Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Ελισάβετ Προδρόμου: Μιά γυναίκα, σύμβουλος στο Εθν. Συμβ. Ασφαλείας των ΗΠΑ, την CIA, τον ΟΗΕ...

κλήθηκε ἀπὸ τὸν πατρ. Βαρθολομαῖο στὴν Πανορθόδοξη Σύνοδο!!! 
.
 Σὲ κείμενό της -ποὺ ἀναρτοῦμε- προπαγανδίζει τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τὴν Πανθρησκεία! Ἡ εἰσήγησή της δε, εἶναι «δηλωτική, μὲ τρόπο ἀπροκάλυπτο, τῶν ἀληθινῶν προθέσεων τῶν νεοταξιτῶν οκουμενιστν: τῆς πλήρους δαιμονοποίησης τῶν ὀρθοδόξων μὲ ἐπακόλουθο, τὸν ἀπηνῆ διωγμό τους».
    Ἂν συνδυάστε τὶς θέσεις της μὲ δυὸ (μόλις προηγούμενες δημοσιεύσεις) τοῦ Ἐπισκόπου Ἀβύδου (ἐδῶ) καὶ τοῦ Ν. Κουρεμένου (ἐδῶ)  θὰ ἀντιληφθεῖτε, τί μᾶς ἑτοιμάζουν στὴν Κρήτη.
   Ὁπότε, πρὸς τί οἱ «εὐγένειες» τῆς Συνάξεως τῶν Ἁγιορειτῶν καὶ τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν; Δὲν ἔχουν ἀντιληφθεῖ τὸ σκοπό τῶν παναιρετικῶν Οἰκουμενιστῶν; Δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι μόνο ἡ ἀπομάκρυνση ἀπ’ αὐτοὺς μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν συνενοχὴ κι ἴσως, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει ἕνα «προσωρινὸ» φρένο στὶς προδοτικὲς διὰ τῆς «ληστρικῆς» Συνόδου ἐνέργειές τους;

Τὸ πρόσωπο-κλειδὶ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου;


Τοῦ Μοναχοῦ Ἐπιφάνιου  -Ἅγιον Ὄρος

Εἰσαγωγή.

Στὰ μέσα τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀνακοίνωσε τὰ ὀνόματα δύο γυναικῶν ποὺ θὰ στελεχώσουν τὴν πατριαρχικὴ ἀντιπροσωπεία στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο (ΑκΜΣ), τὸ πρῶτο εἶναι μίας ἡγουμένης ἑλληνικῆς μονῆς, τῆς ὁποίας οἱ μοναχὲς διακονοῦν στὸ Φανάρι, καὶ εἶναι «τιμῆς ἕνεκεν», τὸ ἄλλο ὅμως εἶναι ἐξαιρετικὰ σημαντικό, καθότι ἀνήκει σὲ μία ἑλληνοαμερικανίδα καθηγήτρια γνωστοῦ πανεπιστημίου τῶν ΗΠΑ, μὲ εἰδίκευση τὴ διαχείριση κρίσεων καὶ τὶς διεθνεῖς σχέσεις.
________________________1   γιά τά βιογραφικά στοιχεία βλ. ένδεικτικά:http://genderrightsandreligion.csrc.asu.edu/people/elizabeth-prodromouhttps://berkleycenter.georgetown.edu/people/elizabeth-prodromouhttp://fletcher.tufts.edu/Fletcher Directory/Directory/Faculty%20Profile?personkey=2BCDB8E4-7D92-4067-B4A5-8153CA29FD8A2   G. Matsoukas (ed), Orthodox Christianity at the Crossroad: A Great Council of the Church - When and Why? (Bloomington, Indiana, 2009)· νά σημειωθεί οτι το βιβλίο βρίσκεται στή λίστα έπιλεγμένης βιβλιογραφίας γιά τήν ΑκΜΣ, στο site πού λειτουργεί ώς Γραφείο Τύπου (Press Office) τού Οίκ. Πατριαρχείου γιά τήν σύνοδο: https://www.orthodoxcouncil.org/bibliography


Συγκεκριμένα τὸ ὄνομα τῆς Δρ. Ἐλισάβετ Προδρόμου (Δρ. Πρ.) οὔτε εἶναι ἄγνωστο, οὔτε βεβαίως ἀσήμαντο. Ἀπὸ τὸ ἐξαιρετικὰ πλούσιο ἐπιστημονικὸ βιογραφικό της ξεχωρίζουν: ἐπίκουρος καθηγητὴς στὸ τμῆμα Διεθνῶν Σχέσεων τοῦ πανεπιστημίου τῆς Βοστώνης καὶ ἐπισκέπτης καθηγητὴς στὴν ἕδρα Ἐπίλυσης Κρίσεων στὴ σχολὴ νομικῶν καὶ διπλωματικῶν σπουδῶν Flecher τοῦ πανεπιστημίου Tufts, συνεργάζεται ἐπίσης μὲ τὸ Κέντρο Εὐρωπαϊκῶν Σπουδῶν (CES) τοῦ πανεπιστημίου τοῦ Χάρβαρντ (Harvard), ὅπου προεδρεύει στὴν ὁμάδα μελέτης Ἀνατολικῆς Μεσογείου καὶ Εὐρώπης. Οἱ ἀκαδημαϊκοί της τίτλοι τῆς ἐπιτρέπουν νὰ συμμετέχει, καὶ ἐδῶ εἶναι τὸ σπουδαιότερο, σὲ ἁρμόδιες κυβερνητικὲς ἐπιτροπὲς χάραξης πολιτικῆς τῶν ΗΠΑ: ἀπὸ τὸ 2004-2012 ἀντιπρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς Διεθνῶν Θρησκευτικῶν Ἐλευθεριῶν τῆς ἀμερικανικῆς Βουλῆς καὶ ἀπὸ τὸ 2011 ἀναβαθμίστηκε σὲ μέλος τῆς ἁρμόδιας ὁμάδας ἐργασίας τοῦ ἀμερικανικοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν μὲ ἀντικείμενο «Θρησκεία καὶ Ἐξωτερικὴ Πολιτική». Θεωρεῖται εἰδήμων σὲ θέματα ἀνατολικῆς Μεσογείου καὶ νότιο-ἀνατολικῆς Εὐρώπης καὶ ἔχει συνεργασθεῖ ὡς σύμβουλος στὸ Ἐθνικὸ Συμβούλιο Ἀσφαλείας τῶν ΗΠΑ, τὸ ὑπουργεῖο Ἄμυνας, τὴν Ἀμυντικὴ Ὑπηρεσία Πληροφοριῶν (DIA), τὴν Κεντρικὴ Ὑπηρεσία Πληροφοριῶν (CIA), τὸ NATO, τὸν ΟΗΕ, ὑπουργεῖα καὶ Μ.Κ.Ο. διαφόρων εὐρωπαϊκῶν χωρῶν. Χαρακτηρίζεται τέλος ὡς ἀνώτερη διπλωμάτης (Senior Diplomat).
Ἐκ τῶν πραγμάτων ἀντιλαμβάνεται κανεὶς τὸ status τῆς Δρ. Πρ. ἐντός του πλέγματος ἰσχύος τῶν ΗΠΑ· ἡ ἀκαδημαϊκή της ἰδιότητα συνυπάρχει μὲ αὐτὸ ποὺ κυρίως τὴν χαρακτηρίζει: τοῦ συνεργάτη -ἰδιαιτέρως μὲ τὶς ὑπηρεσίες ἀσφαλείας τῶν ΗΠΑ- αὐτοῦ ποὺ ἀποκαλοῦμε ὡς «βαθὺ κράτος».
Ἔχοντας λοιπὸν σκιαγραφήσει τὸ εὖρος δραστηριοτήτων τῆς Δρ. Πρ. στρέφουμε μὲ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον τὴ προσοχή μας στὴν εἰσηγησή της στὸ 20ο Συνέδριο τοῦ Orthodox Christian Laity (OCL), τὸ Νοέμβριο τοῦ 2007 στὸ Illinois τῶν ΗΠΑ μὲ θέμα: «Ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανωσύνη μπροστὰ σὲ σταυροδρόμι: Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας -Πότε καὶ Γιατί». Ἡ Ἔκδοση τῶν πρακτικῶν ἔγινε τὸ 2009  (εἶναι στὰ ἀγγλικά, ἀπ' ὅπου καὶ μεταφράζουμε, ἀπὸ τὴν ἠλεκτρονικὴ ἔκδοση τοῦ βιβλίου). Τὸ θέμα τῆς εἰσήγησής της ἦταν: «Ἡ ἀνάγκη γιὰ μία ΑκΜΣ: Γιατί. Γιατί  Ὄχι  Ἀκόμη,  καὶ Πότε;».

Οἱ θέσεις τῆς Δρ. Ἐλισάβετ Προδρόμου.
Πρὶν τὴν ἀνάπτυξη τῶν θέσεών της, ἐν εἴδει εἰσαγωγῆς θέλησε νὰ γνωρίσει στοὺς συμμετέχοντες ἀφ’ ἕνὸς μὲν τὴν ἐπιστημονική της εἰδίκευση ἀφ’ ἕτερου δέ, νὰ δώσει τὸ στίγμα τῆς παρουσίας τῆς ἐν γένει στὸ συνέδριο, εἶπε λοιπόν:
«Ὁμιλῶ ὡς κοινωνικὴ ἐπιστημῶν -εἰδικότερα ὡς πολιτικὴ ἐπιστήμων καὶ καθηγήτρια ἐπὶ τῶν διεθνῶν σχέσεων- τῆς ὁποίας ἡ ἀκαδημαϊκὴ ἔρευνα καὶ διδασκαλία ἑστιάζεται στὸ ρόλο τῆς θρησκείας στὶς διεθνεῖς ὑπόθεσεις (world affairs). Ἡ σημασία ποὺ ἀποδίδω στὴν ἀναγκαιότητα ἀλλὰ καὶ στὶς συνέπειες μίας ΑκΜΣ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία διαμορφώνεται ἀπὸ ἀνάλογες μεθόδους καὶ ἀναλύσεις ποὺ θεωροῦν τὴν Ὀρθοδοξία ἐντὸς τῆς σύγχρονης πραγματικότητας τῆς παγκόσμιας θρησκευτικῆς διαφορετικότητας.
Δευτερευόντως, προσεγγίζω τὸ θέμα ὡς ἕνα πρόσωπο ποὺ συμμετέχει στὰ δημόσια πράγματα, καὶ εἰδικότερα στὴν Ἀμερικανικὴ διπλωματία. Φυσικὰ ὁμιλῶ σήμερα ὡς ἰδιώτης (θέλω νὰ εἶμαι ξεκάθαρη καὶ κατηγορηματικὴ ὡς πρὸς αὐτὸ τὸ σημεῖο), πάντως οἱ παρατηρήσεις μου ὀφείλονται στὴ γνώση ποὺ μοῦ προσπορίζει ἡ ὑπηρεσία μου στὴν Ἐπιτροπὴ τῶν Διεθνῶν Θρησκευτικῶν Ἐλευθεριῶν (USCIRF), ἕνα ἐννεαμελὲς σῶμα τὸ ὁποῖο ἀναφέρει στὸν πρόεδρο, ὑπουργεῖο τῶν ἐξωτερικῶν καὶ στὰ μέλη τῆς Γερουσίας, στὸ πῶς ἡ Ἀμερικανικὴ Ἐξωτερικὴ Πολιτικὴ δύναται νὰ προωθήσει τὴ θρησκευτικὴ ἐλευθερία στὸ κόσμο. Ὡς ὁ πρῶτος Ὀρθόδοξος χριστιανὸς ὁποῦ ὑπηρέτει σ αὐτὴ τὴν ἐπιτροπή, ἔχω καταλήξει ὅτι οἱ συζητήσεις περὶ τὸ ἐφικτὸν τῆς πραγματοποιήσεως, καὶ περὶ τῶν στόχων τῆς ΑκΜΣ συχνὰ παραβλέπουν τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους μία ἑνωμένη, ὅμως καὶ ποικίλη  παγκόσμια Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μπορεῖ ἀποτελεσματικώτερα ν ἀπαντήσει στὸ δράμα τῆς καταπάτησης τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, τῶν σχετιζόμενων μὲ τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία, εἰδικότερα, μάλιστα ὅπου ὑπάρχουν ἄμεσες ἀρνητικὲς συνέπειες στὰ δικαιώματα τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν».
Ἔχοντας πεῖ αὐτά, ἡ ἐξέταση τῆς Δρ. Πρ. συναρθρώνεται ἀκολούθως σὲ τρία βασικά, ὅπως λέει, ἐρωτήματα ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἀναγκαιότητα μιᾶς ΑκΜΣ:
Α'. Γιατί νὰ γίνει;
Β'. Γιατί δὲν ἔχει γίνει ἀκόμη;
Γ'. Πῶς θὰ ἐπιτευχθεῖ;
Α'.
Γιὰ ν' ἀπαντήσει στὸ πρῶτο ἐρώτημα ἡ Δρ. Πρ. ἀναπτύσσει γιὰ πρώτη φορὰ τὴν ἰδέα περὶ μοναδικότητας (uniqueness) τῆς παρούσης ἱστορικῆς συγκυρίας, χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει:

«Εἰδικότερα, ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία, ζοῦμε σὲ θεμελιωδῶς διαφορετικοὺς καιροὺς καὶ πρωτόγνωρες συνθῆκες ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἕως τώρα ἔζησε ἡ Ἐκκλησία».

καὶ θέτει δύο σημεῖα ὑποστηρικτικὰ τῆς ἀνωτέρω θέσεως.
Πρῶτον, ἡ ἀνθρωπότητα διαθέτει τὴν ἱκανότητα νὰ καταστρέψει ὅλη τὴ κτίση τοῦ Θεοῦ ἀφ’ ἑνός, ἀφ’ ἑτέτερου δέ, ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νὰ δημιουργηθεῖ ἀνθρώπινη ζωὴ μὲ τρόπο ὁλωσδιόλου ξεχωριστὸ ἀπὸ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα(!). Αὐτὰ τὰ δύο τοποθετοῦν τὴν Ἐκκλησία σὲ ἀπορία ἐνώπιον ἑνὸς διωνύμου “ἰσχύος καὶ ὕβρεως”, ἀφάνταστου ἕως τώρα στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία ἢ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως ἡ ἀπουσία μιᾶς ΑκΜΣ διαμορφώνει μία κατάσταση κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ νὰ σταθμίσει τὰ καινούργια δεδομένα καὶ νὰ προσευχηθεῖ(!), ἀκόμη λιγότερο δὲ νὰ ἀσκήσει τὴν ἁρμόζουσα ποιμαντικὴ μέριμνα ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἔτσι νὰ βοηθήσει τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς σὲ ζητήματα ὅπως: Πόλεμος(!), Περιβαλλοντικὴ Προστασία(!) καὶ Βιοηθική, εἰδικότερα δὲ γιὰ τὸ τελευταῖο, ζητήματα ὅπως: ἀνθρώπινη σύλληψη, ἔκτρωση, εὐθανασία, κλωνοποίηση, γενετικὰ μεταλλαγμένα τρόφιμα, καὶ ἔρευνα στὸ ἀνθρώπινο γονιδίωμα. Καὶ καταλήγει στὸ ἑξῆς καίριο γιὰ τὴν εἰσήγησή της σημεῖο:
«Ἡ ἀνωτέρω λίστα θεμάτων, ὑπογραμμίζει τὸ ἀναμφισβήτητο γεγονὸς ὅτι οὔτε οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας στὴν παροῦσα τους μορφή, οὔτε τὸ σύνολο σῶμα τῆς Ἁγίας Παράδοσης, κατανοούμενο ὡς ἀμετάβλητο, δύνανται νὰ προσφέρουν ἐπαρκεῖς ἀπαντήσεις στὴν πρωτόγνωρη δημιουργικὴ καὶ καταστροφικὴ πραγματικότητα(sic) τῆς παρούσης ἱστορικῆς στιγμῆς. Ἡ ΑκΜΣ ὡς ἔκφραση τῆς ζώσας παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτέλει τὸ ὧν οὐκ ἄνευ ὅλο γιὰ τὴν Ἐκκλησία στὴν προσπάθεια νὰ ἔρθει σὲ συμφωνία καὶ νὰ μετασχηματίσει τὴν παροῦσα ἱστορικὴ πραγματικότητα».

Προχωρώντας στὸ δεύτερο σημεῖο ἀναφέρει ἐπὶ λέξει:

«Ἡ ἀνάγκη γιὰ μία ΑκΜΣ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἱστορικὰ πρωτόγνωρη κατάσταση τοῦ παγκόσμιου θρησκευτικοῦ πλουραλισμοῦ».


Ἀπὸ τοῦτο γίνεται σαφὲς ὅτι στὴ ματιά της ἡ σύνοδος σχετίζεται ἄμεσα καὶ οὐσιαστικὰ μὲ τὸν “θρησκευτικὸ πλουραλισμὸ” δηλαδὴ μὲ τὸν οἰκουμενισμό, ἀφοῦ ἀνέκαθεν ὑπῆρχαν πολλὲς θρησκεῖες ποὺ μάλιστα συμβίωναν εἰρηνικά. Θέλοντας ὅμως νὰ δώσει τὸ στίγμα της, στὸ πῶς ἐννοεῖ αὐτὸν τὸν πλουραλισμό, λέει χαρακτηριστικά:
«Ὁ πλουραλισμὸς τῆς σύγχρονης θρησκευτικῆς πραγματικότητας σὲ συνάρτηση μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση τῆς θρησκείας, ἐπαναδιαμορφώνουν τόσο τὸ χῶρο(;) ὅσο καὶ τὴν ἐσωτερικὴ διαφορετικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ τὴν ἐπέκταση, ἀνάπτυξη καὶ μετασχηματισμὸ τῶν ὀρθόδοξων πληθυσμῶν στὰ ἐδάφη τῆς ἱστορικῆς τους καταγωγῆς τόσο ἐντὸς ὅσο καὶ ἐκτὸς αὐτῶν τῶν ἔδαφων».

Τὸ πρίσμα μέσῳ τοῦ ὁποίου περιγράφονται τὰ ἀνωτέρω εἶναι ἡ ἐκτίμηση τῆς εἰσηγήτριας ὅτι στὴν παροῦσα φάση πλουραλισμοῦ ὑπάρχει ἡ τάση ἐντός της Ὀρθοδοξίας γιὰ κατακερματισμὸ ἀντὶ γιὰ ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλίᾳ(!). Τί ἐννοεῖ; Μήπως ὅτι, γιὰ παράδειγμα στὶς ΗΠΑ, ὑπάρχουν ὅλες αὐτὲς οἱ ὀρθόδοξες δικαιοδοσίες, ἡ κάθε μία μὲ τὴ σύνοδό της καὶ ὄχι μία, ὅπως θὰ ἔπρεπε, σύνοδος; Μᾶς ξεκαθαρίζει ὅτι δὲν ἀναφέρεται σ’ αὐτό, ἀλλά:
«Γιὰ τοὺς δικούς μας σκοποὺς ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ στὴν Ἀμερική, τὸ ζήτημα τοῦ θρησκευτικοῦ πλουραλισμοῦ, καὶ ἡ συνοδεύουσα πρόκληση καὶ δυνατότητα γιὰ ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλίᾳ εἶναι ἐκ τῶν ἀπολύτως κατεπειγόντων κινήτρων γιὰ τὴν ΑκΜΣ. Μία τέτοια σύνοδος πρέπει νὰ βοηθήσει τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ὥστε νὰ κατανοήσουν, νὰ συμβιβαστοῦν καὶ ἐνεργὰ νὰ συμμετάσχουν στὴ διαμόρφωση τῆς πραγματικότητας τῆς παγκόσμιας θρησκευτικῆς ἑτερότητας».

Τὸ κείμενο νομίζουμε ὅτι μιλάει ἀπὸ μόνο του...
Ἀνακεφαλαιώνωντας τὶς θέσεις της, ἐπαναδιατυπώνει τὸ οὐσιῶδες γι’ αὐτὴν σημεῖο, ὅτι ὑπὸ τὸ φῶς τῆς σημερινῆς πραγματικότητας καὶ τῶν προκλήσεών της, ριζικὰ διαφορετικῶν, ὅπως λέει, ἀπὸ τοὺς ὀκτὼ πρώτους αἰῶνες ὕπαρξης τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τοὺς ὁποίους ἔλαβαν χώρα καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι,
«...οἱ κανόνες εἶναι ἀνεπαρκεῖς, ἀκριβέστερα ἐλλιπεῖς καὶ ἔχουν ἀνάγκη διόρθωσης καὶ ἐπαύξησης».


Β΄.
Ἀναφορικὰ μὲ τὸ δεύτερο ἐρώτημα, τὸ γιατί δὲν ἔχει συγκληθεῖ ἡ ΑκΜΣ, ἀπαντᾶ συναρθρώνοντάς το σὲ τρία ἐμπόδια-σημεῖα μὲ τὰ δύο πρῶτα νὰ εἶναι καὶ τὰ σημαντικότερα, εἰδικὰ μάλιστα τὸ δεύτερο.
Ὡς πρῶτο ἀναφέρει τὸ ζήτημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πρωτείου, καὶ τὸ ὁποῖο τὸ κατονομάζει ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς κύριους λόγους γιὰ τὴ σύγκληση τῆς ΑκΜΣ. Στὴν ἀνάπτυξη τοῦ θέματος ἐντάσσει ἐμφατικὰ καὶ τὴν ἀντιπαράθεση ἰσχύος μεταξὺ Κωνσταντινούπολης καὶ Μόσχας. Γίνεται σαφὲς ὅτι δίνει ἰδιαίτερο βάρος στὴν περὶ τοῦ πρωτείου συζήτηση, καὶ ἂν καὶ πολὺ προσεκτικὴ στὶς διατυπώσεις της, σὲ μία κρίσιμη παράγραφο ἀναφορικὰ μὲ τὶς πρωτοβουλίες τῆς Κωνσταντινούπολης στὴν ἐπίλυση ἐνδορθόδοξων ἐκκλησιαστικῶν προβλημάτων, καταθέτει τὴν ἄποψή της, καταγράφοντας ὡς “ἔκφραση ἀναγνώρισης” ἀπὸ τὶς τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐθεντίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (ὡς πρώτου).

Ἐρχόμαστε ὅμως τώρα στὸ κρισιμότερο τμῆμα τῆς ὅλης ἔκθεσης τῶν ἀπόψεών της, σ’ αὐτὸ ποὺ καταγράφει ὡς δεύτερο ἐμπόδιο καὶ ποὺ τὸ ὀνομάζει “ νομικισμό” (legalism), καὶ νά, πῶς τὸ περιγράφει μὲ τὰ δικά της λόγια:
«Τὸ δεύτερο ἐμπόδιο ἔχει νὰ κάνει μὲ αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ὀνομασθεῖ "νομικισμός" (legalism), ἢ τὴν τάση πρὸς μία ἀνιστορικὴ θέση ἡ ὁποία συνιστᾶ τὴν ἀντίθεση πρὸς τὴν ἔννοια τῆς Ζῶσας Παράδοσης. Θεωρῶ αὐτὸ τὸ ἐμπόδιο μακρὰν σοβαρότερο ἀπὸ αὐτὸ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πρωτείου/αὐθεντίας, καθότι ἐκφράζει μία νοοτροπία ποὺ διαπέρνα τόσο τὸν κλῆρο (δηλαδὴ ἱεράρχες, ἱερεῖς καὶ μοναχούς) ὅσο καὶ τοὺς λαϊκοὺς στὴν Ἐκκλησία καὶ εἶναι τελείως ξένη πρὸς τὴν ὀρθὴ ἀνάγνωση τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας. Εἰδικότερα, ἡ ἀπροθυμία ν’ ἀναγνωρισθεῖ ἡ ἱστορικότητα τῆς Ἁγίας Παράδοσης καὶ νὰ κατανοηθεῖ ὡς Ζῶσα, ἔχει ὁδηγήσει σὲ μία νομικίστικου τύπου, συνολικὴ σύλληψη τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας καὶ θεολογίας. Αὐτὴ ἡ προοπτικὴ συνήθως ἐκφράζεται μέσω ἁπλουστευτικῶν ἀπόψεων, ὅπως ὅτι οἱ κανόνες εἶναι αἰώνιοι, ἢ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ὡς ὅλον, ἐφαρμόζεται σὲ ὅλες τὶς ἱστορικὲς συνθῆκες. Σύμφωνα μ αὐτὴ τὴν λογική, δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη σύγκλησης τῆς ΑκΜΣ, καθότι οἱ ἀπαντήσεις στὰ σύγχρονα προβλήματα ἤδη ἐμπεριέχονται στὴ πληρότητα τῆς Ἁγίας Παράδοσης. Ἡ πλέον δογματικὴ ἔκφραση αὐτοῦ τοῦ ἰσχυρισμοῦ εἶναι ὅτι, οἱ κανόνες δὲν εἶναι «ἀνοικτοὶ» σὲ ἐπανερμηνεία, ἀναθεώρηση, προσθῆκες, ἢ ἀπόρριψη».

Βάσει αὔτων τῶν θέσεων καταλήγει:

«Αὐτὴ ἡ ἀναγωγὴ τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας σὲ τυποποιημένα προϊόντα, ἀποπνέει τὸν τύπο ἐκεῖνο τοῦ νομικισμοῦ τῶν Φαρισαίων ποὺ ὁδήγησε στὴ καταδίκη τοῦ Χριστοῦ ἢ πιὸ πρόσφατα, τὸ στεῖρο φονταμενταλισμὸ τοῦ Σαουδικοῦ Οὐαχαμπιτισμοῦ καὶ τοῦ “κατὰ γράμμα” Καλβινισμοῦ».

Ἡ παράθεση –κατ’ ἀνάγκην– τῶν ἐκτεταμένων αὐτῶν τμημάτων τοῦ κειμένου τῆς εἰσήγησης, μᾶς φανερώνει ὅτι ἡ «ἐκλεκτὴ» ἐπιστημονικὴ συνεργάτις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου δὲν εἶναι ἁπλὰ θιασώτης τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ τῆς πλέον ἐπιθετικῆς μορφῆς του. Καὶ ἐνῶ δὲν χρειάζεται νὰ προσθέσουμε ἐμεῖς τίποτε ὅσον ἀφορᾶ τὸ τμῆμα στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται γιὰ τοὺς κανόνες, τὸ κείμενο ἄλλωστε «φωνάζει» μόνο του, ἀξίζει ὅμως νὰ σχολιάσουμε τὰ συμπεράσματά της.
Οἱ ὀρθόδοξοι λοιπὸν εἶναι φαρισαῖοι σταυρωτές του Χριστοῦ, οὐαχαμπίτες καὶ ἀκραῖοι καλβινιστές. Θὰ σταθοῦμε στὸ «οὐαχαμπίτες» διότι ἐδῶ πλέον τὰ πράγματα κρίνονται τουλάχιστον ἐπικίνδυνα. Οὐαχαμπίτες δὲν εἶναι μόνο οἱ σαουδάραβες ἀρρωστημένοι ἡγέτες τῆς Σαουδικῆς Ἀραβίας, ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπ' αὐτῶν χρηματοδοτούμενοι, ἐξοπλιζόμενοι, παντοιοτρόπως ὑποστηριζόμενοι, καὶ μὲ τὴν γενναία συνεισφορὰ τῆς Δύσης τῶν κροκοδειλίων δακρύων, σφαγεῖς τῆς Ἀλ-Κάϊντα, καὶ τοῦ Ἰσλαμικοϋ Κράτους (κατ' ἀρχὰς παρακλαδιοῦ τῆς Ἀλ-Κάϊντα). Μὲ αὐτοὺς ταυτίζεται ἡ παραδοσιακὴ ὀρθοδοξία Ἐπισκόπων, Κληρικῶν, μοναχῶν, καθηγητῶν Πανεπιστημίου καὶ πιστοῦ λαοῦ! Ἡ ἐμμονὴ στὴν ἁγιοπατερικὴ παράδοση ταυτίζεται ἔτσι μὲ τὴ βούληση τῶν οὐαχαμπιτῶν, γιὰ ὑποχρεωτικὴ γιὰ ὅλους διὰ τῆς βίας, ἐφαρμογῆς τῆς ἰσλαμικῆς σαρία (=νόμου) καὶ τὴν ἐγκαθίδρυση χαλιφάτου τῆς πλέον ἀκραίας μορφῆς ! Ἂς μὴν διαφεύγει ὅτι κατ' οὐσίαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ταυτίζονται ἱεροὶ κανόνες καὶ σαρία!
Ἡ πρόκληση τῆς Νέας Τάξης ἐδῶ εἶναι τῶν πλέον ὑψηλῶν τόνων, ἀληθινὰ ἀνατριχιαστικὴ καὶ ἐν ταυτῷ δηλωτική, μὲ τρόπο ἀπροκάλυπτο, τῶν ἀληθινῶν προθέσεων τῶν νεοταξιτῶν οἰκουμενιστῶν: τῆς πλήρους δαιμονοποίησης τῶν ὀρθοδόξων μὲ ἐπακόλουθο, τὸν ἀπηνῆ διωγμό τους. Τὰ σημεῖα ποὺ μόλις περιγράψαμε ἀποτελοῦν τὴ κορύφωση μὰ καὶ τὴν οὐσία τῆς ὅλης εἰσήγησης.
Ὡς τρίτο ἐμπόδιο θεωρεῖ ἡ Δρ. Πρ. τὴ διαμάχη περὶ τοῦ χαρακτήρα τοῦ περιεχομένου τῆς ΑκΜΣ καὶ ἐνῶ δὲν λέει τίποτε στὸν ἐλάχιστο χῶρο ποὺ ἀφιερώνει γι’ αὐτὸ τὸ «ἐμπόδιο», κάνει μία πολὺ περίεργη παρατήρηση ἀναφερόμενη στὸ ζήτημα τῆς ἑνότητος τῶν ὀρθοδόξων στὶς ΗΠΑ, λέει λοιπόν:

«Πάντως, ἡ ἐξέταση τοῦ προβλήματος τῆς ἑνότητος δὲν δύναται ν’ ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὸ εὐρύτερο ἐρώτημα τῆς «μετατόπισης βάρους» τῆς οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς τόπους καταγωγῆς της, τὴν Μέση Ἀνατολὴ καὶ τὴν Εὐρώπη, σ’ ὅλες τὶς πέντε ἤπειρους, καὶ ἰδιαίτερα ὑπὸ τὸ φῶς τῆς παγκόσμιας Ἀμερικανικῆς ἡγεμονίας μετὰ τὸ Ψυχρὸ Πόλεμο, στὶς ΗΠΑ».

Ἐδῶ φανερώνεται στὰ λεγόμενα τῆς Δρ. Πρ. ἐμφατικὰ ἡ γεωπολιτικὴ σημασία ποὺ ἔχει γιὰ τὸν παγκόσμιο χωροφύλακα, ὅπως θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους οἱ ΗΠΑ, ἢ ΑκΜΣ καὶ συνακόλουθα ὁ ἔλεγχος τῆς Ὀρθοδοξίας.
Καταλήγοντας καὶ μὴ ἔχοντας νὰ πεῖ τίποτε ὡς πρὸ τὸ περιεχόμενο τῆς ΑκΜΣ, ἁπλὰ καταλογραφεῖ μόλις στὴ τελευταῖα πρόταση θέματα ποὺ θεώρει ὅτι ὀφείλουν νὰ συζητηθοῦν: γάμος, διαζύγιο, παρθενία σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδά του κλήρου: ἐπισκοπικό, ἱερατικό, διακονικό, καθὼς καὶ συμμετοχή-συνάντηση μὲ τὸν θρησκευτικὸ πλουραλισμὸ (εὐαγγελισμός, προσηλυτισμός, ἱεραποστολή), τέλος καὶ ἡ βιοηθική.

Γ'.
Ἔχοντας καταγράψει καὶ τὸ τελευταῖο ἐμπόδιο, προχωρεῖ στὸ τρίτο καὶ τελευταῖο ἐρώτημα, τοῦ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ τελικὰ ἡ σύγκλιση τῆς ΑκΜΣ, καὶ τὸ ἀπαντᾶ προτείνοντας τρία σημεῖα. Στὸ πρῶτο,

«(θεωρῶ) σημαντικὸ νὰ ἐκφρασθεῖ ὑποστήριξη στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη νὰ συγκαλέσει τὴν ΑκΜΣ. Λαϊκοί, κληρικοὶ καὶ ἱεράρχες ἀπὸ ὅλο τὸν 'Ὀρθόδοξο κόσμο πρέπει νὰ ὑποστηρίξουν αὐτὸ τὸ μήνυμα, τὸ ὁποῖο ἐναργῶς ἀναγνωρίζει τὸ ἐκκλησιαστικὸ κύρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου».

Εἶναι σαφὴς ἡ θέση της ποὺ ἐδῶ ἐπαναδιατυπώνει ἐμφατικά, ὄχι ἁπλῶς ὑποστηρίζοντας τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἀλλὰ ἀναγορεύοντάς το ὡς τὸν μόνο ἁρμόδιο παράγοντα σύγκλησης τῆς ΑκΜΣ. Κάνει ὅμως ἐντύπωση ὅτι ἐνῶ γιὰ τὸ κύρος τῶν Ἱερῶν Κανόνων εἶπε αὐτὰ ποὺ εἶπε, παρὰ ταῦτα ἀποδέχεται σιωπηρὰ καὶ ἀσυζητητί, τοὺς σχετικοὺς κανόνες ποὺ διαλαμβάνουν τὰ προνόμια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀποδίδοντας ἔτσι κύρος αἰώνιο στὶς σχετικὲς ἀποφάσεις, παραβλέποντας τὸ δυναμικὸ χαρακτήρα τῶν σχετικῶν κανόνων ποὺ ρυθμίζεται ἀπὸ τὸ ἀξίωμα ποὺ εἰσάγει ὁ ιζ' κανὼν τῆς δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἐπαναλαμβάνει ὁ λη' τῆς πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ λέει ὅτι: «...τοῖς πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις, καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ἡ τάξις ἀκολουθείτω». Ἀκριβῶς βάσει αὐτοῦ τοῦ ἀξιώματος, ἀπονεμήθηκαν ἄλλωστε καὶ τὰ σχετικὰ προνόμια στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, γιὰ νὰ εἶναι (τότε) βασιλεύουσα Πόλις ἡ Κωνσταντινούπολη.

Ὡς δεύτερο σημεῖο προτάσσει τὸν ἐπανακαθορισμὸ αὐτῆς ταύτης τῆς ἔννοιας τῆς συνόδου:

«... ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ ἐπανακαθορίσουμε ἕνα τέτοιο γεγονὸς στὸ ὀρθό του πλαίσιο: εἰδικότερα τὸ γεγονὸς τῆς Σύνοδου εἶναι ἁπλῶς μέρος -ἂν καὶ κρίσιμου χαρακτῆρα- τῆς ὅλης διαδικασίας στὴν ὁποία ὑπόκειται ἡ Ὀρθοδοξία, τῆς συνεχοῦς προσαρμογῆς, συνάντησης καὶ μετασχηματισμοῦ τοῦ κόσμου στὸν ὁποῖο ζοῦμε. Ἐὰν δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι, μέσω μίας ὥριμης πνευματικῆς ἀνάπτυξης καὶ τῆς ἀντίστοιχης θεσμικῆς ἱκανότητας βασισμένης στὴν εἰλικρινῆ αὐτοκριτικὴ καὶ βελτίωση, τὰ ἀποτελέσματα καὶ οἱ ἀποφάσεις τῆς ΑκΜΣ θὰ εἶναι μὲ χονδροειδῆ τρόπο ἄτελη».

Ἤδη γνωρίζουμε ὅτι ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ ἔδαφος ἀνάπτυξης τοῦ οἰκουμενιστικου λόγου, ὁ ὁποῖος προετοίμασε τὴν ΑκΜΣ καὶ βάσει τοῦ ὁποίου θὰ ὑπάρξουν καὶ οἱ ὅποιες ἀποφάσεις. Ἐπισημαίνουμε ἰδιαιτέρως τὰ σημεῖα ὅπου ὁμιλοῦν περὶ προσαρμογῆς καὶ αὐτοκριτικῆς. Σ’ αὐτὰ τὰ σημεῖα ἑδράζεται κυρίως ἡ προσπάθεια τῶν ἡμέτερων οἰκουμενιστῶν γιὰ σύγκλιση μὲ τοὺς αἱρετικούς, κυρίως μὲ τοὺς παπικούς.

Τέλος ὡς τρίτο σημεῖο ἀναφέρεται ἡ ἀνάγκη υἱοθέτησης ὅλων τῶν ἀνωτέρω στὴ συνείδηση τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, ἡ ἐμπέδωση δηλαδὴ τῶν ἀρχῶν καὶ μεθόδων τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν πιστῶν. Ἰδιαιτέρως τονίζεται ἡ ἀνάγκη μεγαλύτερης συμμετοχῆς (προτεσταντικοῦ τύπου) τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου στὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦτο θὰ κατορθωθεῖ μὲ τὴν αὔξηση καὶ βελτίωση τῆς παιδείας του (προφανῶς στὰ διδάγματα τοῦ οἰκουμενισμοῦ).
Ἔχοντας ὁλοκληρώσει τὴν παρουσίαση τῶν θέσεων τῆς Δρ. Πρ. ἀξίζει νὰ προσθέσουμε, κατόπιν καὶ σχετικῆς ἐπισήμανσης ἐκ μέρους ἁγιορειτῶν πατέρων, κάτι ποὺ ἴσως διαφεύγει στοὺς πολλούς· τὸ γεγονὸς τῆς κλήσης ἐκ μέρους τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως δύο γυναικῶν φανερώνει κάτι ἀκόμη ἀπὸ τὴν «ἀτζέντα» τῆς ΑκΜΣ: πέρα ἀπὸ τὸ πρωτοφανές της παρουσίας τους σὲ μία σύνοδο, ὅπου de facto ἀκυρώνεται πλειὰς ἱερῶν κανόνων, οἱ ὁποῖοι ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ρητῶς ἀπαγορεύουν τὸ «διδασκαλικὸν» γιὰ τὶς γυναῖκες (οἱ δύο τους μετέχουν ὡς μέλη τῆς ἐπιστημονικῆς-συμβουλευτικῆς ἐπιτροπῆς τοῦ Πατριαρχείου ἐπὶ συνόλου ἕξι θέσεων!), ἐνῶ ἀντιθέτως οἱ ἄνδρες ἐπίσκοποι κυριολεκτικὰ ἐξοβελίζονται, ἐπιχειρεῖται ἡ εἰσαγωγὴ τῆς πλέον ἐπιθετικῆς νεοταξικῆς ἀτζέντας, αὐτῆς τῆς «πολιτικῆς φύλου» (gender politics). Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ σπάσει ὁ -δῆθεν- ἀνδροκρατικὸς πατερναλισμὸς τῆς ξεπερασμένης πιὰ παράδοσης, μὲ τὴν ἀνάδειξη γυναικῶν σὲ καίριες θέσεις ἀρχικά, κάτι ποὺ τελικὰ θὰ ὁδηγήσει σὲ ἐξελίξεις ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῆς γυναικείας «ἱερωσύνης».

Ἐπίλογος

Ἔχοντας καταγράψει τὸ σύνολο τῶν ἐπίμαχων θέσεων τῆς Δρ. Πρ. πιστεύουμε νὰ ἔχει γίνει κατανοητὸς μὲ τὸν πλέον ξεκάθαρο τρόπο καὶ ὁ λόγος παρουσίας της στὴν ΑκΜΣ. Ἡ ἰδιαίτερη σχέση της μὲ τὰ πολιτικὰ πράγματα τῶν ΗΠΑ ἀναμφίβολα τὴν τοποθετεῖ σὲ θέση ἐπιτρόπου ἐκ μέρους τῆς ὑπερδυναμης ἐντός της ΑκΜΣ. Ἡ ἀναφορά της στὰ ἐπιμέρους ζητήματα τὰ ὁποῖα καὶ συνθέτουν τὸ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο, μὲ ἄλλα λόγια τὸ σκληρὸ πυρήνα τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἀφήνοντας στοὺς «θεολόγους» τὴν λεπτομερῆ ἐπεξεργασία τους, κάνει σαφὲς ἀφ’ ἑνὸς τὴν προτεραιότητα ποὺ δίνεται ἐκ μέρους τῶν ΗΠΑ στὴν ΑκΜΣ, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν προσπάθεια ἐκ τῶν ἔσω, ἐλέγχου τῶν ἀποτελεσμάτων της καὶ συνακόλουθα τοῦ ἐλέγχου τῆς Ὀρθοδοξίας. Φρονοῦμε ὅτι ἡ διασύνδεση ἐξωγενῶν, ἀμιγῶς πολιτικῶν καὶ μὲ χαρακτηριστικὴ σήμανση νεοταξικῶν παραγόντων, στὸ πρόσωπο τῆς Δρ. Πρ. μὲ τοὺς οἰκουμενιστικοὺς παράγοντες τοῦ Φαναρίου δὲν προμηνύει τίποτε τὸ θετικὸ γιὰ τὴν φιλτάτη 'Ὀρθοδοξία μας.

Ἐπιφάνιος Μοναχὸς Καψαλιώτης-Ἅγιον Ὄρος

Οι Οικουμενιστές επιβεβαιώνουν όσα καταγγέλλονται:




Η καταδίκη του θεολογικού φονταμενταλισμού:

Η ιστορική πρόκληση της Πανορθόδοξης Συνόδου

του Δρ. Νίκου Κουρεμένου


   Η Πανορθόξη Σύνοδος που θα συγκληθεί στην Κρήτη από τις 18 έως τις 27 του ερχόμενου Ιουνίου αποτελεί ένα εξαιρετικής σημασίας θεολογικό και εκκλησιαστικό γεγονός που αφορά την Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της. Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι οι προετοιμασίες που θα καθιστούσαν δυνατή τη σύγκληση μιας τέτοιας συνόδου με τις εργασίες Πανορθόδοξων Προπαρασκευαστικών Επιτροπών και Προσυνοδικών Διασκέψεων κράτησαν παραπάνω από μισόν αιώνα, αντιλαμβάνεται εύκολα το ειδικό βάρος και τις προσδοκίες που δημιουργεί αυτό το εγχείρημα όχι μόνο στα μέλη της όπου γης Ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά και στο σύνολο του χριστιανικού κόσμου.
    Η επίσημη ανακοίνωση της σύγκλησης της Πανοθρόδοξης Συνόδου από τη Σύναξη των Προκαθημένων που έλαβε χώρα το Μάρτιο του 2014 με πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, προξένησε μεγάλη χαρά στους ανά την οικουμένη καλής θέλησης χριστιανούς και αναπτέρωσε τις ελπίδες του θεολογικού κόσμου για μια καρποφόρα διαδικασία που θα τάραζε τα λιμνάζοντα ύδατα της συνοδικής συνείδησης της Ορθοδοξίας.
   Τα προβλήματα της σύγχρονης εκκλησιαστικής πραγματικότητας και θεολογικής έκφρασης στον ορθόδοξο χώρο είναι κατεγνωσμένα. Όποιος δεν εθελοτυφθεί αντιλαμβάνεται ότι στο σημερινό κόσμο η Ορθόδοξη Εκκλησία παρουσιάζεται σαν μια κατακερματισμένη σε πολλές «εθνικές» Εκκλησίες, ομοσπονδιακού τύπου κοινότητα, η οποία αδυνατεί να λύσει ακόμα και απλά ζητήματα, όπως για παράδειγμα το θέμα του κοινού εορτολογίου, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κοινός εορτασμός των Χριστουγέννων ανάμεσα στους ορθόδοξους χριστιανούς.
  Επίσης θα ήταν στρουθοκαμηλισμός η μη παραδοχή του έντονου προβλήματος της έκφρασης φονταμενταλιστικού και ιδεοληπτικού θεολογικού λόγου από ορισμένους κύκλους που ευτελίζουν τον πλούτο της ορθόδοξης παράδοσης σε μια στείρα ορθοδοξομανία και καθιστούν το σύχρονο θεολογικό λόγο νοσηρή έκφραση παρα-θεολογίας. Ο ενστερνισμός παλαιοημερολίτικου ύφους και επιχειρημάτων θα παρέμενε στα όρια του γραφικού αν δεν υιοθετούνταν εσχάτως από ορισμένους μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι οποίοι μάλιστα δεν δίστασαν να οργανώσουν Ημερίδα και να επικυρώσουν Ψήφισμα, με το οποίο προδικάζουν ότι «η μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδος δεν θα είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία, διότι με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, δεν προκύπτει ότι αυτή θα είναι σύμφωνη με την Συνοδική και Κανονική Παράδοση της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας» ενώ ταυτόχρονα  προεξοφλούν ότι αυτή θα επιχειρήσει και θα εδραιώσει την «παναίρεση του Οικουμενισμού». Η ανοχή του εκκλησιαστικού και του συνοδικού σώματος σε τέτοιες ενέργειες και νοοτροπίες με το πρόσχημα του φιλάδελφου και ενωτικού πνεύματος θα πρέπει κάποια στιγμή σταματήσει. Ο διχαστικός λόγος μια φωνασκούσας μειοψηφίας δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται μόνο με το χαμόγελο της συγκατάβασης. 
  Αλγεινή εντύπωση προκαλεί επίσης η φερόμενη σύμφωνα με δημοσιεύματα (βλ. ΕΔΩ) τέλικη πρόταση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας να απαλειφθεί ο όρος «εκκλησία» από τα επίσημα κείμενα τις Πανοθρόδοξης Συνόδου όταν αυτός αναφέρεται σε άλλες πλην της Ορθόξοξης Εκκλησίας χριστιανικές ομολογίες. Ας παρακάμψουμε το γεγονός ότι σύνολη η ορθόδοξη εκκλησιαστική ιστοριογραφία παλαιά τε και νέα (βλ. Φιλάρετος Βαφείδης, Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Βασίλειος Στεφανίδης, Βλάσιος Φειδάς κ.α.) αναφέρεται στη Ρωμαικαθολική τουλάχιστον, αλλά και στην Αγγλικανική καθώς και στις Αρχαίες Ανατολικές (Κοπτική, Συριακή, Αρμενική κ.α.) με τον όρο «Εκκλησία» χωρίς να θίγεται στο παραμικρό η εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
   Ας μην λάβουμε υπόψιν μας ότι ο όρος αυτός χρησιμοποιείται ως terminus technicus στους θεολογικούς διαλόγους χωρίς να προσλαμβάνει τις εκκλησιολογικές διαστάσεις που του προσδίδει η εκκλησιολογική αποκλειστικότητα της ορθόδοξης δογματικής διδασκαλίας. Ας αντιπαρέλθουμε την πατερική και θεολογική παράδοση αιώνων, σύμφωνα με την οποία εκκλησιαστικές κοινότητες, ακόμα και στην περίπτωση που είχαν καταδικαστεί ρητά απο Οικουμενικές Συνόδους, όπως συνέβη με τις Αρχαίες Ανατολικές παραδόσεις, αποκαλούνται χωρίς ενδοιασμούς, έστω και καταχρηστικά ως Εκκλησίες. Θα ήθελα να σταθώ μόνο στο εξής.
    Εφόσον η Εκκλησία της Ελλάδας απέστειλε τριμελή Αντιπροσωπεία στη Σύναξη των Προκαθημένων του Ιανουαρίου του 2016 στο Φανάρι για την κατάρτιση της θεματολογίας και του Κανονισμού της Πανορθόδοξης Συνόδου και εφόσον η ίδια Αντιπροσωπεία ενημέρωσε το σώμα για τις αποφάσεις της Σύναξης των Προκαθημένων, για ποιόν λοιπόν λόγο θα πρέπει η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας, το ανώτατο δηλαδή όργανο διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδας, να επανέλθει στο θέμα και να καταθέσει αίτημα τροποποίησης του κειμένου στο τέλος του Μαϊου του 2016, δηλαδή ουσιαστικά λιγότερο από ένα μήνα πριν από τη σύγκληση της Πανορθόδοξης Συνόδου; Και σε τελική ανάλυση δεν είναι τουλάχιστον σκανδαλώδες το τόσο σημαντικό ζήτημα της σύγκλησης της Πανορθόξης Συνόδου, για την προετοιμασία της οποίας χρειάστηκε μισός αιώνας, να απασχολεί την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας μόνο 20 μέρες πρίν από τη σύγκλησή της;
   Η Πανορθόδοξη Σύνοδος συν Θεώ θα συγκληθεί σε ένα περίπου μήνα στην Κρήτη σύμφωνα με τις αποφάσεις των Συνάξεων των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών και μετά από τις πολυετείς εργασίες Πανορθόδοξων Προπαρασκευαστικών Επιτροπών και Προσυνοδικών Διασκέψεων. Η σπουδαιότητα της έγκειται μεταξύ άλλων στο ίδιο το συνοδικό γεγονός, το οποίο όλοι ευχόμαστε να αποτελέσει ένα ουσιαστικό βήμα για την βελτίωση της κατακερματισμένης εικόνας της Ορθοδοξης Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο.
  Φαίνεται ωστόσο πως για πρώτη φορά θα έχουμε μια συνοδική επικύρωση και μάλιστα σε πανορθόδοξο επίπεδο της αναγκαιότητας των θεολογικών διαλόγων και της σχέσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τις υπόλοιπες χριστιανικές Εκκλησίες και ομολογίες.
  Μ’ αυτό το πρίσμα μπορούν να ερμηνευτούν οι έντονες και ακραίες αντιδράσεις μιας φωνασκούσας θεολογικής και εκκλησιαστικής μειοψηφίας, η οποία μετά το πέρας της Συνόδου δε θα έχει λόγο ύπαρξης, τουλάχιστον εντός των ορίων της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Το παρασκήνιο της Συνόδου που «εξόρισε» τους καθολικούς

FB95AE829A65E51455C819D9588E980B.jpg
ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΑ
ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ:

Το παρασκήνιο της Συνόδου
που «εξόρισε» τους καθολικούς


Αντωνιάδου Μαρία
Οι διαξιφισμοί συντηρητικών και προοδευτικών ιεραρχών για το Σχίσμα των Εκκλησιών και τα κείμενα της Μεγάλης Συνόδου.
 
«Ας μείνουμε μόνοι. Μοναδικοί κήρυκες της Ορθοδοξίας. Γνήσιοι εκφραστές».
 Η φράση αυτή του Μητροπολίτη Ηλείας κ. Γερμανού κυριάρχησε στην έκτακτη συνεδρίαση της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος που είχε ως στόχο την προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, της πρώτης που θα συγκληθεί μετά το Σχίσμα των Εκκλησιών. 
Αντικείμενο της αντιπαράθεσης που πολλές φορές ξέσπασε στην Ιεραρχία ήταν οι αλλαγές που αποφασίστηκε να γίνουν στα κείμενα της Μεγάλης Συνόδου και αναφέρονται στις σχέσεις με τις άλλες εκκλησίες και ομολογίες. Η πρόταση της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά την απόφαση που έλαβε η

ΩΡΟΛΟΓΙΑΚΗ ΒΟΜΒΑ πέταξε ο Αβύδου Κύριλλος Κατερέλος!

Ὁ Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας κι ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος βρῆκαν τὸν διάδοχο!

«Εμπιστεύομαι την Εκκλησία»

Του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου

Κρίμα καὶ πάλι κρίμα! Ὁ Ἐπίσκοπος καὶ καθηγητὴς Πανεπιστημίου Κύριλλος Κατερέλος, συμπληρώνει ὅ,τι δὲν κατάφεραν μὲ τὰ ἔργα τους τὸ αἱρετικὸ δίδυμο Ἰωάννη Ζηζιούλα καὶ Βαρθολομαίου Ἀρχοντώνη.   Ἀλλὰ τί νὰ περιμένει κανεὶς ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Πανεπιστημίου καὶ Ἐπίσκοπο Κύριλλο πού (ὡς Γενικὸς Ἀρχιερατικὸς Ἐπίτροπος Βάδης Βυρτεμβέργης, Στουτγάρδη Γερμανίας), προέβη σὲ μιὰ ἐξευτελιστικὴ καὶ σιχαμερὴ πράξη; Προσῆλθε σὲ αἴθουσα τοῦ συλλόγου «Ἅγιος Κοσμᾶς» καί, ἐνώπιον πάντων, ἔφτυσε τὸν προσκεκλημένο ὁμιλητὴ θεολόγο ἀείμνηστο Νικόλαο Σωτηρόπουλο!  Κάναμε μιὰ προσπάθεια νὰ σχολιάσουμε τὴν ὁμιλία του, ἀλλὰ σταματήσαμε, γιατὶ γιὰ τὸν σχολιασμό της χρειάζεται ὁλόκληρο βιβλίο ἀπὸ εἰδικὸ θεολόγο. Τὴν παραδίδουμε γιὰ σχολιασμὸ στοὺς εἰδικούς, παρουσιάζοντας μερικὰ δείγματα τῶν καινοτομιῶν ποὺ εἰσάγει στὴν ἑρμηνεία καὶ τὴν ὑπονόμευση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, μὲ τρόπο μετα-πατερικὸ καὶ Οἰκουμενιστικό.

    Γράφει ὁ ἐπίσκοπος Κύριλλος Κατερέλος:
«Τίθεται τὸ ἐρώτημα, ἐὰν στὶς διατετμημένες καὶ ἀποσχισθεῖσες ὁμάδες μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν μυστήρια, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τοῦ βαπτίσματος. Οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἀποκλειστικότητας ἀρνούμενοι τὴν πνοὴ τοῦ Πνεύματος καὶ τὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ ἀπαντοῦν κατηγορηματικὰ ἀρνητικὰ στὸ θέμα αὐτό, μιλώνας μεταξὺ ἄλλων καὶ γιὰ ταύτιση τῶν κανονικῶν μὲ τὰ χαρισματικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας».
  Δὲν ἦταν π.χ. εὔκολο πρᾶγμα γιὰ ἕνα Ρωμαιοκαθολικό, μὲ κυρίαρχη τὴν περὶ Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας ἀντίληψη, οὔτε τὴν Πενταρχία τῶν Πατριαρχῶν νὰ ἀποδέχεται, μὲ ὅ,τι αὐτὸ περαιτέρω σημαίνει, οὔτε τὴν καθολικότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀναγνωρίζει, γιὰ νὰ ἀναχθοῦμε ἐνδεικτικὰ στὸ κείμενο τῆς Ραβέννας καὶ ἄλλα κείμενα ποὺ ἀποτελοῦν καρπὸ αὐτοῦ τοῦ διαλόγου. Εἶναι, λοιπόν, προφανὲς ὅτι τὰ σύγχρονα δεδομένα εἶναι τελείως διαφορετικὰ καὶ κατὰ συνέπεια διαφορετικὴ θὰ πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ ἀντιμετώπιση τῶν ἐκτὸς Ἐκκλησίας εὑρισκομένων, τῶν ὁποίων ἡ πίστη κατὰ τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια ἀποτελεῖ κακοδοξία.
Τὰ ἐλάχιστα αὐτὰ παραδείγματα ἀρκοῦν γιὰ νὰ καταδείξουν ὅτι ναὶ μὲν οἱ ἱεροὶ κανόνες ἐξετέθηκαν ἀπὸ τίς «σάλπιγγες τοῦ Πνεύματος», μόνο ποὺ τὸ Πνεῦμα σήμερα ἠχεῖ διαφορετικά. Τὸ νὰ ξαναδοῦμε τοὺς ἱεροὺς κανόνες ποὺ τόσο κακοποιοῦνται στὶς ἡμέρες μας προβαίνοντας στὴ δέουσα ἀνακάθαρση ἀποτελεῖ ἐπείγουσα ἀναγκαιότητα ποὺ ὁπωσδήποτε χρειάζεται τὴν πανορθόδοξη συναίνεση. Ὁ συγκυριακὸς χαρακτήρας τῶν ἱερῶν κανόνων εἶναι ὅμως ἀδιαμφισβήτητος.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ σύνολό της οὐδέποτε μέχρι σήμερα καθόρισε τὶς σχέσεις της μὲ τοὺς σύγχρονους ἑτεροδόξους. Αὐτονόητα ὁ προβληματισμὸς αὐτὸς ὀφείλει νὰ ἑστιαστεῖ πρωτίστως στὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, τὸ εἰσαγωγικὸ μυστήριο σὲ μιὰ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἐνδεχομένως ἀναγνωρισθεῖ ὁ ἐκκλησιαστικὸς χαρακτήρας μιᾶς τέτοιας κοινότητας δὲ θίγει σὲ τίποτα τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποὺ διατηρεῖ τὴν αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ὑπὸ αὐτὴ τὴν ἔννοια αὐτὴ τίποτα δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ ὀνομάσουμε αὐτὲς τὶς χριστιανικὲς κοινότητες Ἐκκλησία.
Ποιός ὅμως μπορεῖ νὰ προσδώσει ἐκκλησιαστικὸ χαρακτῆρα σὲ μιὰ συγκεκριμένη κοινότητα ποὺ δὲν ἀνήκει στὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀναγνωρίζοντας πρωτίστως στὰ μέλη της βάπτισμα; Αὐτὸ ἀσφαλῶς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει μόνο ἡ Ἐκκλησία ἐν συνόδῳ, οἱ ἐπίσκοποι ὡς διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁρατὲς κεφαλὲς τῶν ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη τοπικῶν Ἐκκλησιῶν… Μὲ βάση αὐτὰ τὰ δεδομένα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ἀναγνώριση τοῦ ὑποστατοῦ τοῦ βαπτίσματος ἑτεροδόξων, ὅταν πρωτίστως ἀποστῆ ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία τῆς ἀποκλειστικότητας.
Ἀφοῦ τὰ ἐκτὸς Ἐκκλησίας τελούμενα μυστήρια εἶναι οὐχί «πάντῃ ἀνυπόστατα», ἄρα διαθέτουν κάποια ὑπόσταση καὶ εἶναι ὑπαρκτὰ καὶ κατ᾽ ἐπέκταση ἔγκυρα.

Στοὺς νεώτερους αἰῶνες σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τῆς κάθε μίας χωριστὰ τελοῦνται μικτοὶ γάμοι ὀρθοδόξων μὲ σύγχρονους ἑτεροδόξους. Ἡ τέλεση μικτοῦ γάμου δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ σημαίνει ad hoc ἀναγνώριση βαπτίσματος. Διαφορετικὰ ἡ τέλεση ἑνὸς τέτοιου γάμου δὲ θὰ ἦταν ἐφικτή. Εἶναι ἀντιφατικὸ καὶ ἀδιανόητο νὰ τελεῖται γάμος ὀρθοδόξων μὲ ἑτεροδόξους καὶ νὰ θεωρεῖται ἡ ἑτερόδοξη πλευρὰ ὅτι στερεῖται βαπτίσματος. Ἡ τέλεση μικτῶν γάμων στοὺς τελευταίους αἰῶνες ἀπὸ αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες συνιστᾶ μιὰ σιωπηρὴ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξωνΠλὴν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας, οἱ ὑπόλοιπες αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες τελοῦν μικτοὺς γάμους μὲ συγκεκριμένες ὁμάδες ἑτεροδόξων. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἄκαμπτης στάσης εἶναι τὸ θλιβερὸ γεγονός, οἱ γεωργιανοὶ πιστοὶ νὰ προσφεύγουν στὶς ἄλλες ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες -ἰδιαίτερα στὸ ἐξωτερικό- γιὰ νὰ τελέσουν θρησκευτικό γάμο.



Τὸ κείμενο τοῦ Ἀβύδου Κυρίλλου καὶ κάποια ἐνδιάμεσα σχόλια:

Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον

Του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου

Εἰσαγωγικὰ

Εἶναι κοινὸς τόπος ὅτι ὁ χριστιανικὸς κόσμος μετὰ ἀπὸ μιὰ περίοδο κοινῆς πορείας χιλίων ἐτῶν, ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ μιὰ δεύτερη χιλιετία διχασμοῦ, ἀμοιβαίας ἀποξένωσης καὶ ἀλλοτρίωσης, στὸν τελευταῖο κυρίως αἰῶνα τῆς δεύτερης χιλιετίας αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη τοῦ διαλόγου καὶ τῆς προσέγγισης μὲ ἀπώτερο στόχο τὴν ἐπανάκτηση τῆς ἀπολεσθείσας κοινωνίας στὴν πίστη. [σ.σ: Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐξ ἀρχῆς, ἀμέσως μετὰ τὸ σχίσμα, διελέγετο μὲ τοὺς Παπικούς, ἀλλ’ Ὀρθόδοξα, μὲ σκοπὸ τὴν ἐπιστροφή τους στὴν ΜΙΑ Ἐκκλησία].
Εἶναι ἐπίσης κοινὸς τόπος ὅτι οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς ἐνεργοποιήθηκαν πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ μετὰ ἀπὸ τὶς πατριαρχικὲς Ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902, 1904, καὶ 1920. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς θεωροῦσαν καὶ θεωροῦν χρέος τους, προσευχόμενες «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» καὶ πιστὲς στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν", νὰ ἐργαστοῦν διὰ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ διαλόγου καὶ γιὰ τὴν ἑνότητα, νὰ ἀναζητήσουν τὴν πορεία πρὸς τὴν εἰρήνη καὶ τὴν καταλλαγή, νὰ ὑπερβοῦν τὴν ὀδύνη καὶ τὸ σκάνδαλο τῆς διαίρεσης καὶ τοῦ διχασμοῦ. [σ.σ: Ὁμιλεῖ γιὰ ἀσύμετρα πράγματα. Τὸ «ἓν ὦσιν» ἔχει ἄλλη σημασία Ὀρθοδόξως, ὅπως ἀρκούντως ἔχει καταδειχθεῖ. «Καταλλαγὴ» ἄνευ μετανοίας εἶναι ἀδύνατη. Ἀλλ’ ὁ κ. Κύριλλος «οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι»].
 Ἡ ὀρθόδοξη πλευρὰ ποὺ ἐκινεῖτο καὶ κινεῖται στὴ διάσταση τοῦ ὀρθοῦ φρονήματος τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ἀγωνίζεται νὰ ἐκπληρώσει στὴν πράξη τὴν προτροπὴ τοῦ Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ: «Ὁ τέλειος ἐν ἀγάπῃ καὶ εἰς ἄκρον ἀπαθείας ἐλθών, οὐκ ἐπίσταται διαφορὰν ἰδίου καὶ ἀλλοτρίου, ἢ ἰδίας καὶ ἀλλοτρίας, ἢ πιστοῦ καὶ ἀπίστου, ἢ δούλου καὶ ἐλευθέρου, ἢ ὅλως ἄρσενος καὶ θηλείας· ἀλλ᾽ ἀνώτερος τῆς τῶν παθῶν τυραννίδος γενόμενος, καὶ εἰς τὴν μίαν φύσιν τῶν ἀνθρώπων ἀποβλεπόμενος, πάντα ἐξ ἴσον θεωρεῖ, καὶ πρὸς πάντας ἴσως διάκειται». [σ.σ: Πόση κακοποίηση τῆς σκέψεως τοὺ ἁγίου Μαξίμου! «Διάκειται ἴσως πρὸς πάντας» ὁ πιστός, ἀλλ’ ἀρνεῖται νὰ ἰσχυροποιήσει τὴν αἵρεση, ἀκριβῶς ἀπὸ ἀγάπη. Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος: «Ο θέλων δ τος αρετικος θλίβεσθαι, οδ χαίρων τ κακώσει ατν γράφω τατα, μ γένοιτο, λλ τ πιστροφ μλλον χαίρων κα συναγαλλόμενος… Πρς μόνον τ καθοτιον αρετικος συνάρασθαι ες σύστασιν τς φρενοβλαβος ατν δόξης, σκληρος παντελς εναι μς κα μειλήκτους βούλομαί τε κα εχομαι. Μισανθρωπίαν γρ ρίζομαι γωγε κα γάπης θείας χωρισμν τ τ πλάν πειρσθαι διδόναι σχν ες περισσοτέραν τν ατ προκατειλημμένων φθοράν”. Πόποβιτς Ἰουστίνου, ὅπ. παρ., σελ. 228. –Κα σ σχέση μ τ κείμενο ατ γραφε π. Σπυρίδων Μπιλάλης: «στε δν νεπνέοντο π τς γάπης ο θεοφόροι Πατέρες… κα μπνέεται π τς γάπης μόνο θηναγόρας, ποος μνηστεύει τ "βλάσφημο δόγμα" το Filioque  κα νέχεται ν παραμένουν ες τ σκότος τς αρέσεως» κατομμύρια δυτικν; « νοχ κα μνηστία τς αρέσεως εναι κακέκτυπον γάπης κα συγκεκαλυμμένον μσος… Ες τν Οκουμενισμν …τν μνηστεύοντα τν παναιρετικν παπισμόν, κρύπτεται βαρυτέρα μορφ τς μισανθρωπίας», πως τοτο χαρακτηριστικ φαίνεται π τν (παραπάνω διακήρυξη) το γίου Μάξιμου (Μπιλάλη Σπ., αρεσις το Filioque, σ. 476-477).
Γιὰ νὰ ἀγαπᾶς καὶ νὰ ἀποδέχεσαι τὸν ἄλλο, νὰ ὑπερβαίνεις τὴν ἀδιαφορία, τὸ φανατισμὸ καὶ τὸ μίσος πρὸς τὸν ἄλλο, τὸ λέγει πολὺ ξεκάθαρα ὁ Ἅγ. Μάξιμος, πρέπει νὰ εἶσαι «ἀνώτερος τῆς τῶν παθῶν τυραννίδος». Χρειάζεται νὰ θυμηθεῖ κανεὶς ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ τὰ λέγει κάποιος ποὺ γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸ ὀρθόδοξο δόγμα καὶ φρόνημα, δηλ. τὴν αὐθεντικὴ καὶ ἀληθινὴ ζωή, διώχτηκε βάναυσα ἀπὸ τὴν πολιτικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία τοῦ καιροῦ του; Δὲν ἔκανε ὁ Ἅγ. Μάξιμος διάλογο μὲ τὴν κακοδοξία τῆς ἐποχῆς του; Καὶ μόνο ἡ συζήτηση μὲ τὸν αἱρετικὸ Πατριάρχη Πύρρο πέρα ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἐπιστολῶν του εἶναι δεῖγμα καὶ ἀπόδειξη τῆς στάσης του ἀπέναντι στὸ μεῖζον τότε πρόβλημα. Τὸ ἴδιο δὲν ἔκανε ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συζητώντας μὲ Ἀρειανούς, Ἀνομοίους, Εὐνομιανούς, Πνευματομάχους; Ὅλοι αὐτοὶ καὶ πολλοὶ ἄλλοι διὰ μέσω τῶν αἰώνων, ἀναδειχθέντες πνευματοφόροι πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, δὲ διεῖδαν ποτὲ τὸ μάταιο τοῦ ἐγχειρήματος τοῦ διαλόγου, δὲν ἐγκατέλειψαν τὴν προσδοκία καὶ τὴν ἐλπίδα, δὲν αἰσθάνθηκαν κόπωση ἀπὸ τὴ μὴ εὐόδωση τῶν προσπαθειῶν τους. [σ.σ: Ἐδῶ βέβαια, πρόκειται γιὰ δολιότητα καὶ ὕβρη πρὸς τοὺς Ἁγίους· γιατὶ γνωρίζει ὁ κ. Κατερέλλος ὅτι οἱ παραπάνω Ἅγιοι ἐξορίστηκαν, βασανίστηκαν, ἀκρωτηριάστηκαν, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ κάνουν ὅτι κάνει αὐτὸς καὶ οἱ Οἰκουμενιστὲς πατρῶνες του: Ἀρνήθηκαν νὰ ἀνήκουν σὲ μιὰ «ἐκκλησία πονηρευομένων»! Ἀρνήθηκαν νὰ δημιουργήσουν μιὰ νέα αἵρεση (τὸν Οἰκουμενισμό), ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἑνωθεῖ μὲ κάποιες ἄλλες αἱρέσεις μὲ τελικὸ στόχο τὴν Πανθρησκεία].
 Ἀσφαλῶς καὶ μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα κινούμενες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες αἰσθάνθηκαν τὴν ἀνάγκη ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ᾽60 νὰ πορευτοῦν αὐτὲς τὴν πορεία τῆς συνάντησης μὲ τὸ λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο, μετὰ ἀπὸ τὶς γνωστὲς ἀποφάσεις τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων στὴ Ρόδο καὶ τὸ Σαμπεζὺ τῆς Ἑλβετίας. Εἶναι σαφὴς καὶ ἀδιαμφισβήτητη ἡ ἀξία αὐτῆς τῆς πρωτοβουλίας.
Μεταξὺ ἄλλων ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καλεῖται νὰ δώσει τὴ δική της μαρτυρία τῆς δικῆς της παράδοσης, τῆς ἀποστολικῆς παράδοσης, τῆς ἀποκεκαλυμμένης τοῦ Θεοῦ ἀλήθειας, τῆς καταγεγραμμένης στὴ Βίβλο καὶ τὶς Οἰκουμενικὲς συνόδους καὶ ἑρμηνευόμενης ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς πατέρες, μὲ ἀλάθητο ἔσχατο κριτήριο τὴ διαχρονικὴ συλλογικὴ συνείδηση τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ. Ὅταν διαλέγεσαι μὲ αὐτοὺς ποὺ κάποιοι καλοῦν αἱρετικούς, κάποιοι ἄλλοι τοὺς καλοῦν ἑτεροδόξους, οὐσιαστικὰ βάζεις ἀνάχωμα σὲ ὁποιαδήποτε προσηλυτιστικὴ διάθεση, διαφορετικὰ ὁ διάλογος γίνεται ἀκόμα πιὸ δύσκολος, ἂν ὄχι ἀδύνατος. Καλεῖσαι καὶ μπορεῖς νὰ ἀντιμετωπίσεις ἀπὸ κοινοῦ τὶς προκλήσεις τοῦ κόσμου τῆς ἀθεΐας καὶ ἡ ἀντιμετώπιση εἶναι γιὰ προφανεῖς λόγους ἀποτελεσματικώτερη. [σ.σ: Θὰ τρελαθοῦμε τελείως! α) Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ποὺ λίγο πρὶν ἐπικαλεῖται, δὲν ἀποκαλοῦσαν τοὺς αἱρετικοὺς ὡς αἱρετικούς; Δίδαξέ μας, σοφὲ Ἐπίσκοπε καὶ καθηγητά, πῶς τοὺς ἀποκαλοῦσαν; β) Ὥστε τὸ «πορευθέντες μαθητεύσατε» ἀποτελεῖ προσηλυτισμό; Ἢ ἐννοεῖ κάτι ἄλλο;].
Ἐπιζητᾶς νὰ δώσεις μιὰ πιὸ ἠχηρὴ ἀπάντηση στὰ ὀξύτατα σύγχρονα προβλήματα, γιὰ τὴ δικαιοσύνη, γιὰ τὴν εἰρήνη, γιὰ τὸ σεβασμὸ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, γιὰ τὰ οἰκολογικὰ προβλήματα, τὰ προβλήματα βιοηθικῆς ποὺ ὡς ποιμένες χειριζόμαστε πολλὲς φορὲς μὲ τόση ἀνευθυνότητα, ἀπερισκεψία καὶ ἄγνοια, καταστάσεις ἀσύγγνωστες γιὰ Ποιμένες. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτὰ ζητᾶς νὰ ἀνακαλύψεις στὸν ἄλλο τὸν ἑαυτό σου καὶ κάθε φορὰ ποὺ τὸ ἀποτυγχάνεις αὐτό, ὑπάρχει ἡ πιθανότητα νὰ ἀναζητήσεις καὶ τὴ δική σου εὐθύνη, νὰ συναισθανθεῖς τὴν δική σου ὑπαιτιότητα ἐγκαταλείποντας τὴν ἀλαζονεία τῆς αὐτοδικαίωσης. [σ.σ: Ὥστε ἡ ἐμμονὴ στὴν Πίστη, εἶναι «αὐτοδικαίωση» γιὰ τὸν κ. Κύριλλο].
Ἐάν, γιὰ παράδειγμα, ὁ Μιχαὴλ Κηρουλάριος πρὶν τὸ ἀνάθεμα στοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ἄκουγε τὶς σοφὲς ὑποδείξεις τοῦ Πέτρου Ἀντιοχείας καὶ κατόρθωνε νὰ διακρίνει τὴν οὐσία ἀπὸ τὰ «συμβεβηκότα» καὶ τὰ οὐσιώδη ἀπὸ τὰ ἐπουσιώδη, ἡ βιαία καὶ παρορμητική του ἀντίδραση θὰ εἶχε ἀποφευχθεῖ καὶ ἡ πορεία τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου θὰ ἦταν ἴσως σήμερα διαφορετική. [σ.σ: Τι ὡραῖα εἶναι νὰ κρίνει κανεὶς ἀπὸ τὸ Πανεπιστημιακὸ Γραφεῖο του τὶς πράξεις ἐκκλησιαστικῶν προσώπων μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς! Πόσο ἀστεῖο καὶ συνάμα ὑβριστικὸ νὰ θεωρεῖ ὅτι ὁ Θεός μας, οἱ Ὀρθόδοξοι Ἅγιοί μας ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνταν, ἂν τὸ σφάλμα ἦταν τοῦ Κηρουλάριου, θὰ τὸ ἀκολουθοῦσαν, ὅτι δὲν θὰ τὸ διόρθωναν! Ἀλλὰ ὅποιος ἔχει ἐμπλακεῖ στὴν Οἰκουμενιστικὴ λογική, δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ θεοπρεπῶς καὶ θεολογικῶς τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία].
 Ἕνα ἀπὸ τὰ κείμενα ποὺ θὰ προσαχθοῦν πρὸς συζήτηση καὶ ἐπικύρωση στὴν προκείμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Πανορθόδοξο Σύνοδο τὸν προσεχῆ Ἰούνιο μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τῆς Ε´ Προσυνοδικῆς Πανορθόδοξης Διάσκεψης (Σαμπεζύ, 10-15 Ὀκτωβρίου 2015) ἀφορᾶ τὶς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο, ἕνα κείμενο στὸ ὁποῖο συμπεριελήφθησαν καὶ τὰ τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως ποὺ ἀποτελοῦσαν ἰδιαίτερο κείμενο σύμφωνα μὲ τὴν Γ´ Προσυνοδικὴ Συνδιάσκεψη (28 Ὀκτωβ. - 6 Νοεμβρ. 1986).
Τὸ κείμενο ἐπισημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ ἱδρυθεῖσα μέσα στὴν ὁποία διαφυλάσσεται ἡ καθολικότητα, δηλ. ἡ πληρότητα καὶ ἡ ἀκεραιότητα τῆς ἀποκεκαλυμμένης στὸν κόσμο ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ. (§ 1). Τὸ πόσο σημαντικὴ εἶναι γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ καθολικότητα καὶ ἡ ἀποστολικότητα τῆς πίστης καταδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν § 5, ὅπου ἐπισημαίνεται ὅτι οἱ θεολογικοὶ διάλογοι ὀφείλουν νὰ διεξάγωνται γιὰ νὰ ἀναζητηθεῖ ἡ πίστη καὶ ἡ παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ ᾽Ορθόδοξη Ἐκκλησία δὲ διαφοροποιεῖται καὶ ἀποτελεῖ συνέχειά της. [σ.σ: Ἡ Πίστη, γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους εἶναι δεδομένη. Δὲν ἀναζητεῖται. Διδάσκεται. Ὅποιος τὴν ἀναζητεῖ (καὶ εἴμαστε πολλοὶ ποὺ προσευχόμαστε «πρόσθες ἡμῖν πίστη» καὶ «βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ» μαθητεύοντες στοὺς Ἁγίους, παλαιοὺς καὶ συγχρόνους) δὲν μπορεῖ νὰ τὴν διδάξει. Ἀλλὰ οἱ αἱρετικοὶ Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες δὲν τὴν ἀναζητοῦν. Ἐκεῖνο ποὺ ἀναζητοῦν εἶναι ἡ ἐπικράτηση, ἡ ἐπικυριαρχία. Δὲν τὸ ἔχει ὑποψιαστεῖ αὐτὸ ὁ κ. καθηγητής;].
Τὸ ζήτημα τῆς διατήρησης τῆς αὐθεντικότητας τῆς πίστης εἶναι θεμελιῶδες καὶ σοβαρό, ὥστε νὰ ἐπισημαίνεται στὸ κείμενο (§ 22) ὅτι ἡ γνησιότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται ὄχι ἀπὸ κάποιο μεμονωμένο πρόσωπο ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ καὶ τὸ φορέα τοῦ ἀλαθήτου, ἀλλὰ διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀποφαινομένης ἐν συνόδῳ, διὰ τῆς λειτουργίας τοῦ συνοδικοῦ συστήματος ποὺ ἀποτελοῦσε στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα τὸν ἁρμόδιο κριτὴ περὶ τῶν θεμάτων πίστεως. Ἡ ὑψίστη σημασία ποὺ ἀποδίδεται ἀπὸ τὸ κείμενο στὴν καθολικότητα τῆς πίστεως καταδεικνύεται ἀπὸ τὴν καταληκτήριο § 24, ὅπου ἐπίσης τονίζεται ὅτι ἡ μαρτυρία καὶ ὁ διάλογος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τὸ λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο δίδεται καὶ ὀφείλει νὰ δίδεται «ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καὶ πίστεώς μας». [σ.σ: α) Νά, ὅμως, ποὺ ἄλλα λένε καὶ ἄλλα κάνουν οἱ συντάξαντες αὐτὸ τὸ κείμενο; Νά, ποὺ ἤδη ἔχουν τορπιλίσει τὴν Συνοδικότητα καὶ τὴν ἀποστολικὴ παράδοση μὲ τὰ ἤδη κακοδόξως ψηφισθέντα καὶ ἀποφασισθέντα στὶς Προσυνοδικὲς Διασκέψεις τους! β) Νά, ὅμως, ποὺ ὁ Ἐπίσκοπος Κύριλλος, λέγει μισὲς ἀλήθειες, δηλαδὴ ψέματα. Ναί, ἡ Ἐκκλησία ἐν Συνόδῳ διασφαλίζει τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ἀλλ’ ὅταν ἡ Σύνοδος αὐτὴ εἶναι Ὀρθόδοξη, συνέρχεται «ἑπομένη τοῖς ἁγίοις πατράσι» κι ὄχι ἀκολουθοῦσα τοὺς κακόδοξους Οἰκουμενιστές! Ὅταν ἡ Σύνοδος διδάσκει ὅ,τι διδάσκουν οἱ Ἅγιοί μας καὶ ὅταν ἀποδέχεται ὅ,τι μόλις πρόσφατα διεκήρυξη ἡ Ἁγιορείτικη Κοινότητα: «Ο «έσχατος κριτής» για θέματα πίστεως είναι η συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, που μπορεί να εκφράζουν ακόμα και μεμονωμένα πρόσωπα, αναφέρουν οι Αγιορείτες, και όχι μόνο οι Σύνοδοι όπως γράφει το κείμενο της Πανορθόδοξης. (Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός ανέτρεψε μόνος του τις αποφάσεις της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας)». Ἐξ  ἄλλου γνωρίζουμε τόσες κακόδοξες ἢ ληστρικὲς Συνόδους, κάτι ποὺ ὁ κ. Κύριλλος ἀποσιωπᾶ].
 Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ μπορεῖ νὰ ἀμφιβάλλει κανεὶς ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία αὐτοκατανοεῖται σήμερα ὡς ἡ Μία, Καθολικὴ Ἐκκλησία ποὺ ἔχει ὡς κεφαλὴ τὸ Χριστὸ καὶ κατέχει τὸ πλήρωμα καὶ συνιστᾶ τὸ «ἑδραίωμα» τῆς ἀλήθειας; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀσφαλῶς καὶ μὲ βεβαιότητα ἀρνητική. [σ.σ: Ἡ Ἐκκλησία τὸ κατέχει, οἱ Οἰκοουμενιστὲς δὲν τὸ κατέχουν καὶ δὲν τὸ ἐπιδιώκουν].

 2. Ἡ Μία Ἐκκλησία καὶ ἡ ἀντίληψη περὶ ἀποκλειστικότητας
 Εἶναι γνωστὴ ἡ ἀντίληψη τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρθαγένης ὅτι στὴ Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ μόνο σ᾽ αὐτὴ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει Ἅγιο Πνεῦμα. Κατὰ συνέπεια ἐκτὸς αὐτῆς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει χάρις Θεοῦ, κατὰ συνέπεια, ὅ,τι τελεῖται ἐκτὸς αὐτῆς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει μυστηριακὸ χαρακτῆρα, γιατὶ προφανῶς ὅπου δὲν ὑπάρχει Ἅγ. Πνεῦμα, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν καὶ μυστήρια. [σ.σ: Ἂν τὰ πιστεύει αὐτά, τότε γιατί προηγουμένως, ἄραγε, ψέγει ὅσους καλοῦν τοὺς Παπικοὺς καὶ τοὺς Προτεστάντες αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι ὡς αἱρετικοὶ δὲν ἔχουν Χάρη Θεοῦ καὶ μυστήρια;].
Μὲ δεδομένες τὶς ἀποσχιστικὲς κινήσεις τοῦ Φηλικισσίμου, τοῦ Νοβατιανοῦ καὶ τοῦ Μαξίμου ποὺ ἐτάραξαν στὴν ἐποχή του τὴν Ἐκκλησία