Στρογγυλὴ Τράπεζα στὴν Μολδαβία
ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ «ΣΥΝΟΔΟΥ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Σὲ συζήτηση στρογγυλῆς τραπέζης ποὺ ἔλαβε χώρα στὸ Κισινάου, πρωτεύουσα τῆς Μολδαβίας, στὶς 29
Ἰουνίου (12 Ἰουλίου μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο) τοῦ 2016, ἡμέρα ἑορτῆς τῶν
Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, (σ’ αὐτὴν συμμετεῖχαν ἐκτός
ἀπὸ τοὺς Μολδαβούς, ὁ π. Θ. Ζήσης, ὁ κ. Δ. Τσελεγγίδης, ὁ π. Ματθαῖος
Βουλκανέσκου καὶ ὁ μοναχὸς π. Σεραφείμ), μὲ ἀντικείμενο τὴν πρόσφατη Σύνοδο στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης, προέκυψαν οἱ
ἑξῆς βασικὲς θέσεις (Μία πρώτη κριτική τους ἐδῶ):
ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ «ΣΥΝΟΔΟΥ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ*
1. Ἡ
συνελθοῦσα στὴν Κρήτη «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» ἀπὸ 16
ἕως 27 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 2016 διέψευσε καὶ
τὸ ὄνομά της καὶ τὶς προσδοκίες [σ.σ.: ποιοί καὶ ποιὲς προσδοκίες εἶχαν ἀπὸ μιὰ Σύνοδο ποὺ ἐκ
τῶν προτέρων εἶχε αἱρετικὲς προδιαγραφές;] τοῦ ὑγιοῦς
πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
2. Διέψευσε τὸ ὄνομά της, διότι
ἀποδείχθηκε, κρινόμενη θεολογικά, ὅτι δὲν εἶναι οὔτε σύνοδος οὔτε ἁγία οὔτε
μεγάλη. Δὲν
εἶναι ὀρθόδοξη σύνοδος, διότι δὲν
ἀνταποκρίθηκε στὰ κριτήρια καὶ στὰ μέτρα τῶν ἀληθινῶν συνόδων, τῶν γνωστῶν ἀπὸ
τὴν ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας· διακόπτει τὴν παράδοση τῶν ὀρθοδόξων συνόδων,
δὲν ἀποτελεῖ συνέχειά τους, ἀποτελεῖ συνοδικὸ πραξικόπημα καὶ
συνοδικὴ καινοτομία. Οἰκοδόμησε ἕνα «νέο εἶδος συνόδου», ὅπως καυχήθηκε ἕνας
ἀπὸ τοὺς Προκαθημένους, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος. Εἶναι σύνοδος
τῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. [σ.σ.: Γιὰ
προσέξτε τί λέτε, πατερες· γιατὶ καὶ ὁ τρόπος καὶ λόγος τοῦ χαρτοπολεμεῖν, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι
ἀσύδοτος καὶ ἀνεξέλεγκτος. Ἀποτιμήσατε τὴν Σύνοδο καὶ ἀποφαίνεσθε ὅτι: «Δὲν
εἶναι ὀρθόδοξη σύνοδος… ἀποτελεῖ συνοδικὸ πραξικόπημα… Εἶναι σύνοδος τῆς Νέας Ἐποχῆς
καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ»! Συμφωνοῦμε
μαζί σας. Ἂν καὶ δὲν εἶστε Σύνοδος, ὅμως, ἀκολουθώντας τὴν ὀρθόδοξη Παράδοση,
ποὺ μᾶς δίδει τὸ δικαίωμα καὶ τὴν ὑποχρέωση νὰ ἀρνούμαστε νὰ ἀποδεχτοῦμε
αἱρετικὲς ἀποφάσεις, καταλήξατε σ’ αὐτὰ τὰ συμπεράσματα. Ὅμως τὸ ἐρώτημα εἶναι:
Αὐτὴ τὴ Σύνοδο τὴν πραγματοποίησαν Ἐπίσκοποι. Ἂν ἡ Σύνοδος ἀποτελεῖ πραξικόπημα κατὰ
τῆς Ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, ἂν δὲν εἶναι Ὀρθόδοξη
ἀλλὰ Οἰκουμενιστική-αἱρετική,
τότε, οἱ Ἐπίσκοποι ποὺ τὴν συνεκάλεσαν, τί εἶναι; Εἶναι Ὀρθόδοξοι; Ἀλλὰ βλέπετε, ἐκεῖ σ[[ας ὁδηγεῖ ἡ στρουθοκαμηλικὴ τακτική σας. Ὅπως ἀρνεῖσθε νὰ κατονομάσετε (ὅπως πολλάκις οἱ
πιστοὶ σᾶς παρακάλεσαν) τοὺς αἱρετικούς, γιὰ νὰ τοὺς γνωρίσουν καὶ νὰ τοὺς
ἀποφεύγουν καὶ μιλᾶτε ἀόριστα γιὰ Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ χωρὶς
αἱρετικούς (γιατί, ἂν τοὺς κατονομάζατε θὰ ἔπρεπε νὰ διακόψετε τὸ μνημόσυνό τους),
ἔτσι καὶ τώρα, συνεχίζετε τὴν ἴδια τακτική: Μιλᾶτε γιὰ αἱρετικὴ Σύνοδο, ἀλλὰ γιὰ Ὀρθόδοξους
συνέδρους-Ἐπισκόπους!].
(Καὶ συνεχίζετε).
3. Δὲν εἶναι
ἁγία τυπικῶς, κανονικῶς καὶ οὐσιαστικῶς, διότι ἔλαβε
ἀποφάσεις
ἀντίθετες πρὸς τὶς ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων
Πατέρων, ὡς πρὸς τὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων, δὲν εἶναι
«ἑπομένη τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Μολονότι ἡ σχέση τῆς Μιᾶς, τῆς Ὀρθοδόξου,
Ἐκκλησίας μὲ τούς ἑτεροδόξους ἀναδείχθηκε ὡς κεντρικὸ θέμα τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία
ἐν προκειμένῳ ἀνάλωσε πολὺ χρόνο καὶ κόπο καὶ ὑπέστη μεγάλη ἔνταση, ὡστόσο γιὰ
πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Σύνοδος μέ τόσο μεγάλες φιλοδοξίες δὲν κατονόμασε καὶ
δὲν καταδίκασε αἱρετικούς. Πουθενὰ μέσα στὰ κείμενα τῆς Συνόδου
αὐτῆς δὲν ὑπάρχει ἡ λέξη «αἵρεση». Ἀντίθετα, ὀνομάζει
τὶς αἱρέσεις τοῦ
Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ «ἐκκλησίες»· ἀξιολογεῖ
θετικὰ τὰ κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ
ἐκκλησιολογικὲς
αἱρέσεις, ὅπως τὰ κείμενα τοῦ Balamand (1993), τοῦ Porto Alegre
(2006), τῆς Ραβέννας (2007) καὶ τοῦ Πουσάν (2013)· ἐπαινεῖ τὸ παναιρετικὸ
«Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» (WCC) καὶ συνιστᾶ νὰ συνεχισθεῖ ὁ ἐξευτελισμὸς
τῆς ἐκεῖ συμμετοχῆς μας καὶ τῆς ἐξίσωσής μας πρὸς τὶς δῆθεν ἐκκλησίες τοῦ
Προτεσταντισμοῦ. Νομιμοποιώντας, λοιπόν, τὴν μὲ κακὸ τρόπο διενεργούμενη
συμμετοχή μας στούς Διαλόγους καὶ ἀποκρύπτοντας τὴν μειοδοσία ἐκ μέρους τῶν
ὀρθοδόξων