Ὁ μητροπ. Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος συνεχίζει νὰ ἐπιμένει Οἰκουμενιστικά.
Δὲν φτάνουν, λοιπόν, ὅσα προκλητικὰ ἕως τώρα ἔχει κάνει καὶ
πεῖ, ἀποκαλώντας τὴν «ἐκκλησία τῶν μονοφυσιτῶν Ἀρμενίων ...Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία»· δὲν φτάνει
ποὺ προπαγάνδιζε «ἀνερυθρίαστα τὴν ἵδρυση τοῦ τζαμιοῦ
στὴν Ἀθήνα καὶ τοῦ τμήματος Ἰσλαμικῶν σπουδῶν στὸ Α.Π.Θ.»· δὲν φτάνουν οἱ «χριστιανοεβραϊκές προσεγγίσεις οικουμενιστικού τύπου («προλογικό σημείωμά του που συνοδεύει
ψηφιακό δίσκο με την Παλαιά Διαθήκη στα εβραϊκά, τον οποίο ο ίδιος δώρησε σε
Γαλλοεβραίους τουρίστες»)· δὲν φτάνει ἡ
«πλήρη στήριξη στούς θεολόγους–συντάκτες τοῦ νέου
Προγράμματος Σπουδῶν γιά τά θρησκευτικά Δημοτικοῦ καί Γυμνασίου» (υἱοθετεῖ τίς
θέσεις τοῦ Στ. Γιαγκάζογλου καί τῶν θεολόγων τοῦ “ΚΑΙΡΟΥ”)· δὲν φτάνει ἡ προτροπή του στοὺς
πιστοὺς νὰ «κρατήσουν τὰ ορθόδοξα αντίτυπα της
Καινής Διαθήκης που μοίραζαν Προτεστάντες»· δὲν φτάνει, τέλος, ἡ «πρωτόγνωρη
για την Ορθόδοξη Εκκλησία κίνηση συγκρητισμού, η Τελετή δηλ. «Αφής της Φλόγας
των Πανευρωπαϊκών Αγώνων Special Olympics ποὺ πραγματοποίησε ὁ ἴδιος εντός του
Καθολικού Ορθόδοξης Ιεράς Μονής την δωδεκαθεϊστική τελετή αφής της Ολυμπιακής
Φλόγας! (6 Σεπτεμβρίου 2010, στον Ναό της Παναγίας Κοσμοσώτηρας
στις Φέρες).
Ἔτσι, τελευταῖα, ἔδωσε συνέντευξη στὸν δημοσιογράφο Δημήτρη Κολιό (στὸ Maximum FM). Ἐκεῖ γιὰ μιὰ ἄλλη φορὰ νεωτερίζει ὡς πρὸς τὸ θέμα, τώρα, τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν.
Αφή Ολυμπιακής φλόγας |
Ἔτσι, τελευταῖα, ἔδωσε συνέντευξη στὸν δημοσιογράφο Δημήτρη Κολιό (στὸ Maximum FM). Ἐκεῖ γιὰ μιὰ ἄλλη φορὰ νεωτερίζει ὡς πρὸς τὸ θέμα, τώρα, τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν.
Με τον μονοφυσίτη Πατριάρχη |
Ἀκούσαμε στὴν συνέντευξη οἰκουμενιστικὲς θέσεις, ποὺ ἀσφαλῶς
ἐκπορεύονται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς τῆς Δύσεως, οἱ ὁποῖοι –ὡς μὴ ἔχοντες χαριτωμένα-ἅγια
λείψανα– (ὡς κοψονοῦρες ἀλεποῦδες) προωθοῦν καὶ στὶς ὀρθόδοξες χῶρες τὴν καύση
τοῦ νεκροῦ σώματος, ποὺ γιὰ μᾶς «μετέχει τῆς χαρισματικῆς θεώσεως, ὡς ναὸς τοὺ Ἁγίου
Πνεύματος», ἀφοῦ σ’ αὐτὸ «παρέμεινε ἡ θεοποιός Χάρις».
Παραθέτουμε:
Α) τὸ ἀπομαγνητοφωνημένο ἀπόσπασμα τῆς Συνεντεύξεως τοῦ κ. Ἄνθιμου καὶ στὴ συνέχεια
Β) ἕνα κείμενο γιὰ τὸ «Ἔγκλημα
τῆς Καύσεως τῶν νεκρῶν», τοῦ κ. Νικηφόρου
Νάσσου, ποὺ πρόσφατα δημοσιεύτηκε στὸ Διαδίκτυο.
Α. Συνέντευξη
μητροπ. Ἀλεξανδρουπόλεως Ἀνθίμου
«Τὸ ἀνθρώπινο δὲν εἶναι ἁπλὰ ἕνα ἐργαλεῖο, δὲν εἶναι ἕνα κιβώτιο μέσα
στὸ ὁποῖο ὑπάρχει ἡ ψυχή, ὅπως ἔλεγε κι ὁ Πλάτωνας, δὲν εἶναι ἁπλὰ μιὰ ὕλη... Ἡ
Ἐκκλησία θεωρεῖ ὅτι τὸ σῶμα τὸ ἀνθρώπινο εἶναι ὁ Ναὸς μέσα στὸν ὁποῖο κατοικεῖ ἡ ψυχὴ καὶ εἶναι ἱερό. Μάλιστα ἐγὼ ἔφτασα νὰ πῶ
σὲ ἕνα συνέδριο ὅτι ὁλόκληρη ἡ
θεολογία περὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος θὰ μποροῦσε νὰ συμπεριληφθεῖ σἐ ἕνα
στίχο ποὺ γράφει ὁ Παλαμᾶς, ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς, ποὺ λέει “ὅλα τοῦ ἀνθρώπου εἶν’ ἱερά, μὲ τὸ συμπάθιο
εἶν’ ὅλα”! Αὐτὴ λοιπόν, εἶναι ἡ διδασκαλία μας...
Ἂν ἕνας ἄνθρωπος ἐπιμείνει ὅτι δὲν θέλει τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας,
δὲν θέλει νὰ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία, δὲν τὸν ἐνδιαφέρει ἡ ἄποψη τῆς Ἐκκλησίας καὶ
γι’ αὐτὸ τὸ κάνει «θέλω νὰ καῶ», τότε ἡ Ἐκκλησία θὰ σεβαστεῖ τὴν ἄποψή του.
Ἂν ὅμως ἕνας ἄνθρωπος, καθαρὰ γιὰ λόγους κοινωνικούς, πολιτιστικούς,
ἀποστάσεως, καὶ ἀκόμα γιὰ λόγους πεποίθησης, ἐὰν δὲν πεισθεῖ σ’ αὐτὸ ποὺ λέγει ἡ Ἐκκλησία, —ἐγὼ τώρα, τὸ λέω προσωπικὰ γιατὶ ἔχουμε τὸ δικαίωμα στὴν Μητρόπολή μας,
ὁ κάθε Ἐπίσκοπος,
νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ νομίζει ἡ ποιμαντική του σύνεση ὅτι εἶναι σωστὸ
γιὰ τοὺς Χριστιανού— ἐὰν λοιπόν, ἕνας Χριστιανὸς πεῖ ὅτι, ἐγὼ πιστεύω
στὴν Ἐκκλησία, θέλω τὴν διδασκαλία της, θέλω τὴν τελευταία εὐχὴ γιὰ τὴν
ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς μου καὶ τὴν γαλήνεψη τοῦ σώματός μου, ...δὲν ξέρω κατὰ πόσο ἡ Ἐκκλησία ἔχει δικαίωμα νὰ ἀρνηθεῖ σ’ ἕναν ἄνθρωπο τὴν τελευταία της εὐχή, σ’ ἔναν
ἄνθρωπο ποὺ τὸν βάπτισε, ποὺ τὸν μύρωσε μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
ποὺ τὸν κοινώνησε κάποιες φορὲς στὴ ζωή του, ποὺ τὸν λάδωσε μὲ τὸ μυστήριο τοῦ
Εὐχελαίου, δηλ. σὲ κάποιον ἄνθρωπο ποὺ δίνουμε τὰ Μυστήρια τὰ ὑπόλοιπα, δὲν
νομίζω ὅτι ἔχουμε
δικαίωμα νὰ τοῦ στερήσουμε τὴν τελευταία εὐχή, ὅταν δὲν τὴν ἀρνηθεῖ· ἂν
τὴν ἀρνηθεῖ, τὸ σέβομαι ἀπόλυτα.
Δημοσιογράφος (Δημήτρης Κολιὸς στο Maximum FM): Ἄρα εἶναι μιὰ σκληρή, μία ἄδικη ἀπόφαση;
Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος: Ἔ, ὄχι, ἡ Ἐκκλησία (σ.σ. δηλ. ἐμεῖς οἱ
Ἐπίσκοποι) δὲν
κάνει ἀδικίες, εἶναι μιὰ ἀπόλυτη
ἀπόφαση, μέσῳ τῆς ὁποίας προσπαθεῖ νὰ διδάξει καὶ νὰ νουθετήσει καὶ νὰ
προσφέρει στοὺς ἀνθρώπους τὴν ὑψηλὴ διδασκαλία της γιὰ τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου
σώματος. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἐπαφίεται στὴν ἐλεύθερη κρίση καὶ στὴ βούληση τῶν ἀνθρώπων
νὰ τὴν ἀποδεχτοῦν ἢ νὰ μὴ τὴν ἀποδεχτοῦν...
Θὰ σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα.
Μοῦ τηλεφώνησαν κάποιοι Σαμοθρακίτες πρὶν ἀπὸ δύο χρόνια. Ἕνας παπποὺς
ἀπὸ τὴν Σαμοθράκη, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη ἐκεῖ, εὑρισκόμενος στὴν Γερμανία, εἶχε πεῖ
στὰ παιδιά του, «θέλω νὰ μὲ πᾶτε νὰ μὲ
θάψετε στὸ νησί μας». Καὶ μὲ πῆραν τὰ παιδιὰ τηλέφωνο καὶ μοῦ εἶπαν:
–“Σεβασμιώτατε πρέπει νὰ τὸν φέρουμε, ἦταν ἡ τελευταία ἐπιθυμία τοῦ
πατέρα μας, ἀλλὰ τὸ νὰ φέρουμε τὴν σωρό του εἶναι ἕνα κόστος 8.000 εὐρώ... Ἀλλὰ
θέλουμε νὰ σεβαστοῦμε κι αὐτὸ ποὺ ἔκανε”.
Καὶ τότε τοὺς τὸ εἶπα:
–“Ναί, ἐντάξει, ἀλλὰ τί
προτείνετε;”.
–“Νὰ κάνουμε ἐδῶ τὴν ἀποτέφρωση καὶ νὰ φέρουμε τὴν τέφρα”.
–Καὶ ἔτσι ἔκαμαν καὶ ἔδωσα ἐντολὴ καὶ κηδεύτηκε κανονικὰ ἡ τέφρα στὴν Σαμοθράκη
καὶ ἀναπαύτηκε ὁ ἄνθρωπος ἔτσι ὅπως ἤθελε στὸ νησί. (σ.σ. Ἡ ἐπιθυμία, ἡ θέληση τοῦ πατέρα αὐτοῦ, κ. Ἄνθιμε, ἦταν νὰ ταφεῖ τὸ σῶμα του κι ὄχι ἡ τέφρα του!).
Δηλαδὴ πρέπει νὰ δοῦμε κι ἄλλες παραμέτρους, δὲν εἶναι ὅλοι οἰ ἄνθρωποι
ἰδεολογικὰ ἀντίθετοι μὲ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι κάποιοι ποὺ καὶ γιὰ ἄλλους λόγους (συναισθηματικούς,
κοινωνικούς), ἴσως ἐπιλέξουν αὐτὸν τὸν τρόπο... τὴν καύση, παρακαλοῦν ὅμως νὰ τοὺς
διαβάσουμε τὴν εὐχή, δὲν μπορῶ να μὴν τὸ δεχθῶ καὶ νὰ τοῦ στερήσω τοῦ ἀνθρώπου, ἢ
νὰ τὸν τιμωρήσω;... Ἂν κάποιος μοῦ πεῖ, πιστεύω στὴν Ἀνάσταση, ἀλλὰ
δὲν μπορῶ αὐτὴν τὴν διαδικασία τῆς ταφῆς, τῆς ἐκταφῆς, τοῦ χώματος κ.λπ., τότε
αὐτὸ εἶναι ἕνα δίλημμα.
http://www.romfea.gr/epikairotita/27795-2014-11-04-08-34-03
Β.
ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΕΔΙΑΖΟΜΕΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΥΣΕΩΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
ὑπό
π. Νικηφόρου Νάσσου
Ἀπίστευτο,
ἀλλά δυστυχῶς ἀληθινό! Στό Δῆμο
Βόλου καί στό χώρο τοῦ Δημοτικοῦ Κοιμητηρίου, ὅπως λέγεται, θά κατασκευαστεῖ τό πρῶτο ἀποτεφρωτήριο
νεκρῶν στήν Ἐλλάδα! Ἀπό τήν ὄμορφη
πόλη μας θά ξεκινήσει, δυστυχῶς, αὐτή ἡ ἀσέβεια!
«Εἰς ποίους καιρούς τετήρηκας ἡμᾶς
Κύριε»! Ἀλλά ἄς κάνουμε κάποιες ἀπαραίτητες ἐπισημάνσεις
ἐπί τοῦ θέματος.
Στόν Χριστιανισμό ὡς
Ὀρθοδοξία, ἡ ἀνθρωπολογία εἶναι
ἀρρήκτως συνυφασμένη μέ τήν Θεολογία καί δέν μπορεῖ
νά ξεχωριστεῖ ἀπό αὐτήν ἐπειδή ἔτσι ἀρέσει στούς ἀνθρώπους
τοῦ σκότους, οἱ ὁποῖοι
διά μέσου τῶν αἰώνων πολυειδῶς καί πολυτρόπως
πολεμοῦν τόν Ἀληθινό Θεό καί τήν ἐπί
γῆς ζῶσα εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Στό ἀνθρωπολογικό
ἐπίπεδο, λοιπόν, ἡ Ὀρθοδοξία
βλέπει τήν κορωνίδα τῆς θεία δημιουργίας, αὐτόν πού ἀποτελεῖ
τήν «ἀνακαιφαλαίωσιν τῶν
τοῦ Θεοῦ κτισμάτων»[1][1],
τόν ἄνθρωπο, συνθετικά.
Τόν θεωρεῖ ἑνωτικά καί ὄχι
διαιρετικά ὅπως τόν βλέπουν οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀρχαίους
φιλοσόφους. Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη
Παράδοσή μας, τό σῶμα ἀποτελεῖ ἀναπόστατο
ὀντολογικό στοιχεῖο
τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος
δέν ὑπῆρξε χρονική στιγμή κατά τήν ὁποία
νά ὑπῆρχε χωρίς σῶμα, διότι ἐξ ἀρχῆς
ὁ πλάστης ἥνωσε δύο στοιχεῖα
στόν ἄνθρωπο ἀχωρίστως καί ἀδιαιρέτως[2][2]. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς
ὁ μέγας κόσμος μέσα στόν μικρό, εἶναι
τό μεθόριο μεταξύ δύο κόσμων, ἡ συμπύκνωση, ἡ
συμπερίληψη τοῦ σύμπαντος, ἀφοῦ ἑνώνει
τό νοερό καί τό αἰσθητό.[3][3] Τό
σῶμα, ὡς
τό ἕνα ἀπό τά δύο συστατικά στοιχεῖα τῆς
ὑπάρξεώς τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι
ἱερό, προοριζόμενο νά «συνδιαιωνίσει τήν ψυχή» (Ἀθηναγόρου, περί Ἀναστάσεως),
νά ζήσει καί αὐτό στήν ἀτέρμονη Αἰωνιότητα, μετά τήν
κοινή Ἀνάσταση τῶν ἀνθρώπων, κατά τήν
Δευτέρα, Ἔνδοξο Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία, ὅπως γνωρίζουμε, καταφάσκει τό ὑλικό σῶμα, τό τιμᾶ
καί τό σέβεται, διότι καί αὐτό μετέχει τῆς χαρισματικῆς θεώσεως, ὅπως ὑπογραμμίζεται ἀπό κορυφαίους Πατέρες καί ἐμπειρικούς
Θεολόγους, ὅπως λ.χ. τόν ἅγιο Συμεών τόν Ν. Θεολόγο, τόν ἅγιο
Γρηγόριο Παλαμᾶ κ.ἄ. Τό ἀνθρώπινο
σῶμα εἶναι Ναός Θεοῦ
κατά τόν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο,
ὁ ὁποῖος
γράφει πρός τούς Κορινθίους: «ὑμεῖς
ναός Θεοῦ ἐστέ ζῶντος»[4][4]. Ἡ ἀξία καί ἱερότητα τοῦ
σώματος παρουσιάζεται σέ πολλά ἁγιογραφικά
καί πατερικά ἐδάφια, τά ὁποῖα παραλείπουμε γιά τό στενόν τοῦ χώρου. Καί ἡ ταφή τοῦ σώματος μετά θάνατον
διδάσκεται στήν πράξη ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ἀπό τόν Ἴδιο τόν «Παθόντα καί Ταφέντα δι᾿ ἡμᾶς» Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἀπό τούς ἁγίους
Ἀποστόλους καί τούς Πατέρες καί ἐφαρμόζεται
ἀπό ὅλους τούς πιστούς. Ἡ ὅλη
Παράδοσή μας δέχεται τήν ταφή τῶν σωμάτων, μιά πράξη πού ἤδη ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο παραλληλίζεται μέ τή σπορά
τοῦ κόκου τοῦ σιταριοῦ καί συνδέεται μέ τήν
προσδοκία τῆς νέας ζωῆς.[5][5] Ἀπό
πλευρᾶς Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας
θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν ἔμμεσες ἀναφορές
καί θέσεις ὅτι ἡ ταφή εἶναι ὁ μόνος κανονικός
τρόπος μεταχειρίσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων, γι᾿ αὐτό
καί ἀναφέρεται στόν ΙΓ΄ Κανόνα τῆς
Α΄ Οἰκ. Συνόδου ὅτι «περί τῶν ἐξοδευόντων ὁ παλαιός καί κανονικός Νόμος
φυλαχθήσεται καί νῦν».[6][6] Ἀντίθετα, ὑπάρχει
Κανονική ἀναφορά ἀπορριπτική τῆς καύσεως στόν ΞΕ΄
Κανόνα τῆς Πενθέκτης Συνόδου, ὁ ὁποῖος κατακρίνει τόν Μανασσῆ
γιά τήν καύση τῶν παιδιῶν του μαζί μέ ἄλλες
εἰδωλολατρικές πράξεις πού ἔκανε
καί γι᾿ αὐτό «ἐπλήθυνε
τοῦ ποιῆσαι τό πονηρόν ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου, τοῦ παροργήσαι αὐτόν».[7][7]
Εἶναι ἀπαραίτητο
νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ὁ βιολογικός θάνατος, μέ τόν ὁποῖο
χωρίζονται τά δύο συστατικά τοῦ ἀνθρώπου,
ἡ ψυχή καί τό σῶμα δέν ἀποτελεῖ
τό τελευταῖο στάδιο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.
Μετά τήν ἀναχώρηση τῆς ψυχῆς ἀπό
τό σῶμα δέν καταργεῖται ἡ ὑπόσταση
τοῦ ἀνθρώπου. Δέν πρέπει νά ἀγνοοῦμε
πώς ἡ ἀδιαίρετη φύση τοῦ ἀνθρώπου
παραμένει αἰωνίως ἀδιαίρετη. Προσωρινό ἐπεισόδιο
στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι
ἡ σύνδεση τῆς ψυχῆς μέ τό σῶμα,
ὅπως δίδασκαν οἱ φιλόσοφοι (Πλάτων). Γιά μᾶς
τούς Ὀρθοδόξους, προσωρινό ἐπεισόδιο εἶναι ὁ
χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Καί τό γεγονός αὐτό,
στόν μέν Πλατωνισμό βιώνεται ὡς ἀπελευθέρωση τῆς
ψυχῆς ἀπό τόν τόπο τῆς φυλακίσεώς της, σέ
μᾶς δέ βιώνεται ὡς διάσπαση τῆς ἑνότητος
τοῦ ἀνθρώπου (ὡς «ρῆξη
τῆς ψυχοσωματικῆς συμφυΐας» καθώς
ψάλλουμε στή Νεκρώσιμο Ἀκολουθία ) καί αὐτή ἡ
διάσπαση ὑπερβαίνεται στήν Ἀνάσταση. Ὁ ἄνθρωπος
κατά τήν Πατερική μας Γραμματεία «δυνάμει
τέθραυσται, ἵνα ἐν
τῇ Ἀναστάσει ὑγιῆς εὑρεθῇ».[8][8]
Δέν χάνεται, οὔτε ἐκμηδενίζεται! Ἄλλωστε, πάλι κατά τόν
ἀπόστολο Παῦλο, «σπείρεται σῶμα
ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν».[9][9]
Οἱ κλασικές περί ἀνθρώπου θέσεις
τῆς Φιλοσοφίας, ὅπως α) τοῦ
Πλάτωνος περί ἐγκλεισμοῦ τῆς
προϋπαρχούσης ψυχῆς στό σῶμα καί β) τοῦ Ἀριστοτέλη
περί ἐνοικήσεως τοῦ ἄνωθεν ἐρχομένου
νοῦ στό ψυχοσωματικό στοιχεῖο, ἀπό
τίς ὁποῖες θεωρίες συνάγεται ὅτι οὐσία τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι ἡ ψυχή ἤ ὁ νοῦς ἀντίστοιχα, παύουν νά ἰσχύουν
στήν ὀρθόδοξη Πατερική Θεολογία καί ἀνθρωπολογία.
Καί τοῦτο διότι τό «κατ᾿ εἰκόνα»
Θεοῦ στόν ἄνθρωπο ἐντοπίζεται
(ἐκτός ἀπό τό λογικό, νοερό, αὐτεξούσιο κλπ.) καί στό σῶμα, τό ὁποῖο
γίνεται (ἐμπροϋπόθετα) κατοικητήριο τῆς ἀκτίστου
Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὀγκόλιθος τῆς ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θά μᾶς πεῖ ὅτι «τό συναμφότερον», ὁ ὅλος
ἄνθρωπος, ὡς ψυχή καί σῶμα, εἶναι
καί λέγεται εἰκόνα τοῦ Θεοῦ: «Μή ἄν ψυχήν μόνην,
μήτε σῶμα μόνον λέγεσθαι ἄνθρωπον, ἀλλά τό συναμφότερον,
ὅν δή καί κατ᾿εἰκόνα πεποιηκέναι
Θεός λέγεται».[10][10] Νωρίτερα τόν 5ο αἰῶνα, ὁ
συνώνυμός του καί ἀδελφός τοῦ Μ. Βασιλείου, ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Νύσσης εἶχε καταθέσει ὅτι
ὁ ἄνθρωπος ὡς ψυχοσωματική ὁλότητα
εἶναι «γήινον πλάσμα τῆς
ἄνω δυνάμεως ἀπεικόνισμα».[11][11] Σκοπός δέ τοῦ ἀνθρώπου
ὡς προσώπου πού εἰκονίζει τόν
Θεό εἶναι νά χωρέσει μέσα του τόν εἰκονιζόμενο,
δηλαδή τόν ἴδιο τόν Θεό. Ὅλα τά ἄλλα ὑποτάσσονται καί ἐντάσσονται
στόν σκοπό αὐτό.
Αὐτό τό
«γήινο πλάσμα» πού ὡς ἑνωμένο ὅλον ἀπεικονίζει τόν
Δημιουργό Του, ἐπιδιώκουν σήμερα νά τό διαχωρίσουν πλατωνικά ἐκεῖνοι
πού δηλώνουν τήν ἀπαξία πρός τό σῶμα, ἀφοῦ
θέλουν μετά τόν βιολογικό θάνατο καί τήν ἀναχώρηση τῆς
ψυχῆς ἀπ᾿ αὐτό νά τό πετοῦν στόν κλίβανο γιά ἀποτέφρωση! Αὐτό τό σῶμα ὅμως, δέν εἶναι ἄχρηστο, οὔτε ἀπόβλητο, ἀλλά ἔχει τήν τιμή καί τήν ἀξία του ὅπως εἴπαμε. Καί τοῦτο διότι ναί μέν εἶναι
ὑλικό, ἀλλά ἐμπεριέχει «ἐνσημαινομένας πνευματικάς διαθέσεις»
κατά τόν Ἅγιο Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, Γρηγόριο
τόν Παλαμᾶ, δηλαδή συνιστᾶ ἕνα
πνευματικό γεγονός, ἀφοῦ καί αὐτό δέχεται τήν ἄκτιστη
Χάρη καί Ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Δέν θά πρέπει νά ἀγνοοῦμε
ὅτι σέ ὁλόκληρη τήν
ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἀντιμετωπίζεται ὡς εἰδωλολατρική συνήθεια καί
θεωρεῖται ὡς ἀποκρουστική πράξη. Εἰδικότερα,
ὁ διά πυρᾶς θάνατος συνδέεται στήν Παλαιά
Διαθήκη μέ εἰδεχθῆ ἐγκλήματα. Ἡ Καινή Διαθήκη
θεωρεῖ αὐτονόητη τήν ταφή τῶν νεκρῶν, ἐνῶ στήν ἱστορία
τῆς Ἐκκλησίας μόνο διῶκτες της κατέφυγαν στήν
ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων τῶν
Χριστιανῶν, γιά νά ἐξαφανίσουν τή μνήμη τους καί
νά πλήξουν τήν ἐλπίδα
τῆς ἀναστάσεώς τους.
Κατά
τούς νεώτερους, τέλος, χρόνους ἡ
καύση τῶν νεκρῶν ἐφαρμόσθηκε
καί ὡς κάποια μορφή ἐξαγνισμοῦ
τοῦ κόσμου ἀπό τήν παρουσία τους. Εἶναι γεγονός ὅτι
οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες δείχνουν ἀποστροφή
καί ἐχθρότητα πρός τό σῶμα. Ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία, ὅμως, δέν βλέπει τό σῶμα ἐχθρικά οὔτε τό θεωρεῖ ὡς «σῆμα»,
δηλαδή ὡς τάφο, ὅπως τό θεωροῦσε
ὁ Πλάτων, ὥστε νά θέλει νά τό ἀφανίσει μέ τήν φοβερή, ἀσεβῆ
καί εἰκονοκλαστική διαδικασία τῆς
ἀποτεφρώσεως!
Εἶναι ὄντως
εἰκονοκλαστική πράξη διότι τό ἀνθρώπινο σῶμα,
ὅπως προελέχθη εἶναι Ναός τοῦ Θεοῦ, Ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί τούς Ναούς δέν τούς καῖμε!
Τό ἀνθρώπινο σῶμα, αὐτή ἡ
φύση τήν ὁποία διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως
προσέλαβε ὁ Χριστός, εἶναι ἡ
ζωνταν ή Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά
λατρεύσει τόν ἐν τριάδι Θεό. Καί ὅποιοι
λατρεύουν ἀληθινά τόν ἄκτιστο Θεό, θεμελιώνουν
μέ τά λείψανά τους τίς κτιστές Ἐκκλησίες[12][12],
πού στεγάζουν
τούς ζωντανούς, τά μέλη τοῦ
Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτός εἶναι καί ὁ
λόγος τῆς μεγάλης τιμῆς
ἀπό μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῶν
ἱερῶν λειψάνων. Πλοῦτος ἀδαπάνητος
τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τά ἅγια, ἄφθαρτα
και θαυματουργούντα λείψανα τῶν θεοφόρων τέκνων
της! Αὐτά φέρουν ἔκδηλα τά σημεῖα
τῆς θεώσεως, τά σήμαντρα τοῦ θείου ἐλέους,
τά τεκμήρια τῆς ἐν Χριστῷ «ἀνακράσεως»[13][13] καί γι᾿ αὐτό τά διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία
ὡς πολύτιμους θησαυρούς. Αὐτῶν
τῶν θείων δώρων καί δωρεῶν ἀξιώνεται
ὁ ἄνθρωπος μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας.
Καί κατά τόν θεοφόρο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὅπως ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ
Χριστό δέν χωρίστηκε ἡ θεότητα μετά τόν
χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό Σῶμα ἐπάνω στόν
Σταυρό, ἔτσι καί στούς Ἁγίους
μας, μετά τόν χωρισμό τῆς
ψυχῆς ἀπό τό σῶμα κατά τόν βιολογικό θάνατο, δέν
χωρίστηκε ἀλλά παρέμεινε ἡ
θεοποιός Χάρις
καί ἐπί τοῦ
σώματος, εἰς πίστωσιν τῆς Ἁγιότητος.[14][14] Ἄν εἶχε υἱοθετηθεῖ ἀπό παλαιά ἡ καύση τῶν νεκρῶν, θά εἴχαμε σήμερα ἅγια
λείψανα;
Ὅποιος
βλέπει τό νεκρό σῶμα ὡς λείψανο, ὡς σεβαστό δηλαδή ὑπόλειμμα, κατάλοιπο
τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, θέλει
νά τό τιμήσει. Καί στήν
περίπτωση αὐτή ἡ
ταφή καί ἡ μετά ταῦτα διατήρηση τῶν
ὀστῶν εἶναι ἱερή. Ἀλλά καί ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία πού ἐπιτελοῦμε
στούς κεκοιμημένους ἐν Χριστῷ, ἀκόμη καί ὡς
ὁρολογία παραπέμπει σέ ἀγάπη καί φροντίδα. Ἡ λέξη «κηδεία»
προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «κήδομαι», πού σημαίνει φροντίζω. Ὅταν
κάτι θέλουμε νά τό φροντίσουμε, δέν τό καῖμε! Εἶναι
φρικτό καί ἀποκρουστικό καί νά τό σκεφθεῖ
κανείς! Ἄλλο
εἶναι νά παραδίδεται μέ τίς εὐχές
τῆς Ἐκκλησίας ὁ «σεπτός νεκρός» ὅπως
λέμε στή μητέρα γῆ «ἐξ
ἧς ἐλήφθη», μέ τή γνωστή ἐκείνη
παραπεμπτική καί θεολογική φράση καί ἄλλο εἶναι
νά ὁδηγεῖται ἀπάνθρωπα στή φωτιά πρός ἐξαφάνιση καί τοῦ τελευταίου
στοιχείου τῆς ὑλικῆς του ὑποστάσεως!
Ἄν
ὅλα αὐτά σήμερα ἀγνοοῦνται, ἤ
σκοπίμως παραθεωροῦνται ἀπό τούς δῆθεν προοδευτικούς τοῦ
τόπου μας καί υἱοθετοῦνται ξενόφερτες πρακτικές ὅπως ἡ
καύση τοῦ σώματος μετά θάνατον γιά τό λόγο ὅτι
δῆθεν προκαλοῦνται μολύνσεις καί μικρόβια, ἄς
συνειδητοποιήσουν ἐπιτέλους ὅτι τή μόλυνση τή δημιουργοῦν
οἱ ζωντανοί· ὄχι οἱ νεκροί! Ἀντίθετα, ὅπως ἔχει
τεκμηριωμένα ἐπισημανθεῖ, ρύπανση περιβάλλοντος ὁπωσδήποτε
θά προκαλεῖ ἡ καύση τῶν
νεκρῶν σωμάτων…
Συμπερασματικά θά
καταθέσουμε ὅτι «ἡ
καύση τῶν νεκρῶν, ὁποιαδήποτε ἐπιχειρήματα
καί ἄν ἔχει πρός ὑποστήριξή της, βρίσκεται ἔξω
ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση. Τό σῶμα πρέπει νά μπεῖ
στόν τάφο, νά ἀποδοθεῖ στή μητέρα γῆ,
νά ἐπιστρέψει στό χῶμα ἀπό
τό ὁποῖο πλάστηκε, σύμφωνα μέ τό πρόσταγμα τοῦ Δημιουργοῦ
του. Νά κοιμᾶται ἤρεμα στό μνῆμα μέχρι τή στιγμή πού θ᾿ ἀκουσθεῖ, κατά τή Δευτέρα Παρουσία ἡ
σάλπιγγα τοῦ ἀγγέλου, γιά νά ξυπνήσει μαζί μέ τά ἄλλα νεκρά σώματα ἀπό
τόν ὕπνο του, νά ντυθεῖ τά ἄφθαρτα
ἱμάτιά του, ν᾿ ἀναστηθεῖ καί, ἑνωμένο πάλι μέ τήν ψυχή του, νά πάει κοντά στόν πλάστη του
καί νά κριθεῖ καί αὐτό σύμφωνα μέ ὅσα
ἔπραξε κατά τή διάρκεια τοῦ ἐπί
γῆς βίου του. Ἄλλωστε ὁ τάφος εἶναι ἕνα σύμβολο, ἡ παρουσία τοῦ ὁποίου
τόσο εὔγλωττα διδάσκει τούς ζωντανούς γιά τήν ἀλήθεια τῆς
ζωῆς, ἡ ἐστία ἡ ὁποία συγκεντρώνει γύρω της τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων
γιά τά προσφιλῆ τους πρόσωπα πού ὁ θάνατος ἀφήρπασε».[15][15]
Εἴθε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὁ Ὁποῖος,
κατά τήν σωτηριώδη Ἔνσαρκο Οἰκονομία του προσέλαβε ὅλον
τόν ἄνθρωπο ψυχοσωματικῶς γιά νά τόν σώσει[16][16], νά μήν ἐπιτρέψει νά ἐκκινήσει
ἀπό τήν πόλη μας ἀλλά καί ἀπό
καμία πόλη τῆς Ἁγιοτόκου πατρίδος μας αὐτή ἡ διαβεβοημένη ἀσέβεια
τῆς καύσεως τῶν
νεκρῶν σωμάτων!
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ
2014
[3][3] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ
Θεολόγου, Λόγος, 45,
7: «Τοῦτο δή βουληθείς ὁ
τεχνίτης ἐπιδείξασθαι Λόγος, καί ζῶον
ἐξ
ἀμφοτέρων
(ἀοράτου
τε λέγω καί ὁρατῆς φύσεως) δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπον…οἷόν τινα κόσμον ἕτερον, ἐν μικρῷ μέγαν, ἐπί τῆς γῆς ἵστησιν ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητήν μικτόν, ἐπόπτην
τῆς
ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης…ὁρατόν
καί νοούμενον, τόν αὐτόν πνεῦμα
καί σάρκα».
[8][8] Θεοφίλου Ἀντιοχείας, Πρός Αὐτόλικον, «Θεοῦ μοναρχία, κόσμου γένεσις καί ἀνθρώπου
ποίησις», 2, 26.
Βλ. Π. Χρήστου, Ἡ περί ἀνθρώπου διδασκαλία τοῦ Θεοφίλου Ἀντιοχείας, ἀνάτυπον ἐκ τοῦ
περιοδικοῦ
«Γρηγόριος Παλαμᾶς»,
Θεσσαλονίκη 1957.
[12][12] Ἡ Ζ΄ Ἁγία
Οἰκ.
Σύνοδος στόν 7ο ἱερό Κανόνα της διατάσσει τήν καθιέρωση τῶν
Ναῶν,
διά τῆς
τοποθετήσεως σ᾿
αὐτούς
ἱερῶν
λειψάνων. Γιά νά
γίνει βεβαίως αὐτή
ἡ
καθιέρωση θά πρέπει νά ὑπάρχουν
ἱερά
λείψανα καί αὐτό λαμβάνει χώρα μόνο μέ τήν ταφή τῶν σωμάτων καί ὄχι
μέ τήν καύση τους! Ἡ
δέ δύναμις τῶν
ἰερῶν
λειψάνων εἶναι
τόσο μεγάλη, ὥστε,
ὅπως
άναφέρετσι στά Πρακτικά τῶν
Οἰκ.
Συνόδων, «ἐκ λειψάνων πολλάκις μαρτύρων καί εἰκόνων
ἐλαύνονται
δαίμονες».
(Βλ. Ζ΄Οἰκ. Σύνοδος, Πράξη 4, Σπ. Μήλια,
Πρακτικά, τόμ. Γ΄, 282/782).
[13][13] Ὁ ὅρος
«ἀνάκρασις»
χρησιμοποιήθηκε κυρίως ἀπό
τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης. Στήν πρό τῆς
Σαρκώσεως τοῦ
Λόγου ἐποχή
(Παλαιά Διαθήκη) δέν ὑπῆρχαν βεβαίως οἱ
προϋποθέσεις τῆς
ἀνακράσεως ἀνθρώπου καί Θεοῦ. Ἡ ἀνάκραση
τῶν
δύο φύσων στό πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ
ἐπιτρέπει καί τήν ἀνάκραση
τῶν
ἀνθρώπων
μέ τό θεῖο,
ἀλλά
τώρα πλέον στό πρόσωπο τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ἵνα
τῇ
πρός τό θεῖον ἀνακράσει συναπωθεωθῇ
τό ἀνθρώπινον». MPG. 45, 1152 C. Βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, Β΄,
σελ. 608 -609.
[14][14] «Οὐ γάρ διέστη τούτων ἡ
χάρις τοῦ Θεοῦ, ὥσπερ οὐδέ τοῦ προσκυνητοῦ σώματος Χριστοῦ διέστη ἡ θεότης ἐπί
τοῦ
ζωοποιοῦ
θανάτου».
Φιλοκαλία, τόμ, Δ΄, ἐκδ.
Παπαδημητρίου, σελ.
118.
[16][16] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ
Θεολόγου, χαρακτηριστική φράση ἀπό
τό Κατά Ἀπολλιναρίου: «Ὅλος ὅλον ἀνέλαβέ με, καί ὅλος
ὅλῳ
ἡνώθη,
ἵνα
ὅλον
τήν σωτηρίαν χαρίσηται». MPG. 37, 181 C – 181 A.