Οἱ ὀρθόδοξοι ποιμένες συνεχίζουν νὰ ἐκτελοῦν τὰ
λειτουργικὰ καὶ ποιμαντικὰ καθήκοντά τους, χωρὶς πλέον νὰ ἐνδιαφέρονται (στὸ
σύνολό τους) γιὰ τὸ περιεχόμενο τῆς Πίστεως καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς Ἀλήθειας τῆς
ὁποίας κλήθηκαν λειτουργοὶ καὶ ὑπηρέτες.
Ὡς πιστοὶ καὶ ἐκπαιδευτικοί,
Ὡς πιστοὶ καὶ ἐκπαιδευτικοί,
α) εἴμαστε μάρτυρες τῆς θλιβερῆς πραγματικότητος, νὰ
δέχονται οἱ κληρικοὶ νὰ κοινωνοῦν κατὰ τὸν ἐκκλησιασμὸ τῶν σχολείων
Μωαμεθανούς, Βουδιστές, Προτεστάντες καὶ Ρωμαιοκαθολικοὺς μαθητές. Καὶ στὴν ἐπισήμανση
τοῦ γεγονότος, πολλοὶ ἱερεῖς νὰ μὴν τολμοῦν νὰ πάρουν μέτρα, φοβούμενοι ὅτι ἔτσι
θὰ ἔρθουν σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὸν Μητροπολίτη τους, ὁ ὁποῖος δὲν ἀντέχει νὰ ἀντιμετωπίζει
τέτοια προβλήματα καὶ φοβούμενος τὶς ὅποιες ἀντιπαραθέσεις, ἀρνεῖται νὰ
προφυλάξει τὰ «ἅγια τῶν Ἁγίων».
β) Τὰ ἴδια βλέπουμε καὶ πληροφορούμαστε πὼς συμβαίνουν
καὶ στὸ δογματικὸ ἐπίπεδο τῆς Πίστεως. Ὅλοι οἱ σύγχρονοι ὀρθόδοξοι Ποιμένες
δέχονται ὅτι ὑπάρχει αἵρεση· καταμετροῦν
μάλιστα καὶ τὶς δεκαετίες τῆς ὑπάρξεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ· τὸν ὀνομάζουν
Παναίρεση (χωρὶς νὰ κατονομάζουν τοὺς αἱρετικοὺς ἡγέτες του)· βλέπουν τὰ
γενόμενα ὑπὸ τῶν Οἰκουμενιστῶν (συμπροσευχές, κοινὲς συμφωνίες καὶ δράσεις μὲ
τοὺς αἱρετικούς, παραίτηση ἀπὸ βασικὲς Ἐντολὲς τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ δόγματα τῆς
Πίστεως −ὅπως τὸ 9ο καὶ 10ο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου
Νικαίας-Κων/πόλεως) καὶ ὅμως οὐδὲν μέτρον λαμβάνουν ἐναντίον τους, οὐδεμία ἀπόσταση
ἔχουν ἀπὸ αὐτούς, ἀντίθετα κοινωνοῦν πλήρως μαζί τους, συμπορεύονται χωρὶς
συνειδησιακὸ πρόβλημα μετὰ τῶν αἱρετικῶν.
Κι ὅμως οἱ Ἅγιοι μᾶς δίδαξαν οὔτε μιὰ ὥρα νὰ μὴν
μένουμε κοντά τους, ὅταν αἱρετίζουν (Μ. Βασίλειος). Κι ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ
Στουδίτης δίδαξε ἔργοις καὶ λόγοις, ἀγωνίστηκε −καὶ ἐξορίστηκε, καὶ φυλακίστηκε
γι’ αὐτοὺς τοὺς ἀγῶνες του− γιὰ ἕνα παράνομο
βασιλικὸ γάμο, ὅταν εἶδε ὅτι αὐτὸς
δὲν ἦταν μιὰ μεμονωμένη περίπτωση, ἀλλὰ γινόταν καθεστὼς ποὺ ἀνέτρεπε τὴν Εὐαγγελικὴ
διδασκαλία.
Τέτοιοι γάμοι σήμερα γίνονται πολλοί. Καὶ οἱ Μητροπολῖτες
ποὺ τοὺς ἐπιτρέπουν, καὶ οἱ ἱερεῖς ποὺ τοὺς τελοῦν, κάνουν κάτι χειρότερο ἀπὸ ἐκεῖνο,
ἐναντίον τοῦ ὁποίου ἀγωνίστηκε ὁ ἅγιος Θεόδωρος, γιατὶ σήμερα ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας
εἶναι γνωστὴ καὶ παγιωμένη στὸ θέμα αὐτό. Κι ὅμως, μὲ ποικίλες δικαιολογίες τὴν
παραβαίνουν! Ἐπικαλοῦνται λόγους οἰκονομίας καὶ παραβαίνουν τὴν Ἐντολὴ τοῦ
Κυρίου!
Μάλιστα ἀκούστηκε ὅτι στή μητρόπολη ἀντιοικουμενιστοῦ Ἐπισκόπου
τελέστηκε ἕνας ἀντικανονικός μικτός γάμος. Θὰ προσκομίσουμε τὶς περὶ τοῦ
γεγονότος αὐτοῦ πληροφορίες, ὅταν θὰ ἔχουμε περισσότερα στοιχεῖα. Σήμερα ἀρκούμαστε
νὰ παρουσιάσουμε ἕνα κείμενο ἀπὸ ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, στὴν
ὁποία ὁ Ἅγιος μᾶς παρουσιάζει τὴν ὀρθόδοξη στάση στὸ θέμα αὐτό, ἀλλὰ καὶ σὲ
πολλὰ θέματα, ὅπως:
1. Κάθε ἐνέργειά
του, τὴν στηρίζει στοὺς πρὸ αὐτοῦ Ἁγίους,
τὴν «συμφωνία
τῶν Πατέρων», ὅπως λέμε σήμερα, καὶ δὲν αὐτοσχεδιάζει, οὔτε στηρίζεται
(ὡς σὲ δόγμα) στὴν λεγόμενη «Οἰκονομία» τῆς Ἐκκλησίας.
2. Διδάσκει ὅτι (ὁ
Ἐπίσκοπος ἢ) ἡ Σύνοδος δὲν ἔχει οὐδὲν δικαίωμα νὰ βγάζει ἀντι-Εὐαγγελικὲς ἀποφάσεις.
Ἡ Σύνοδος ποὺ βγάζει ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες
ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, εἶναι «παρασυναγωγὴ» κι ὄχι Σύνοδος! Ἄρα δὲν
πρέπει νὰ κάνουμε ὑπακοὴ σὲ τέτοιες Συνόδους καὶ ἀποφάσεις.
3. Ἡ κοινωνία καὶ ἐπικοινωνία
μὲ τοὺς παραβάτες, σημαίνει ἀποδοχὴ ὅσων αὐτοὶ κάνουν.
4. Οἱ παραβάτες (ὑψηλὰ
ἱστάμενοι Ἀρχιερεῖς), λέγει ὁ Ἅγιος, ἀρχίζουν τὶς διώξεις ὅσων ἀντιδροῦν.
5. Ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἔχει
ἀποδεχθεῖ τὴν αἵρεση, «ἤδη ἔχει καταποντιστεῖ
στὸ βάθος τῆς αἵρεσης»!
6. Παρακαλεῖ τὸν Ὀρθόδοξο
(τότε) Ἐπίσκοπο Ρώμης νὰ ἀντιδράσει δυναμικὰ καὶ νὰ καταδικάσει τὴν αἵρεση: «μούγκρισε μὲ τρόπο θεῖο, ἢ καλύτερα βρόντηξε ἐναντίον
τῆς τωρινῆς κακοδοξίας
αὐτὰ ποὺ πρέπει»! Ἐπίσης τὸν παρακαλεῖ
νὰ τὸν λογαριάζει ὡς μέλος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἀφοῦ δὲν ἔχει σχέση
καὶ κοινωνία μὲ ἐκείνη τῆς Κων/πόλεως!
Συγκεκριμένα, ἀπευθυνόμενος ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ
Στουδίτης πρὸς τὸν ὀρθόδοξο Πάπα Λέοντα γράφει:
Μετάφραση. (Τὸ κείμενο ἀκολουθεῖ).
«Διδαγμένοι λοιπὸν καὶ ἐμεῖς οἱ ταπεινοὶ
καὶ ἐλάχιστοι ἀπὸ τοὺς ἀνέκαθεν ἁγίους Πατέρες μας, ἐπειδὴ δημιουργήθηκε καὶ
τώρα κάποια καινοτομία στὴ δική μας Ἐκκλησία (σ.σ. ἐννοεῖ τὶς μοιχειανικὲς αἱρέσεις) θεωρήσαμε χρέος μας νὰ ἀναφέρουμε τὴν
καινοτομία αὐτή (σὲ σένα). Συγκροτήθηκε λοιπὸν σύνοδος ἀληθινὰ παρανόμων καὶ συνέδριον μοιχῶν. Καὶ δὲν
σταμάτησαν μάλιστα μέχρι τοῦ σημείου αὐτοῦ (ἀλλὰ προχώρησαν περισσότερο)
συστήνοντας παρασυναγωγὴ μὲ προηγούμενη συνέλευση μὲ τὴν ἀποδοχὴ καὶ συλλειτουργία ἐκείνου ποὺ στεφάνωσε τοὺς μοιχούς,
σύμφωνα μὲ τὸν θεῖο Βασίλειο. Ἀλλὰ σὰν νὰ ἤθελαν νὰ ἐξασφαλίσουν γιὰ τὸν ἑαυτό
τους ὄνομα τέλειας αἱρέσεως, μὲ ἄλλη δημόσια σύνοδο, ἐκείνους ποὺ δὲν συμφωνοῦσαν
μὲ τὴν παράνομη κακοδοξία τους, ἢ μᾶλλον ὁλόκληρη τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, τοὺς ὑπέβαλαν
σὲ ἀναθεματισμό. Καὶ
δικαιολογία γι’ αὐτοὺς ἦταν ὅτι ἐπικράτησε ὁ πονηρὸς λόγος (δηλαδή, ὅπως
παρομοίως λέγουν καὶ σήμερα οἱ ἱερωμένοι: «ἡ μετατροπὴ τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου
σὲ “πασαρέλα” καὶ πορνικὴ “ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν” ἐπικράτησε· τὸ κακὸ τῶν μικτῶν
γάμων, ἐπικράτησε· τί μποροῦμε τώρα νὰ κάνουμε”; Καὶ μοιρολατρικὰ γίνονται
«λειτουργοὶ» τοῦ σκανδαλισμοῦ καὶ τῆς παρανομίας!). Διακηρύττουν λοιπὸν οἰκονομία τὴν στέψη τῶν μοιχῶν, καὶ ὁρίζουν
ὅτι οἱ θεῖοι νόμοι δὲν ἰσχύουν γιὰ τοὺς βασιλεῖς. Αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴν ἀλήθεια μέχρις
αἵματος τοὺς ἀπαγορεύουν
νὰ μιμοῦνται τὸν Πρόδρομο καὶ τὸν Χρυσόστομο. Διατυπώνουν τὴν γνώμη, ὅτι ὁ
καθένας ἀπὸ τοὺς ἱεράρχες ἔχει ἐξουσία μεγαλύτερη ἀπὸ τοὺς κανόνες, ἀντίθετα ἀπ’
ὅσα ὁρίζονται ἀπὸ αὐτούς.
Ἔτσι, ὅποτε τύχει, καὶ κρυφὰ καὶ φανερά,
νὰ καταδικαστεῖ κάποιος ἀπὸ τοὺς ἱερωμένους μὲ καθαιρετικοὺς κανόνες, μὲ τὴν ἐξουσία
ἐκείνου ποὺ ἀποφασίζει μένει ἀκαθαίρετος. Καὶ μάρτυρας αὐτῶν ποὺ λέγω εἶναι αὐτὸς
ποὺ στεφάνωσε μοιχόν, καὶ ἐνῶ τοῦ εἶναι ἀπαγορευμένο, μαζὶ μὲ ἄλλα, καὶ ἀπὸ
διάφορους κανόνες, ὡστόσο αὐτὸς συλλειτουργεῖ δημοσίως μὲ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι, κάνοντας
τὶς παρανομίες οἰκονομίες, ὀνομάζουν μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν καὶ ἄλλους καὶ τοὺς ἑαυτούς τους ἁγίους,
καὶ ἐκείνους ποὺ δὲν παραδέχονται αὐτὲς τὶς παρανομίες τοὺς
ἀναθεματίζουν, ὡς ἀποξενωμένους
ἀπὸ τὸν Θεό· καὶ μάρτυρας αὐτῶν ποὺ λέγω
ἐδῶ εἶναι καὶ ὁ διωγμός. Τί μποροῦμε νὰ ποῦμε γι’ αὐτά, μακάριε, παρὰ ἐκεῖνο τὸ ἀποστολικό,
ὅτι “Τώρα ἔχουν ἐμφανιστεῖ πολλοὶ ἀντίχριστοι”, ἐφόσον δὲν ἐξουσιαζόμαστε ὅλοι
οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τοὺς θείους νόμους καὶ κανόνες;
Ἀφοῦ αὐτὰ ἀναφέρθηκαν ἤδη μὲ εἰλικρίνεια
ἀπὸ τὴν ταπεινότητά μας, ἀπευθύνουμε στὴν χριστομίμητη μακαριότητά σου τὴν
κραυγὴ ἐκείνη ποὺ ἀπηύθυνε ὁ κορυφαῖος μαζὶ μὲ τοὺς ὑπολοίπους ἀποστόλους στὸν
Χριστό, ὅταν εἶδαν νὰ σηκώνεται ἡ τρικυμία τῆς θάλασσας· “Σώσε μας”, ἀρχιποίμενα
τῆς κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ Ἐκκλησίας, “χανόμαστε”. Μιμήσου τὸν διδάσκαλο Χριστὸ καὶ
ἅπλωσε χέρι βοηθείας στὴν Ἐκκλησία μας, ὅπως ἐκεῖνος στὸν Πέτρο, μόνο ποὺ Ἐκεῖνος
ὅταν εἶχε ἀρχίσει νὰ βυθίζεται στὴ θάλασσα, ἐνῶ σὺ ἀφοῦ ἤδη
ἔχει καταποντιστεῖ στὸ
βάθος τῆς αἵρεσης.
Παρακαλοῦμε μιμήσου τὸν συνώνυμό σου
Πάπα, καὶ ὅπως ἐκεῖνος ὅταν ἐμφανίστηκε ἡ αἵρεση τοῦ Εὐτυχοῦς ἐξηγέρθη σὰν μὲ
λιονταρίσιο πνεῦμα, ὅπως γνωρίζουν ὅλοι, μὲ τὶς δογματικὲς ἐπιστολές του, ἔτσι
κι ἐσύ, τολμῶ νὰ πῶ, ποὺ φέρεις τὸ ὄνομά του, μούγκρισε μὲ τρόπο θεῖο, ἢ καλύτερα βρόντηξε ἐναντίον τῆς
τωρινῆς κακοδοξίας αὐτὰ ποὺ
πρέπει. Γιατί, ἀφοῦ αὐτοί, διεκδικώντας γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους τὴν αὐθεντία, δὲν
φοβήθηκαν νὰ συγκαλέσουν αἱρετικὴ σύνοδο, ἂν καὶ βέβαια, ἀκόμη καὶ ὀρθόδοξη νὰ ἦταν,
ἄσκησαν ἐξουσία χωρὶς τὴ δική σας γνώση, ὅπως ἀπαιτεῖ τὸ ἔθιμο ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ
ἐπικράτησε, πόσο περισσότερο δικαιολογημένο καὶ ἀναγκαῖο θὰ ἦταν, ὑπενθυμίζουμε
μὲ φόβο, νὰ συγκροτηθεῖ νόμιμη σύνοδος ἀπὸ τὴ θεία πρωταρχία σου, ὥστε ἡ ὀρθόδοξη
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀποκρούσει τὴν αἱρετική, καὶ οὔτε ἡ κορυφαιότατη ἐξουσία σου
μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ὀρθοδόξους νὰ ἀναθεματίζεται ἀπὸ τοὺς κενοφώνους, οὔτε ἐπίσης
νὰ βρίσκουν τὴν μοιχοσύνοδο σὰν ὁρμητήριο παρανομίας αὐτοί, ποὺ θέλουν νὰ
γλιστροῦν εὔκολα στὴν ἁμαρτία.
Ἀφοῦ ἀναφέραμε αὐτά, ὡς ἐλάχιστα μέλη τῆς
Ἐκκλησίας, παρακαλοῦμε τὴν ἁγία ψυχή σας νὰ μᾶς ὑπολογίζει ὡς δικά της
πρόβατα…».
Κείμενο:
«Τοιγαροῦν
δεδιδαγμένοι καὶ ἡμεῖς οἱ ταπεινοὶ καὶ ἐλάχιστοι, ἐκ τῶν ἀνέκαθεν ἁγίων Πατέρων
ἡμῶν, ἐπεὶ ὑπήρχθη τις καὶ νῦν καινοτομία ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίᾳ, ὀφειλόμενον
ἡγησάμεθα ταύτην ἀνενεγκεῖν. Γέγονεν τοίνυν σύνοδος ὡς ἀληθῶς ἀθετούντων καὶ
συνέδριον μοιχωμένων. Και γε οὐ μέχρι τούτου ἔστησαν, παρασυναγωγὴ διὰ προτέρας
συνελεύσεως ἐν τῇ τοῦ μοιχοζεύκτου παραδοχῇ καὶ συνιερουργίᾳ, κατὰ τὸν θεῖον
Βασίλειον. Ἀλλ’ ὡς ἂν ἑαυτοῖς αἱρέσεως τελείας ὄνομα περιποιήσωνται, δι’ ἑτέρας
συνόδου δημοσίας, τοὺς μὴ τῇ παρανόμῳ αὐτῶν κακοδοξίᾳ συγκαταθεμένους, μᾶλλον δὲ
ὅλην τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν, ἀναθεματισμῷ ὑποβεβλήκασι. Καὶ τὸ δικαίωμα αὐτοῖς,
λόγου πονηροῦ κραταίωμα. Οἰκονομίαν οὖν τὴν ζευξιμοιχείαν δογματίζουσιν· ἐπὶ τῶν
βασιλέων τοὺς θείους νόμους μὴ κρατεῖν διορίζονται· τοὺς ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ
δικαίου μέχρις αἵματος ἐνστάντας, ὥσπερ τὸν Πρόδρομον καὶ Χρυσόστομον, μιμεῖσθαι
ἀπαγορεύουσιν· ἕκαστον τῶν ἱεραρχῶν ἐξουσιάζειν ἐν τοῖς θείοις κανόσι, παρὰ τὰ ἐν
αὐτοῖς κεκανονισμένα, ἀποφαίνονται.
Καὶ διὰ τοῦτο,
ὁπόταν τύχῃ καὶ κρυπτῶς καὶ ἐμφανῶς ἁλῶναί τινα τῶν ἱερωμένων καθαιρετικοῖς
κανόσι, τῇ τοῦ βουλομένου ἐξουσίᾳ μένειν ἀκαθαίρετον. Καὶ μάρτυς τοῦ λόγου ὁ
διαφόροις κανόσι σὺν ἄλλοις κεκρατημένος μοιχοζεύκτης καὶ συλλειτουργῶν αὐτοῖς
δημοσίᾳ. Τοὺς παρανομίας ὡς οἰκονομίας ποιοῦντας ἄλλους τε καὶ ἑαυτοὺς ἁγίους ἐν
τούτῳ ὀνομάζουσι καὶ τοὺς μὴ ταύτας προσιεμένους ὡς ἠλλοτριωμένους Θεοῦ ἀναθεματίζουσι˙
μάρτυς δὲ κἀνταῦθα τοῦ λόγου ὧν καὶ ὁ διωγμός. Τί οὖν ἔστιν ἐν τούτοις, ὦ
μάκαρ, εἰπεῖν ἢ τὸ ἀποστολικὸν ἐκεῖνο, ὅτι νῦν πολλοὶ ἀντίχριστοι γεγόνασιν, εἴπερ
μὴ ὑπὸ τῶν θείων νόμων καὶ κανόνων πάντες ἄνθρωποι ἐξουσιαζόμεθα;
Τούτων ἤδη ἀψευδῶς ὑπὸ τῆς εὐτελείας ἡμῶν ἀνενεχθέντων
ἐκείνην τὴν φωνήν, ἣν ὁ κορυφαῖος σὺν τοῖς λοιποῖς ἀποστόλοις προσήγαγεν Χριστῷ,
ἡνίκα ὁ τῆς θαλάσσης κλύδων ἐπεγείρετο, προσφέρομεν τῇ χριστομιμήτῳ σου
μακαριότητι˙ σῶσον ἡμᾶς, ἀρχιποιμὴν τῆς ὑπ’ οὐρανόν ἐκκλησίας, ἀπολλύμεθα.
μίμησαί σου τὸν διδάσκαλον Χριστὸν καὶ ὄρεξον χεῖρα τῇ καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησίᾳ, ὡς ἐκεῖνος
Πέτρῳ, ὅσον ὁ μὲν ἀρχομένῳ καταποντίζεσθαι ἐν τῇ θαλάσσῃ, αὐτὸς δ’ αὖ
καταποντισθείσῃ ἤδη ἐν τῷ τῆς αἱρέσεως βάθει.
Ζήλωσόν σου,
δεόμεθα, ταὸν ὁμώνυμον πάπαν, καὶ ὡς ἐκεῖνος τηνικαῦτα τῆς Εὐτυχιανικῆς αἱρέσεως
ἀναφυείσης λεόντειόν πως διηγέρθη τῷ πνεύματι, ὡς ἴσασι πάντες, ταῖς δογματικαῖς
αὐτοῦ ἐπιστολαῖς, οὕτω καὐτός, τολμῶ λέγειν, φερωνύμως βρύξον θείως, μᾶλλον δὲ
βρόντησον κατὰ τῆς παρούσης κακοδοξίας τὰ εἰκότα. εἰ γὰρ οὗτοι ἑαυτοῖς ἐξαυθεντήσαντες
αἱρετικὴν σύνοδον ἐκπληρῶσαι οὐκ ἔδεισαν καίπερ, εἰ καὶ ὀρθόδοξον, οὐκ ἄνευ τῆς
ὑμῶν εἰδήσεως ἐξουσιάζοντες, ὡς τὸ ἄνωθεν κεκρατηκὸς ἔθος, πόσῳ γε μᾶλλον εὔλογον
καὶ ἀναγκαῖον ἄν εἴη, ὑπομνήσκομεν φόβῳ, ὑπὸ τῆς θείας πρωταρχίας σου ἔννομον
κροτηθῆναι σύνοδον, ὡς ἂν τὸ ὀρθόδοξον τῆς ἐκκλησίας δόγμα τὸ αἱρετικὸν ἀποκρούσηται
καὶ μήτε ἡ κορυφαιότης σου σὺν ἅπασι τοῖς ὀρθοδόξοις ἀναθεματίζοιτο παρὰ τῶν
νέων κενοφώνων μήτ’ αὖ ὁρμητήριον ἀνομίας τὴν μοιχοσύνοδον εὑρίσκοντες οἱ
βουλόμενοι κατολισθαίνουσιν εὐπετῶς πρὸς τὴν ἁμαρτίαν.
Ταῦτα ἀνηγγελκότες,
ὡς ἐλάχιστα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἐξαιτοῦμεν τὴν ἁγίαν αὐτῆς ψυχὴν λογίζεσθαι ἡμᾶς
ὡς οἰκεία αὐτῆς πρόβατα» (Έπιστολή 33, Λέοντι πάπᾳ Ῥώμης, σελ. 158-163, Φιλοκαλία
τῶν Νηπτικῶν καὶ Ἀσκητικῶν, Θεοδώρου Στουδίτου Ἐπιστολές, 18Β΄).