Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Τρίτη απάντηση στον π. Βασίλειο Βολουδάκη



Κατὰ τὶς δύο προηγούμενες ἀπαντήσεις πρὸς τὸν π. Βασίλειο Βολουδάκη, κάναμε κάποιες ἐπισημάνσεις γιὰ τὶς διαστρεβλώσεις τῶν ἁγιοπατερικῶν θέσεων, ἐν σχέσει μὲ τὴν Ἀποτείχιση. Θὰ συνεχίσουμε σήμερα μὲ τὴν ἐκ μέρους του παραχάραξη τῆς ἱστορίας γιὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη. Θέλουμε νὰ πιστεύουμε πὼς δὲν ἦταν συνειδητή, πὼς ὀφείλεται σὲ ἄγνοια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ἂν καὶ ὁ τρόπος ποὺ τὴν παρουσιάζει, δείχνει ὅτι μᾶλλον εἶναι συνειδητὴ προσπάθεια παραπλάνησης τῶν ἐνοριτῶν του. Ἴσως ὁ ἴδιος μᾶς διαφωτίσει μὲ τυχὸν παρέμβασή του, ἐφ’ ὅσον θελήσει νὰ συνεχίσει τὸν διάλογο ποὺ ἀνοίξαμε.
Διατυπώνει τὴν ὀρθόδοξη θέση, ὁ π. Βασίλειος, ὅτι ἐὰν «κάποιος ὀρθόδοξος Ἱεράρχης μετέχει σὲ συμπροσευχὴ μὲ αἱρετικό, αὐτὸς ὁ Ἐπίσκοπος κατὰ Θεὸν εἶναι ἀκοινώνητος, χάνει τὴν Θεία Χάρη, δὲν λογίζεται ἀπὸ τὸ Θεὸ Ἐπίσκοπος», ἀλλ’ὅμως, δὲν δέχεται τὴν ἁγιοπατερικὴ στάση τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ ἕνα τέτοιο Ἐπίσκοπο. Διδάσκει τοὺς ἐνορῖτες του πὼς καθῆκον μας εἶναι ἁπλῶς νὰ «στηλιτεύουμε τὴν πλάνη»· «δὲν θὰ συμμετέχουμε, ἀλλὰ μέχρι ἑνὸς ὁρίου. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἀποτειχίσεις εἶναι ἀποτυχημένες».
http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2014/09/blog-post_3.html
Κάποιος ἀκροατής, σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο τῆς ὁμιλίας του, ὑποβάλλει τὴν ἑξῆς ἐρώτηση:
«Ἀκροατής: Καὶ φέρνουν ὡς παράδειγμα παλαιότερες ἐποχὲς τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, ποὺ ἕνας Ἅγιος, ἂς ποῦμε ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, στήριζε τὴν ἀλήθεια, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι τὴν εἶχαν προδώσει...».
Καὶ πρὸς αὐτὸν ἀναπάντεχα, διαστρέφων τὴν ἱστορία, ἀπαντᾶ, ἐμμέσως πλὴν σαφῶς, ὅτι ὁ ἅγιος Θεόδωρος δὲν διέκοψε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, δὲν ἀποτειχίστηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό του, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐκθέσει (ἢ ὅ,τι ἄλλο ἐννοεῖ). Κι ὄχι μόνο δὲν ἀποτειχίστηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό του, ἀλλὰ εἶχε τέτοια εὐαισθησία, ὥστε, γιὰ νὰ «μὴ διασυρθε τ βασιλικ ξίωμα», παρότρυνε ἐκείνους ποὺ τὸν χτυποῦσαν, νὰ τὸν δείρουν σὲ ἀπόμερο μέρος! (Ἄρα, θὰ γλύτωνε τὸ ξύλο ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, ὁ π. Βασίλειος, ἀσεβώντας κατὰ τέτοιο τρόπο πρὸς τὸν Ἅγιο;).
Ἀπάντησε συγκεκριμένα ὁ π. Βασίλειος Βολουδάκης:
«π. Βασίλειος: λοιπόν, γιος Μάξιμος τί εχε κάνει, δική του κκλησία; γιος Θεόδωρος Στουδίτης; πρχε μεγαλύτερος γωνιστς τν πατρώων παραδόσεων; χι, δν πρξε. Εχε διακόψει τν κοινωνία τν κκλησιαστική; δ, εχε διατάξει ατοκράτορας ν τν ραβδίζουν, ν τν δέρνουν, πειδ ταν πέρμαχος τν γίων Εκόνων κα λεγε: Σς παρακαλ πάμε σ να μέρος ρημικ ν μ δείρετε, ν μ διασυρθε τ βασιλικ ξίωμα τι δέρνετε να μοναχό».
Βέβαια ἡ ἀλήθεια εἶναι ἄλλη. Καμία σχέση δὲν ἔχει (τὸ περιστατικὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ π. Βασίλειος) μὲ τὴν ἐρώτηση καὶ τὴν διακοπὴ μνημοσύνου καὶ ἀποτείχιση. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι, ὅσο κι ἂν σεβόταν ὁ Ἅγιος τὴν ἐκ Θεοῦ δεδομένη βασιλικὴ ἐξουσία, ὅσο κι ἂν σεβόταν τὸν πατριάρχη, ἀποτειχίστηκε τρεῖς φορὲς ἀπὸ τοὺς Πατριάρχες τῆς ἐποχῆς του, ὅπως καὶ διέκοψε τὴν σχέση του μὲ αὐτοκράτορες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ βασανίστηκε, καὶ ἐξορίστηκε, καὶ φυλακίστηκε!
Παραθέτουμε ἀποσπάσματα γιὰ τὸ θέμα ἀπὸ βιβλίο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, ποὺ ἐπὶ μίαν εἰκοσαετία μελετᾶ τὸν Ὅσιο Θεόδωρο Στουδίτη καὶ ἔχει γράψει τρία βιβλία γι’ αὐτόν.

να δεύτερο σημεῖο τό ὁποῖο πρέπει νά παρουσιασθῆ καί τό ὁποῖο εἶναι πολύ βασικό στήν ἐπικράτησι τῆς σημερινῆς αἱρέσεως εἶναι ἡ ἔλλειψις ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας ἐκ μέρους τῶν σημερινῶν ὀρθοδόξων ποιμένων καί, μάλιστα, ἐκκλησιολογίας ἡ ὁποία ἰσχύει ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως. Ἡ ἐκκλησιολογία ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ σήμερα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων δέν διαφέρει εἰς τό ἐλάχιστο ἀπό τήν παπική καί, ἐπίσης, δέν διαφέρει ἀπό τήν ἐκκλησιολογία ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ ἐν καιρῷ εἰρήνης, καί μάλιστα ὅταν ἔχωμε ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους καί ὄχι αἱρετικούς καί ἀρχηγούς τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Διά νά τό ἀποδείξωμε αὐτό, θά τήν ἀντιπαραβάλωμε μέ τήν ἐκκλησιολογία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καί, μετά λύπης μας, θά διαπιστώσωμε ὅτι ἡ σημερινή ἐκκλησιολογία τῶν Ὀρθοδόξων (τῶν συνειδητῶν καί ἀγωνιστῶν) ὄχι μόνο δέν διαφέρει ἀπό αὐτή τῶν Παπικῶν, ἀλλά ταιριάζει ἀπολύτως καί ἐπιπλέον συνδυάζεται ἄριστα μέ τόν ἐφησυχασμό καί τήν ἀδιαφορία μας καί ἀποτελεῖ τό θεωρητικό ὑπόβαθρό των.
Κατ’ ἀρχάς, στό θέμα αὐτό, πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι σήμερα διδάσκουν κατά κόρον καί ἐπικεντρώνουν τήν προσοχή ὅλων στήν διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ἡ ὁποία συνοψίζεται στά σημεῖα «ὅπου Ἐπίσκοπος ἐκεῖ καί Ἐκκλησία» καί στό «ὁ λάθρα Ἐπισκόπου τι πράσσων τῷ διαβόλῳ λατρεύει».
Αὐτή ὅμως ἡ διδασκαλία πολύ σύντομα ἐγκατελείφθη ἀπό τούς Πατέρας, διότι ἔθετε ὡς προϋπόθεσι τή βασική ἀρχή, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος διά νά ἀπαιτεῖ ὑπακοή ἀπό τούς πιστούς, ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά ὀρθοτομῆ τόν λόγο τῆς ἀληθείας, δηλαδή νά διδάσκη καί νά πράττη ἀπλανῶς. Ἤδη ὅμως τόν τέταρτο αἰῶνα, ἡ Ἐκκλησία ἦτο γεμᾶτη ἀπό Ἐπισκόπους αἱρετικούς, σέ τέτοιο σημεῖο, ὥστε ἡ αἵρεσις νά ἔχη πολλές φορές ἐπικρατήσει παντοῦ, βοηθουμένη ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία, καί οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι νά εἶναι ἐξορισμένοι καί ἀπαρρησίαστοι.
 Δι’ αὐτόν τόν λόγο ἤδη ἀπό τήν ἐποχή αὐτή ὁ Μ. Ἀθανάσιος διδάσκει ὅτι

Η "έως εσχάτων" Οικονομίες των αντι-Οικουμενιστών προς τους ἐκθεμελιωτές της Εκκλησίας Οικουμενιστές!



Κατ’ ἀρχάς εἶναι ἀνάγκη, προκειμένου νά κατανοήσωμε τήν
ὀρθόδοξο ἐκκλησιολογία καί τήν ἐπικρατοῦσα σήμερα στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παπική νοοτροπία, νά ἀναφέρωμε δύο σκέψεις διά τούς δύο τρόπους διακυβερνήσεως τῆς Ἐκκλησίας, τήν οἰκονομία δηλαδή καί τήν ἀκρίβεια.
οἰκονομία καί ἡ ἀκρίβεια εἶναι πρακτικά δύο τελείως ἀντίθετοι δρόμοι, οἱ ὁποῖοι ἐναρμονίζονται πλήρως, λόγῳ τῆς ἀγαθῆς προαιρέσεως αὐτῶν οἱ ὁποῖοι τίς ἀσκοῦν καί τοῦ τελικοῦ σκοποῦ τόν ὁποῖο ἐπιδιώκουν.
Ἡ ἀγαθή προαίρεσις δέν ἔχει σχέσι μέ τήν δειλία καί τόν συμβιβασμό, οὔτε μέ τήν ἀδιαφορία καί τήν ἄγνοια, ἀλλά μέ τήν διάκρισι καί τήν ἁγιότητα. Ὁ τελικός δέ σκοπός εἶναι νά ἐπανέλθωμε πάλι στήν ἀκρίβεια, διότι ἐκεῖ εὑρίσκεται ἡ ἀσφαλής ὁδός τῆς σωτηρίας, ἡ διατήρησις τῆς ἀληθείας στήν Ἐκκλησία καί ἡ μή ἀλλοίωσις ἤ παραχάραξις τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν. Τό πρόβλημα λοιπόν δέν εὑρίσκεται στούς τηροῦντας τήν ἀκρίβεια, ἀλλά στούς ἐφαρμόζοντας τήν οἰκονομία.
Διά νά χρησιμοποιήσωμε στήν Ἐκκλησία τήν οἰκονομία, πρέπει ὁπωσδήποτε νά ὑπάρχη μία μεγάλη ποιμαντική ἀνάγκη στήν ὁποία, ἐάν χρησιμοποιηθῆ ἡ ἀκρίβεια, θά προξενήση μεγάλη ψυχική ζημία στόν λαό τοῦ Θεοῦ. Εἶναι λοιπόν ἀναγκαῖο, προκειμένου νά χρησιμοποιηθῆ ἡ οἰκονομία, νά ὑπάρχη στούς ποιμένες πολλή διάκρισις καί ἁγιότης, ὥστε νά διαφυλαχθῆ ἡ ὀρθόδοξος Παράδοσις καί νά οἰκονομηθῆ ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν.
Διά νά κατανοήσωμε πλήρως, πῶς οἱ Πατέρες ἐννόησαν τήν θεάρεστον οἰκονομία καί πότε αὐτή πρέπει νά γίνεται, εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀκούσωμε τόν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος μέ τρόπο ἀπαράμιλλο ξεκαθαρίζει τά πράγματα. Τό κείμενο αὐτό εἶναι ἱκανό ἀπό μόνο του νά μᾶς προσδιορίση τί εἴδους οἰκονομίες κάνουν σήμερα οἱ Ἐπίσκοποι καί ἀπό ποῖο πνεῦμα ἐμφοροῦνται. Ἀποτελεῖ τμῆμα μιᾶς θαυμασίας ἐπιστολῆς πρός τόν Μάγιστρο Θεόκτιστο καί ἀναφέρεται στήν μοιχειανική αἵρεσι.
«Εἶναι», λέγει ὁ Ὅσιος, «ἀπαράβατος ὅρος τῆς κατά Θεόν οἰκονομίας νά μήν ἀθετῆται στό ἐλάχιστο κάτι ἀπό τά νομοθετημένα, οὔτε πάλι νά ἐγκαταλείψωμε αὐτό ἀπό τό ὁποῖο ἀπομακρυνθήκαμε γιά λίγο ἐξ αἰτίας κάποιας ἀνάγκης καί, ὡς ἐκ τούτου, νά προσπαθήσωμε νά εὕρωμε αὐτό τό ὁποῖο ζητᾶμε μέ λανθασμένο τρόπο καί νά κάνωμε χειρότερα τά πράγματα προξενώντας ζημία στά ἀνώτερα καί πολυτιμώτερα.
»Αὐτό τό ἔχομε διδαχθεῖ ἐκ μέρους μέν τῶν Ἀποστόλων ἀπό τόν ἀπόσοτολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἐτέλεσε τόν ἑβραϊκό ἐξαγνισμό καί ἔκανε περιτομή στόν ἀπόστολο Τιμόθεο, ἐκ μέρους δέ τῶν Πατέρων τό ἐδιδαχθήκαμε ἀπό τόν Μέγα Βασίλειο, ὁ ὁποῖος φαινομενικά ἀπεδέχθη τήν ἐντολή τοῦ αὐτοκράτορος Οὐάλη καί δι’ ὀλίγο χρόνο δέν ἐκήρυσσε φανερά τήν θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
»Στή συνέχεια, ὅμως, οὔτε ὁ Παῦλος παρέμεινε στόν ἑβραϊκό ἐξαγνισμό, οὔτε ὁ Βασίλειος παρέμεινε στήν διά τῶν δώρων ὑποταγή τοῦ αὐτοκράτορος, ὥστε νά μήν κηρύττη τήν θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀντιθέτως, μάλιστα, καί οἱ δύο διά τά θέματα αὐτά ἐπροτίμησαν τήν κακοπάθεια καί τόν θάνατο. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ὅταν κάποιος χρησιμοποιοῦσε τήν οἰκονομία, δέν ἀπεμακρύνετο ἀπό τό καλό. Διότι πολύ γρήγορα κατελάμβανε αὐτό τό ὁποῖο δι’ ὀλίγο ἄφηνε. Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τόν κυβερνήτη τοῦ πλοίου, ὁ ὁποῖος ἐξ αἰτίας τῆς καταιγίδος ἀλλάζει δι’ ὀλίγο τήν πορεία τοῦ πλοίου. Ἄν ὅμως ἔπραττε διαφορετικά καί συνέχιζε τήν λανθασμένη πορεία θά ἀπετύγχανε τοῦ σκοποῦ του καί ἀντί οἰκονομίας θά ἔκανε παράβασι. Αὐτά τά παραδείγματα», καταλήγει ὁ ὅσιος, «εἶναι πολλά καί δέν τά ἀναφέρω διά νά μή μακρυγορήσω».
Εἶναι πολύ εὔγλωττα τά παραδείγματα τοῦ Ὁσίου τά ὁποῖα προσδιορίζουν τήν ὀρθόδοξη οἰκονομία ἀπό τήν αἱρετική. Ἀφ’ ἑνός μέν ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί ὁ Μέγας Βασίλειος, οἱ ὁποῖοι λόγῳ μεγάλης ἀνάγκης ἐξέφυγαν δι’ ὀλίγον ἀπό τήν ἀκρίβεια καί ὁ κυβερνήτης ἀφ’ ἑτέρου τοῦ πλοίου, ὁ ὁποῖος ἀλλάζει προσωρινῶς πορεία στό πλοῖο ἐξ αἰτίας τῆς σφοδρᾶς καταιγίδος. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχει ὀρθόδοξος οἰκονομία χωρίς μεγάλη καί ἀδήριτο ἀνάγκη, καί δέν ὑπάρχει ὀρθόδοξος οἰκονομία, ἡ ὁποία νά διαιωνίζεται καί νά ἀποκτᾶ ἰσχύ νόμου καί θεσμοῦ στήν Ἐκκλησία.
Προκειμένου νά γίνη πλήρως κατανοητό τό ὅλο θέμα καί ἀκόμη νά δειχθῆ ἡ βαθειά γνῶσις τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως ὑπό τοῦ ὁσίου, θά ἀναφέρωμε ἕνα ἀκόμη τμῆμα ἀπό μία ἐπίσης θαυμασία ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ναυκράτιο, ἡ ὁποία καί αὐτή ἀναφέρεται στή μοιχειανική αἵρεσι.
Προφανῶς ὁ Ναυκράτιος σέ ἐπιστολή του πρός τόν Ὅσιο ἐρώτησε διατί ὁ ἅγιος Κύριλλος ἐχρησιμοποίησε τήν οἰκονομία καί δέν ἀποσχίσθηκε ἀπό τούς Ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι ἐμνημόνευον στά δίπτυχα τόν αἱρετικό Θεόδωρο, Ἐπίσκοπο Μοψουεστίας. Ὁ Ὅσιος γνωρίζοντας πλήρως τό θέμα καί ποῦ ἀκριβῶς τό ἀναφέρουν οἱ Πατέρες κάνει μία σύντομη ἀλλά θαυμασία ἑρμηνεία καί λέγει:
«Οἱ Πατέρες προέβαινον σέ οἰκονομίες μέ δύο τρόπους. Ἄλλες ἐγίνοντο δι’ ὀλίγον χρόνο καί ἄλλες ἐγίνοντο ἀδιάκοπα καί αἰωνίως.
Διά μέν τό ἀδιάκοπο καί αἰώνιο ἔχουμε τό παράδειγμα τῆς οἰκονομίας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος ἐπέτρεψε στούς Ἰταλούς νά ἐκλαμβάνουν ἀντί τῶν ὑποστάσεων τά πρόσωπα.
Διά τήν προσωρινή καί ὀλιγόχρονη ἔχουμε τό παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν περίπτωσι τῆς περιτομῆς τοῦ Τιμοθέου, τόν Μέγα Βασίλειο στήν περίπτωσι τῆς ἀναφορᾶς τῆς θεότητος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί, ἀκόμη, αὐτό τοῦ ἁγίου Κυρίλλου μέ τήν περίπτωσι τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας. Στήν δευτέρα περίπτωσι τῶν προσωρινῶν οἰκονομιῶν, ὅσο αὐτές διαρκοῦν, δέν ὑπάρχει τίποτα τό μεμπτό καί κατακριτέο, οὔτε τό δυσάρεστο καί παράνομο. Εἶναι ὅμως ὡς πρός τήν ἀκρίβεια κατώτερο καί ὄχι τόσο ὀρθό. Αὐτή εἶναι ἡ οἰκονομία ἡ ὁποία γίνεται δι’ ὀλίγο χρόνο. Διότι δέν εἶναι δυνατόν ὁ ἰατρός νά ἀπαλλάξη γρήγορα τόν ἀσθενῆ ἀπό τή νόσο, οὔτε ἀκόμη στόν ἄγριο ἵππο νά βάλωμε ἀμέσως τά χαλινάρια, ἤ τό ξερό κλαδί, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἴσιο, νά τό εὐθυγραμμίσωμε ἀμέσως. Εἶναι ἀνάγκη λοιπόν», καταλήγει ὁ Ὅσιος, «ὁ εἰδικός σ’ αὐτά, μέ κατάλληλα λόγια καί κάποιες κολακεῖες νά ἐξημερώση τόν ἄγριο ἵππο καί νά τοῦ βάλη τά χαλινάρια.
         Εἶναι φανερό ἀπό τίς θεολογικές θέσεις τοῦ Ὁσίου ὅτι οἱ οἰκονομίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν τό διηνεκές καί αἰώνιο, εἶναι αὐτές οἱ ὁποῖες ἔχουν σχέσι μέ τήν κατανόησι καί τήν διατύπωσι ἑνός θέματος καί δέν ἔχουν σχέσι οὔτε στό ἐλάχιστο μέ παράβασι εὐαγγελικῆς ἐντολῆς ἤ Παραδόσεως.
 (Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, «Ἡ ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κατὰ τὸν Ὅσιο θεόδωρο τὸν Στουδίτη, Διακοπὴ Μνημονεύσεως», σελ. 325-329).