ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ
Θεσσαλονίκη, 19 Νοεμβρίου 2014
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,
Σᾶς ἀποστέλλομεν ἕνα
κείμενο ποὺ ἑτοιμάσθηκε ἀπὸ τήν «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν», ὅλα τὰ
μέλη τῆς ὁποίας θὰ τὸ προσυπογράψουν. Στὸ κείμενο παρουσιάζεται καὶ ἐπικρίνεται
«Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου». Ἤδη ἔχει ὑπογραφῆ
ἀπὸ ἕξη ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Δρυϊνουπόλεως Ἀνδρέας, Πειραιῶς
Σεραφείμ, Γλυφάδας Παῦλος, Κυθήρων Σεραφείμ, Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας Κοσμᾶς,
Γόρτυνος Ἰερεμίας). Θὰ προσυπογραφῆ καὶ ἀπὸ εὐρύτερο κύκλο κληρικῶν καὶ μοναχῶν.
Θὰ βοηθοῦσε πολὺ στὴν ἀπήχηση
τοῦ κειμένου, ἐὰν καὶ Ἐσεῖς καὶ ὅσοι ἄλλοι νομίζετε, κληρικοί, μοναχοὶ καὶ
λαϊκοὶ θέτατε τὴν ὑπογραφή Σας καὶ μᾶς τὸ ἐγνωρίζατε σχετικῶς.
Μετὰ σεβασμοῦ καὶ τιμῆς
Γιὰ τήν «Σύναξη Ὀρθοδόξων
Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν»
Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου, Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγ.
Μετεώρου
Ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος, Ἐφημέριος Ἱ. Ν.
Κοιμήσεως Θεοτόκου, Ἀμαρούσιον Ἀττικῆς
Ἀρχιμ. Γρηγόριος
Χατζηνικολάου, Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ἁγίας
Τριάδος, Ἄνω Γατζέας Βόλου
Γέρων Εὐστράτιος Ἱερομόναχος, Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας Ἁγ.
Ὄρους
Πρωτοπρ. Γεώργιος
Μεταλληνός, Ὁμότιμος Καθηγητὴς
Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Ὁμότιμος Καθηγητὴς
Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Σχόλιο "Πατερικῆς Παραδόσεως":
Εἶναι
εὐτύχημα ὅτι οἱ
Πατέρες τῆς Συνάξεως τῆς Γατζέας, ἐπιτέλους,
μετὰ ἀπὸ πολυχρόνιο κύηση καὶ ἀφοῦ
ἄφησαν τὸν Βαρθολομαῖο
καὶ τὴν φατρία του νὰ ἀλλοιώσουν
σὲ μεγάλο βαθμὸ (καὶ
νὰ μολύνουν) τὸ σῶμα
τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Κυρίου, ἀποφάσισαν
νὰ μιλήσουν μὲ αὐστηρότερη
γλῶσσα. Ἄλλη μιὰ
φορὰ (μὲ ἀποδεικτικὸ λόγο καὶ
παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἐπὶ δεκαετίες αἱρετικὴ
βιοτὴ τοῦ κ. Βαρθολομαίου) συμπεραίνουν ὅτι
«ὅποιος
-κληρικὸς ἢ λαϊκός- ἀμφισβητεῖ
συνειδητῶς ἢ ἀπορρίπτει
τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας,
ὅπως αὐτὴ ὁριοθετεῖται
μὲ κάθε ἀκρίβεια στοὺς
Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων καὶ ἰδιαιτέρως στὰ
μονοσήμαντα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς
Πίστεως, εὐλόγως ἐκπίπτει ἀπὸ
τὸ Σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας, ὑποκείμενος
σὲ καθαίρεση ἢ
ἀφορισμὸ κατὰ
τὶς Οἰκουμενικὲς
Συνόδους»!
Παρόλα αὐτά,
ὅμως, στὸ διὰ
ταῦτα, αὐτοὶ
ποὺ διαμαρτύρονται γὰ τὴν
κακοποίηση τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καὶ καταδικάζουν τὶς
πράξεις τῶν ἐνοίκων τοῦ Φαναρίου (καὶ
ὅσων τοὺς ἀκολουθοῦν),
αὐτοὶ οἱ ἴδιοι κακοποιοῦν τὴν ὀρθόδοξη Παράδοση στὸ
σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ δὲν
ἔχουν τὴν τόλμη νὰ
τὴν ἀκολουθήσουν. Παραποιοῦν τὴν Παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας περὶ τῆς
Διακοπῆς Μνημοσύνου καὶ
τῆς Ἀποτειχίσεως.
Ἀσφαλῶς
καὶ πρέπει τὸ κείμενο αὐτὸ
τῆς «Συνάξεως Κληρικῶν» ποὺ
ὑπογράφεται καὶ ἀπὸ
ἕξι Μητροπολῖτες, πρέπει νὰ
ὑπογραφεῖ ἀπὸ
ὅσο γίνεται περισσοτέρους πιστούς, οἱ
ὁποῖοι ὅμως θὰ πρέπει ταυτόχρονα νὰ διαχωρίσουν τὴν θέση τους στὸ συγκεκριμένο σημεῖο, καὶ νὰ ὑποβάλουν
στοὺς συντάκτες του (μαζὶ μὲ μᾶς) καὶ
τὰ ἐρώτηματα:
α) Ἀφοῦ κατέγραψαν ὅλες
αὐτὲς τὶς
ἐπὶ δεκαετίες
πραγματοποιούμενες καὶ καταλυτικὲς
τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἐνέργειες
τοῦ Πατριάρχου, γιατί δὲν
διακόπτουν τὸ Μνημόσυνό του; Τί ἄλλο
περιμένουν;
β) Τὸ παρακάτω σημεῖο ἀπὸ τὸ κείμενό τους, στηρίζεται
σὲ Ὀρθόδοξο ἔδαφος;
Γράφουν: «Ἡ
διακοπὴ ἐκείνη τοῦ μνημοσύνου, χωρὶς περαιτέρω
ἀποτείχιση ἢ παντελῆ ἀκοινωνησία, ἀποτελοῦσε ἐπαινετὴ στάση, διότι καθὼς
ὁρίζει ὁ 15ος ἱερὸς Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας..., ὅσοι ἀμύνονται ἔτσι «οὐ
σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν
Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρυσασθαι»· ὅσοι μὲ τέτοια
πρόθεση διακόπτουν τὸ μνημόσυνον Ἐπισκόπων ἑτεροφρόνων, “οὐκ
Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν” καὶ γι' αὐτὸ «οὐ
μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται [...] ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς
τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται». Λυπούμεθα, διότι
ἡ πορεία τῶν πραγμάτων δέν ἐμπνέει αἰσιοδοξία γιά ἀλλαγή πλεύσεως τοῦ κ.
Βαρθολομαίου»!
Δὲν γνωρίζουμε τί καὶ ἂν θὰ ἀπαντήσουν
ἀλλὰ εἶναι ὁλοφάνερο, καὶ πρέπει νὰ τὸ ἐπαναλάβουμε, ὅτι οἱ Πατέρες τῆς «Συνάξεως», αὐτοὶ ποὺ κατηγοροῦν τὸν
Βαρθολομαῖο ὅτι πρεσβεύει μιὰ αἱρετικὴ «νέα ἐκκλησιολογία», διαστρεβλώνουν τὸν Ἱ. Κανόνα, ἢ πιὸ σωστά,
διαστρεβλώνουν ὁλόκληρη τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στὸ θέμα αὐτό, κολοβώνοντας
καὶ ἀκυρώνοντας τὴν Διακοπὴ Μνημοσύνου, ὅπως τὴν ἐφάρμοσαν Ἅγιοι σὰν τὸν Μάξιμο Ὁμολογητή, Γρηγόριο Παλαμᾶ, Θεόδωρο Στουδίτη. Ἀσεβοῦν πρὸς τοὺς Ἁγίους Πατέρες
προσαρμόζοντας τὴν Διακοπὴ Μνημοσύνου καὶ τὴν Ἀποτείχιση στὰ μέτρα τους! Συναγωνίζονται,
δηλαδή, τὸν Βαρθολομαῖο στὴν παραχάραξη τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, καὶ ἀποδεικνύονται
μετα-πατερικοὶ θεολόγοι. Μιὰ τέτοια συμφεροντολογία καὶ συνειδητὴ πτώση δὲν τὴν περιμέναμε!
«Λυπούμεθα, διότι ἡ πορεία τῶν πραγμάτων δέν ἐμπνέει
αἰσιοδοξία γιά ἀλλαγή πλεύσεως (οὔτε) τοῦ κ. Βαρθολομαίου», οὔτε τῶν «Συναξιακῶν» Πατέρων!
Τὸ κείμενο δημοσίευσε τὸ ἱστολόγιο "Κατάνυξις" κι ἔχει ὡς ἑξῆς:
(κείμενο και υπογραφές κληρικών, μοναχών και λαϊκών)
Μὲ θλίψη
γίναμε ὅλοι μάρτυρες τῶν διαδραματισθέντων πρὸ ὀλίγων μηνῶν στὴν Ἁγία Γῆ. Μεταξὺ
τῶν ἄλλων, ὁ Οἰκουμενικὸς
Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος διατύπωσε στὸ πλαίσιο τῆς συναντήσεώς του μὲ τὸν
Πάπα Φραγκίσκο στὰ Ἱεροσόλυμα στὶς 25 Μαΐου τρ.ἔ. μία καινοφανῆ καὶ ἐντελῶς ξένη πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία ἐκκλησιολογία·
ὡς ἡ
χειρότερη ἔκφανση καὶ τὸ ἀποκορύφωμα μιᾶς παρεκκλίνουσας ἐκκλησιολογικῆς πορείας ποὺ ἔχει ἐκκινήσει ἤδη ἀπὸ πολλοῦ,
ἡ νέα αὐτὴ ἐκκλησιολογία, ἀπορρίπτει τὸ ἀκατάλυτον
καὶ ἄφθαρτόν της Ἐκκλησίας, ἂν καὶ Αὐτή, κατὰ τοὺς ἁγίους
Πατέρες, εἶναι «ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς
παρατεινόμενος εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας καὶ εἰς ὅλην τὴν αἰωνιότητα. Διὰ τοῦτο ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει "σπίλον ἡ ρυτίδα ἤ
τι τῶν τοιούτων"»1. Ἀντιθέτως,
σύμφωνα μὲ τὰ λόγια του Πατριάρχου, ἡ Ἐκκλησία, παρὰ τὸ θέλημα τοῦ Παντοδυνάμου Χριστοῦ, ἔχει
διασπασθῆ:
1. Διατυπώσεις τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς «διεσπασμένης ἐκκλησίας»
«Ἡ Μία, Ἁγία,
Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπὸ τοῦ ἐν "ἀρχῇ Λόγου", τοῦ
"ὄντος πρὸς τὸν Θεόν", καὶ "Θεοῦ ὄντος" Λόγου, κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴν
τῆς ἀγάπης,
δυστυχῶς κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς
στρατείαν αὐτῆς, λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως
τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας καὶ τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός,
διεσπάσθη ἐν χρόνῳ. Οὕτω διεμορφώθησαν καταστάσεις καὶ ὁμάδες ποικίλαι, ἐκ τῶν ὁποίων ἑκάστη
διεκδικεῖ "αὐθεντίαν" καὶ "ἀλήθειαν". Ἡ Ἀλήθεια ὅμως
εἶναι Μία, ὁ Χριστός,
καὶ ἡ ἱδρυθεῖσα
ὑπ' Αὐτοῦ
Μία Ἐκκλησία».
«Ἀτυχῶς, ὑπερίσχυσεν
ὁ ἀνθρώπινος
παράγων, καὶ διὰ τῆς συσσωρεύσεως προσθηκῶν "θεολογικῶν",
"πρακτικῶν" καὶ "κοινωνικῶν" αἱ κατὰ
τόπους Ἐκκλησίαι ὡδηγηθησαν
εἰς
διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, εἰς ἀπομόνωσιν, ἐξελιχθεῖσαν ἐνίοτε εἰς ἐχθρικὴν
πολεμικήν»2.
Ἡ θέση αὐτὴ δὲν εἶναι παντελῶς νέα· ἤδη
πολὺ ἐνωρὶς ὁ Οἰκουμενικὸς
Πατριάρχης εἶχε ἐκφράσει τὴν ἄποψή του ὑπέρ της ἰσότητος
τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας καὶ τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ:
«Μία κοινὴ μυστηριακὴ κατανόηση τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀναδυθεῖ,
διατηρηθεῖ καὶ
μεταδοθεῖ διαχρονικῶς ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή [...] ἡ Μεικτὴ Ἐπιτροπὴ ἔχει δυνηθεῖ νὰ διακηρύξει, ὅτι οἱ Ἐκκλησίες
μας ἀναγνωρίζουν
ἡ μία τὴν ἄλλη
ὡς Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες, ἀπὸ κοινοῦ ὑπεύθυνες γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς μίας Ἐκκλησίας
τοῦ Θεοῦ, μὲ
πιστότητα πρὸς τὸ θεῖο σχέδιο, καὶ μὲ ἕναν τελείως ἰδιαίτερο τρόπο ὅσον ἄφορα
στὴν ἑνότητα [...] Μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ παρακινοῦμε τοὺς πιστούς μας,
Καθολικοὺς καὶ Ὀρθόδοξους, νὰ ἐνισχύσουν τὸ πνεῦμα τῆς ἀδελφοσύνης, τὸ ὁποῖο προέρχεται ἀπὸ τὸ ἕνα Βάπτισμα καὶ ἀπὸ τὴ
συμμετοχὴ στὴ μυστηριακὴ ζωή»3.
«Διὰ τὴν συνειδητοποίησα τῶν ἐπιβλαβῶν στοιχείων τῆς
παλαιᾶς ζύμης, ἤτις ἀποτέλει προυπόθεσιν τῆς ἀληθοῦς καὶ σωζούσης μετανοίας, ὠφελιμὸτατος εἶναι ὁ διάλογος [...] Ἐφ' ὅσον δηλονότι μία Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι ἄλλη τις Ἐκκλησία
εἶναι ταμιοῦχος τῆς θείας χάριτος καὶ ἀρχηγός τῆς σωτηρίας, ἀποκλείεται, ὡς ἀντιφάσκουσα εἰς τὴν παραδοχὴν ταύτην, ἡ προσπάθεια ἀποσπάσεως πιστῶν ἀπό της μιᾶς καὶ
προσαρτήσεως αὐτῶν εἰς τὴν ἑτέραν. Διότι ἑκάστη τοπικὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἀνταγωνίστρια τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ' ἓν σῶμα
μετ' αὐτῶν καὶ ἐπιθυμεῖ τὴν βίωσιν τῆς ἑνότητος αὕτης ἐν Χριστῷ, τὴν ἀποκατάστασιν δηλονότι αὐτῆς, διαταραχθείσης κατὰ τὸ παρελθόν, καὶ ὄχι τὴν ἀπορρόφησιν τῆς ἄλλης»4.
Ἡ παράδοξη αὐτὴ διεύρυνση τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἄφησε
ἐκτός τοῦ
περιβόλου της τοὺς αἱρετικοὺς
Προτεστάντες· περὶ τῆς 9ης Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Παγκοσμίου
Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας (Φεβρουάριος
2006), ὁ κ.
Βαρθολομαῖος ἐδήλωσε τὸ ἔτος 2008:
«Ἀπηλλαγμένοι
λοιπὸν τῶν ἀγκυλώσεων τοῦ παρελθόντος καὶ ἀποφασισμένοι νὰ παραμείνωμεν ἡνωμένοι καὶ νὰ ἐργασθῶμεν ἀπὸ κοινοῦ, ἐθέσαμεν, πρὸ δύο ἐτῶν, κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς Θ' Συνελεύσεως ἐν Porto Alegre Βραζιλίας, τὰς βάσεις μιᾶς νέας περιόδου εἰς τὴν ζωὴν τοῦ Συμβουλίου»5.
Πρὸς κοινὴ
ἔκπληξη, τὸ τελικὸ κείμενο τῆς Συνελεύσεως ἐκείνης διακηρύσσει περὶ τῶν «ἐκκλησιῶν» τοῦ Π.Σ.Ε.:
«Κάθε ἐκκλησία
εἶναι ἡ Καθολικὴ
Ἐκκλησία, ἄλλα ὄχι ἡ ὁλότητά
της. Κάθε ἐκκλησία ἐκπληρώνει τὴν
καθολικότητά της ὅταν εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες ἐκκλησίες [...] Ὁ ἕνας χωρὶς τὸν ἄλλο εἴμαστε πτωχευμένοι»6.
Ό
Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης (Ζηζιούλας), θεολογικὸς σύμβουλος τοῦ Πατριάρχου,
ἐπίσης θεωρεῖ ὡς ἐντὸς «ἐκκΛησίας» ὅσες (δι)αιρέσεις καὶ
σχίσματα ἐφαρμόζουν ἕνα ὁποιοδήποτε «βάπτισμα»:
«Τὸ βάπτισμα δημιουργεῖ ἕνα ὅριο στὴν Ἐκκλησία. Τώρα μὲ
αὐτὸ τὸ βαπτιστικὸ ὅριο εἶναι κατανοητὸ νὰ ὑπάρξει διαίρεση, ἀλλὰ ὁποιαδήποτε
διαίρεση μέσα σὲ αὐτὰ τὰ ὅρια
δὲν εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὴν
διαίρεση ποὺ ὐπάρχει μεταξὺ τῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτῶν ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὸ βαπτιστικὸ ὅριο [...] Ἐντός τοῦ
βαπτίσματος, ἀκόμη καὶ ἂν ὕπαρχει μία διάσπαση, μία διαίρεση, ἕνα σχίσμα, ἀκόμη
μπορεῖς νὰ μιλᾶς γιὰ Ἐκκλησία»7.
Διευρύνοντας
αὐθαιρέτως τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ὁ κ. Ἰωάννης περιόρισε τὸ ἐπ' αὐτῷ καὶ τὸ πεδίο τῶν αἱρέσεων·
κατ' αὐτὸν «ἐκκλησιαστικοποιεῖται» κάθε αἵρεση ἡ ὁποια δὲν ἀντιπίπτει ἐκπεφρασμενως στὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, ὅπως δηλαδὴ ὁ Μονοφυσιτισμός-Μονοθελητισμὸς (τῶν
λεγομένων «προχαλκηδονίων»), ἡ Εἰκονομαχία,
ὁ ἀντι-ησυχασμός, ὁ ἐθνοφυλετισμὸς κ.λπ.:
«Ἡ αἵρεση, δηλαδὴ ἡ ἀπόκλιση ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πιστεύει
καὶ ὁμολογεῖ μὲ τὸ Σύμβολο τῆς πίστεώς της ἡ Ἐκκλησία, ὁδηγεῖ αὐτομάτως ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ πρόβλημα ὅμως ἀρχίζει ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ὀπτικὴ αὐτὴ γωνία ἀπολυτοποιεῖται [...]»8.
Ὅλα τὰ
παραπάνω φαίνονται ὡς προβολὴ καὶ προέκταση τῆς παλαιᾶς προτάσεως τοῦ
Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, μέντορος τῶν μετὰ ταῦτα πρωτεργατῶν τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ:
«Εἰς τὴν κίνησιν πρὸς ἕνωσιν, δὲν πρόκειται ἡ μία Ἐκκλησία νὰ βαδίση πρὸς τὴν ἄλλην, ἀλλ' ὅλαι ὁμοῦ νὰ ἐπανιδρύσωμεν
τὴν Μίαν, Ἁγιαν,
Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν, ἐν συνυπάρξει εἰς τὴν Ἀνατολὴν καὶ τὴν Δύσιν, ὅπως ἐζῶμεν μέχρι τοῦ 1054, παρὰ καὶ τὰς τότε ὕφισταμενας θεολογικὰς διαφορὰς»9.
2. Ἔμπρακτη ἐφαρμογὴ διαχρονικῶς τῆς νέας ἐκκλησιολογίας
Οἱ πεποιθήσεις αὐτὲς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἔχουν
ἐμπράκτως βεβαιωθῆ μὲ διάφορες παλαιότερες ἐκδηλώσεις τοῦ
οἰκουμενιστικοῦ γίγνεσθαι: ἐπὶ παραδείγματι,
μὲ τὴν παρουσία ἢ καὶ συμπροσευχὴ τοῦ Οἰκουμενικοὺ Πατριάρχου σὲ ἑσπερινὸ τῆς Θρονικῆς Ἑορτῆς τῆς Ρώμης (Ἰούνιος 1995), στὴν
κηδεία τοῦ Πάπα Ἰωάννη Παύλου Β΄ (Ἀπρίλιος
2005), σὲ παπικὴ λειτουργία στὸ Βατικανὸ (Ἰούνιος 2008), σὲ συνεδρία τῆς
Συνόδου τῶν Καθολικῶν Ἐπισκόπων (Ὀκτώβριος 2008) καὶ στὴν πρώτη ἐπίσημη
λειτουργία τοῦ Πάπα Φραγκίσκου (Μάρτιος 2013), μὲ τὴν ἀπὸ κοινοῦ εὐλόγηση τῶν ὀρθοδόξων
πιστῶν ἀπὸ τὸν κ. Βαρθολομαῖο καὶ τὸν Καρδινάλιο Cassidy (Φανάρι, Θρονικὴ Ἑορτὴ
1992), καθὼς καὶ μὲ τὴ συμμετοχὴ τοῦ Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ' σὲ Πατριαρχικὴ
Λειτουργία στὸ Φανάρι (Νοέμβριος 2006), ὅπου ὁ Πάπας, φορώντας ὠμοφόριο, ἀπήγγειλε τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ τοῦ ἐψάλη Πολυχρόνιον! Μὲ τὴν
πρόσφατη (Μάιος 2014) συμπροσευχὴ στὴν Ἱερουσαλήμ, ἐνώπιον τοῦ Παναγίου Τάφου. Ἀκόμη, μὲ τὴν
ἐπίδοση ἁγίου Ποτηρίου ὡς δώρου στὸν
νεοεκλεγέντα οὐνίτη (ἐν Ἀθήναις) ἐπίσκοπο
«Καρκαβίας», Δημήτριο Σαλάχα (Μάιος 2008). Μὲ τὴ συμμετοχὴ ἐπίσης τοῦ παπικοῦ ἐπισκόπου Louis Pelatre στὸν ἑσπερινό
της ἀγάπης στὸ
Φανάρι τὸ Πάσχα τοῦ 2009, ἔθος ποὺ συνεχίσθηκε καὶ τὰ ἑπόμενα ἔτη, μὲ εἴσοδο τῶν ἑτερόδοξων
στὸ ἱερὸ Βῆμα διὰ τῆς Ὡραίας Πύλης. Μὲ τὴ συμμετοχὴ τοῦ κ. Βαρθολομαίου στὴ
Σύνοδο τῶν Ἀγγλικανῶν στὸ Labeth Palace (Νοέμβριος 1993). Ὅλα αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα, διανθίσθηκαν
μὲ συμπροσευχές, προσφωνήσεις ἢ καὶ κοινὲς ἐκκλησιολογικὲς δηλώσεις. Στὸ πλαίσιο τῆς οἰκουμενιστικῆς στοχεύσεώς του ὁ κ. Βαρθολομαῖος δὲν παρέλειψε
νὰ παροτρύνει καὶ τὸν νέο Πατριάρχη Βουλγαρίας, Μακαριώτατο κ. Νεόφυτο, νὰ ἐπανέλθει
τὸ Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση ἀπ' ὅπου ἀπεχώρησε τὸ 199810.
3. Ἄρνηση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πίστεως «εἰς Μίαν Ἐκκλησίαν»
Οἱ ὡς ἄνω δηλώσεις καὶ τὰ
γεγονότα προσδιορίζουν τὴ σταθερὴ ἐκκλησιολογικὴ γραμμὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.
Βαρθολομαίου. Ἡ πρόσφατη
ἐν Ἱεροσολύμοις δήλωσή του, ἀναδεικνύει
σαφῶς καὶ τὴν προφανῆ ἀντιφατικότητα ἢ τὴ διγλωσσία τῆς ἐκκλησιολογίας αὐτῆς, χαρακτηριστικὲς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καθὼς
προβάλλει μὲν τὴν Μίαν Ἐκκλησίαν, ἀλλ' ὡς «διεσπασμένην ἐν χρόνῳ». Ἐν προκειμὲνῳ τὸ πατριαρχικὸ κείμενο
δημιουργεῖ σύγχυση καὶ σαφῶς δὲν ὑπαγορεύεται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο εἶναι
Πνεῦμα «εὐθές»11. Εἶναι ἀκόμη
εὐνόητο, ὅτι ἡ θέση αὐτὴ συνιστᾶ συνειδητὴ ἄρνηση
τουλάχιστόν τῆς ἑνότητος
τῆς «Μιᾶς» Ἐκκλησίας ὡς ἰδιότητος καὶ ὀντολογικοῦ Της δεδομένου. Ἡ συμπερίληψη τῆς ἰδιότητος αὐτῆς στὸ ἐκκλησιολογικὸ ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως,
ἀποτελεῖ τὴν ἔκφραση
τῆς αὐτοσυνειδησίας καὶ ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ
κατὰ συνέπειαν ὅποιος - κληρικὸς ἢ λαϊκός- ἀμφισβητεῖ συνειδητῶς ἢ ἀπορρρίπτει τὴν
πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ ὁριοθετεῖται
μὲ κάθε ἀκρίβεια στοὺς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἰδιαιτέρως στὰ
μονοσήμαντα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, εὐλόγως ἐκπίπτει ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὑποκείμενος σὲ καθαίρεση ἢ ἀφορισμὸ κατὰ
τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους12.
4. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι αἰωνίως ἀκατάλυτη, ἡ ἑνότητα Χριστοῦ καὶ πιστῶν ἀδιάσπαστη
Ἡ σαφὴς ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου, ὅτι «πύλαι ᾅδου
οὐ
κατισχύσουσι»13 τῆς Ἐκκλησίας,
πολλῷ μᾶλλον ἐπειδὴ «τὸ μωρόν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστὶν καὶ τὸ ἀσθενές τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἄνθρωπών ἐστί»14,
καταρρίπτει κάθε ἰσχυρισμὸ τοῦ Πατριάρχου, ὅτι «ὑπερίσχυσεν ὁ ἀνθρώπινος παράγων» στὴ β΄ χιλιετία τῆς ἱστορίας Της! Εἶναι
σαφεῖς ἐν προκειμένῳ οἱ διαπιστώσεις τῶν ἁγίων Πατέρων: γιὰ τὸν Μ.
Βασίλειο ὁ Χριστὸς «ἐν μέσῳ» τῆς Ἐκκλησίας «ἐγένετο, χαριζόμενος αὐτῇ τὸ μὴ σαλεύεσθαι»15· ὁ Θεολόγος Γρηγόριος ὀνομάζει τὴν
Ἐκκλησία «κληρονομίαν Χριστοῦ μεγάλην καὶ οὐ παυσομένην, ἀλλ' ἀεὶ βαδιουμένην», ὁ δὲ
Χρυσόστομος Ἰωάννης διακηρύσσει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζεται ἀπὸ τὴν Γραφὴ «ὄρος, διὰ τὸ ἀπερίτρεπτον καὶ πέτρα, διὰ τὸ ἄφθαρτον»16. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὁ Πενταπόλεως, ὁμόφωνος μὲ τὴν ὁμολογία
πάντων τῶν ἁγίων
Πατέρων, βεβαιώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία
«μόνη ἐστὶν ὁ στῦλος καὶ τὸ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας17, διότι τὸ Πνεῦμα τὸ παράκλητον μένει ἐν αὐτῇ εἰς τὸν αἰῶνα»18. Ἡ συνεχὴς παρουσία τοῦ Πνεύματος διασφαλίζει τὴν Ἐκκλησία,
καὶ γι' αὐτὸ εἶναι ὁλοκληρωμένο,
«περατωθέν», τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος «ἔργον ἐκπεράνας εὔφρανε φίλους»19.
Στὴν Ἐκκλησία
πιστεύουμε ὡς εἰς αἰώνιο
θεανθρώπινο καθίδρυμα τὸ ὁποῖον «οὐ πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης ἐκταθήσεται μόνον, ἀλλὰ καὶ πανταχοῦ τοῦ αἰῶνος»20 καὶ
συνεπῶς δὲν ἡττᾶται ἢ παρέρχεται· εἶναι
πασιφανές, ὅτι αὐτὴ ἡ χωροχρονικὴ ἔκταση δὲν ἀφορᾶ μιὰ νοητὴ
«ἄχρονη» Ἐκκλησία, ἄλλα τὴν «ἐν χρόνῳ» στρατευομένη, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἱστορικῶς ἐμφανεστάτη ὡς ἑνότητα-κοινωνία πιστών21, διότι εἶναι
«πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη» καὶ «οἶκος τοῦ Θεοῦ περίοπτος τοῖς ἁπανταχοῦ»22.
Ἡ ὑπερφυὴς ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας
ὡς Σώματος Χριστοῦ εἶναι κάτι τὸ δεδομένο, ἀπολύτως καὶ ἀμετακλήτως διασφαλισμένο ἀπὸ τὴν
Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησιας23, τὸν
Χριστό, μὲ τὴ συνεχῆ παρουσία τοῦ Παρακλήτου Πνεύματός Του σ' Αύτήν24, ἕως τῆς συντελείας, ἤδη ἀπὸ
τὴν Πεντηκοστή. Οἱ πιστοί, ὡς
τὸ Σῶμα τῆς Κεφαλῆς, τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀπαραίτητο συμπλήρωμά Της, «τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πάσι πληρουμένου» Χριστού25, γι' αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ἡ Μία Ἐκκλησία «ἐκτὸς χρόνου», δηλαδὴ χωρὶς ἐπὶ γῆς πιστούς· γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἔνθα γὰρ ἡ κεφαλή, ἐκεῖ καὶ τὸ σώμα· οὐδενὶ γὰρ μέσῳ διείργεται ἡ κεφαλὴ καὶ τὸ σώμα· εἰ γὰρ διείργετο, οὐκ ἂν εἴη σῶμα, οὐκ ἂν εἴη κεφαλή [...] Ὅρα πῶς ὐτὸν κοινῇ πάντων χρήζοντα εἰσάγει [...] Διὰ πάντων οὖν πληροῦται τὸ σῶμα αὐτοῦ. Τότε πληροῦται ἡ κεφαλή, τότε τέλειον σῶμα γίνεται, ὅταν ὁμοῦ πάντες ὦμεν συνημμένοι καὶ συγκεκολλημένοι»26. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς δοξάζεται καὶ ἐν Χριστῷ καὶ ἐν τῷ Σώματι τοῦ Χριστοῦ, τῇ Ἐκκλησίᾳ, τῆς ὁποίας μόνης
εἶναι Σωτὴρ ὁ
Θεάνθρωπος27, ὁ ὁποῖος «ἐκκτρέφει καὶ θάλπει αὐτήν»28. Ὅποιος
δὲν πιστεύει στὴ συνέχεια τῆς Ἐνσαρκώσεως, τὴν Ἐκκλησία, δὲν πιστεύει στὸν
Χριστό· ἡ Ἐκκλησία
εἶναι ἡ συνέχεια
τῆς ἐντὸς τοῦ χρόνου Σαρκώσεως. Καὶ ὅπως ὁ Κύριός μας ἐθεάθη,
ψηλαφήθηκε καὶ προσκυνήθηκε ἐν σαρκί, ἐν χρόνῳ, ἔτσι ἐπίσης συνεχίζει νὰ
συμβαίνει καὶ μὲ τὸ Σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησία -ἑνωμένη καὶ ἅγια- ἐν χρόνῳ. Ἂν θὰ δεχόμασταν τὴ διαίρεση
τῆς Ἐκκλησίας, θὰ δεχόμασταν λοιπὸν τὴν ἐκμηδένιση τῆς Ἐνσαρκώσεως καὶ τῆς
σωτηρίας τοῦ κόσμου29.
5.
Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς «οὐ μεμέρισται», ἡ ἑνότητα εἶναι δεδομένον «κτῆμα» τῆς Ἐκκλησίας
Ἡ Ἐκκλησία ἔχοντας ὡς ὀντολογικό
Της δεδομένο τὴν ἑνότητα, δὲν τὴν ἐπιζητεῖ, ἁπλῶς τὴν διατηρεῖ -«τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης»30-, εἶναι
δὲ αὐτὴ οὐσιῶδες
χαρακτηριστικό Της, καθ' ὅσον «τὸ τῆς Ἐκκλησίας
ὄνομα οὐ χωρισμοῦ,
ἀλλ΄ ἑνώσεώς ἐστι καὶ συμφωνίας ὄνομα»31. Ἐκκλησία
διηρημένη καὶ διεσπασμένη εἶναι τραγέλαφος καὶ ψιλὴ φαντασία. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος Αἴγινης ὁ Θαυματουργὸς στρεφόμενος κατὰ
τῆς προτεσταντικῆς θεωρίας περὶ «ἀόρατου Ἐκκλησίας» φαίνεται νὰ ἐρωτᾶ τὸν Οἰκουμενικὸ
Πατριάρχη: «Πρὸς τί καὶ τὸ ὄνομα Ἐκκλησία,
ἀφοῦ τὰ μέλη εἰσὶ μεμονωμένα καὶ πρὸς ἄλληλα ἄγνωστα, καὶ δὲν ἀποτελοῦν ὀργανικὸν τι σύστημα οὐδ' ἕνωσιν ἀδιάσπαστον κατὰ τὴν ἀληθῆ σημασίαν τοῦ ὀνόματος αὐτῆς;»32
Ἡ ἑνότης τῆς δογματικῆς πίστεως εἶναι
λοιπὸν ἐπίσης δεδομένον τῆς Ἐκκλησίας· διότι καθὼς ἡ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας ὁ Χριστὸς δὲν μπορεῖ νὰ
διασπασθεῖ -«οὐ μεμέρισται ὁ Χριστὸς»33-, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία ὑφίσταται
«εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα»34 καὶ ὄχι
δογματικὴ πολυφωνία· ἡ Ἐκκλησία
διαμορφώνει ἑνιαία πίστη στὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα, «κατὰ μίαν της πίστεως καὶ
χάριν καὶ κλῆσιν τοὺς πιστοὺς ἄλληλοις ἑνοειδῶς συνάπτουσα»35.
6.
Ἡ ἀποκοπῆ τῶν αἱρετικῶν δὲν
βλάπτει τὴν Ἐκκλησία
Ὅποιος ἐκπίπτει ἀπὸ
τὴν ὁμοφωνία τῆς θεολογικῆς ὁμολογίας, καὶ καθίσταται λοιπὸν ξηρὸ κλῆμα ποὺ ἀπεκόπη ἀπὸ τὴν Ἄμπελο36, εἶναι ὁ ἴδιος ὑπεύθυνος, καθὼς σαφῶς
προειδοποιεῖ ὁ
Χρυσορρήμων Ἰωάννης: «Μένε εἰς Ἐκκλησίαν
καὶ οὐ προδίδοσαι
ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν δὲ φύγης ἀπὸ Ἐκκλησίας, οὐκ αἰτία ἡ Ἐκκλησία [...] Ἐὰν δὲ ἐξέλθης ἔξω, θηριάλωτος γίνη- ἀλλ' οὗὐ παρὰ τὴν μάνδραν τοῦτο, ἀλλὰ παρὰ τὴν σὴν μικροψυχίαν [...] Ἐκκλησία γὰρ οὐ
τοῖχος καὶ ὄροφος, ἄλλα πίστις
καὶ βίος»37.
Σύμφωνα μὲ
τὰ παραπάνω, ἡ ἀποκοπὴ τῶν αἱρετικῶν Λατίνων καὶ ἡ ἀπουσία τῶν αἱρετικῶν
Προτεσταντῶν ἀπὸ τὴ Μία καὶ Καθολικὴ Ἐκκλησία δὲν Τὴν ἔβλαψε («οὐ προδίδοσαι ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας») καὶ οὔτε θὰ μποροῦσε νὰ τὴν βλάψει· σαφέστατα
δηλώνουν οἱ Ὀρθόδοξοι
Πατριάρχες σὲ Σύνοδο τοῦ 18ου αἰῶνος τὴν θεανθρώπινη ἀρτιμέλεια τῆς Ἐκκλησίας
καὶ τὴν ἔκπτωση τῶν Λατίνων ἐξ ὑπερηφανίας
τοῦ Πάπα: «Ὕστερον μέντοι πρὸ χρόνων τινῶν
ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ ὁ Ῥώμης πάπας ἀποσφαλεὶς καὶ εἰς ἀλλόκοτα δόγματα καὶ καινοτομίας ἐμπεσών, ἀπέστη τῆς ὁλομελείας τοῦ σώματος τῆς εὐσεβοῦς Ἐκκλησίας καὶ ἀπεσχίσθη [...] Νῦν δὲ τὰ μὲν τέσσαρα μέρη τοῦ ῥηθέντος ἱστίου ἐνέμειναν κατὰ χώραν συνημμένα τὲ καὶ
συνεραμμένα, δ' ὧν εὐχερῶς ἡμεῖς διαπλέομεν καὶ ἐκυμάντως τὸ τοῦ βίου τούτου πέλαγος [...]. Οὕτως οὖν ἡ καθ' ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ εὐσεβὴς Ἐκκλησία ἐπὶ τέσσαρσιν νῦν ἐρείδεται στύλοις, τοῖς
τέσσαρσι δηλαδὴ Πατριάρχαις, καὶ μένει ἀδιάσειστος καὶ ἀκλόνητος»38.
Βεβαίως, ἡ αἵρεση δὲν εἶναι μόνον ἡ εἰς τὰ
καίρια βλάβη τῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ στὰ ἐλάχιστα,
τὰ ὁποῖα πάντοτε
ἐξελίσσονται ἐπὶ τὰ χείρω. Μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους ἁγίους ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως ἅγιος
Ταράσιος παρατηρεῖ: «Τὸ γὰρ ἐπὶ δόγμασιν
εἴτε μικροῖς εἴτε μεγάλοις ἅμαρτανειν, ταῦτον ἔστι· ἐξ ἀμφότερων γὰρ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀθετεῖται»39. Καὶ
μέγας Πατριάρχης ΚΠόλεως Γεννάδιος Β' Σχολάριος συμφωνεῖ: «Εἴτε γοῦν ἓν μείζ,ὀνι εἴτε ἓν ἔλαττονι διαμαρτάνοι τὶς τῆς ἀλήθειας τῆς
πίστεως, αἱρετικὸς ἔστιν»40.
7. Ἔχει καταλυθῆ ἡ Ἱερωσυνη τῶν Ἐπισκόπων;
Συνεπὴς ἑρμηνεία
τῆς νέας αὐτῆς ἐκκλησιολογίας,
καθιστᾷ τὸν Πατριάρχη καὶ ἅπαντες τοὺς Ἐπισκόπους «ἐλλιπεῖς» ὡς πρὸς τὴν πραγματικὴ Ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ καὶ συνεπῶς
τοποτηρητές, ἀλλ' ὄχι
διαδόχους τῶν Θρόνων τους, καὶ ἐπόπτες, ἀλλ' ὄχι τελειωτὲς τῶν θείων
Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἐπίσκοποι
δὲν μετέχουν στὸ πλήρωμα τῆς Ἱερωσύνης τῆς Ἐκκλησίας, ἂν ἀληθεύει ὁ κ. Βαρθολομαῖος. Ἂν διεσπάσθη
ἐν χρόνῳ ἡ Μία Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ, τότε ἡ ἐκκλησιαστικὴ
Ἱεραρχία, ἡ
ὁποία εἶναι ἐν
Πνεύματι κοινωνὸς τῆς ἐπουράνιου Ἱεραρχίας κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο41, ἔχει
«θρυμματισμένο» τὸν φωτισμὸ τῆς Ἱερωσυνης, διότι «θεοπτικῶς
ὁ Ἱεράρχης πρῶτον ἐλλάμπεται, εἶτα μεταδίδωσι τοῖς ὑπ΄ αὐτόν, εἶτα τελειοῖ τούτοις, οἷς μεταδίδωσι τῆς ἐλλάμψεως»42.
Ἀπὸ τὶς
παραπάνω σύντομες, κατὰ τὸ δυνατὸν περιεκτικές, δογματικὲς διαπιστώσεις
καθίσταται ἡλίου
φαεινοτέρα ἡ ἀπόσταση
τῶν κατὰ καιροὺς πατριαρχικῶν δηλώσεων ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία: ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ.
Βαρθολομαῖος πιστεύει σὲ μία «διευρυμένη καὶ διηρημένη» Ἐκκλησία·
διευρυμένη, διότι θεωρεῖ τοὺς αἱρετικοὺς ὡς ἀνήκοντες σὲ αὐτὴν δυνάμει ὁποιουδήποτε
«βαπτίσματος», παρὰ τὰ αἱρετικά τους δόγματα καὶ τὸ σχίσμα τῆς ἀκοινωνησίας,
διηρημένη δέ, διότι δὲν ὑπάρχει
«διακοινωνία» ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν. Μολονότι διηρημένη «ἐντός της ἱστορίας»,
ἡ Μία Ἐκκλησία
συνεχίζει νὰ ὑφίσταται «κάπου-κάπως», κατὰ τὸν κ. Βαρθολομαῖο. Εἶναι ὅμως
καταφανὲς στὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ ἑνότητα Της εἶναι ὀντολογικὸ καὶ ἀναφαίρετο γνώρισμά Της, διότι
Αὐτὴ εἶναι Σῶμα
τοῦ ἀδιαίρετου καὶ Παντοδυνάμου Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὡς Σῶμα Χριστοῦ καὶ ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου Του, ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ
διαιρεθεῖ, διότι αὐτὸ εἶναι
κατάλυσή Της καὶ «ἧττα» τῆς Θεότητος, οὔτε μπορεῖ νὰ παύσει νὰ ὑφίσταται, διότι
Αὐτὴ ἀποτελεῖ ἐκπλήρωση
τῶν ἐπαγγελιῶν τῆς αἰωνίου ἐπὶ γῆς σωτηρίας. Ἡ ἑνότητα τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται μεταξὺ ἄλλων
καὶ στὴν ἑνιαία δογματικὴ πίστη, ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ὁποίας συνιστᾷ αἵρεση, ἀμφισβήτηση τῶν προϋποθέσεων τῆς
σωτηρίας μας. Ὁ Χριστὸς ἀπεφάνθη,
ὅτι ὅποιος χωρισθεῖ ἀπὸ τὴν Ἄμπελο, δηλ. τὸν Ἴδιο, ξηραίνεται ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἀπολλυται43. Ὁ κ. Βαρθολομαῖος θεωρεῖ ὅτι ἡ Ζῶσα καὶ εὔχυμος Ἄμπελος τοῦ
Κυριακοῦ Σώματος χωρὶς τὰ ξηρὰ κλήματα ποὺ μὲ δική τους εὐθύνη ἀπεκόπησαν εἶναι ἐλλιπής,
«διεσπασμένη», καὶ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ τὰ «εγκεντρίσουμε» σὲ
Αὐτὴν ἐκ
νέου, νεκρὰ ὄντα, στὸ ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα τῆς ὄντως Ζωῆς, τοῦ Ζῶντος Χριστοῦ.
8. Ἡ παλαιὰ ἀντίδραση μὲ διακοπὴ μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα
Ἡ καινοτόμος ἐκκλησιολογία τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου ἔχει προωθήσει τὸν Οἰκουμενισμὸ ἀπὸ τὸ
σημεῖο τῆς ἀπαξιώσεως τῶν δογμάτων, ἴδιον του Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, στὴν παροῦσα φοβερὴ
διαστρέβλωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως· προφανῶς ἡ διακήρυξη «διαλύσεως» τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπαραίτητη
γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό, ὥστε ἡ «νέα-ἐκκλησία»
νὰ «ἐπανιδρυθεῖ» σὲ ἁρμονία μὲ τὶς οἰκουμενιστικὲς προδιαγραφές.
Ἐπὶ
Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, τὸ Ἅγιον Ὄρος σύσσωμο εἶχε ἀντιδράσει στὰ
οἰκουμενιστικά
του ἀνοίγματα. Τρεῖς Μητροπολῖτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐφάρμοσαν τὴν
προβλεπόμενη ἀπό τους ἁγίους Πατέρες
καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, τὸν 31ον Ἀποστολικὸ καὶ τὸν 15ον τῆς Πρωτοδευτέρας,
νόμιμη ἐκκλησιαστικὴ ἀντίσταση διὰ
τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου. Τὸ ἴδιο ἔπραξαν καὶ ὀκτὼ ἀθωνικὲς ἱερὲς Μονές: «διὰ τῆς
ἀποφάσεως τῆς Ἐκτάκτου Διπλῆς Ἱερᾶς Συνάξεως, Συνεδρία ΝΒ' τῆς 13ης Νοεμβρίου
1971, [...] ἑκάστη Ἱερὰ Μονή, ὡς αὐτοδιοίκητος, ἀφέθη ἐλευθέρα νὰ πράττη κατὰ συνείδησιν εἰς τὸ θέμα τοῦτο»44. Ἡ διακοπὴ ἐκείνη τοῦ μνημοσύνου, χωρὶς περαιτέρω ἀποτείχιση ἢ παντελῆ ἀκοινωνησία, ἀποτελοῦσε
ἐπαινετὴ στάση, διότι καθὼς ὁρίζει ὁ 15ος ἱερὸς Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας45 (ἔτους
861), ὅσοι ἀμύνονται ἔτσι «οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν
ρυσασθαι»· ὅσοι μὲ τέτοια πρόθεση διακόπτουν τὸ μνημόσυνον Ἐπισκόπων ἑτεροφρόνων, «οὐκ Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν» καὶ γι'
αὐτὸ «οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται [...] ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται»46.
Λυπούμεθα, διότι ἡ πορεία τῶν
πραγμάτων δὲν ἐπνέει αἰσιοδοξία
γιὰ ἀλλαγὴ πλεύσεως
τοῦ κ. Βαρθολομαίου. Στὴν προσεχῆ ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Φραγκίσκου στὸ Φανάρι, γιὰ τὴ Θρονικὴ Ἑορτὴ
τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, στὰ τέλη τοῦ ἐρχόμενου Νοεμβρίου καὶ πάλιν ἀναφαίνεται στὸν
ζοφερὸ ὁρίζοντα τυπικὸν αὐξημένης λειτουργικῆς συμμετοχῆς τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα στὴν Ὀρθόδοξη Θεία
Λειτουργία, φοροῦντος ὠμοφόριο, μὲ λειτουργικὸ ἀσπασμὸ πρὸς αὐτόν (ποὺ δὲν προβλέπεται γιὰ ὅσους δὲν
λειτουργοῦν ἀλλὰ
παρίστανται μόνον), μὲ ἀπαγγελία ἀπὸ αὐτὸν τοῦ «Πάτερ ἡμῶν», προσευχῆς μὲ σαφῆ εὐχαριστιακὴ ἀναφορὰ («τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον») καὶ ποὺ πρέπει νὰ ἀπαγγέλλεται ἀπὸ τὸν Προεστώτα ἐκ
μέρους τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ· ἀκόμη μὲ θυμιάτιση τοῦ Πάπα καὶ μὲ παραχώρηση σὲ αὐτὸν τοῦ ἄμβωνος, γιὰ νὰ κηρύξει. Ὅλα
αὐτὰ δὲν εἶναι
ἁπλῆ
συμπροσευχή, διότι ἀσφαλῶς, ἡ Θεία
Λειτουργία δὲν ἄρχεται ἀπὸ τὸ «Μετὰ φόβου
Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», ἀλλὰ ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία»47. Κατὰ τὸν π. Ἀλέξανδρο Σμέμαν
«ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Παραδόσεως, ὁ
μυστηριακὸς χαρακτῆρας τῆς Εὐχαριστίας δὲν μπορεῖ τεχνητῶς νὰ περιορισθεῖ σὲ μία
πράξη, σὲ μία στιγμὴ τοῦ ὅλου τυπικοῦ. Ἔχουμε μία "τάξη" στὴν ὁποία ὅλα
τὰ μέρη καὶ ὅλα τὰ στοιχεῖα εἶναι ἀναγκαία, εἶναι ὄργανικως συνδεδεμένα μετ' ἄλληλων
σὲ μία μυστηριακὴ δομή. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ Εὐχαριστία εἶναι μυστήριο ἀπ' ἀρχῆς μέχρι τέλους καὶ ἡ ἐκπλήρωση ἢ ὀλοκλήρωσή της "καθίσταται ἔφικτη" ἀπὸ ὅλη τὴ Λειτουργία»48.
Εὐχόμεθα, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ.
Βαρθολομαῖος νὰ ἀναλογισθεῖ τὴ μεγίστη εὐθύνη του ἔναντι
ἐκείνων τοὺς ὁποίους ὁδηγεῖ στὴν
πλάνη καὶ τὴν ἀπογύμνωση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν «χιτῶνα τῆς ἀλήθειας, τὸν ὕφαντον ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας»49. Τίποτε ἀπὸ
τὰ ὀρθόδοξα δόγματα δὲν θὰ ἐκπέσει ποτέ.
Τίποτε δὲν θὰ μεταβληθεῖ ποτέ. Καὶ ποτὲ δὲν θὰ προστεθεῖ καμμία ἀπόφαση νέα ποὺ νὰ ἀλλοιώνει τὶς παλαιές.
Δογματικὴ ἐξέλιξη δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὕπαρξει καμμία, κανενὸς εἴδους50.
«Ὁ δὲ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει τὸ κρῖμα, ὅστις ἂν ᾖ»51
Ἀκολουθοῦν μετά τίς ὑποσημειώσεις
οἱ ὑπογραφές δύο χιλιάδων
περίπου προσώπων, Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν, κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ὅσοι ἐκ τῶν κληρικῶν, μοναχῶν, μοναζουσῶν καί λαϊκῶν ἐπιθυμοῦν νά συμμετάσχουν
στήν μικρή αὐτή κατάθεση ὀρθοδόξου ὁμολογίας ἠμποροῦν νά τό δηλώσουν γράφοντας: «Συμφωνῶ μέ τό κείμενο ἐναντίον
της ”Νέας Ἐκκλησιολογίας τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου” καί προσυπογράφω». Νά ἀποστείλουν δέ τήν δηλωση μέ τό ὄνομά
τους καί τήν κληρική, μοναστική ἤ ἐπαγγελματική τους ἰδιότητα στή διεύθυνση:
Περιοδικό «Θεοδρομία», Τσιμισκῆ
128, 546 21 Θεσσαλονίκη, Fax: 2310.276590 καί e-mail: synaxisorthkm@gmail.com
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1.
ΑΓ.
ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ
ΠΟΠΟΒΙΤΣ,
Ἄνθρωπος καὶ θεάνθρωπος· μελετήματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι
1987, σελ. 182 (Κεφάλαια Ἐκκλησιολογικά, § 33). Βλ. καὶ Ἐφ. 5, 27.
2.
«Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης πρὸς Πατριάρχη Ἱεροσολύμων: Ἀμφότεροι φυλάσσσομεν
πνευματικὰς καὶ κυριαρχικὰς Θερμοπύλας», Amen.gr (24 Μαϊ 2014)
http://www.amen.gr/ article18151 (παράγραφος §4).
3. «Common Declaration Signed in the
Vatican by Pope John Paul II and Patriarch Bartholomew I, June 29, 1995», EWTN
Global Catholic Network, http://www.ewtn.com/library/ PAPALDOC/ BARTHDEC.HTM. Βλ. καὶ Ἐπίσκεψις 520 (31-7-1995) 20.
4. Προσφώνησις πρὸς τὴν παπικὴν ἀντιπροσωπείαν ὑπὸ τὸν Καρδινάλιο William Keeler, κατὰ τὴν Θρονικη Ἑορτὴ τοῦ Πατριαρχείου ΚΠόλεως (1998), ἐν Ἐπίσκεψις, ἔτος 29ον, ἀἄρ. 563 (31-11-1998).
5. «Ὁμιλία ἐπ' εὐκαιρία τῆς ἑξηκοστῆς ἐπετείου ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» (Καθεδρικὸς Ναὸς Ἁγίου Πέτρου Γενεύης, τὴν 17ην Φεβρουαρίου 2008) ἐν
http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=876&tla=gr
6. Μτφρ. ἀπὸ τὸ Called to be the One Church, §6 καὶ 7 ἐν God, in your Grace ... Official
Report of the Ninth Assembly of the World Council of Churches, ὑπὸ Luis N. Rivera-Pagan, WCC
Publications, Geneva 2007, σ. 257.
7. «Orthodox Ecclesiology and the
Ecumenical Movement», Sourozh Diocesan Magazine (Ἀγγλία), τόμ. 21 (Αὔγουστος 1985), σ. 16.
8. «Ἐκκλησία καὶ ἔσχατα», Ἐκκλησία καὶ Ἐσχατολογία, Ί.Μ. Δημητριάδος, Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν, ἔκδ. Καστανιώτη, Ἀθῆνα 2001, σ. 30.
9. Πατριαρχικὸν Μήνυμα ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τῶν Χριστουγέννων 1967, ἐν Α. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ἀπὸ τὴν πορείαν τῆς ἀγάπης: ἡ ἐπίσκεψις τῆς Α.Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμεν. Πατριάρχου Ἀθηναγορου εἰς Ἀγγλίαν –Νοέμβριος 1967, Ἀθῆναι 1968, σελ. 87.
10. «Χαιρετισμὸς τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου κατὰ τὴν Ὑποδοχὴν ἐν τῇ Αἰθουσῃ τοῦ Θρόνου τοῦ Μάκ. Πατριάρχου Βουλγαρίας κ. κ. Νεοφύτου» (Φανάριον, 20 Σεπτεμβρίου 2013) ἐν http://www.ec-patr.org/docdisplay.
php?lang=gr&id=1757&tla=gr· «Ἔχομεν δι' ἐλπίδος ὅτι ἡ Ἁγιωτάτη Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας ὑπὸ τὴν Ὑμετέραν πεπνυμένην καθοδήγησιν, Μακαριώτατε, θὰ συμμετέχη, κατὰ παράδοσιν καὶ πανορθόδοξον ἐν Διασκέψεσιν ἀπόφασιν, εἰς τοὺς διορθοδόξους καὶ διαχριστιανικοὺς διαλόγους».
11. Ψάλμ. 50, 12· πρβλ. καὶ Ἰακ. 5, 12· «ἤτω δὲ ὑμῶν τὸ ναὶ ναὶ καὶ τὸ οὐ οὐ, ἵνα μὴ εἰς ὑπόκρισιν πέσητε».
12. Βλ. ἱερον ζ' Κανόνα τῆς Γ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ACO 1,1,7,105έ.).
13. Μάτθ. 16, 18.
14. Α΄ Κόρ. 1, 25.
15. Μ. Βασιλειου, Ὁμιλία εἰς τὸν μὲ΄ Ψαλμὸν 5, PG 29B, 424B.C.
16.
Ἅγ. Γρηγόριος Θεολογος, Λόγος Δ΄ (Κατὰ Ἰουλιανοῦ Βασιλέως Α΄) 67, PG 35, 588C-
589A. Τὸ χωρίον τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἔχει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης
Δαμασκηνός, Ἱερὰ Παράλληλα, Στοιχεῖον Ε, τίτλος ΣΤ΄, PG 95, 1436A.
17.
Α΄ Τιμ. 3, 15
18.
Ἅγιος Νεκταριος, Μελέται δύο· Α': Περὶ τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας. Β΄: Περὶ τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως, ἐκδ. Ν. Παναγόπουλος, Ἀθῆναι 1987, σ.
32.
19.
Πεντηκοστάριον, Ὄρθρος Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς, Ἰαμβικὸς κανών, ᾠδὴ α'.
20.
Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τὸν Ψάλμ. 44, PG 55, 203.
21.
Ὅτι εἶναι ὁρατὴ εἶναι ἐμφανὲς καὶ στὴν Ἁγία Γραφή· βλ. Πράξ. 2, 41 καὶ 2, 47: «ὁ
δὲ Κύριος προσετίθει καθ' ἡμέραν τοὺς σῳζομένους τῇ Ἐκκλησίᾳ».
22.
Μάτθ. 5, 14 καὶ Ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις
ὑπομνηματικὴ εἰς τὸν Προφήτην Ἠσαΐαν 1, 2 PG 70, 69A.B. Βλ. καὶ Εὐσέβιος
Καισαρειας, Εὐαγγελικὴ προπαρασκευὴ 6, 18 PG 22, 457D
23.
Ἐφ. 1, 22.23
24.
Ἰω. 14, 16 καὶ Λουκ. 24, 49
25.
Ἐφ. 1, 22.23· «καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ
πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πάσι
πληρουμένου»
26.
Εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους 1, 3, 2· PG 62, 26.
27.
Ἐφ. 3, 21· «αὐτῷ ἡ δόξα ἐν τῇ Ἐκκλησί}α ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς πάσας τὰς γενεᾶς τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων· ἀμήν»· Ἐφ. 5, 23· «... ὡς καὶ ὁ Χριστὸς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας,
καὶ αὐτός ἐστι σωτὴρ τοῦ σώματος».
28.
Ἐφ. 5, 29
29.
Ἀνώνυμος (Ὀρθόδοξος Ἱερεύς), Τὰ προσφάτως διαδραματισθέντα στὴν Ἁγία Πόλη καὶ τὸ
ἔἐκκλησιολογικό τους ὑπόβαθρο, http://www.impantokratoros.gr/B15881B3.el.aspx
30.
Ἐφ. 4, 3.
31.
Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τὴν Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολὴν 1, PG 61, 13.
32.
Ἅγιος Νεκτάριος, αὐτόθι, σ. 27.
33.
Α΄ Κόρ. 1, 13
34.
Ἐφ. 4,5
35.
Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Μυσταγωγία 24, PG 91, 705Β.
36.
Ἰω. 15, 4-6
37.
Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ὅτε τῆς Ἐκκλησίας
ἔξω εὑρεθεὶς Εὐτρόπιος 1, PG 52,
397.
38.
Ἀποκρίσεις (1716/1725) τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τοὺς Ἀγγλικανοὺς
Ἀνωμότους, (Ἀπόκρισις 5), εἰς Ἰω. Καρμίρης, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα
τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1953, τόμ. Β', σ. 794 ἑξῆς.
39.
Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, Πρᾶξις Α', Mansi 12, 1031-1034.
40.
Πρὸς τὸν Βασιλέα- ἐπέμφθη αὐτῷ τῇ ιβῃ τοῦ Μαρτίου 6, ἐν Γενναδίου Σχολαρίου Ἅπαντα
τὰ Εὑρισκόμενα, τόμ. 3, ἐκδ. Louis Petit - X. A. Siderides, Paris 1930, σ. 161.
41.
Σχόλια εἰς τὸ Περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας
5, 2.4 PG 4, 161A.
42.
Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Σχόλια εἰς τὸ
Περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας 5, 2.4 PG 4, 164Α. Πρβλ. Ἅγ. Διονυσιος Ἀρεοπαγίτης,
Περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας 3,
2 PG 3, 428A.
43.
Ἰω. 15, 4-6
44.
Βλ. τὸ σχετικὸν Γράμμα τῆς Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου ἐν Θεοδρομίᾳ ΙΑ'1 (Ἰαν-Μάρ.
2009) 77. Τὰ συναφῆ ὅλα στὶς σσ. 75-81.
45.
Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Πηδάλιον, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1982, σ. 358.
46.
Βλ. τὴ γνώμη τοῦ ἁγίου Νικόδημου (αὐτόθι, σ. 344) περὶ τῶν Κανόνων τῆς
Πρωτοδευτέρας «...ἀναγκαῖοι μὲν ὄντες εἰς τὴν τῆς Ἐκκλησίας εὐκοσμίαν καὶ
κατάστασιν, βεβαιούμενοι δὲ καὶ ἐπικυρούμενοι ἀπό τε τοῦ Νομοκάνονος τοῦ Φωτίου,
ἀπό τους ἑρμηνευτὰς τῶν κανόνων καὶ ἀπὸ ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν».
47. Πρβλ. Πρεσβ. Ἀν. Γκοτσοπουλος, Ἡ Συμπροσευχὴ μὲ αἱρετικούς·
προσεγγίζοντας τὴν κανονικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 118 καὶ γενικῶς σσ. 113-118.
48. «Theology and Eucharist» (§6),
http://www.schmemann.org/byhim/theologyandeucharist. html
49. Κοντάκιον τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (13-19 Ἰουλίου)
50. Πρβλ. Πρωτοπρ. Γ. Φλωροφσκυ, «Ὁ Οἶκος τοῦ Πατρός», ἐν Ἀνατομίᾳ Προβλημάτων τῆς Πίστεως, μτφρ. Ἀρχιμ. Μελετίου Καλαμαρᾶ, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 133.
51. Γάλ. 5, 10.