Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος

 Γέροντας Ἰάκωβος Τσαλίκης:

Ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Ρῶσσος πρό ἡμερῶν εἶχε πεῖ ὅτι «νομίζουν πώς κοιμᾶμαι μέσα στή λάρνακα, πεθαμένος ἤ ὅτι εἶμαι νεκρός. Ἐγώ ὅμως εἶμαι ζωντανός...»


Ποιός εἶναι ὁ σκοπός ὕπαρξης τῶν Ἁγίων Λειψάνων στήν Ὀρθοδοξία μας καί πῶς μποροῦμε νά σταθοῦμε καί νά ἀξιοποιήσουμε τήν ἰαματική τους Χάρη καί εὐλογία.

Συνέντευξη μέ τόν μακαριστό γέροντα π.Ἰάκωβο Τσαλίκη, προηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Δαυίδ Εὐβοίας.

Τό ἀπομαγνητοφωνημένο ἀπόσπασμα εἶναι ἀπό τήν ἐκπομπή Ράδιο-Παράγκα τοῦ ραδιοφωνικοῦ σταθμοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Τήν ἐκπομπή παρουσίαζε ὁ πρωτοπρεσβύτερος π. Κωνσταντῖνος Στρατηγόπουλος.

Ἀκοῦστε τὴν καταπληκτικὴ συνομιλία…


π. Ἰάκωβος: Μιά μέρα θ᾽ ἀναστηθοῦν π. Κωνσταντῖνε μου, κατά τή βουλή καί τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πού μᾶς εἶπε καί ὁ Χριστός μας «καί πάντες ἀναστήσονται». Καί ὅτι ὀστέα γυμνά ἐκβλύζουν ἰάματα, ἀλλά μέσα σ᾽ αὐτά τά λείψανα, τά ἱερά, κατοικοῦσε ἤ κατοικεῖ ψυχή ἀθάνατος κι ὅσο καί νά φθαροῦν μέσα στό χῶμα καί μέσα στή γῆ κάποτε μιά μέρα θά λάβουν ζωή αὐτά τά λείψανα καί τά ὀστά αὐτά, πάτερ Κωνσταντῖνε, καί θά ἀναστηθοῦν καί θά παρουσιαστοῦν πάλι στόν Δεσπότη Χριστό ὅπως, μέ συγχωρεῖτε, ἤμασταν καί πρῶτα ἀλλά καί μέ τό σῶμα, κι ὅτι θά λάβουν ζωή τά λείψανα αὐτά.
π.Κ.Σ.: Πάτερ Ἰάκωβε, ἔχετε ἐκεῖ τά λείψανα τοῦ ὁσίου Δαυίδ. Μήπως μπορεῖτε νά μᾶς πεῖτε μερικά πράγματα γιά τήν ἐνέργεια πού κάνουν τά λείψανα αὐτά.
π. Ἰάκωβος: Πατέρα Κωνσταντῖνε, τά ἅγια λείψανα τοῦ ὁσίου Δαυίδ τά βλέπετε γυμνά ὀστέα. Ἀναβλύζουν ἰάματα καί δίδουν θεραπεία καί θεραπεύουν κάθε κακή ἀρρώστια, ὅπως τόσα καί τόσα πράγματα πού βλέπουμε στίς μέρες μας, αὐτά πού σᾶς ἔλεγα προηγουμένως στόν ὅσιο καί στόν ἅγιο Δαυίδ ἀλλά καί στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Ρῶσσο.
Πάτερ Κωνσταντῖνε μου, ἐδῶ ὁ ἅγιος Δαυίδ, τά λείψανά του, ἔχουν θαυματουργική δύναμη, διότι μέσα σ᾽ αὐτά κατοικοῦσε ἡ ἀθάνατος ψυχή καί κατοικοῦσε πάτερ μου, κατοικεῖ, καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Λοιπόν, κάνουν πολλά θαύματα ὅταν σταυρώσουμε ἕναν ἄνθρωπο μέ τήν ἁγία του κάρα. Θεραπεύει ἀπό καρδιά, πού ἔρχονται στό μοναστήρι πολλοί ἄνθρωποι πονεμένοι, ἀπό καρκίνο, ἀπό διάφορες κακές ἀρρώστιες καί δύσκολες, καί θεραπεύει πάτερ μου κάθε κακή ἀσθένεια. 

Καί βλέπουμε ὅτι μέσα σ᾽ αὐτά τά ὀστά, τά ἅγια λείψανα, κατοικεῖ πάτερ μου, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, πάτερα Κωνσταντῖνε. Καί εἶναι πολύ θαυματουργός ὁ Ἅγιος καί κάνουν πάντα τά θαύματά τους οἱ Ἅγιοι ὅταν κι ἐμεῖς ἔχουμε πίστιν Θεοῦ. Πῶς λέγει ὁ Χριστός μας «ἔχετε πίστιν Θεοῦ, αἰτεῖτε καί δοθήσεται». Εἶναι, πάτερ μου, ζωντανή ἡ χάρις τῶν Ἁγίων καί τά ἱερά λείψανα ἔχουν θαυματουργική δύναμη καί δίνουν, πάτερ μου, ἰάσεις καί δίνουν, πάτερ μου, ἁγιασμό καί στό σῶμα καί στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.
π.Κ.Σ.: Πάτερ Ἰάκωβε εὐχαριστῶ πάρα πολύ γι᾽ αὐτά πού μᾶς εἴπατε γιά τά ἅγια λείψανα καί δέν ξέρω ἄν εἴχατε κάτι ἄλλο νά μοῦ πεῖτε γιά τούς ἀκροατές μας. Πῶς μποροῦν νά αἰσθανθοῦν μπροστά στά λείψανα καί πῶς μποροῦν νά ἀξιοποιήσουν τήν ἰαματική τους χάρη καί τήν εὐλογία.

π. Ἰάκωβος: Πατέρα Κωνσταντῖνε, τά ἅγια λείψανα ἔχουν χάρη ἀπό τόν Θεό. Ἄς ποῦμε, βλέπετε ἦταν κι αὐτοί ἄνθρωποι στή γῆ ἀλλά... καθώς καί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου, ὅπως ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Ρῶσσος πρό ὀλίγων ἡμερῶν εἶχε πεῖ ὅτι «νομίζουν πώς κοιμᾶμαι μέσα στή λάρνακα, πεθαμένος καί κοιμᾶμαι ἤ εἶμαι νεκρός. Ἐγώ ὅμως εἶμαι ζωντανός», μέ συγχωρεῖτε, «κι ὅτι αὐτοί νομίζουν πώς βλέπουν καί κοιμᾶμαι καί δέν ὑπολογίζουν οἱ Χριστιανοί. Ἀλλά ἄκουσε πάτερ μου νά σοῦ πῶ», λέει, «πολλή ἁμαρτία στόν κόσμο, πολλή ἀσέβεια καί πολλή ἀπιστία». Γι᾽ αὐτό εἶχε πεῖ, πατέρα Κωνσταντῖνε μου, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσσος, δέν τά λέω ἐγώ γιατί εἶμαι... μέ συγχωρεῖτε βλέπω φαντασίες, ἀλλά πάτερ μου, εἶπε ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Ρῶσσος, ὅτι πρέπει νά γίνει πόλεμος, διότι πάτερ μου, πολλή ἁμαρτία στόν κόσμο.
Βλέπετε, πατέρα Κωνσταντῖνε μου ὅτι εἶχε κηρυχθεῖ ὁ πόλεμος, οἱ πλημμύρες, οἱ καταστροφές, τόσα καί τόσα κακά πού ἔγιναν ἐδῶ στήν Εὔβοια. Ἀλλά ἡ χάρις του εἶναι πολύ μεγάλη. «Νομίζουν οἱ χριστιανοί ὅτι ἐγώ κοιμᾶμαι στή λάρνακα. Ἐγώ τούς πάντας βλέπω καί εἶναι μέσα τό σῶμα μου, ἀλλά ἐγώ πολλές φορές ἐξέρχομαι». Ἦταν, πατέρα Κωνσταντῖνε μου, ἔξω ἀπό τή λάρνακά του ὁ ἅγιος καί λέει αὐτοί δέν μέ βλέπουν, ἐγώ τούς βλέπω καί τούς ἀκούω τί λένε. Καί πάλι, πατέρα Κωνσταντῖνε μου, εἰσῆλθε μέσα στή λάρνακά του καί ξάπλωσε σάν ἕνας ἄνθρωπος. Διότι ἔχουν, πάτερ μου, ζωήν αἰώνιον αὐτά τά λείψανα τῶν ἁγίων μας. Καί σ᾽ αὐτά τά κόκκαλα μέσα τά πεθαμένα, πού λέμε ἐμεῖς πεθαμένα, πατέρα Κωνσταντῖνε, ὑπάρχει ἡ ζωή ἡ ἀθάνατος, καί τό Πνεῦμα, πάτερ μου, καί ἡ ψυχή ἡ ἀθάνατος.
π.Κ.Σ.: Πάτερ Ἰάκωβε Χριστός ἀνέστη κι εὐχαριστοῦμε πάρα πολύ γιά ὅλα.
π. Ἰάκωβος: Πατέρα Κωνσταντῖνε μου νά μᾶς ἔρθεις νά σέ δοῦμε.
π.Κ.Σ.: Νά εὔχεστε νά ἔρθουμε σύντομα.
π. Ἰάκωβος: Εὐχαριστοῦμε πολύ πατέρα Κωνσταντῖνε, πάντως, πατέρα Κωνσταντῖνε μου, τά ἱερά λείψανα ἔχουν τήν ἰαματική χάρη, ὅτι ὀστέα γυμνά ἐκβλύζουν ἰάματα καί θεραπεύουν κάθε κακή ἀρρώστια καί κάθε πονεμένο ἄνθρωπο. Διότι βλέπουμε, πατέρα Κωνσταντῖνε μου, πρό ὀλίγου, ...τώρα μπορεῖ νά σέ κουράζω...
π.Κ.Σ.: Ὄχι, θέλω ν᾽ ἀκούσω πολλά ἀπό σᾶς...
π. Ἰάκωβος: Πρό ὀλίγου ἦταν ἕνας νέος ἀπό τήν πατρίδα τοῦ ἁγίου, τή Λοκρίδα, κι αὐτός ὁ νέος περίμενε τέσσερις ἡμέρες στή μονή καί μοῦ λέγει, πάτερ, μοῦ λέγει, πόσο καλό κάνει ἡ Ἐκκλησία. Ἐγώ πήγαινα, λέει, εἰκοσιπέντε χρόνια στήν Ἐκκλησία ἔμενα λιγάκι κι ἔφευγα. Ἐδῶ, πάτερ μου, κάθησα τρεῖς ἡμέρες στό μοναστήρι σας καί, πάτερ μου, καθόμαστε σ᾽ ὅλη τή Λειτουργία, ἀλλά τί ὡραῖα γράμματα πάτερ μου, λέει. Θά κατοικήσει, λέει, μέσα στό σῶμα μου, ὁ Θεός καί ὁ ἅγιος Δαυίδ. Καί εἴδαμε τή μεταμέλεια τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, τοῦ νεαροῦ, πατέρα Κωνσταντῖνε μου, εἴδαμε τή μετάνοιά του, κι ἀμέσως βλέπετε, ἔπεσε ὁ σπόρος εἰς ἀγαθήν γῆν καί ὁ καλός ὁ λόγος. Καί χαιρόμεθα πατέρα Κωνσταντῖνε μου, διότι ἔρχονται πονεμένες ψυχές καί ἄνθρωποι μέ ἁμαρτίες καί μέ σφάλματα καί γίνονται ἀπό παλαιοί ἄνθρωποι νέοι ἄνθρωποι.
Καί εὐχαριστῶ πάρα πολύ τήν ἀγάπη σας, πού μ᾽ ἀκούσατε πατέρα Κωνσταντῖνε μου...
π.Κ.Σ.: Βεβαίως, βεβαίως, μάλιστα...
π. Ἰάκωβος: Εὐχαριστοῦμε πολύ καί μέ τό καλό, εὔχομαι καλή δύναμη. Μέ τό καλό νά μᾶς ἔλθετε στήν ἁγία Μονή, μέ τό καλό πάντοτε νά ἐξυπηρετεῖτε τό ποίμνιό σας ἐκεῖ καί νά διδάσκετε τόν λόγον τῆς ἀληθείας...

Σοκαρισμένοι οι "εργολάβοι" του οικουμενισμού με την απόφαση της Ιεραρχίας



".. «Δεν μπορούμε να λαμβάνουμε τέτοιες αποφάσεις» υποστήριξαν οι μητροπολίτες Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος.."

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν είναι Εκκλησία αλλά ομολογία ή κοινότητα, σύμφωνα με την απόφαση που έλαβε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
        Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες γνωστές Εκκλησίες, όπως είναι η Αγγλικανική και η Λουθηρανική. «Είναι αιρετικοί και δεν μπορούμε να τους δώσουμε εκκλησιαστικότητα» υποστήριξαν οι μητροπολίτες Πειραιώς κ. Σεραφείμ και Κυθήρων κ. Σεραφείμ.
        Μέσα σ’ αυτό το κλίμα η Ιεραρχία με απόφασή της θα προτείνει όλες οι αναφορές που γίνονται στο κείμενο περί των «σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον» να αλλάξουν και όπου υπάρχει η λέξη «Εκκλησία», εκτός της Ορθόδοξης, για να προσδιορίσει τις σχέσεις με τις άλλους χριστιανούς, αυτή να μετονομαστεί σε ομολογία και κοινότητα.
        Έτσι, π.χ., η φράση του κειμένου που αναφέρει ότι «αι προοπτικαί των θεολογικών διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των άλλων χριστιανικών εκκλησιών και ομολογιών προσδιορίζονται πάντοτε επί τη βάσει των κανονικών κριτηρίων της ήδη διαμορφωμένης εκκλησιαστικής παραδόσεως» με την παρέμβαση της Ιεραρχίας θα πρέπει να αλλάξει και να αναγράφεται στο κείμενο: «αι προοπτικαί…. (…) της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των άλλων χριστιανικών κοινοτήτων και ομολογιών [..]».
        Η απόφαση αναμένεται να προκαλέσει αίσθηση, καθώς επί δεκαετίες η Εκκλησία της Ελλάδος μετέχει στο διάλογο που διεξάγεται με την Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και ουδέποτε έχει εγείρει τέτοια θέματα. Όπως εκτιμάται, άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, όπως το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Ρουμανίας, η Αρχιεπισκοπή Πολωνίας, θεωρούν αδιανόητες τέτοιου είδους παρεμβάσεις. Άλλες, όμως, Εκκλησίες όπως το Πατριαρχείο Βουλγαρίας ή το Πατριαρχείο Γεωργίας, έχουν εκφράσει τις ίδιες θέσεις.
        «Δεν μπορούμε να λαμβάνουμε τέτοιες αποφάσεις» υποστήριξαν οι μητροπολίτες Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος και Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ενώ ακόμη και ο μητροπολίτης Νέας Σμύρνης κ. Συμεών, ο οποίος παραιτήθηκε από την αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος που θα συμμετάσχει στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, πήρε αποστάσεις από τις ακραίες αντιλήψεις που εξέφρασαν οι λεγόμενοι συντηρητικοί μητροπολίτες. Αντίστοιχη ήταν και η στάση του μητροπολίτη Περιστερίου κ. Χρυσοστόμου.
        Εντύπωση προκάλεσε και το γεγονός ότι καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια

Ένα εκπληκτικό αφιέρωμα

Ένα εκπληκτικό αφιέρωμα στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου (Σκήτη Βέροιας)


Πιθανόν να αποτελεί ένα από τα Harvard της Ορθοδοξίας. Στα αγιασμένα μέρη του έχουν φοιτήσει από τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες του Χριστιανισμού. Δεν είναι άλλη από την Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου. Πρόκειται για μια θαυματουργή γέφυρα της ύλης με το Θείο. Ένα παράδεισο φυσικό που θεμελιώνεται από τη συσσωρευμένη αρετή των επιφανών μοναχών
που υπηρέτησαν το θείο θέλημα ακλόνητοι και αναπόσπαστοι στην αδιάλειπτη προσευχή τους. Έχοντας περάσει το φράγμα του Αλιάκμονα και αφήνοντας πίσω μας την όμορφη Βέροια προχωράμε πιο βαθιά με σημάνσεις που οδηγούν στη μονή. Η οποία αν το σκεφτεί κανείς ίσως και να αποτελεί μια νοητή συνέχεια του παραδείσου που σφράγισε τις αισθήσεις μας.


Θα προσπαθήσουμε με το υλικό που διαθέτουμε να σας περάσουμε το όμορφο κλίμα που επικρατεί χαρίζοντάς σας έτσι ένα ακόμη προορισμό για να αφεθείτε. Λέγεται οτι η ιστορία

Η ενότητα, η διαφοροποίηση ως προς την Πίστη, ο Διάλογος ως διακονία και χωρίς συμβιβασμούς, οι ψευδο-ποιμένες, ο Λαός του Θεού φύλακας της Πίστεως

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ,
ΠΑΞΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΠΟΝΤΙΩΝ ΝΗΣΩΝ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ

Πρός
τήν Ἁγίαν καί Ἱεράν Σύνοδον
τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος

Παρατηρήσεις ἐπί τοῦ Κειμένου:
Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον

Στήν παρ. 3 ἀναφέρεται ἡ «εὐθύνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά τήν ἑνότητα, ὡς καί ἡ οἰκουμενική αὐτῆς ἀποστολή», ὅπως «ἐξεφράσθησαν ὑπό τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὗται [δηλ. οἱ Σύνοδοι] ἰδιαιτέρως προέβαλον τόν μεταξύ τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας ὑφιστάμενον ἄρρηκτον δεσμόν».
Ἐπ' αὐτοῦ θά ἤθελα νά ἐπισημάνω, ὅτι ἡ εὐθύνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιά τήν ἑνότητα ἀφορᾶ ἀποκλειστικῶς καί κυρίως στήν ἑνότητα τῆς πίστεως. Ἐάν, δηλαδή, δέν ὑπάρχει ταυτότητα στήν πίστη, τότε ἀπόλλυται ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας κι ἑπομένως ἡ οἰκουμενικότητα, γιά τήν ὁποία «μία πίστη» καί «μία Καθολική Ἐκκλησία» συγκροτήθηκαν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι. Σέ ἀντίθετη περίπτωση δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά γιά τήν «παγκοσμιότητα», ἡ ὁποία παραπέμπει σαφῶς στήν ἀριθμητική καί ποσοστιαῖα ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι στήν ποιοτική συγκρότηση, πού εἶναι ἡ πίστη στόν ἕναν Τριαδικό Θεό καί στήν ἐν Χριστῷ μεταμόρφωση τῶν πιστῶν.

Σέ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως ἀναφέρεται καί ὁ Μ. Βασίλειος στήν 114η Ἐπιστολή του: «Τοῖς ἐν Ταρσῷ περὶ Κυριακόν» (PG 32, 528B–529B), ὅπως καί στήν 113η Ἐπιστολή του «Τοῖς ἐν Ταρσῷ πρεσβυτέροις» (PG 32, 525B–528A). Στήν 114η Ἐπιστολή του κάνει λόγο γιά τή συνάντησή του μέ ἀδελφούς ἄλλων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖοι ἀποσπάστηκαν ἀπό τήν μία Ἐκκλησία γιά «τὸ φιλόχριστον καὶ τὸ περὶ τὴν πίστιν ἀκριβές τε καὶ εὔτονον» (PG 32, 528C). Ἡ διαμεσολάβηση, ἑπομένως, τοῦ Μ. Βασιλείου γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀποσκοπεῖ στήν ἐπιβεβαίωση τῆς ὑπαρχούσης ἑνότητος τῆς πίστεως, γι' αὐτό καί στή συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς του παρακαλεῖ τήν ὀρθόδοξη μερίδα τῆς Ταρσοῦ: «πάσῃ ἀγάπῃ ἔχειν αὐτοὺς ἡνωμένους γνησίως καὶ πάσης ἐκκλησιαστικῆς φροντίδος κοινωνούς, ἐγγυησάμενος καὶ αὐτοῖςτὴν ὑμετέραν ὀρθότητα ὅτι καὶ αὐτοὶ τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι τῷ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας ζήλῳ πρὸς πάντα ἐστὲ παρατεταγμένοι, ὅσαπερ ἂν δέῃ παθεῖν ὑπὲρ τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας» (PG 32, 528C).
Ἐπιπλέον, ἀπαραίτητος καί ἀναγκαῖος ὅρος γιά τήν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι τό «ὁμολογεῖν ...τὴν ἐκ τῶν Πατέρων ἡμῶν ἐκτεθεῖσαν πίστιν τῶν ἐν Νικαίᾳ ποτὲ συνελθόντων καὶ μηδεμίαν τῶν ἐκεῖ λέξεων ἀθετεῖν» (PG 32, 529A). Τό ἴδιο ἀκριβῶς ἐπαναλαμβάνει καί στήν προηγούμενη, τήν 113η Ἐπιστολή του, ἡπιότερη τῆς ἑπομένης, ὅταν ἀναφέρει: «Μηδὲν τοίνυν πλέον ἐπιζητῶμεν, ἀλλὰ προτεινώμεθα τοῖς βουλομένοις ἡμῖν συνάπτεσθαι ἀδελφοῖς τὴν ἐν Νικαίᾳ πίστιν...» (PG 32, 528A).
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται τό συμπέρασμα, ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλεται καί ἐλέγχεται ἐπί τῇ βάσει τῆς ταυτότητος τῆς πίστεως. Ὡς ἐκ τούτου, το νά ἀναφέρεται ἤ νά ἐξυπακούεται εὐκρινῶς ἡ ταυτότητα τῆς πίστεως μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση σέ κάθε ἀναφορά περί ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διαφοροποίηση ὡς πρός τήν πίστη δέν διευκολύνει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς, ὅταν ὁ Μ. Βασίλειος ἀναφέρεται στίς Ἐκκλησίες, «τὰς πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως ἀπ' ἀλλήλων διατμηθείσας» (PG 32, 528B), ἀναγνωρίζει πρωτίστως τήν ταυτότητα τῆς πίστεως μεταξύ αὐτῶν τῶν Ἐκκλησιῶν και προσπαθεῖ στή συνέχεια νά ἐξηγήσει τίς ἐπιμέρους λεπτομέρειες ἐπί τῆς κοινῶς ἀποδεκτῆς θεότητος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νά ἀναδειχθεῖ ἡ κοινή καί τῶν δύο πίστη. Μέ αὐτό τό δεδομένο δέν μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε σήμερα τήν ἔκφραση «διατμηθείσας Ἐκκλησίας» στίς σύγχρονες χριστιανικές κοινότητες, στίς ὁποῖες δέν ἔχει πρωτίστως ἀναγνωριστεῖ ἡ ταυτότητα τῆς πίστεως.
Στήν παρ. 6 ἀναφέρεται ὅτι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ' αὐτῆς, ἀλλά καί πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς».
ἀναφορά τοῦ Κειμένου, ὅπως καί τοῦ Μ. Βασιλείου, σέ ἄλλες Ἐκκλησίες, ἡ ὁποία παρουσιάζει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ διηρημένη, θά πρέπει νά προϋποθέτει τή διάκριση τοῦ Μ. Βασιλείου μεταξύ αἱρέσεως, σχίσματος καί παρασυναγωγῆς, τήν ὁποία ἀναλύει στήν 188η Ἐπιστολή του σέ σχέση μέ τό Βάπτισμα, δηλ. τήν ὑπαγωγή αὐτῶν πού ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία σέ μία ἀπό τίς τρεῖς παραπάνω κατηγορίες καί τόν τρόπο ὑπαγωγῆς αὐτῶν στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, δηλ. τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία (PG 32, 664B–684B).
Μέ βάση τήν παραπάνω παρατήρηση ἡ «ἱστορική ὕπαρξη ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν» δέν εὐσταθεῖ παρά μόνον γιά τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί τήν κοινή ἱστορική πορεία της μετά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατά τήν πρώτη χιλιετηρίδα. Ἡ "ἐκκλησία" τῶν Διαμαρτυρομένων, ἡ ὁποία ἀπεκόπη ἀπό τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί πάντως μετά τό σχίσμα της μέ τήν Ὀρθόδοξη (1054), ὄχι μόνον δέν ἔχει ἀποστολική συνέχεια, ἐφ' ὅσον δέν ἔχει ἱστορική ἀναφορά σέ ἀποστολική Ἐκκλησία, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἀλλά καί δέν ἀποδέχεται τήν μυστηριακή πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά ὑπάρχει κάποια κοινή βάση διαλόγου -γεγονός στό ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ παρ. 6. Ἀντιθέτως, ἡ χειροτονία τῶν γυναικῶν καί ὁ γάμος μεταξύ ὁμοφυλοφίλων δείχνει τήν ἀκόμη μεγαλύτερη καί εἰς βάθος ἀπομάκρυνση τῆς "ἐκκλησίας" τῶν Διαμαρτυρομένων ἀπό τή διδασκαλία, τή μυστηρική πράξη καί ἐν γένει τήν Ἐκκλησιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὡς ἐκ τούτου δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος στήν περίπτωση τῶν Διαμαρτυρομένων γιά Ἐκκλησία καί πολύ δέ περισσότερο γιά ἱστορική ὕπαρξη αὐτῆς τῆς "ἐκκλησίας".
Θά μποροῦσε ἴσως νά χρησιμοποιηθεῖ ὁ ὅρος "χριστιανική ὁμολογία ἤ κοινότητα", ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖται ἤδη ἀπό τούς Διαμαρτυρομένους. Ἡ διατύπωση «ἱστορική ὕπαρξη» θά μποροῦσε νά ἑρμηνευθεῖ μόνον στό πλαίσιο τῆς γνώσης τῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν, οἱ ὁποῖοι ὁδήγησαν στή δημιουργία αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας ἤ τῶν ἐκκλησιῶν καί οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν κάποια ἀξία γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά γιά τήν ἱστοριογραφία. Ὡς ἐκ τούτου δέν μπορεῖ ἡ ἔκφραση αὐτή νά περιέχεται σέ ἕνα θεολογικό Κείμενο.
Ἐάν δέ λάβουμε ὑπ᾽ ὄψιν καί τήν περίπτωση μεταφράσεως τοῦ Κειμένου, ἡ συγκεκριμένη πρόταση θά δώσει ἀμφίσημα μηνύματα στίς λοιπές χριστιανικές κοινότητες καί ὁμάδες καί θά φέρει σέ δυσχερή θέση τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κάθε φορά θά πρέπει νά ἐπεξηγεῖ, τί ἀκριβῶς ἐννοεῖ σέ αὐτήν.

Στήν παρ. 9 ἡ ἀναφορά στίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, «αἱ ὁποῖαι ἔχουν χρέος νά συμμετέχουν ἐνεργῶς καί συνεχῶς εἰς τήν διεξαγωγήν αὐτῶν [τῶν διαλόγων]», δέν ὀφείλεται οὔτε στίς ἀποφάσεις τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων, πού τό ἐπιβάλλουν, οὔτε βεβαίως στό νά μήν «παρακωλύηται ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρός δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ». Ἡ συμμετοχή στούς διμερεῖς ἤ πολυμερεῖς θεολογικούς διαλόγους ἀποτελεῖ χρέος καί καθῆκον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὡς Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική μετέχει τῆς ἀποκεκαλυμμένης θείας Ἀληθείας καί ὡς ἐκ τούτου θά πρέπει νά κηρύττει Αὐτήν σέ ὅλη τήν Οἰκουμένη κατά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 28, 19-20) καί τό παράδειγμα τῶν Ἀποστόλων (Τιμ. Α' 5, 11 καί 17· Τιμ. Β' 4, 17). Κατ' αὐτόν τόν τρόπο, ἡ διατύπωση τῆς Ἀληθείας καί ὁ διάλογος παίρνει τόν χαρακτήρα τῆς διακονίας, γεγονός πού ἀποτελεῖ ἰδιότητα τῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας, καί ὄχι τῆς ἐπιδείξεως ἰσχύος ἤ προβολῆς προσωπικῶν συμφερόντων, τά ὁποῖα ἔχουν κοσμικό καί πολιτικό χαρακτήρα.
Ἐπειδή λοιπόν, κατά τή γνώμη μου, τό περιεχόμενο τοῦ διαλόγου δέν κατανοεῖται στό Κείμενο ἐπί τῇ βάσει τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων καί στήν προοπτική τῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν κόσμο, γι' αὐτό ἀναφέρεται κατωτέρω, ὅτι «ἐν ᾗ περιπτώσει τοπική τις Ἐκκλησία ἤθελεν ἀποφασίσει νά μή ὁρίσῃ ἐκπροσώπους αὐτῆς εἴς τινα διάλογον ἤ συνέλευσιν διαλόγου, ἐάν ἡ ἀπόφασις αὕτη δέν εἶναι πανορθόδοξος, ὁ διάλογος συνεχίζεται», ἐνῶ ἡ ἄρνηση συμμετοχῆς μιᾶς τοπικῆς Ἐκκκλησίας στόν διάλογο ἤ στή συνέλευση ἀντιμετωπίζεται στό ἐπίπεδο «τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
Ἡ ἀνωτέρω πρόταση, α) συνέχειας τοῦ διαλόγου καί β) ἀντιμετώπισης τῆς ἀποχῆς μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν διάλογο στό ἐπίπεδο τῆς ἀλληλεγγύης, παραγνωρίζει σαφῶς ὅτι ἡ διακοπή τοῦ διαλόγου ἀπό μία Ἐκκλησία θά πρέπει νά πραγματοποιεῖται μόνον στήν περίπτωση πού ὑπάρχουν σοβαρές καί ἀνυπέρβλητες θεολογικές διαφορές, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν σέ μία διαφορετική ἑρμηνεία τῆς ἀποκεκαλυμμένης Ἀληθείας καί ἐν τέλει σέ μία διαφορετική Ἐκκλησιολογία. Τέτοιου εἴδους διαφορές μπορεῖ νά ὑπάρχουν μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν Διαμαρτυρομένων. Σέ αὐτήν τήν περίπτωση ὀφείλουν ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νά διακόψουν τόν διάλογο, γιατί δέν τίθεται θέμα «ἀλληλεγγύης» καί «ἑνότητος» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά θέμα διαφορᾶς πίστεως.
Ἐάν πάλι ὑπάρχουν θέματα διοικητικοῦ ἤ ποιμαντικοῦ ἐνδιαφέροντος, τά ὁποῖα ἀπασχολοῦν κάποια τοπική Ἐκκλησία μέ τίς ἑτερόδοξες ἐκκλησίες ἤ Ὁμολογίες, θά πρέπει αὐτά νά ἐπιλύονται σέ ἐπίπεδο πανορθοδόξου διαβουλεύσεως, χωρίς νά ἐπηρεάζεται ὁ διάλογος, ὁ ὁποῖος νοεῖται μόνον σέ θέματα πίστεως.
Τοῦτο γίνεται σαφές, ἄν παρατηρήσει κανείς τή μέχρι τοῦδε ἐπί τῶν κοινῶν σημείων συζήτηση μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν ἤ Ὁμολογιῶν, ἡ ὁποία δέν ὁδήγησε σέ καμία σύγκλιση, μᾶλλον δέ ἀποτέλεσε καί τήν εὐκαιρία ἀναπτύξεως προσηλυτιστικῶν τάσεων ἀπό τούς ἑτεροδόξους. Αὐτό εἶναι ἤδη γνωστό στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό καί ὁ Μ. Βασίλειος σέ μία ἐπιστολή του πρός τόν Διόδωρο (τόν μετέπειτα ἐπίσκοπο Ταρσοῦ) θέλοντας νά τονίσει τήν ἀξία τῆς σαφήνειας καί καθαρότητος τοῦ θεολογικοῦ λόγου ἔναντι αὐτῶν πού διαφοροποιοῦνται ὡς πρός τήν πίστη, ἐκφράζει τήν ἱκανοποίησή του γιά τό δεύτερο βιβλίο πού τοῦ ἀπέστειλε, τό ὁποῖο εἶναι σαφῶς καλύτερο ἀπό τό πρῶτο, «ὅτι πυκνόν τε ἅμα ἐστὶ ταῖς ἐννοίαις καὶ εὐκρινῶς ἐν αὐτῷ ἔχουσιν αἵ τε ἀντιθέσεις τῶν ὑπεναντίων καὶ αἱ πρὸς αὐτὰς ἀπαντήσεις» (Ἐπιστολή135, PG 32, 572B).
Ἐπιπλέον, ἡ ἀνωτέρω παρατήρηση τοῦ Μ. Βασιλείου ἀναφέρεται καί στόν τρόπο τοῦ διαλέγεσθαι, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι ἡ ἐξέταση τῶν προβλημάτων μέ πλούσια ἐκφραστικά μέσα, ποικίλα σχήματα καί διαλογική χάρη, τά ὁποῖα μποροῦν στή συνέχεια νά ὁδήγησουν σέ μία σύγκλιση ἤ «κατά πλειοψηφία» συμφωνία. Στήν περίπτωση τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ τῶν χριστιανῶν, στόν ὁποῖο ἀναζητεῖται ἡ ἑνότητα ὡς κοινή ὠφέλεια καί θεραπεία τῶν τραυμάτων τῆς διαιρέσεως, δέν ὑπεισέρχεται κανένας συμβιβασμός. Κάθε συμβιβασμός ὁδηγεῖ σέ ἐπιδείνωση τῆς διαιρέσεως, γιατί ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος ἀπαιτεῖ ἕναν συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς, ὁ ὁποῖος δέν μπορεῖ ποτέ νά εἶναι ἀποτέλεσμα συμβιβασμοῦ. Γι’ αὐτό καί ὁ Μ. Βασίλειος στήν ἴδια ἐπιστολή πρός Διόδωρο ἀναφέρει ἀμέσως παρακάτω: «καὶ τὸ τῆς λέξεως ἁπλοῦν καὶ ἀκατάσκευον πρέπον ἔδοξέ μοι εἶναι προθέσει χριστιανοῦ οὐ πρὸς ἐπίδειξιν μᾶλλον ἢ κοινὴν ὠφέλειαν γράφοντος» (Ἐπιστολή 135, PG 32, 572B).
Τέλος, ἡ παρ. 22 ἀναφέρεται στήν καταδίκη κάθε διασπάσεως «τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας». Ἐπιπλέον ἀναφέρεται ὅτι «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος».
Ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας γνωρίζουμε καλῶς ὅτι ἡ ὀρθόδοξος πίστη δέν εὑρίσκετο πάντοτε στίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων ἤ στήν πλειοψηφία τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας καί τῶν ἐπικρατοῦντων στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἤ πολιτείας. Θά ὑπενθυμίσω μόνον τρεῖς πολύ γνωστές Συνόδους: α) τῆς Ἐφέσου (449), τήν ἐπονομαζόμενη Ληστρική, β) τῆς Ἱέρειας (754) καί γ) τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας (1439), τίς ἀποφάσεις τῶν ὁποίων ἀπέρριψε ἡ Ἐκκλησία. Ἀκόμη θά ὑπενθυμίσω τόν λόγο τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰς Ἥρωνα τὸν φιλόσοφον, ὁ ὁποῖος μεταξύ τῶν διωχθέντων ὀρθοδόξων πιστῶν χριστιανῶν, σέ διωγμούς ὅπου «ἱερεῖς τε κατὰ ἱερέων ἐξοπλισθέντες, καὶ δῆμοι δήμοις ἐπιμανέντες· καὶ βασιλεὺς ἀσεβείᾳ διδοὺς παῤῥησίαν, καὶ κατὰ τῆς ὀρθῆς δόξης νομοθετῶν· καὶ οἱ μήτε ἄνδρες, μήτε γυναῖκες, παρ' αὐτῷ δυναστεύοντες» (PG 35, 1209B), συμπεριλαμβάνει καί αὐτόν τόν ἴδιο τόν Μ. Ἀθανάσιο καί τόν διάδοχο αὐτοῦ στόν πατριαρχικό θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας Πέτρο. Τόν τελευταῖο μάλιστα ἐξέβαλαν βιαίως ἀπό τόν ναό, ἐνῶ κακοποίησαν τούς ὀρθοδόξους πιστούς χριστιανούς (PG 35, 1212C-1216C). Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅταν παρουσιάστηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 379, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Κωνσταντινουπόλεως Δημόφιλος καί οἱ ὑπόλοιποι χριστιανοί καί πολιτικοί εἶχαν προσχωρήσει ἀπό τεσσαρακονταετίας στήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου.
Ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀνωτέρω εἶναι ἄκρως παρακινδυνευμένο νά περιορίσουμε τήν ὀρθόδοξη ἔκφραση τῆς πίστεως μόνον στούς Ἐπισκόπους. Σέ μία τέτοια περίπτωση, περιορισμοῦ τῆς ἐκφράσεως τῆς πίστεως, εἰς τί διαφέρει τό πρωτεῖο τοῦ πάπα Ρώμης ἀπό τό πρωτεῖο τῆς ἑκάστοτε Συνόδου; Ἀνταλλάσσουμε τήν μοναρχία τοῦ πάπα μέ τήν ὁλιγαρχία τῆς ἱεραρχίας; Καί στίς δύο περιπτώσεις εἰσάγονται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας συστήματα καί πρακτικές τῆς πολιτικῆς διοικήσεως, γεγονός πού δέν συνάδει μέ τήν ἐκκλησιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ Ἐπίσκοπος ὑπάρχει καί λειτουργεῖ ἐντός τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ὡς «διορισμένος ὑπάλληλος».
Συνεπῶς, χρέος τῆς Ἐκκλησίας καί ἡμῶν τῶν Ἐπισκόπων εἶναι ἡ ἐνημέρωση καί κατάλληλη διαπαιδαγώγηση τοῦ ποιμνίου, ὥστε τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας νά διατηρεῖ καθαρή ἐκκλησιαστική συνείδηση καί θεολογική γνώση. Μέ τήν προϋπόθεση τῆς γνησίας καί ὀρθοτομούσης πίστεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς θεοφιλοῦς ἀσκήσεως τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου θά μποροῦν οἱ πιστοί νά διακρίνουν στή συνέχεια τούς ψευδοπροφῆτες καί ψευτοδιδασκάλους ἀπό τούς γνησίους ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησούς Χριστός ἐπεσήμανε τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο μπορεῖ κανείς νά διακρίνει τούς γνησίους ποιμένες, λέγοντας: «Προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσιν λύκοι ἅρπαγες. ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς» (Ματθ. 7, 15-16).
Ἑπομένως δέν εἶναι τό σύστημα (συνοδικό ἤ παπικό), τό ὁποῖο «ἀπετέλει τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεμάτων πίστεως». Μία τέτοια διατύπωση μᾶς καθιστᾶ «πολιτικά ὄργανα» τῆς Ἐκκλησίας. Κριτής τῆς πίστεως εἶναι τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτό ἔχει ἀποδεχθεῖ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία εὐθύνη τῆς ὀρθῆς διδασκαλίας καί εὐαισθητοποιήσεως τοῦ ποιμνίου φέρουμε ἐμεῖς οἱ Ἐπίσκοποι. Ὡς ἐκ τούτου δέν νομιμοποιούμεθα νά ἀποδίδουμε χαρακτηρισμούς καί νά διακρίνουμε τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας διαλύοντας ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας χωρίζοντας αὐτή σέ «δῆθεν» χριστιανούς καί «σωστούς» χριστιανούς. Ἡ Ἐκκλησία ἀγκαλιάζει ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ἰδιαιτέρως τούς ἀσθενεῖς, τούς ὁποίους ὀφείλει διά τῆς πειθοῦς νά θεραπεύσει.
Μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ
Æ Ὁ  Κερκύρας Νεκτάριος


 Πηγή: "Ἀκτίνες"

Κατευνασμός του Ομολογιακού πνεύματος ...μέχρι υπνώσεως!

Πηγή: "Καιομένη Βάτος"

Κυκλοφορεῖ  "ἐνημερωτικό φυλλάδιο"

ἐκ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου

γιά "νανούρισμα" τῶν πιστῶν τῆς Κρήτης
ὑπέρ τῆς ἐπερχομένης Συνόδου!


http://iscreta.gr/wp-content/uploads/2015/09/krhth.png 

Μήπως κάποιοι θέλουν νά κατευνάσουν τά ὁμολογιακά πνεύματα σέ βαθμό ὑπνώσεως, ὥστε νά μήν ἐπέλθει καί "πνευματικός σεισμός" στήν Κρήτη, μετά τόν πρόσφατο (ἐκ Θεοῦ προειδοποιητικό;...) σεισμό τῶν 5, 6 ρίχτερ;...  Κάνουμε τίς ἑξῆς παρατηρήσεις διαβάζοντας τό φυλλάδιο πού θά ἀκολουθήσει:

Παρατήρηση 1η:
Τό φυλλάδιο ἐκθειάζει τήν "συνοδικότητα" τῆς Ἐκκλησίας μας στό εὐσεβές πλήρωμα τῆς Κρήτης, καί τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς.
Ὅμως, ξεχνᾶ νά ἀναφέρει:
α) Τήν ἀντισυνοδική ἀπουσία τῶν 3/4 τῶν Ἐλλήνων Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων καί π.χ. τῶν 9/10 τῶν Ρώσων Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων ἀπό τήν Σύνοδο!
β) Τήν παρουσία μόνο τῶν ὀρθοτομούντων Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ στό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς ὅπου κατῆλθε τό Ἅγιον Πνεῦμα. Γιατί δέν ἀναφέρει τήν παράλογη ἀντορθόδοξη καί ἀντισυνοδική παρουσία τῶν αἱρετικῶν παπικῶν καί προτεσταντῶν "παρατηρητῶν";...
Παρατήρηση 2η:
Τό φυλλάδιο ἐκθειάζει τήν πνευματική παρακαταθήκη τῶν 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλά ξεχνᾶ νά ἀναφέρει:
Ἄν θά ἐπικυρωθοῦν ἀπό τούς Συνοδικούς ΟΛΑ ὅσα ἐδογμάτισαν καί ἐπικύρωσαν οἱ 7 Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί ἄν θά παραμείνουν ὡς "ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσιν". Μελετώντας κανείς τήν θεματολογία τῆς ἐπερχομένης Συνόδου, διαπιστώνει πώς πολλά θέματα ἀντιτίθενται-καί μόνο πού τίθενται-στίς 7 Οἰκουμενικές Συνόδους! Π.χ. "τά κωλύματα τοῦ γάμου"...
Παρατήρηση 3η:
Τό φυλλάδιο ἀναφέρει πώς σέ μία Σύνοδο ἀνακεφαλαιώνεται ἡ Ἱερά Παράδοση καί ὅτι μαρτυρεῖται τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλά ξεχνᾶ νά ἐξηγήσει:
α) Πώς ὑπῆρξαν καί ληστρικές Σύνοδοι!
β)  Γιατί ὑπάρχουν θέματα ἔξω ἀπό τήν Ἱερά Παράδοση, ὅπως "ἡ σχέση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας" μέ τόν 'ὑπόλοιπο χριστιανικό κόσμο' (δηλαδή μέ τίς αἱρέσεις) καί μέ 'τόν σύγχρονο κόσμο' (δηλαδή μέ τίς ξένες θρησκεῖες);
γ) Γιατί δέν θά ὑπάρχει πλήρης ὁμοφωνία κατά τό ἁγιοπνευματικό· "ἵνα ὧσιν ἕν", ἀλλά κοσμικῷ-πολιτικῷ τῷ τρόπῳ πλειοψηφικές ἀποφάσεις; Λειτουργεῖ τό τέλειον

Με 17 ψήφους δεν έγιναν δεκτές οι παρατηρήσεις για κρίσιμα δογματικά κείμενα…

Ανάμεικτα συναισθήματα από Ιεραρχία



Γιώργος Παπαθανασόπουλος:

Ανάμεικτα συναισθήματα από Ιεραρχία

Ανάμεικτα είναι τα συναισθήματα από τα αποτελέσματα της έκτακτης συγκλήσεως της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και των αποφάσεων που ελήφθησαν ενόψει της Πανορθόδοξης Συνόδου. Όπως είναι γνωστό η Ιεραρχία επί διήμερο (24 και 25 Μαΐου 2016) συζήτησε επί της εισηγήσεως του Μητροπολίτου Ηλείας κ. Γερμανού, που είχε ως θέμα την ενημέρωση «επί των παρατηρήσεων των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών, αφορωσών εις τα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» και συζήτηση επί των παρατηρήσεων αυτών.
Το πρώτο θετικό είναι ότι έγινε συζήτηση και ελήφθησαν αποφάσεις επί των παρατηρήσεων των Μητροπολιτών στα κείμενα της Πανορθόδοξης. Δεν εισακούστηκαν μεμονωμένες φωνές, που εξέφρασαν την άποψη του Φαναρίου, να μην συζητηθούν καθόλου οι εν λόγω παρατηρήσεις  και να γίνουν αποδεκτές οι προτάσεις, όπως κατατέθηκαν στις κατά τόπους

Στο Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ





Untitled---

     Ἡ συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ ἐκπλήσσει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐκπλήσσεται, πρέπει νὰ διερωτηθεῖ, ἂν πράγματι συνάντησε τὸν Χριστό, ἂν αἰσθάνθηκε τὴν ἀληθινὴ παρουσία του. Ἡ ἔκπληξη αὐτή δὲν εἶναι ἀνεξήγητη, οὔτε παράλογη, ἀλλά κατανοητὴ καὶ λογική. Εἶναι κάτι πού δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν συνάντηση τοῦ φυσικοῦ μὲ τὸ ὑπερφυσικό, τοῦ σχετικοῦ μὲ τὸ ἀπόλυτο, τοῦ πρόσκαιρου μὲ τὸ αἰώνιο.
  Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πού κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου συναντιέται μὲ τὸν Κύριο τῆς ζωῆς ὅταν τὸ κτίσμα ἀντικρύζει τὸν κτίστη του, ἀναδύονται ἀσύμμετρες σχέσεις, δημιουργοῦνται ἀπροσδόκητες ἐκπλήξεις. Καὶ οἱ ἐκπλήξεις αὐτές γίνονται συγκλονιστικότερες, ὅταν ὁ Κύριος ταπεινώνεται μπροστὰ στὸ κτίσμα, γιὰ νὰ τὸ ὑπηρετήσει. Οἱ ἐκπλήξεις μάλιστα ἐδῶ δὲν περιορίζονται στὴν φύση τῶν πραγμάτων, ἀλλά ἐπεκτείνονται καὶ σὲ λεπτομερειακὲς μορφές τους.
   Στὴν συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Σαμαρείτιδα πρώτη ἔκπληξη