κλήθηκε ἀπὸ τὸν πατρ. Βαρθολομαῖο στὴν Πανορθόδοξη Σύνοδο!!!
.
Σὲ κείμενό
της -ποὺ ἀναρτοῦμε- προπαγανδίζει τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τὴν Πανθρησκεία! Ἡ εἰσήγησή
της δε, εἶναι «δηλωτική, μὲ τρόπο ἀπροκάλυπτο,
τῶν ἀληθινῶν προθέσεων τῶν νεοταξιτῶν οἰκουμενιστῶν: τῆς πλήρους δαιμονοποίησης τῶν ὀρθοδόξων μὲ ἐπακόλουθο, τὸν ἀπηνῆ διωγμό τους».
Ἂν συνδυάστε τὶς θέσεις της μὲ δυὸ (μόλις προηγούμενες δημοσιεύσεις) τοῦ Ἐπισκόπου Ἀβύδου (ἐδῶ) καὶ τοῦ Ν. Κουρεμένου (ἐδῶ) θὰ ἀντιληφθεῖτε, τί μᾶς ἑτοιμάζουν στὴν Κρήτη.
Ὁπότε, πρὸς τί οἱ «εὐγένειες» τῆς
Συνάξεως τῶν Ἁγιορειτῶν καὶ τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν; Δὲν ἔχουν ἀντιληφθεῖ τὸ
σκοπό τῶν παναιρετικῶν Οἰκουμενιστῶν; Δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι μόνο ἡ ἀπομάκρυνση
ἀπ’ αὐτοὺς μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν συνενοχὴ κι ἴσως, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει ἕνα
«προσωρινὸ» φρένο στὶς προδοτικὲς διὰ τῆς «ληστρικῆς» Συνόδου ἐνέργειές τους;
Τὸ πρόσωπο-κλειδὶ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου;
Τοῦ Μοναχοῦ Ἐπιφάνιου -Ἅγιον Ὄρος
Εἰσαγωγή.
Στὰ
μέσα τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀνακοίνωσε τὰ ὀνόματα
δύο γυναικῶν ποὺ θὰ στελεχώσουν τὴν πατριαρχικὴ ἀντιπροσωπεία στὴν Ἁγία καὶ
Μεγάλη Σύνοδο (ΑκΜΣ), τὸ πρῶτο εἶναι μίας ἡγουμένης ἑλληνικῆς μονῆς, τῆς ὁποίας
οἱ μοναχὲς διακονοῦν στὸ Φανάρι, καὶ εἶναι «τιμῆς ἕνεκεν», τὸ ἄλλο ὅμως εἶναι ἐξαιρετικὰ
σημαντικό, καθότι ἀνήκει σὲ μία ἑλληνοαμερικανίδα καθηγήτρια γνωστοῦ
πανεπιστημίου τῶν ΗΠΑ, μὲ εἰδίκευση τὴ διαχείριση κρίσεων καὶ τὶς διεθνεῖς
σχέσεις.
________________________1 γιά τά βιογραφικά στοιχεία βλ. ένδεικτικά:http://genderrightsandreligion.csrc.asu.edu/people/elizabeth-prodromouhttps://berkleycenter.georgetown.edu/people/elizabeth-prodromouhttp://fletcher.tufts.edu/Fletcher Directory/Directory/Faculty%20Profile?personkey=2BCDB8E4-7D92-4067-B4A5-8153CA29FD8A2 G. Matsoukas (ed), Orthodox Christianity at the Crossroad: A Great Council of the Church - When and Why? (Bloomington, Indiana, 2009)· νά σημειωθεί οτι το βιβλίο βρίσκεται στή λίστα έπιλεγμένης βιβλιογραφίας γιά τήν ΑκΜΣ, στο site πού λειτουργεί ώς Γραφείο Τύπου (Press Office) τού Οίκ. Πατριαρχείου γιά τήν σύνοδο: https://www.orthodoxcouncil.org/bibliography
Ἐκ
τῶν πραγμάτων ἀντιλαμβάνεται κανεὶς τὸ status τῆς Δρ. Πρ. ἐντός του πλέγματος ἰσχύος
τῶν ΗΠΑ· ἡ ἀκαδημαϊκή της ἰδιότητα συνυπάρχει μὲ αὐτὸ ποὺ κυρίως τὴν
χαρακτηρίζει: τοῦ συνεργάτη -ἰδιαιτέρως μὲ τὶς ὑπηρεσίες ἀσφαλείας τῶν ΗΠΑ- αὐτοῦ
ποὺ ἀποκαλοῦμε ὡς «βαθὺ κράτος».
Ἔχοντας
λοιπὸν σκιαγραφήσει τὸ εὖρος δραστηριοτήτων τῆς Δρ. Πρ. στρέφουμε μὲ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον
τὴ προσοχή μας στὴν εἰσηγησή της στὸ 20ο Συνέδριο τοῦ Orthodox Christian Laity
(OCL), τὸ Νοέμβριο τοῦ 2007 στὸ Illinois τῶν ΗΠΑ μὲ θέμα: «Ἡ Ὀρθόδοξη
Χριστιανωσύνη μπροστὰ σὲ σταυροδρόμι: Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας -Πότε
καὶ Γιατί». Ἡ Ἔκδοση τῶν πρακτικῶν ἔγινε τὸ 2009 (εἶναι στὰ ἀγγλικά, ἀπ' ὅπου καὶ
μεταφράζουμε, ἀπὸ τὴν ἠλεκτρονικὴ ἔκδοση τοῦ βιβλίου). Τὸ θέμα τῆς εἰσήγησής
της ἦταν: «Ἡ ἀνάγκη γιὰ μία ΑκΜΣ: Γιατί. Γιατί Ὄχι Ἀκόμη,
καὶ Πότε;».
Οἱ
θέσεις τῆς Δρ. Ἐλισάβετ Προδρόμου.
Πρὶν
τὴν ἀνάπτυξη τῶν θέσεών της, ἐν εἴδει εἰσαγωγῆς θέλησε νὰ γνωρίσει στοὺς
συμμετέχοντες ἀφ’ ἕνὸς μὲν τὴν ἐπιστημονική της εἰδίκευση ἀφ’ ἕτερου δέ, νὰ
δώσει τὸ στίγμα τῆς παρουσίας τῆς ἐν γένει στὸ συνέδριο, εἶπε λοιπόν:
«Ὁμιλῶ
ὡς κοινωνικὴ ἐπιστημῶν -εἰδικότερα ὡς πολιτικὴ ἐπιστήμων καὶ καθηγήτρια ἐπὶ τῶν
διεθνῶν σχέσεων- τῆς ὁποίας ἡ ἀκαδημαϊκὴ ἔρευνα καὶ διδασκαλία ἑστιάζεται στὸ
ρόλο τῆς θρησκείας στὶς διεθνεῖς ὑπόθεσεις (world affairs). Ἡ σημασία ποὺ ἀποδίδω
στὴν ἀναγκαιότητα ἀλλὰ καὶ στὶς συνέπειες μίας ΑκΜΣ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία
διαμορφώνεται ἀπὸ ἀνάλογες μεθόδους καὶ ἀναλύσεις ποὺ θεωροῦν τὴν Ὀρθοδοξία ἐντὸς τῆς σύγχρονης
πραγματικότητας τῆς
παγκόσμιας θρησκευτικῆς διαφορετικότητας.
Δευτερευόντως,
προσεγγίζω τὸ θέμα ὡς ἕνα πρόσωπο ποὺ συμμετέχει στὰ δημόσια πράγματα, καὶ εἰδικότερα
στὴν Ἀμερικανικὴ διπλωματία. Φυσικὰ ὁμιλῶ σήμερα ὡς ἰδιώτης (θέλω νὰ εἶμαι
ξεκάθαρη καὶ κατηγορηματικὴ ὡς πρὸς αὐτὸ τὸ σημεῖο), πάντως οἱ παρατηρήσεις μου
ὀφείλονται στὴ γνώση ποὺ μοῦ προσπορίζει ἡ ὑπηρεσία μου στὴν Ἐπιτροπὴ τῶν Διεθνῶν
Θρησκευτικῶν Ἐλευθεριῶν (USCIRF), ἕνα ἐννεαμελὲς σῶμα τὸ ὁποῖο ἀναφέρει στὸν
πρόεδρο, ὑπουργεῖο τῶν ἐξωτερικῶν καὶ στὰ μέλη τῆς Γερουσίας, στὸ πῶς ἡ Ἀμερικανικὴ Ἐξωτερικὴ Πολιτικὴ δύναται νὰ προωθήσει τὴ
θρησκευτικὴ ἐλευθερία στὸ κόσμο. Ὡς ὁ πρῶτος Ὀρθόδοξος χριστιανὸς ὁποῦ ὑπηρέτει
σ αὐτὴ τὴν ἐπιτροπή, ἔχω καταλήξει ὅτι οἱ συζητήσεις περὶ τὸ ἐφικτὸν τῆς
πραγματοποιήσεως, καὶ περὶ τῶν στόχων τῆς ΑκΜΣ συχνὰ παραβλέπουν τοὺς τρόπους μὲ
τοὺς ὁποίους μία ἑνωμένη, ὅμως καὶ ποικίλη
παγκόσμια Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μπορεῖ ἀποτελεσματικώτερα ν ἀπαντήσει στὸ
δράμα τῆς καταπάτησης τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, τῶν σχετιζόμενων μὲ τὴν
θρησκευτικὴ ἐλευθερία, εἰδικότερα, μάλιστα ὅπου ὑπάρχουν ἄμεσες ἀρνητικὲς
συνέπειες στὰ δικαιώματα τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν».
Ἔχοντας
πεῖ αὐτά, ἡ ἐξέταση τῆς Δρ. Πρ. συναρθρώνεται ἀκολούθως σὲ τρία βασικά, ὅπως
λέει, ἐρωτήματα ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἀναγκαιότητα μιᾶς ΑκΜΣ:
Α'. Γιατί νὰ γίνει;
Β'. Γιατί δὲν ἔχει γίνει ἀκόμη;
Γ'. Πῶς θὰ ἐπιτευχθεῖ;
Α'.
Γιὰ
ν' ἀπαντήσει στὸ πρῶτο ἐρώτημα ἡ Δρ. Πρ. ἀναπτύσσει γιὰ πρώτη φορὰ τὴν ἰδέα περὶ
μοναδικότητας (uniqueness) τῆς παρούσης ἱστορικῆς συγκυρίας, χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει:
«Εἰδικότερα,
ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία, ζοῦμε σὲ θεμελιωδῶς διαφορετικοὺς καιροὺς καὶ πρωτόγνωρες
συνθῆκες ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἕως τώρα ἔζησε ἡ Ἐκκλησία».
καὶ
θέτει δύο σημεῖα ὑποστηρικτικὰ τῆς ἀνωτέρω θέσεως.
Πρῶτον,
ἡ ἀνθρωπότητα διαθέτει τὴν ἱκανότητα νὰ καταστρέψει ὅλη τὴ κτίση τοῦ Θεοῦ ἀφ’ ἑνός,
ἀφ’ ἑτέτερου δέ, ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νὰ δημιουργηθεῖ ἀνθρώπινη ζωὴ μὲ τρόπο ὁλωσδιόλου
ξεχωριστὸ ἀπὸ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα(!). Αὐτὰ τὰ δύο τοποθετοῦν τὴν Ἐκκλησία σὲ ἀπορία
ἐνώπιον ἑνὸς διωνύμου “ἰσχύος καὶ ὕβρεως”, ἀφάνταστου ἕως τώρα στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία
ἢ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως ἡ ἀπουσία μιᾶς ΑκΜΣ διαμορφώνει μία
κατάσταση κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ νὰ σταθμίσει τὰ καινούργια
δεδομένα καὶ νὰ προσευχηθεῖ(!), ἀκόμη λιγότερο δὲ νὰ ἀσκήσει τὴν ἁρμόζουσα
ποιμαντικὴ μέριμνα ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἔτσι νὰ βοηθήσει
τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς σὲ ζητήματα ὅπως: Πόλεμος(!), Περιβαλλοντικὴ
Προστασία(!) καὶ Βιοηθική, εἰδικότερα δὲ γιὰ τὸ τελευταῖο, ζητήματα ὅπως: ἀνθρώπινη
σύλληψη, ἔκτρωση, εὐθανασία, κλωνοποίηση, γενετικὰ μεταλλαγμένα τρόφιμα, καὶ ἔρευνα
στὸ ἀνθρώπινο γονιδίωμα. Καὶ καταλήγει στὸ ἑξῆς καίριο γιὰ τὴν εἰσήγησή της
σημεῖο:
«Ἡ ἀνωτέρω λίστα θεμάτων, ὑπογραμμίζει
τὸ ἀναμφισβήτητο γεγονὸς ὅτι οὔτε οἱ
κανόνες τῆς Ἐκκλησίας στὴν παροῦσα τους μορφή, οὔτε τὸ σύνολο σῶμα τῆς Ἁγίας
Παράδοσης, κατανοούμενο ὡς ἀμετάβλητο, δύνανται νὰ προσφέρουν ἐπαρκεῖς ἀπαντήσεις
στὴν πρωτόγνωρη δημιουργικὴ καὶ καταστροφικὴ πραγματικότητα(sic) τῆς παρούσης ἱστορικῆς
στιγμῆς. Ἡ ΑκΜΣ ὡς ἔκφραση τῆς ζώσας παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτέλει τὸ ὧν οὐκ
ἄνευ ὅλο γιὰ τὴν Ἐκκλησία στὴν προσπάθεια νὰ ἔρθει σὲ συμφωνία καὶ νὰ
μετασχηματίσει τὴν παροῦσα ἱστορικὴ πραγματικότητα».
Προχωρώντας στὸ δεύτερο σημεῖο ἀναφέρει ἐπὶ λέξει:
«Ἡ ἀνάγκη γιὰ μία ΑκΜΣ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἱστορικὰ
πρωτόγνωρη κατάσταση τοῦ παγκόσμιου θρησκευτικοῦ πλουραλισμοῦ».
Ἀπὸ
τοῦτο γίνεται σαφὲς ὅτι στὴ ματιά της ἡ σύνοδος σχετίζεται ἄμεσα
καὶ οὐσιαστικὰ μὲ τὸν “θρησκευτικὸ πλουραλισμὸ”
δηλαδὴ μὲ τὸν οἰκουμενισμό, ἀφοῦ ἀνέκαθεν
ὑπῆρχαν πολλὲς θρησκεῖες ποὺ μάλιστα συμβίωναν εἰρηνικά. Θέλοντας ὅμως νὰ δώσει
τὸ στίγμα της, στὸ πῶς ἐννοεῖ αὐτὸν τὸν πλουραλισμό, λέει χαρακτηριστικά:
«Ὁ πλουραλισμὸς τῆς
σύγχρονης θρησκευτικῆς πραγματικότητας σὲ συνάρτηση μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση τῆς θρησκείας, ἐπαναδιαμορφώνουν τόσο τὸ χῶρο(;) ὅσο
καὶ τὴν ἐσωτερικὴ διαφορετικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν ἐπέκταση,
ἀνάπτυξη καὶ μετασχηματισμὸ τῶν ὀρθόδοξων πληθυσμῶν στὰ ἐδάφη τῆς ἱστορικῆς
τους καταγωγῆς τόσο ἐντὸς ὅσο καὶ ἐκτὸς αὐτῶν τῶν ἔδαφων».
Τὸ
πρίσμα μέσῳ τοῦ ὁποίου περιγράφονται τὰ ἀνωτέρω εἶναι ἡ ἐκτίμηση τῆς εἰσηγήτριας
ὅτι στὴν παροῦσα φάση πλουραλισμοῦ ὑπάρχει ἡ τάση ἐντός της Ὀρθοδοξίας γιὰ
κατακερματισμὸ ἀντὶ γιὰ ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλίᾳ(!). Τί ἐννοεῖ; Μήπως ὅτι, γιὰ
παράδειγμα στὶς ΗΠΑ, ὑπάρχουν ὅλες αὐτὲς οἱ ὀρθόδοξες δικαιοδοσίες, ἡ κάθε μία
μὲ τὴ σύνοδό της καὶ ὄχι μία, ὅπως θὰ ἔπρεπε, σύνοδος; Μᾶς ξεκαθαρίζει ὅτι δὲν ἀναφέρεται
σ’ αὐτό, ἀλλά:
«Γιὰ τοὺς δικούς μας σκοποὺς ὡς Ὀρθόδοξοι
Χριστιανοὶ στὴν Ἀμερική, τὸ ζήτημα τοῦ θρησκευτικοῦ πλουραλισμοῦ, καὶ ἡ συνοδεύουσα
πρόκληση καὶ δυνατότητα γιὰ ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλίᾳ εἶναι ἐκ τῶν ἀπολύτως κατεπειγόντων κινήτρων
γιὰ τὴν ΑκΜΣ. Μία τέτοια σύνοδος πρέπει
νὰ βοηθήσει τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ὥστε νὰ κατανοήσουν, νὰ συμβιβαστοῦν
καὶ ἐνεργὰ νὰ συμμετάσχουν στὴ διαμόρφωση τῆς πραγματικότητας τῆς παγκόσμιας
θρησκευτικῆς ἑτερότητας».
Τὸ
κείμενο νομίζουμε ὅτι μιλάει ἀπὸ μόνο του...
Ἀνακεφαλαιώνωντας
τὶς θέσεις της, ἐπαναδιατυπώνει τὸ οὐσιῶδες γι’ αὐτὴν σημεῖο, ὅτι ὑπὸ τὸ φῶς τῆς
σημερινῆς πραγματικότητας καὶ τῶν προκλήσεών της, ριζικὰ διαφορετικῶν, ὅπως
λέει, ἀπὸ τοὺς ὀκτὼ πρώτους αἰῶνες ὕπαρξης τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τοὺς ὁποίους ἔλαβαν
χώρα καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι,
«...οἱ κανόνες εἶναι ἀνεπαρκεῖς, ἀκριβέστερα ἐλλιπεῖς καὶ ἔχουν ἀνάγκη
διόρθωσης καὶ ἐπαύξησης».
Β΄.
Ἀναφορικὰ
μὲ τὸ δεύτερο ἐρώτημα, τὸ γιατί δὲν ἔχει συγκληθεῖ ἡ ΑκΜΣ, ἀπαντᾶ συναρθρώνοντάς
το σὲ τρία ἐμπόδια-σημεῖα μὲ τὰ δύο πρῶτα νὰ εἶναι καὶ τὰ σημαντικότερα, εἰδικὰ
μάλιστα τὸ δεύτερο.
Ὡς
πρῶτο ἀναφέρει τὸ ζήτημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πρωτείου,
καὶ τὸ ὁποῖο τὸ κατονομάζει ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς κύριους λόγους γιὰ τὴ σύγκληση τῆς
ΑκΜΣ. Στὴν ἀνάπτυξη τοῦ θέματος ἐντάσσει ἐμφατικὰ καὶ τὴν ἀντιπαράθεση ἰσχύος
μεταξὺ Κωνσταντινούπολης καὶ Μόσχας. Γίνεται σαφὲς ὅτι δίνει ἰδιαίτερο βάρος στὴν
περὶ τοῦ πρωτείου συζήτηση, καὶ ἂν καὶ πολὺ προσεκτικὴ στὶς διατυπώσεις της, σὲ
μία κρίσιμη παράγραφο ἀναφορικὰ μὲ τὶς πρωτοβουλίες τῆς Κωνσταντινούπολης στὴν ἐπίλυση
ἐνδορθόδοξων ἐκκλησιαστικῶν προβλημάτων, καταθέτει τὴν ἄποψή της, καταγράφοντας
ὡς “ἔκφραση ἀναγνώρισης” ἀπὸ
τὶς τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐθεντίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου (ὡς πρώτου).
Ἐρχόμαστε
ὅμως τώρα στὸ κρισιμότερο τμῆμα
τῆς ὅλης ἔκθεσης τῶν ἀπόψεών της, σ’ αὐτὸ ποὺ καταγράφει ὡς δεύτερο ἐμπόδιο καὶ
ποὺ τὸ ὀνομάζει “ νομικισμό” (legalism), καὶ νά, πῶς τὸ περιγράφει μὲ τὰ δικά
της λόγια:
«Τὸ δεύτερο ἐμπόδιο ἔχει νὰ κάνει
μὲ αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ὀνομασθεῖ "νομικισμός"
(legalism), ἢ τὴν τάση πρὸς μία ἀνιστορικὴ θέση ἡ ὁποία συνιστᾶ τὴν ἀντίθεση πρὸς τὴν ἔννοια τῆς Ζῶσας
Παράδοσης. Θεωρῶ αὐτὸ
τὸ ἐμπόδιο μακρὰν σοβαρότερο ἀπὸ αὐτὸ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πρωτείου/αὐθεντίας,
καθότι ἐκφράζει μία νοοτροπία ποὺ διαπέρνα τόσο τὸν κλῆρο (δηλαδὴ ἱεράρχες, ἱερεῖς
καὶ μοναχούς) ὅσο καὶ τοὺς λαϊκοὺς στὴν Ἐκκλησία καὶ εἶναι τελείως ξένη πρὸς τὴν ὀρθὴ ἀνάγνωση τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας. Εἰδικότερα,
ἡ ἀπροθυμία ν’ ἀναγνωρισθεῖ ἡ ἱστορικότητα
τῆς Ἁγίας Παράδοσης καὶ νὰ κατανοηθεῖ ὡς Ζῶσα, ἔχει ὁδηγήσει σὲ μία
νομικίστικου τύπου, συνολικὴ σύλληψη τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας καὶ
θεολογίας. Αὐτὴ ἡ προοπτικὴ συνήθως ἐκφράζεται μέσω ἁπλουστευτικῶν ἀπόψεων, ὅπως ὅτι οἱ κανόνες εἶναι αἰώνιοι, ἢ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη
θεολογία ὡς ὅλον, ἐφαρμόζεται σὲ ὅλες τὶς ἱστορικὲς συνθῆκες. Σύμφωνα μ αὐτὴ τὴν
λογική, δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη σύγκλησης τῆς ΑκΜΣ, καθότι οἱ ἀπαντήσεις στὰ
σύγχρονα προβλήματα ἤδη ἐμπεριέχονται στὴ πληρότητα τῆς Ἁγίας Παράδοσης. Ἡ
πλέον δογματικὴ ἔκφραση αὐτοῦ τοῦ ἰσχυρισμοῦ εἶναι ὅτι, οἱ κανόνες δὲν εἶναι «ἀνοικτοὶ»
σὲ ἐπανερμηνεία, ἀναθεώρηση, προσθῆκες, ἢ ἀπόρριψη».
Βάσει
αὔτων τῶν θέσεων καταλήγει:
«Αὐτὴ ἡ ἀναγωγὴ τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας
σὲ τυποποιημένα προϊόντα, ἀποπνέει τὸν τύπο ἐκεῖνο τοῦ νομικισμοῦ τῶν Φαρισαίων ποὺ ὁδήγησε στὴ καταδίκη τοῦ Χριστοῦ ἢ πιὸ
πρόσφατα, τὸ στεῖρο φονταμενταλισμὸ τοῦ Σαουδικοῦ Οὐαχαμπιτισμοῦ καὶ τοῦ “κατὰ γράμμα” Καλβινισμοῦ».
Ἡ
παράθεση –κατ’ ἀνάγκην– τῶν ἐκτεταμένων αὐτῶν τμημάτων τοῦ κειμένου τῆς εἰσήγησης,
μᾶς φανερώνει ὅτι ἡ «ἐκλεκτὴ» ἐπιστημονικὴ συνεργάτις τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου δὲν εἶναι ἁπλὰ θιασώτης τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ τῆς πλέον ἐπιθετικῆς μορφῆς του.
Καὶ ἐνῶ δὲν χρειάζεται νὰ προσθέσουμε ἐμεῖς τίποτε ὅσον ἀφορᾶ τὸ τμῆμα στὸ ὁποῖο
ἀναφέρεται γιὰ τοὺς κανόνες, τὸ κείμενο ἄλλωστε «φωνάζει» μόνο του, ἀξίζει ὅμως
νὰ σχολιάσουμε τὰ συμπεράσματά της.
Οἱ ὀρθόδοξοι
λοιπὸν εἶναι φαρισαῖοι σταυρωτές του Χριστοῦ, οὐαχαμπίτες καὶ ἀκραῖοι
καλβινιστές. Θὰ σταθοῦμε στὸ «οὐαχαμπίτες» διότι ἐδῶ πλέον τὰ πράγματα
κρίνονται τουλάχιστον ἐπικίνδυνα. Οὐαχαμπίτες δὲν εἶναι μόνο οἱ σαουδάραβες ἀρρωστημένοι
ἡγέτες τῆς Σαουδικῆς Ἀραβίας, ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπ' αὐτῶν χρηματοδοτούμενοι, ἐξοπλιζόμενοι,
παντοιοτρόπως ὑποστηριζόμενοι, καὶ μὲ τὴν γενναία συνεισφορὰ τῆς Δύσης τῶν
κροκοδειλίων δακρύων, σφαγεῖς τῆς Ἀλ-Κάϊντα, καὶ τοῦ Ἰσλαμικοϋ Κράτους (κατ' ἀρχὰς
παρακλαδιοῦ τῆς Ἀλ-Κάϊντα). Μὲ αὐτοὺς ταυτίζεται ἡ παραδοσιακὴ ὀρθοδοξία Ἐπισκόπων,
Κληρικῶν, μοναχῶν, καθηγητῶν Πανεπιστημίου καὶ πιστοῦ λαοῦ! Ἡ ἐμμονὴ στὴν ἁγιοπατερικὴ
παράδοση ταυτίζεται ἔτσι μὲ τὴ βούληση τῶν οὐαχαμπιτῶν, γιὰ ὑποχρεωτικὴ γιὰ ὅλους
διὰ τῆς βίας, ἐφαρμογῆς τῆς ἰσλαμικῆς σαρία (=νόμου) καὶ τὴν ἐγκαθίδρυση
χαλιφάτου τῆς πλέον ἀκραίας μορφῆς ! Ἂς μὴν διαφεύγει ὅτι κατ' οὐσίαν μὲ αὐτὸν
τὸν τρόπο ταυτίζονται ἱεροὶ κανόνες καὶ σαρία!
Ἡ
πρόκληση τῆς Νέας Τάξης ἐδῶ εἶναι τῶν πλέον ὑψηλῶν τόνων, ἀληθινὰ ἀνατριχιαστικὴ
καὶ ἐν ταυτῷ δηλωτική, μὲ τρόπο ἀπροκάλυπτο,
τῶν ἀληθινῶν προθέσεων τῶν νεοταξιτῶν οἰκουμενιστῶν: τῆς πλήρους δαιμονοποίησης τῶν ὀρθοδόξων μὲ ἐπακόλουθο, τὸν ἀπηνῆ διωγμό τους. Τὰ
σημεῖα ποὺ μόλις περιγράψαμε ἀποτελοῦν τὴ κορύφωση μὰ καὶ τὴν οὐσία τῆς ὅλης εἰσήγησης.
Ὡς
τρίτο ἐμπόδιο θεωρεῖ ἡ Δρ. Πρ. τὴ διαμάχη περὶ τοῦ χαρακτήρα τοῦ περιεχομένου τῆς
ΑκΜΣ καὶ ἐνῶ δὲν λέει τίποτε στὸν ἐλάχιστο χῶρο ποὺ ἀφιερώνει γι’ αὐτὸ τὸ «ἐμπόδιο»,
κάνει μία πολὺ περίεργη
παρατήρηση ἀναφερόμενη στὸ ζήτημα τῆς ἑνότητος τῶν ὀρθοδόξων στὶς ΗΠΑ, λέει
λοιπόν:
«Πάντως, ἡ ἐξέταση τοῦ
προβλήματος τῆς ἑνότητος δὲν δύναται ν’ ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὸ εὐρύτερο ἐρώτημα τῆς
«μετατόπισης βάρους» τῆς οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς τόπους
καταγωγῆς της, τὴν Μέση Ἀνατολὴ καὶ τὴν Εὐρώπη, σ’ ὅλες τὶς πέντε ἤπειρους, καὶ
ἰδιαίτερα ὑπὸ τὸ φῶς τῆς παγκόσμιας Ἀμερικανικῆς
ἡγεμονίας μετὰ τὸ Ψυχρὸ Πόλεμο, στὶς ΗΠΑ».
Ἐδῶ
φανερώνεται στὰ λεγόμενα τῆς Δρ. Πρ. ἐμφατικὰ ἡ γεωπολιτικὴ σημασία ποὺ ἔχει γιὰ
τὸν παγκόσμιο χωροφύλακα, ὅπως θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους οἱ ΗΠΑ, ἢ ΑκΜΣ καὶ
συνακόλουθα ὁ ἔλεγχος τῆς Ὀρθοδοξίας.
Καταλήγοντας
καὶ μὴ ἔχοντας νὰ πεῖ τίποτε ὡς πρὸ τὸ περιεχόμενο τῆς ΑκΜΣ, ἁπλὰ καταλογραφεῖ
μόλις στὴ τελευταῖα πρόταση θέματα
ποὺ θεώρει ὅτι ὀφείλουν νὰ συζητηθοῦν: γάμος, διαζύγιο, παρθενία σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδά του κλήρου: ἐπισκοπικό,
ἱερατικό, διακονικό, καθὼς καὶ συμμετοχή-συνάντηση μὲ τὸν θρησκευτικὸ
πλουραλισμὸ (εὐαγγελισμός, προσηλυτισμός, ἱεραποστολή), τέλος καὶ ἡ βιοηθική.
Γ'.
Ἔχοντας
καταγράψει καὶ τὸ τελευταῖο ἐμπόδιο, προχωρεῖ στὸ τρίτο καὶ τελευταῖο ἐρώτημα,
τοῦ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ τελικὰ ἡ σύγκλιση τῆς ΑκΜΣ, καὶ τὸ ἀπαντᾶ προτείνοντας
τρία σημεῖα. Στὸ πρῶτο,
«(θεωρῶ) σημαντικὸ νὰ ἐκφρασθεῖ ὑποστήριξη
στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη νὰ συγκαλέσει τὴν ΑκΜΣ. Λαϊκοί, κληρικοὶ καὶ ἱεράρχες
ἀπὸ ὅλο τὸν 'Ὀρθόδοξο κόσμο πρέπει νὰ ὑποστηρίξουν αὐτὸ τὸ μήνυμα, τὸ ὁποῖο ἐναργῶς
ἀναγνωρίζει τὸ ἐκκλησιαστικὸ κύρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου».
Εἶναι
σαφὴς ἡ θέση της ποὺ ἐδῶ ἐπαναδιατυπώνει ἐμφατικά, ὄχι ἁπλῶς ὑποστηρίζοντας τὸ
Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἀλλὰ ἀναγορεύοντάς
το ὡς τὸν μόνο ἁρμόδιο παράγοντα
σύγκλησης τῆς ΑκΜΣ. Κάνει ὅμως ἐντύπωση ὅτι ἐνῶ γιὰ τὸ κύρος τῶν Ἱερῶν Κανόνων
εἶπε αὐτὰ ποὺ εἶπε, παρὰ ταῦτα ἀποδέχεται
σιωπηρὰ καὶ ἀσυζητητί, τοὺς σχετικοὺς
κανόνες ποὺ διαλαμβάνουν τὰ προνόμια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀποδίδοντας
ἔτσι κύρος αἰώνιο στὶς σχετικὲς ἀποφάσεις, παραβλέποντας τὸ δυναμικὸ χαρακτήρα
τῶν σχετικῶν κανόνων ποὺ ρυθμίζεται ἀπὸ τὸ ἀξίωμα ποὺ εἰσάγει ὁ ιζ' κανὼν τῆς
δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἐπαναλαμβάνει ὁ λη' τῆς πενθέκτης Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, ποὺ λέει ὅτι: «...τοῖς
πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις, καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ἡ τάξις ἀκολουθείτω». Ἀκριβῶς
βάσει αὐτοῦ τοῦ ἀξιώματος, ἀπονεμήθηκαν ἄλλωστε καὶ τὰ σχετικὰ προνόμια στὸ Οἰκουμενικὸ
Πατριαρχεῖο, γιὰ νὰ εἶναι (τότε) βασιλεύουσα Πόλις ἡ Κωνσταντινούπολη.
Ὡς
δεύτερο σημεῖο προτάσσει τὸν ἐπανακαθορισμὸ αὐτῆς ταύτης τῆς ἔννοιας τῆς
συνόδου:
«... ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ ἐπανακαθορίσουμε
ἕνα τέτοιο γεγονὸς στὸ ὀρθό του πλαίσιο: εἰδικότερα τὸ γεγονὸς τῆς Σύνοδου εἶναι
ἁπλῶς μέρος -ἂν καὶ κρίσιμου χαρακτῆρα- τῆς ὅλης διαδικασίας στὴν ὁποία ὑπόκειται
ἡ Ὀρθοδοξία, τῆς συνεχοῦς προσαρμογῆς,
συνάντησης καὶ μετασχηματισμοῦ τοῦ κόσμου στὸν ὁποῖο ζοῦμε. Ἐὰν δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι,
μέσω μίας ὥριμης πνευματικῆς ἀνάπτυξης καὶ τῆς ἀντίστοιχης θεσμικῆς ἱκανότητας
βασισμένης στὴν εἰλικρινῆ αὐτοκριτικὴ
καὶ βελτίωση, τὰ ἀποτελέσματα καὶ οἱ ἀποφάσεις τῆς ΑκΜΣ θὰ εἶναι μὲ χονδροειδῆ τρόπο ἄτελη».
Ἤδη
γνωρίζουμε ὅτι ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι
τὸ ἔδαφος
ἀνάπτυξης τοῦ οἰκουμενιστικου λόγου, ὁ
ὁποῖος προετοίμασε τὴν ΑκΜΣ καὶ βάσει τοῦ ὁποίου θὰ ὑπάρξουν καὶ οἱ ὅποιες ἀποφάσεις.
Ἐπισημαίνουμε ἰδιαιτέρως τὰ σημεῖα ὅπου ὁμιλοῦν περὶ προσαρμογῆς καὶ αὐτοκριτικῆς. Σ’ αὐτὰ
τὰ σημεῖα ἑδράζεται κυρίως ἡ προσπάθεια τῶν ἡμέτερων οἰκουμενιστῶν γιὰ σύγκλιση
μὲ τοὺς αἱρετικούς, κυρίως μὲ τοὺς παπικούς.
Τέλος
ὡς τρίτο σημεῖο ἀναφέρεται ἡ ἀνάγκη υἱοθέτησης ὅλων τῶν ἀνωτέρω στὴ συνείδηση τῆς
ὅλης Ἐκκλησίας, ἡ ἐμπέδωση
δηλαδὴ τῶν ἀρχῶν καὶ μεθόδων τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἀπὸ
τὸ σύνολο τῶν πιστῶν. Ἰδιαιτέρως τονίζεται ἡ ἀνάγκη μεγαλύτερης συμμετοχῆς (προτεσταντικοῦ
τύπου) τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου στὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦτο θὰ κατορθωθεῖ
μὲ τὴν αὔξηση καὶ βελτίωση τῆς παιδείας του (προφανῶς στὰ διδάγματα τοῦ οἰκουμενισμοῦ).
Ἔχοντας
ὁλοκληρώσει τὴν παρουσίαση τῶν θέσεων τῆς Δρ. Πρ. ἀξίζει νὰ προσθέσουμε,
κατόπιν καὶ σχετικῆς ἐπισήμανσης ἐκ μέρους ἁγιορειτῶν πατέρων, κάτι ποὺ ἴσως
διαφεύγει στοὺς πολλούς· τὸ γεγονὸς τῆς κλήσης ἐκ
μέρους τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως δύο γυναικῶν
φανερώνει κάτι ἀκόμη ἀπὸ τὴν «ἀτζέντα» τῆς ΑκΜΣ: πέρα ἀπὸ τὸ πρωτοφανές
της παρουσίας τους σὲ μία σύνοδο, ὅπου de facto ἀκυρώνεται πλειὰς ἱερῶν
κανόνων, οἱ ὁποῖοι ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ρητῶς ἀπαγορεύουν τὸ «διδασκαλικὸν» γιὰ τὶς
γυναῖκες (οἱ δύο τους μετέχουν ὡς μέλη τῆς ἐπιστημονικῆς-συμβουλευτικῆς ἐπιτροπῆς
τοῦ Πατριαρχείου ἐπὶ συνόλου ἕξι θέσεων!), ἐνῶ ἀντιθέτως οἱ ἄνδρες ἐπίσκοποι
κυριολεκτικὰ ἐξοβελίζονται, ἐπιχειρεῖται
ἡ εἰσαγωγὴ τῆς πλέον ἐπιθετικῆς νεοταξικῆς ἀτζέντας, αὐτῆς τῆς «πολιτικῆς
φύλου» (gender politics). Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ σπάσει ὁ
-δῆθεν- ἀνδροκρατικὸς πατερναλισμὸς τῆς
ξεπερασμένης πιὰ παράδοσης, μὲ τὴν ἀνάδειξη γυναικῶν σὲ καίριες θέσεις ἀρχικά,
κάτι ποὺ τελικὰ θὰ ὁδηγήσει σὲ ἐξελίξεις ὡς
πρὸς τὸ ζήτημα τῆς γυναικείας
«ἱερωσύνης».
Ἐπίλογος
Ἔχοντας
καταγράψει τὸ σύνολο τῶν ἐπίμαχων θέσεων τῆς Δρ. Πρ. πιστεύουμε νὰ ἔχει γίνει
κατανοητὸς μὲ τὸν πλέον ξεκάθαρο τρόπο καὶ ὁ λόγος παρουσίας της στὴν ΑκΜΣ. Ἡ ἰδιαίτερη
σχέση της μὲ τὰ πολιτικὰ πράγματα τῶν ΗΠΑ ἀναμφίβολα τὴν τοποθετεῖ σὲ θέση ἐπιτρόπου ἐκ
μέρους τῆς ὑπερδυναμης ἐντός
της ΑκΜΣ. Ἡ ἀναφορά της στὰ ἐπιμέρους ζητήματα τὰ ὁποῖα καὶ συνθέτουν τὸ οὐσιαστικὸ
περιεχόμενο, μὲ ἄλλα λόγια τὸ σκληρὸ πυρήνα τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἀφήνοντας στοὺς
«θεολόγους» τὴν λεπτομερῆ ἐπεξεργασία τους, κάνει σαφὲς ἀφ’ ἑνὸς τὴν
προτεραιότητα ποὺ δίνεται ἐκ μέρους τῶν ΗΠΑ στὴν ΑκΜΣ, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν
προσπάθεια ἐκ τῶν ἔσω, ἐλέγχου τῶν ἀποτελεσμάτων της καὶ συνακόλουθα τοῦ ἐλέγχου τῆς Ὀρθοδοξίας.
Φρονοῦμε ὅτι ἡ διασύνδεση ἐξωγενῶν, ἀμιγῶς πολιτικῶν καὶ μὲ χαρακτηριστικὴ
σήμανση νεοταξικῶν παραγόντων, στὸ πρόσωπο τῆς Δρ. Πρ. μὲ τοὺς οἰκουμενιστικοὺς
παράγοντες τοῦ Φαναρίου δὲν προμηνύει τίποτε τὸ θετικὸ γιὰ τὴν φιλτάτη 'Ὀρθοδοξία
μας.
Ἐπιφάνιος Μοναχὸς
Καψαλιώτης-Ἅγιον Ὄρος