Ο
άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, μετά την Ένωση των «εκκλησιών» στη Φερράρα, και ενώ δεν
είχε ακόμα συγκληθεί κάποια Οικουμενική Σύνοδος, έκανε ανυπακοή στους
Επισκόπους και το αυτό δίδασκε και στους πιστούς· έγραφε
στον ιερομόναχο Θεοφάνη:
«Όμως ο αγών δεν είναι πλέον στα
λόγια, αλλά στα έργα. Ούτε είναι καιρός για ρητά και έγγραφες αποδείξεις (τι θα
ωφελούσαν άλλωστε σε τέτοιους διεφθαρμένους κριτές;). Αντιθέτως όσοι
αγαπούν το Θεό, πρέπει να ετοιμασθούν να πολεμήσουν
μαζί τους στα έργα. Επίσης, να είναι
έτοιμοι να υποφέρουν κάθε κίνδυνο για την ευσέβεια και για τον αγώνα να μη μολυνθούν από την κοινωνία με τους
ασεβείς» (Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγ.
Όρους, σελ. 297).
Στο
ίδιο πνεύμα κινείται και ο ιερός Ιωσήφ (συγκαταλεγόταν και αυτός στους
διωχθέντας). Όταν ο πατριάρχης Καλέκας
αφόρισε τον αγιο Γρηγόριο Παλαμά και τους ομόφρονές του (1344), έγραφε: «Ποια
είναι η Εκκλησία» που μας «έχει αποδιώξει; Η Εκκλησία των Αποστόλων; Εμείς όμως
είμαστε υποστηρικταί της και συμφωνούμε μαζί της… Επομένως δεν μας έχει
αποβάλει η Αποστολική Εκκλησία…αλλά η καινοφανής
Εκκλησία και τα παράδοξα δόγματα
που αυτός (σ.σ. ο Καλέκας τότε, ο Βαρθολομαίος που δέχεται με τιμές
τον Πάπα) συνέστησε… Αφού λοιπόν (σ.σ.
νόμιμε πατριάρχη Καλέκα και Βαρθολομαίε) έγινες εργαστήριον κάθε
ψεύδους, κάθε συκοφαντίας, οποιουδήποτε φαύλου πράγματος,… πλεονεξίας,
ιεροσυλίας,… έπειτα “χειροτονείς” και
τον εαυτό σου Εκκλησία… Γιατί
είσαστε Εκκλησία; ...Από το ότι δεν κάνεις διάκριση μεταξύ των ανιέρων και
των αγίων; Από ότι επιτρέπεις την είσοδο του
ιερού σε όλους τους μολυσμένους και βέβηλους;…
Άλλοτε
πάλι χαρακτηρίζει την ψευδοεκκλησία του νόμιμου και κανονικού πατριάρχη Καλέκα
“σφαλεράν και πόρω Θεού βάλλουσαν” (σ.σ. Χωρίς κάποια
Σύνοδος να έχει καταδικάσει τον Καλέκα και όλους τους άλλους «ορθόδοξους» που
τον ακολουθούσαν). Κατά συνεπεια ο πατριάρχης “δει υποταγήναι
τη Εκκλησία, ης προ ολίγου αφηνίασεν αποσκιρτήσας” (σ.σ. Αλήθεια, πού βρισκόταν τότε η
Εκκλησία; Ας απαντήσουν όσοι μας ρωτούν για το ίδιο θέμα σήμερα, και δεν
καταλαβαίνουν ποιό είναι το Μυστήριο της Εκκλησίας).
Για
όλα αυτά ο ιερός Ιωσήφ συνιστούσε: “Αποκοπτέον ημάς της εκείνου κοινωνίας”. Προσέθετε δε ότι χρειάζονται πηγές δακρύων για να
κλαύση κανείς το “σύντριμμα” της Εκκλησίας… και την καινοτομία της πίστεως»
(σελ. 274-275).
Ο ιερός Νικηφόρος Κάλλιστος έγραφε: Όταν «πίστεως
συμβαίη γίνεσθαι την διαφοράν, ου μόνον πατέρες προς παίδας (και αντίστροφα),
αλλά και γυνή» προς τον σύζυγόν της, «και ανήρ προς την σύζυγον διαστασιάζουσιν (επαναστατούν)» (στο ίδιο, σελ. 276).
Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός σε άλλη επιστολή του
έγραφε: «Οι περισσότεροι αδελφοί, έχοντας πάρει θάρρος από την εξορία
μου, ελέγχουν με αυστηρότητα τους αλιτήριους (Λατινόφρονες) και παραβάτες της
ορθής πίστεως και των πατρικών θεσμών. Τους διώχνουν επίσης από παντού ως καθάρματα,
χωρίς να ανέχωνται να συλλειτουργούν μαζί τους, ούτε να τους μνημονεύουν καθόλου
στα Μυστήρια ως Χριστιανούς…
Να
συμβουλεύσης δε τους ιερείς του Θεού να αποφεύγουν με κάθε τρόπο την εκκλησιαστική κοινωνία με τον λατινόφρονα
μητροπολίτη τους και ούτε να συλλειτουργούν μαζί του, ούτε να τον μνημονεύουν
καθόλου, ούτε να τον θεωρούν αρχιερέα, αλλ’ ως μισθωτό λύκο. Επίσης να μη
λειτουργούν καθόλου σε λατινικές εκκλησίες, για να μη έλθη και σε μας η οργή
του Θεού που επήλθε στην Κων/πολι, εξ αιτίας των παρανομιών που έγιναν εκεί…
Να
αποφεύγεται λοιπόν και εσείς, αδελφοί, την εκκλησιαστική κοινωνία με τους ακοινωνήτους και το μνημόσυνο των αμνημονεύτων.
Φευκτέον αυτούς (τους λατινόφρονες) ως φεύγει τις από όφεως» (στο ίδιο, σελ.
297-298).
Το 1452 ο Γεννάδιος
προσκλήθηκε στο παλάτι «μαζί με πολλούς εκκλησιαστικούς άνδρες για να
συσκεφθούν περί της ενώσεως. Ο Γεννάδιος αρνήθηκε να προσέλθη και τους δήλωσε
δι’ επιστολής τα εξής:
“…Εάν
η σύναξη αυτή γίνεται για να ληφθή η συγκατάθεσις των εκκλησιαστικών για την
ένωσι που έκανε ήδη η πολιτεία -αλίμονο! Αυτό είναι χωρισμός από το Θεό- τότε
αφήστε με, μη με πειράζεται… Όποιος θα μνημονεύση τον πάπα η θα έχη εκκλησιαστική κοινωνία με αυτούς που
τον μνημονεύουν η θα συμβουλεύση …κάποιον να μνημονεύση, θα τον
θεωρήσω όπως και η αγία και μεγάλη Σύνοδος της Κων/πόλεως, η οποία εξέτασε το
λατινικό δογμα και κατεδίκασε όσους το πίστεψαν, τον Βέκκο δηλ. και τους
ομόφρονές του…Οι Σύνοδοι και οι άλλοι πατέρες ορίζουν ότι “αυτών που
αποστρεφόμαστε το φρόνημα πρέπει να αποφεύγωμε και την κοινωνία”…
Πάνω απ’ όλα όμως ο Κύριός μας λέγει: “Αλλοτρίω δε ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά
φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν” (Ιω. ι , 5).
Μη
γένοιτο να κάνω αιρετικήν την Εκκλησία μου, την αγία μητέρα των Ορθοδόξων, δεχόμενος
το μνημόσυνο του πάπα, εφόσον ομολογεί και πιστεύει εκείνα, για τα οποία δεν
τον δέχεται η Εκκλησία μας… Και θα είμαι οπωσδήποτε ακοινώνητος προς τον πάπα και όσους έχουν εκκλησιαστική κοινωνία με αυτόν,
όπως και οι Πατέρες μας. Διότι πρέπει να μιμούμαστε την ευσέβειά τους, αφού
δεν έχουμε την αγιωσύνη και την σοφία τους”» (στο ίδιο, σελ. 303-304).
Ο
ιερός Γεννάδιος, όταν και τότε συζητούσαν το θέμα της ενώσεως των Εκκλησιών,
έγραφε:
«Αυτά
όμως που λέγουν εκείνοι, δηλ. να αναβάλουμε προσωρινά την εξέτασι του
θέματος, δεν είναι προσωρινή εκκλησιαστική Οικονομία. Είναι προσωρινή συγκατάθεσίς μας στην
προσθήκη (του filioque)
και στην ένωσι που επικυρώθηκε κακώς στην Φλωρεντία. Είναι πρόσκαιρος
εκλατινισμός –αν είναι βέβαια πρόσκαιρος και όχι αιώνιος!– συμπεραίνοντας από
τα πρόσωπα που τον πραγματοποιούν…» («Οι αγώνες των μοναχών..., στο ίδιο, σελ.
304).