«Εν
τάχει» (Αποκ. 1, 1.). Γρήγορα. Σύντομα.
Πότε
όλα αυτά αλήθεια θα γίνουν;
Λέγει
ο άγιος Ανδρέας Καισαρείας: «Το δε εν τάχει γενέσθαι σημαίνει το τινά μεν αυτών
παρά πόδας γενέσθαι της περί αυτών προρρήσεως», δηλαδή μερικά απ' αυτά που
προφητεύθηκαν είναι παρά πόδας, σύντομα. Να, τώρα, κοντά! Αν θέλετε, και
σύγχρονα -τότε- με την προφητεία, «και τα επί συντελεία δε μη βραδύνειν», κι
εκείνα που θα είναι στο τέλος της Ιστορίας, που αναφέρονται ως προφητεία στα
έσχατα, κι εκείνα δεν θα βραδύνουν, «διότι χίλια έτη παρά Θεώ ως η ημέρα η
εχθές, ήτις διήλθεν λελόγισται» (Άγ. Ανδρέας Καισαρείας), διότι όπως πέρασε η
χθεσινή ημέρα, έτσι είναι και τα χίλια χρόνια για τον Θεό.
Αλλά
με την καταγραφήν των αποκαλύψεων (από τον Ευαγγελιστήν Ιωάννη), αγαπητοί μου, έχομε
έναρξι εκείνων που θα συμβούν, τα οποία σαν μια αλυσίδα επεκτείνονται μέχρι τα
έσχατα της Ιστορίας. Αυτό το «εν τάχει»
σημαίνει συνεπώς μια ταχεία έναρξι, όχι όμως και ολοκλήρωσι των
αποκαλυπτομένων. Διαρκώς μια αποκάλυψι, που η ολοκλήρωσί της θα είναι στο
τέλος. Αρχή λοιπόν και τέλος -αφού λέμε «εν τάχει»- κατοπτεύονται, ορώνται,
βλέπονται, εις μίαν και την αυτήν εικόνα. Εις μίαν και την αυτήν εικόνα.
Είναι
χαρακτηριστικόν ότι αυτό το προχριστιανικό «δει», που το έχουμε στον Δανιήλ και σ' άλλους Προφήτας,
είναι μάλλον χρονικώς αόριστον, ενώ το μεταχριστιανικό
«δει» είναι συγκεκριμένο
και «εν τάχει». Δηλαδή:
Όταν
έχωμε τον Αβραάμ, στα 2.000 π.Χ., και του λέγει ο Θεός μάλιστα ότι απ' αυτόν θα
κάνη λαόν πολύν, αποκαλύπτεται ο ερχομός του Μεσσίου. Αυτό οι Προφήται θα το
πουν και θα το ξαναπούν, από την εποχή του Αβραάμ, μες στα δυο χιλιάδες χρόνια,
ώσπου να έρθη ο Χριστός. Όταν διαβάζωμε την Παλαιά Διαθήκη, έχομε την αίσθησι
ότι αυτά θα γίνουν εις το απώτατο μέλλον· κάποτε. Χρονικώς αόριστα. Προσέξτε: χρονικώς αόριστα. Δεν ξέρομε.
Κι
όμως (αυτά τα
χρονικώς αόριστα) αυτά πραγματοποιήθηκαν, από την εποχή του Αβραάμ,
μέσα σε δυο χιλιάδες χρόνια. Ήρθε ο Χριστός, δυο χιλιάδες μετά τον Αβραάμ. Όταν
τώρα το μεταχριστιανικόν «δει» μας
λέγει ότι αυτά θα γίνουν «εν τάχει», γρήγορα· έτσι ―όπως λέγει ο καθηγητής
Μπρατσιώτης― «σαν να αισθανώμεθα τον καλπασμό των επερχομένων γεγονότων, σαν να
τ' ακούμε· να, όπως το ποδοβολητό έξω εις το λιθόστρωτον» έρχονται, έρχονται
«εν τάχει», γρήγορα· και έχουν περάσει δύο χιλιάδες χρόνια. Σας θέτω το ερώτημα·
μήπως ευρισκόμεθα εις τα έσχατα, ή τουλάχιστον εις την έναρξιν των εσχάτων;
Αγαπητοί
μου, πιθανώς!
Ὀκτώβριος
1980