Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΙ
ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΗ ΖΩΗ
ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΗΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΠΡΟΫΠΟΘΕΤΕΙ,
ΑΠΑΙΤΕΙ ΚΑΙ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ
ΤΗΝ ΑΜΕΣΟ
ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΙ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ
ΕΧΟΝΤΑ
ΑΙΡΕΤΙΚΟ ΦΡΟΝΗΜΑ
Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ
Στήν μικρή αὐτή μελέτη καί ἐργασία θά προσπαθήσωμε
νά καταδείξωμε τήν ταύτισι τῆς λειτουργικῆς καί λατρευτικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας
μέ ὅλη τήν, περί Ἀποτειχίσεως καί διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως
ἀπό κάθε αἱρετικό καί εἰδικά ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, Ὀρθόδοξο Παράδοσι.
Θά
παρουσιάσωμε τά λειτουργικά κείμενα, τά ὁποῖα ὄχι ἁπλῶς ἀπαιτοῦν, ἀλλά καί
προϋποθέτουν αὐτή τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἱρετικό, προκειμένου
νά συμμετέχωμε καθαρῶς καί Ὀρθοδόξως στήν Λειτουργική καί λατρευτική ζωή της
καί προκειμένου νά μήν ψευδώμεθα καί ἀσεβοῦμε στήν ἱερώτερη ὥρα καί στήν ἐπισημώτερη
παρουσία μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι
γεγονός ὅτι η λειτουργική καί λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ σύναψις ἐπί
τό αὐτό, οὐρανοῦ καί γῆς καί ἡ καθαρώτερη διαχρονική ἐμπειρία της στόν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ
τρόπο παρουσίας μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ ὅ,τι κάνομε εἶναι ἐμπειρικῶς
καταγεγραμμένα ἀπό τούς Ἁγίους καί δέν δύναται ἕκαστος νά αὐτοσχεδιάζη ἤ νά ἰδιορρυθμῆ
καί εἰδικά στά θέματα τῆς πίστεως. Δέν δύναται ἐπίσης ὁ οἱοσδήποτε αὐτά τά ὁποῖα
λέγει καί ὁμολογεῖ μέ τά λόγια νά μήν τά ἀποδεικνύει συγχρόνως καί μέ τά ἔργα,
διότι προφανῶς ψεύδεται στήν ἱερώτερη στιγμή καί στόν ἱερώτερο χῶρο ἀπέναντι
στό Θεό.
Οἱ λειτουργικές
ἀλλαγές οἱ ὁποῖες διά μέσου τῶν αἰώνων ἔγιναν (π.χ. προσθήκη ἑορτῶν καί ὕμνων, ἀκολουθιῶν,
ἀμφίων κλπ.) δέν θίγουν τήν δογματική περί πίστεως ἐμπειρία της, ἀλλά
συμπορεύονται ἄριστα μέ αὐτήν, καί ὁπωσδήποτε ἔχουν παγιωθεῖ διά μέσου τῶν αἰώνων
ἀπό τούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι εἴτε τίς εἰσήγαγαν, εἴτε τίς ἐβίωσαν,ἐπεδοκίμασαν καὶ
καθιέρωσαν. Οἱαδήποτε ἀλλαγή, ἡ ὁποία δέν ἐκφράζει τήν περί πίστεως Παράδοσι τῆς
Ἐκκλησίας, εἶναι αἱρετική καί διά τοῦτο καταδικασμένη. Τέτοιες λειτουργικές καί
λατρευτικές ἀλλαγές προσπάθησαν νά ἐπιβληθοῦν ἀπό αἱρετικούς, ὅπως π.χ. ἡ
προσθήκη στόν Τρισάγιο ὕμνο τῶν λέξεων «ὁ σταυρωθείς δι’ ἡμᾶς», oἱ ὕμνοι τούς ὁποίους συνέθεσαν
οἱ εἰκονομάχοι ἐναντίον τῶν ἁγίων εἰκόνων καί, πρόσφατα, ἡ λειτουργική
παραποίησις τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ ἤ (ἄν θέλετε) ἐπιτρέπει τήν
λειτουργική συνύπαρξι ἐν ὥρᾳ λατρείας Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν ἤ Ὀρθοδόξων καί Οἰκουμενιστῶν.
Αἱρετικές ἐπίσης
προσθῆκες, πλήν τῶν ἀνωτέρω, εἶναι οἱ πρόσφατες αἰτήσεις τῶν Οἰκουμενιστῶν ὑπέρ
τοῦ Πάπα, οἱ ὕμνοι οἱ ὁποῖοι ἐπινοήθηκαν καί καταγράφηκαν διά τούς αἱρετικούς
Πάπα καί Πατριάρχη κατά τήν θρονική ἑορτή στό Φανάρι, ἡ ἀκολουθία διά τήν οἰκολογία,
τή φύσι καί τό περιβάλλον τῆς 1ης Σεπτεμβρίου που συνεγράφη ἀπό τούς
Οἰκουμενιστές, ἡ προσθήκη στό ἁγιολόγιο καί συναξάρι τοῦ αἱρετικοῦ καί μασόνου ἐθνομάρτυρος
Χρυσοστόμου Σμύρνης καθώς καί ἡ συνταχθεῖσα σχετική ἀκολουθία πρός τιμήν του
κλπ. Ὅλα αὐτά καί ὁ,τιδήποτε ἄλλο αἱρετικό ἐπινοήθηκε ἤ θά ἐπινοηθῆ εἰς τό
μέλλον εἶναι καταδικασμένα Συνοδικῶς, διαχρονικῶς καί Πανορθοδόξως, ἐφ’ ὅσον
θίγουν τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι καί Πίστι, μέρος τῆς ὁποίας εἶναι ἡ λειτουργική
καί λατρευτική ζωή καί ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διαχρονική καταδίκη ἐκφράζεται
κατά ἀπόλυτο, θά λέγαμε, τρόπο στό Συνοδικό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὡς ἑξῆς:
«Ἅπαντα τά παρά τήν Ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν,
καί τήν διδασκαλίαν, καί ὑποτύπωσιν τῶν ἁγίων καί ἀοιδίμων Πατέρων
καινοτομηθέντα, ἤ μετά τοῦτο πραχθησόμενα, Ἀνάθεμα». Τό φοβερό εἰς τήν
περίπτωσι αὐτή εἶναι ὅτι οἱ Πατέρες δέν κατεδίκασαν μόνο Συνοδικῶς τά αἱρετικά
κείμενα, τά ὁποῖα δολίως εἰσῆλθον εἰς τήν λειτουργική καί λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας,
ἀλλά καί τούς κατασκευάσαντας αὐτά: «Εἴ τις πᾶσαν παράδοσιν ἐκκλησιαστικὴν ἔγγραφον ἢ ἄγραφον
ἀθετεῖ, ἀνάθεμα ἔστω» (Ἀπό τά Πρακτικά τῆς 7ης καὶ 8ης συνεδρίας τῆς Ζ΄ Οἰκουμ.
Συνόδου).
Ἀπό ὅλα αὐτά
καταδεικνύνεται ὅτι ἔχουμε δικαίωμα νά προσθέσωμε ὕμνους στήν λειτουργική καί
λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πλήν ὅμως πρέπει πάντα νά ἀκολουθῆται ἡ Ὀρθόδοξος
Παράδοσις καί ὡς πρός τό νόημα τῶν ὕμνων καί ὡς πρός τόν σκοπό.
Χαρακτηριστικά,
(ἐπίσης) παραδείγματα προσθηκῶν κατά πάντα ὀρθοδόξων εἶναι ἡ προσθήκη στήν Θ. Λειτουργία
τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου, ἡ προσθήκη τοῦ «Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς ...», στήν ἐνάτη
ὠδή τῆς Θεοτόκου «τήν
τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ», ἡ προσθήκη τῆς λαβίδος διά τήν ταυτόχρονο
μετάδοσι στούς πιστούς τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ κατά τή Θεία
Μετάληψι κλπ.
Στό κύριο μέρος τῆς μελέτης αὐτῆς περιλαμβάνονται οἱ ἑξῆς ἑνότητες:
1) Λειτουργικές αἰτήσεις καί εὐχές, οἱ ὁποῖες ἀπαιτοῦν,
ἐπιβάλλου ἤ ὑπαινίσσονται τήν ἄμεσο ἀποτείχισι ἀπό κάθε αἱρετικό καί οἱ ὁποῖες
καθημερινῶς ἀναγιγνώσκονται, διαβάζονται, ἐκφωνοῦνται στήν λατρευτική σύναξι τῶν
πιστῶν.
2) Εὐχές καί ὕμνοι οἱ ὁποῖοι περιοδικῶς σέ
διάφορες ἑορτές καί