Κυριακὴ ΙΕ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 19,1-10)
Του Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου
Ζακχαιοι, Ξυπνηστε!
ΟΤΑΝ
ὁ Κύριος, ἀγαπητοί μου, ἐκήρυττε στὰ παράλια τῆς Τιβεριάδος, στὰ χωριὰ
καὶ στὶς πόλεις τῆς Παλαιστίνης, στὸ βουνὸ ἢ στὴ συναγωγή, πλήθη
ἄκουγαν. Πόσοι ὅμως τὸν ἄκουγαν καὶ μὲ τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς; Πόσοι
ἐδέχοντο τὸ φῶς του στὴν καρδιά τους καὶ ἐδονοῦντο ψυχικά; Πόσοι
ἄλλαζαν; Ὤ, λίγοι ἦταν οἱ θαυμασταὶ τοῦ κηρύγματος ποὺ δὲν ἔμεναν ἁπλῶς
στὸ θαυμασμὸ ἀλλὰ ἔκαναν πρᾶξι καὶ ζωὴ τὰ λόγια του. Γιατί οἱ
περισσότεροι ἔφευγαν χωρὶς μεταβολή, χωρὶς ψυχικὸ συγκλονισμό; Τὴν
ἀπάντησι στὸ τρομακτικὸ αὐτὸ ἐρώτημα δίδει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Τί λέει
τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο; Τὸ προσέξατε;
* * *
Περνοῦσε ὁ Χριστὸς μέσ᾿ ἀπὸ μιὰ
ὡραία πόλι, τὴν Ἰεριχώ. Στὸ ἄκουσμα ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, γιὰ τὸν ὁποῖο
τόσα διεδίδοντο, οἱ κάτοικοι ἄφησαν τὰ σπίτια τους καὶ πετάχτηκαν ἔξω.
Ἀπ᾿ ὅλον αὐτὸ τὸν συρφετὸ ἔνιωσε ἆραγε κανεὶς τὸ Χριστό; αἰσθάνθηκε στὴν
καρδιά του τὸ θεϊκὸ ῥεῦμα τῆς ἀγάπης του, συγκλονίστηκε ἡ ψυχή του,
ἦρθαν στὸ μυαλό του νέες σκέψεις; Ὤ, κλεισμένες οἱ καρδιὲς τῶν κατοίκων
τῆς Ἰεριχοῦς· μπετὸν ἀρμέ! Δὲν ἄνοιξαν μπροστὰ στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ· τὰ
πάθη δὲν παραμέρισαν διόλου. Μία περιέργεια νὰ δοῦν τοὺς τράβηξε στὸ
δρόμο, τίποτε περισσότερο. Λοιπὸν ἔτσι ἄκαρπη