"Ἄν οἱ Ὀρθόδοξοι εἶχον τήν δυνατότητα νά ἀναμένουν
ἐν ὑπομονῇ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, προκειμένου
νά ἀποτειχισθοῦν ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο,
τότε θά ἦσαν περιττοί ὅλοι οἱ ἱεροί Κανόνες
οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στούς αἱρετικούς καί
στή σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ αὐτούς"!
Εἰς αὐτά τά ἐπιχειρήματα τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, ἔχομε νά ἀναφέρωμε τά ἑξῆς:
1. Ἄν ἡ ἀποτείχισις ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο
δέν ἦταν ὑποχρεωτική θά ἔπρεπε νά τό γνωρίζουν αὐτό οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τά πρῶτα
χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ὄχι τόν ἔνατο αἰῶνα πού ἐγράφη ὁ ἐν λόγῳ Κανών.
Βλέπουμε δηλαδή στήν διαχρονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας
οἱ ἅγιοι Πατέρες νά προτρέπουν διαρκῶς μέ λόγια καί ἔργα τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό
τούς αἱρετικούς μόλις διεπίστωναν ὅτι διακατέχονται ἀπό αἱρετικά φρονήματα. Τόν
ἔνατο λοιπόν αἰῶνα –σύμφωνα πάντοτε μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία– διδάσκονται οἱ Ὀρθόδοξοι
κάτι τελείως διαφορετικό. Διδάσκονται ὅτι δύνανται, χωρίς νά ἁμαρτάνουν, οὔτε
νά μολύνωνται ἀπό τήν αἵρεσι, νά παραμένουν ἑνωμένοι ἐκκλησιαστικά μέ τόν αἱρετικό
Ἐπίσκοπο, νά τόν μνημονεύουν κλπ. μέχρι τήν καταδίκη του ἀπό τήν Σύνοδο. Αὐτό
πρακτικά σημαίνει, ἤ ὅτι μέχρι τότε οἱ Ὀρθόδοξοι -ὅταν ἀποτειχίζοντο- ἔσφαλαν, ἤ ὅτι
ἐκαινοτόμησαν οἱ Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί ἄλλαξαν μία βασική
Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.
Θά ἔπρεπε ἐπίσης καί οἱ ἅγιοι Πατέρες
τῆς Ἐκκλησίας ἀναλόγως νά ὡμιλοῦσαν διά τούς αἱρετικούς καί νά καθησύχαζον
τρόπον τινά τούς Ὀρθοδόξους, ὥστε νά μήν διακόπτουν πρό συνοδικῆς κρίσεως τήν ἐκκλησιαστική
ἐπικοινωνία μέ αὐτούς. Πουθενά ὅμως δέν ὑπάρχουν τέτοιες προτροπές καί
διδασκαλίες τῶν ἁγίων. Ἀπεναντίας καί διά τῶν λόγων καί διά τῶν ἔργων των οἱ ἅγιοι
ἀποδεικνύουν τό ἐντελῶς ἀντίθετο, δηλαδή τήν ἐκκλησιαστική ἀποτείχισι ἀπό τόν
δημοσίως καί ἐπ’ Ἐκκλησίας κηρύττοντα αἵρεσι. Ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, στό
τέλος τῆς Βυζαντινῆς περιόδου, ἐπιγραμματικά ἀναφέρει περί τούτου –συνοψίζων τήν
Ὀρθόδοξο Παράδοσι εἰς τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως καί μάλιστα στήν πιό δύσκολη
πρακτικά ἀπό ὅλες τίς περιόδους τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας: «Ἅπαντες
οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ σύνοδοι καί πᾶσαι αἱ θεῖαι γραφαί φεύγειν
τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι»
(Πατρολογία Orientalis, τομ. ΧV,
σελ. 304).
Εἶναι χαρακτηριστικό τό ὅτι ὁ ἅγιος ἀναφέρεται
σέ ἑτερόφρονες, δηλαδή σέ ὅσους ἔχουν διαφορετικό ἀπό τό ὀρθόδοξο φρόνημα καί ὄχι
σέ καταδικασμένους ἀπό Σύνοδο, διότι τότε ὁ λόγος του θά ἦτο περιττός. Ὁ ἅγιος
λοιπόν δέν γνωρίζει στό τέλος τῆς Βυζαντινῆς περιόδου δυνητική ἀποτείχισι καί
μάλιστα ὡς διδασκαλία κάποιας Συνόδου ἤ ἑνός ἁγίου, ἀλλά ὑποχρεωτική ἐκκλησιαστική
ἀπομάκρυνσι καί διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας.
2. Ἄν οἱ Ὀρθόδοξοι εἶχον τήν
δυνατότητα νά ἀναμένουν ἐν ὑπομονῇ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, προκειμένου νά ἀποτειχισθοῦν
ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, τότε θά ἦσαν περιττοί ὅλοι οἱ ἱεροί Κανόνες οἱ ὁποῖοι
ἀναφέρονται στούς αἱρετικούς καί στή σχέσι τῶν