι συνειδητὴ προσπάθεια παραπλάνησης τῶν ἐνοριτῶν του.
Ἴσως ὁ ἴδιος μᾶς διαφωτίσει μὲ τυχὸν παρέμβασή του, ἐφ’ ὅσον θελήσει νὰ
συνεχίσει τὸν διάλογο ποὺ ἀνοίξαμε.
Διατυπώνει τὴν ὀρθόδοξη
θέση, ὁ π. Βασίλειος, ὅτι ἐὰν «κάποιος ὀρθόδοξος
Ἱεράρχης μετέχει σὲ συμπροσευχὴ μὲ αἱρετικό, αὐτὸς ὁ Ἐπίσκοπος κατὰ Θεὸν εἶναι
ἀκοινώνητος, χάνει τὴν Θεία Χάρη, δὲν λογίζεται ἀπὸ τὸ Θεὸ Ἐπίσκοπος», ἀλλ’ὅμως,
δὲν δέχεται τὴν ἁγιοπατερικὴ στάση
τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ ἕνα τέτοιο
Ἐπίσκοπο. Διδάσκει τοὺς ἐνορῖτες του πὼς καθῆκον μας εἶναι ἁπλῶς νὰ «στηλιτεύουμε τὴν πλάνη»· «δὲν
θὰ συμμετέχουμε, ἀλλὰ μέχρι ἑνὸς ὁρίου. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἀποτειχίσεις εἶναι ἀποτυχημένες».
http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2014/09/blog-post_3.html
Κάποιος ἀκροατής, σ’ αὐτὸ τὸ
σημεῖο τῆς ὁμιλίας του, ὑποβάλλει τὴν ἑξῆς ἐρώτηση:
«Ἀκροατής: Καὶ φέρνουν ὡς παράδειγμα παλαιότερες ἐποχὲς τῶν
πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, ποὺ ἕνας Ἅγιος, ἂς ποῦμε ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ
Ὁμολογητής, στήριζε τὴν ἀλήθεια, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι τὴν εἶχαν προδώσει...».
Καὶ
πρὸς αὐτὸν ἀναπάντεχα, διαστρέφων τὴν
ἱστορία, ἀπαντᾶ, ἐμμέσως πλὴν σαφῶς, ὅτι ὁ ἅγιος Θεόδωρος δὲν διέκοψε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία,
δὲν ἀποτειχίστηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό του, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐκθέσει (ἢ ὅ,τι ἄλλο
ἐννοεῖ). Κι ὄχι μόνο δὲν ἀποτειχίστηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό του, ἀλλὰ εἶχε τέτοια
εὐαισθησία, ὥστε, γιὰ νὰ «μὴ διασυρθεῖ τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα», παρότρυνε ἐκείνους ποὺ
τὸν χτυποῦσαν, νὰ τὸν δείρουν σὲ ἀπόμερο μέρος! (Ἄρα, θὰ γλύτωνε τὸ ξύλο ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τοῦ
ἁγίου Θεοδώρου, ὁ π. Βασίλειος, ἀσεβώντας κατὰ τέτοιο τρόπο πρὸς τὸν Ἅγιο;).
Ἀπάντησε
συγκεκριμένα ὁ π. Βασίλειος Βολουδάκης:
«π. Βασίλειος: Ἔ λοιπόν, ὁ ἅγιος Μάξιμος τί εἶχε κάνει, δική του Ἐκκλησία; Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης; Ὑπῆρχε μεγαλύτερος ἀγωνιστὴς τῶν πατρώων
παραδόσεων; Ὄχι, δὲν ὑπῆρξε. Εἶχε
διακόψει τὴν κοινωνία τὴν ἐκκλησιαστική; Ἐδῶ, εἶχε διατάξει ὁ αὐτοκράτορας νὰ τὸν ραβδίζουν, νὰ τὸν δέρνουν, ἐπειδὴ ἦταν ὑπέρμαχος τῶν ἁγίων Εἰκόνων καὶ ἔλεγε: Σᾶς παρακαλῶ πάμε σὲ ἕνα μέρος ἐρημικὸ νὰ μὲ δείρετε, νὰ μὴ διασυρθεῖ τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα ὅτι δέρνετε ἕνα μοναχό».
Βέβαια ἡ ἀλήθεια εἶναι ἄλλη.
Καμία σχέση δὲν ἔχει (τὸ περιστατικὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ π. Βασίλειος) μὲ τὴν ἐρώτηση
καὶ τὴν διακοπὴ μνημοσύνου καὶ ἀποτείχιση. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι, ὅσο κι ἂν σεβόταν ὁ Ἅγιος τὴν ἐκ
Θεοῦ δεδομένη βασιλικὴ ἐξουσία, ὅσο κι ἂν σεβόταν τὸν πατριάρχη, ἀποτειχίστηκε
τρεῖς φορὲς ἀπὸ τοὺς Πατριάρχες τῆς ἐποχῆς του, ὅπως καὶ διέκοψε τὴν σχέση του
μὲ αὐτοκράτορες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ βασανίστηκε, καὶ ἐξορίστηκε, καὶ
φυλακίστηκε!
Παραθέτουμε ἀποσπάσματα γιὰ
τὸ θέμα ἀπὸ βιβλίο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, ποὺ ἐπὶ μίαν εἰκοσαετία μελετᾶ
τὸν Ὅσιο Θεόδωρο Στουδίτη καὶ ἔχει γράψει τρία βιβλία γι’ αὐτόν.
Ἕνα δεύτερο σημεῖο τό ὁποῖο πρέπει νά παρουσιασθῆ καί τό
ὁποῖο εἶναι πολύ βασικό στήν ἐπικράτησι τῆς σημερινῆς αἱρέσεως εἶναι ἡ ἔλλειψις
ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας ἐκ μέρους τῶν σημερινῶν ὀρθοδόξων ποιμένων καί,
μάλιστα, ἐκκλησιολογίας ἡ ὁποία ἰσχύει ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί ἐν καιρῷ
κινδυνευούσης πίστεως. Ἡ ἐκκλησιολογία ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ σήμερα μεταξύ τῶν
Ὀρθοδόξων δέν διαφέρει εἰς τό ἐλάχιστο ἀπό τήν παπική καί, ἐπίσης, δέν διαφέρει
ἀπό τήν ἐκκλησιολογία ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ ἐν καιρῷ εἰρήνης, καί μάλιστα ὅταν
ἔχωμε ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους καί ὄχι αἱρετικούς καί ἀρχηγούς τῆς αἱρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ.
Διά νά τό
ἀποδείξωμε αὐτό, θά τήν ἀντιπαραβάλωμε μέ τήν ἐκκλησιολογία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου
τοῦ Στουδίτου καί, μετά λύπης μας, θά διαπιστώσωμε ὅτι ἡ σημερινή ἐκκλησιολογία
τῶν Ὀρθοδόξων (τῶν συνειδητῶν καί ἀγωνιστῶν) ὄχι μόνο δέν διαφέρει ἀπό αὐτή τῶν
Παπικῶν, ἀλλά ταιριάζει ἀπολύτως καί ἐπιπλέον συνδυάζεται ἄριστα μέ τόν
ἐφησυχασμό καί τήν ἀδιαφορία μας καί ἀποτελεῖ τό θεωρητικό ὑπόβαθρό των.
Κατ’ ἀρχάς, στό
θέμα αὐτό, πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι σήμερα διδάσκουν κατά κόρον καί
ἐπικεντρώνουν τήν προσοχή ὅλων στήν διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ἡ
ὁποία συνοψίζεται στά σημεῖα «ὅπου Ἐπίσκοπος ἐκεῖ καί Ἐκκλησία» καί στό
«ὁ λάθρα Ἐπισκόπου τι πράσσων τῷ διαβόλῳ λατρεύει».
Αὐτή ὅμως ἡ
διδασκαλία πολύ σύντομα ἐγκατελείφθη ἀπό τούς Πατέρας, διότι ἔθετε ὡς
προϋπόθεσι τή βασική ἀρχή, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος διά νά ἀπαιτεῖ ὑπακοή ἀπό τούς
πιστούς, ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά ὀρθοτομῆ τόν λόγο τῆς ἀληθείας, δηλαδή νά διδάσκη
καί νά πράττη ἀπλανῶς. Ἤδη ὅμως τόν τέταρτο αἰῶνα, ἡ Ἐκκλησία ἦτο γεμᾶτη ἀπό
Ἐπισκόπους αἱρετικούς, σέ τέτοιο σημεῖο, ὥστε ἡ αἵρεσις νά ἔχη πολλές φορές
ἐπικρατήσει παντοῦ, βοηθουμένη ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία, καί οἱ Ὀρθόδοξοι
Ἐπίσκοποι νά εἶναι ἐξορισμένοι καί ἀπαρρησίαστοι.
Δι’ αὐτόν τόν λόγο ἤδη ἀπό τήν ἐποχή αὐτή ὁ Μ.
Ἀθανάσιος διδάσκει ὅτι