ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ
Ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τῇ 8η Νοεμβρίου 2016
Πρός τήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους
καί τούς Σεβαστούς ἁγίους Καθηγουμένους τῶν Ἱερῶν Μονῶν.
“Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς” (Μτ. Ι, 32).
“Eὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ τῷ ἱκανώσαντι ἡμᾶς εἰς τὴν
μερίδα τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων ἐν τῷ φωτί”, ὅπου κατεξοχὴν εἶναι καὶ
λέγεται ὁ μοναχισμός, τὸ ἀκρότατον τῆς εὐαγγελικῆς πολιτείας, ἡ κλήση
τῆς ὁποίας ἀπαιτεῖ κατὰ τὸ ἀποστολικὸν λόγιον: “περιπατῆσαι ὑμᾶς ἀξίως
τοῦ Κυρίου εἰς πᾶσαν ἀρέσκειαν ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ καρποφοροῦντες καὶ
αὐξανόμενοι εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ”, “ ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις
ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ
Χριστοῦ”, αὐτῆς τῆς γνώσεως διὰ τῆς φωτουργοῦ διδασκαλίας τῶν ἁγίων καὶ
θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἤλθαμε εἰς ἐπίγνωσιν τῶν κρισίμων
δογματικῶν ζητημάτων πίστεως, τὰ ὁποῖα σχετίζονται μὲ τὴν παναίρεσιν τοῦ
διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ τὰ ὁποῖα
διενεργοῦνται κατὰ τῆς ἁγίας καὶ ἀμωμήτου ὀρθοδόξου πίστεως.
Ἐπὶ 114 συναπτὰ ἔτη, ἀρχῆς γενομένης τὸ 1902, ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως πρωτοστατεῖ, ἔργῳ καὶ λόγῳ, στὴν ἐπιβολὴ τῆς παναιρετικῆς καινοφανοῦς διδασκαλίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Δυστυχῶς, παρατηρεῖται ἐντὸς τῶν περισσοτέρων μονῶν καθὼς καὶ κελλιωτικῶν συνοδειῶν ἡ καλλιέργεια ἑνὸς κλίματος ἀμεριμνίας καὶ ἀδιαφορίας, ἡ ὁποία ἐγγίζει τὰ ὅρια τῆς ἠθελημένης ἄγνοιας, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ἐκεῖ μονάζοντες πατέρες νὰ ἀγνοοῦν ἕως καὶ τὰ βασικότερα περὶ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τούτων οὕτως ἐχόντων, κατόπιν πολλῆς καὶ ἐμπόνου προσευχῆς, ἡ φωνὴ τῆς συνείδησεως μᾶς ὑπέδειξε νὰ ξεκινήσουμε ἀγῶνα ὁμολογιακὸ, θεμελιωμένο στὴν ἀντιαιρετικὴ στάση τῶν ὁσίων Πατέρων τοῦ παρελθόντος, ἐξαιρέτως τῶν Ἁγιορειτῶν.
Ἐπὶ 114 συναπτὰ ἔτη, ἀρχῆς γενομένης τὸ 1902, ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως πρωτοστατεῖ, ἔργῳ καὶ λόγῳ, στὴν ἐπιβολὴ τῆς παναιρετικῆς καινοφανοῦς διδασκαλίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Δυστυχῶς, παρατηρεῖται ἐντὸς τῶν περισσοτέρων μονῶν καθὼς καὶ κελλιωτικῶν συνοδειῶν ἡ καλλιέργεια ἑνὸς κλίματος ἀμεριμνίας καὶ ἀδιαφορίας, ἡ ὁποία ἐγγίζει τὰ ὅρια τῆς ἠθελημένης ἄγνοιας, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ἐκεῖ μονάζοντες πατέρες νὰ ἀγνοοῦν ἕως καὶ τὰ βασικότερα περὶ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τούτων οὕτως ἐχόντων, κατόπιν πολλῆς καὶ ἐμπόνου προσευχῆς, ἡ φωνὴ τῆς συνείδησεως μᾶς ὑπέδειξε νὰ ξεκινήσουμε ἀγῶνα ὁμολογιακὸ, θεμελιωμένο στὴν ἀντιαιρετικὴ στάση τῶν ὁσίων Πατέρων τοῦ παρελθόντος, ἐξαιρέτως τῶν Ἁγιορειτῶν.
Γιατί οἱ ἀποφάσεις τῆς λεγομένης Ἁγίας,
καί Μεγάλης Συνόδου (ΑκΜΣ), εἶναι αἱρετικές.
Ἡ μελέτη τῶν ἀποφάσεων τῆς λεγομένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου
(ΑκΜΣ), ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἁγιοπατερικῆς διδασκαλίας καὶ ὄχι κατὰ τὴν
ἑκάστου προσωπικὴ γνώμη, μᾶς ὡδήγησε στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἐν λόγῳ
Σύνοδος ἀντὶ νὰ ὀρθοτομήσει τὸν λόγο τῆς ἀληθείας καὶ νὰ καταδικάσει ὡς
ΑΙΡΕΣΗ τὸν Οἰκουμενισμό, ἀντιθέτως τὸν ἐπέβαλε προσδίδοντάς του
πανορθόδοξον κῦρος, ἀποδεχομένη τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν πάλαι ποτὲ
καταδεδικασμένων αἱρέσεων τοῦ παπισμοῦ καὶ τοῦ προτεσταντισμοῦ. Ἡ λήψη
τῆς συγκεκριμένης ἀποφάσεως καὶ μόνον τὴν καθιστᾶ μία ἀντορθοδόξου
πίστεως καὶ ὁμολογίας ψευδοσύνοδο.
1) Συγκεκριμένα στὸ τελικὸ κείμενο “Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς
τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον’’, στὴν παράγραφο 6 ἀναφέρεται: “Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ
εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾿ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν
Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν”. Ἐδῶ βλέπουμε τὸ παραπλανητικὸ παιχνίδι τῶν χρησιμοποιουμένων ἐκφράσεων...
Ἡ χρήση ἀφ’ ἑνὸς μέν τῆς ἐκφράσεως ὅτι ἡ Ἐκκλησία “ἀποδέχεται”, ἀφ’ ἑτέρου δέ, τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῶν αἱρετικῶν ὡς “ Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν”, καταφανῶς ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ΑκΜΣ (καὶ δι’ αὐτῆς πάντες οἱ ἀποδεχόμενοι αὐτήν), υἱοθέτησε καὶ ἀποδέχθηκε τὴν νέα ἐκκλησιολογία τῆς Β´ Βατικανῆς “συνόδου”, ὅπως ἐκφράστηκε στὰ ἐπίσημα κείμενά της (βλ. κυρίως Lumen Gentium 15, Unitatis Redintegratio 3, ὅπου γίνεται ἀναφορὰ στὴν ὕπαρξη “Ἐκκλησιῶν καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Κοινοτήτων”), συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν ἡ “ἐκκλησία” διεσπάσθῃ ἐν χρόνῳ, πλὴν τὰ διασπασθέντα μέλη, ἐὰν μὲν διατηροῦν ἐπισκοπάτο καὶ μυστήρια (Βάπτισμα, Χρῖσμα, Εὐχαριστία), καλοῦνται “Ἐκκλησίες” καὶ θεωρεῖται ὅτι διακρατοῦν περισσότερα στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος, (οἱ Παπικοὶ ἀναφερόντουσαν στοὺς Ὀρθοδόξους, στοὺς Μονοφυσῖτες, καὶ σὲ τμήματα τοῦ Προτεσταντικοῦ κόσμου, ὅπως π.χ. οἱ Ἀγγλικανοί· στὸ δὲ κείμενο τῶν Σχέσεων, ἡ ἀναφορὰ καλύπτει Μονοφυσῖτες καὶ Προτεστάντες ὅπως ἀνωτέρω, μὲ τὴν προσθήκη τῶν Παπικῶν), ἂν δὲ δὲν διατηροῦν τὰ ἀνωτέρῳ, παρὰ μόνον τὸ Βάπτισμα, ὀνομάζονται “Ἐκκλησιαστικὲς Κοινότητες” (μ’ αὐτὸ τόσο οἱ Παπικοί, ὅσο καὶ ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης ποὺ τοὺς ἀκολουθεῖ, -ἁπλῶς ἀλλάζοντας τό “Κοινότητες” σέ “Ὁμολογίες”- ἐννοοῦν τοὺς καλβινίζοντες Προτεστάντες).
Ἡ χρήση ἀφ’ ἑνὸς μέν τῆς ἐκφράσεως ὅτι ἡ Ἐκκλησία “ἀποδέχεται”, ἀφ’ ἑτέρου δέ, τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῶν αἱρετικῶν ὡς “ Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν”, καταφανῶς ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ΑκΜΣ (καὶ δι’ αὐτῆς πάντες οἱ ἀποδεχόμενοι αὐτήν), υἱοθέτησε καὶ ἀποδέχθηκε τὴν νέα ἐκκλησιολογία τῆς Β´ Βατικανῆς “συνόδου”, ὅπως ἐκφράστηκε στὰ ἐπίσημα κείμενά της (βλ. κυρίως Lumen Gentium 15, Unitatis Redintegratio 3, ὅπου γίνεται ἀναφορὰ στὴν ὕπαρξη “Ἐκκλησιῶν καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Κοινοτήτων”), συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν ἡ “ἐκκλησία” διεσπάσθῃ ἐν χρόνῳ, πλὴν τὰ διασπασθέντα μέλη, ἐὰν μὲν διατηροῦν ἐπισκοπάτο καὶ μυστήρια (Βάπτισμα, Χρῖσμα, Εὐχαριστία), καλοῦνται “Ἐκκλησίες” καὶ θεωρεῖται ὅτι διακρατοῦν περισσότερα στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος, (οἱ Παπικοὶ ἀναφερόντουσαν στοὺς Ὀρθοδόξους, στοὺς Μονοφυσῖτες, καὶ σὲ τμήματα τοῦ Προτεσταντικοῦ κόσμου, ὅπως π.χ. οἱ Ἀγγλικανοί· στὸ δὲ κείμενο τῶν Σχέσεων, ἡ ἀναφορὰ καλύπτει Μονοφυσῖτες καὶ Προτεστάντες ὅπως ἀνωτέρω, μὲ τὴν προσθήκη τῶν Παπικῶν), ἂν δὲ δὲν διατηροῦν τὰ ἀνωτέρῳ, παρὰ μόνον τὸ Βάπτισμα, ὀνομάζονται “Ἐκκλησιαστικὲς Κοινότητες” (μ’ αὐτὸ τόσο οἱ Παπικοί, ὅσο καὶ ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης ποὺ τοὺς ἀκολουθεῖ, -ἁπλῶς ἀλλάζοντας τό “Κοινότητες” σέ “Ὁμολογίες”- ἐννοοῦν τοὺς καλβινίζοντες Προτεστάντες).
2) Ἐκτὸς τῶν ἄλλων, εἰδικὰ στὶς παραγράφους 9-11, ἐπικυρώνεται συνοδικά, οὐσιαστικὰ, τὸ σύνολο τῶν ἀποφάσεων-κειμένων τοῦ συμβουλίου "Πίστις καὶ Τάξις" τοῦ Π.Σ.Ε, ὅσο
καὶ αὐτῶν ποὺ ἔχουν παραχθεῖ ἀπὸ τὴ Μικτὴ Θεολογικὴ Ἐπιτροπὴ Παπικῶν
καὶ "ὀρθοδόξων". Προσδίδεται ἔτσι σὲ ὅλα αὐτὰ πλέον συνοδικὴ ἔγκριση
πανορθοδόξου κύρους. Ἀποδέχεται ἑπομένως καὶ ἀναγνωρίζει στὶς αἱρετικὲς
κοινότητες ὅτι ἔχουν, καθὼς καὶ οἱ ὀρθόδοξοι, ἀποστολικὴ διαδοχή,
ἱερωσύνη, βάπτισμα καὶ αὐθεντικὰ μυστήρια, (βλ. συμπεφωνημένα κείμενα
Μονάχου 1981, Μπάρι 1987, Νέου Βάλαμο 1988, Μπαλαμάντ 1993, Ραββένας
2007). Ἐν ὀλίγοις ἀποδομεῖται ὁλόκληρη ἡ ἀποστολικοπαράδοτη, δογματικὴ
διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ΑκΜΣ ἀποδέχεται ὅτι ὁ Πάπας καὶ ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ δίχως νὰ
ἀποκηρύξουν κανένα ἀπὸ τὰ αἱρετικὰ δόγματά τους εἶναι καὶ αὐτοὶ
Ἐκκλησίες, ἐνῶ ἀντιθέτως, οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀναθεμάτιζαν καὶ ἀπέκοπταν
τοὺς αἱρετικοὺς ὡς σάπια καὶ νεκρὰ μέλη, ὡς παντελῶς ξένα δηλαδὴ πρὸς τὸ
σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
3) Ὅσον ἀφορᾷ στὸ κείμενο περὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου, παρατηρεῖται μία
ἐσκεμμένα παραπλανητικὴ ἀμφισημία κατὰ τὴν ὁποίαν, ἐνῶ ἀρχικῶς
καταγράφεται ἡ σχετικὴ πατερικὴ διδασκαλία ἐπὶ τοῦ θέματος (παράγραφοι
ἕως καὶ II,3), κατόπιν αὕτη ἀνατρέπεται πλήρως διὰ τῆς ἐπισήμου ἀποδοχῆς
τῶν μικτῶν λεγομένων “γάμων”, μέσω τῆς ἐφαρμογῆς μιᾶς ψευδωνύμου
“οἰκονομίας”, ἡ ὁποία καταστρατηγεῖ τόσο τὸ γράμμα, ὅσο καὶ τὸ πνεῦμα
τοῦ 72ου κανόνος τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου (692), μιγνύοντας τὰ
ἄμικτα: ὀρθόδοξους καὶ αἱρετικούς. Ἡ συγκεκριμένη ἀπόφαση ἀποτελεῖ τὸ
δεύτερο σημεῖο ἀναγνωρίσεως ἐκκλησιαστικότητος τῶν ἀποκεκομμένων ἐκ τῆς
Ἐκκλησίας αἱρετικῶν κοινοτήτων, ἀφοῦ γίνεται ἀποδεκτὸ πλέον καὶ
συνοδικῶς, τὸ ἔγκυρον τοῦ αἱρετικοῦ βαπτίσματος καὶ κατὰ συνέπειαν τῶν
αἱρετικῶν “μυστηρίων” καὶ συνακόλουθα τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας:
“Ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ᾿ ἑτεροδόξων κωλύεται κατὰ κανονικὴν ἀκρίβειαν
(κανὼν 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλῳ Συνόδου). Ἡ δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς
ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὡς πρὸς τὰ κωλύματα γάμου δέον ὅπως
ἀντιμετωπίζεται ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας” (παράγραφοι II,5,i-ii).
4) Ἀναφορικῶς δὲ πρὸς τὸ κείμενο τῆς Νηστείας, ἰσχύει ὅ,τι ἐλέχθη καὶ
γιὰ τὸ κείμενο τοῦ Γάμου: ἕως καὶ τὴν παράγραφο 7, παρουσιάζεται ἡ
σχετικὴ ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ νηστείας, ἀκολούθως ὅμως “ἐπιτρέπεται” ἡ
κατάλυσίς της (Νηστεία 8), μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παραδίδεται τελεσιδίκως ἡ
ἀσκητικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση στὸ ἐκκοσμικευμένο καὶ ἀντιασκητικὸ
πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ ἐδῶ διὰ τῆς ὁδοῦ τῆς «οἰκονομίας»: καταλύονται οἱ ἱεροὶ κανόνες περὶ τῆς νηστείας.
5) Στὴν σύνοδο τῆς Κρήτης δὲν ὑπῆρξε οὔτε κἂν ἡ ἐπίφασις συνοδικότητος
ποὺ βλέπουμε στὴν Β΄ Βατικανὴ σύνοδο, στὴν ὁποία εἶχε κληθεῖ τὸ σύνολο
τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένη παπικῶν ἐπισκόπων, ἐνῶ στὴν ΑκΜΣ δὲν συμμετεῖχε τό σύνολο τῶν ἐπισκόπων παρὰ μόνον “ἀντιπροσωπεῖες”.
Ἡ σύνοδος λειτούργησε σὰν νὰ ἦταν κάποιο πολιτικὸ σῶμα, ὅπου οἱ
ἀντιπροσωπεῖες ψήφισαν κατ’ ἀρχὰς ἐσωτερικά, ὅπως καὶ οἱ
κοινοβουλευτικὲς ὁμάδες τῶν κομμάτων, μὲ τελικὴ κατάληξη τὴν ψηφοφορία
τῶν πρώτων, ὡς ἄλλων πολιτικῶν ἀρχηγῶν.
Μὰ οὔτε καὶ πανορθόδοξος ἦταν, ἐφόσον τελικῶς ἔλειψαν τέσσερεις Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες.
Μὰ οὔτε καὶ πανορθόδοξος ἦταν, ἐφόσον τελικῶς ἔλειψαν τέσσερεις Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες.
Ὄντως ἡ ΑκΜΣ δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὶς προηγούμενες Οἰκουμενικὲς καὶ
Τοπικὲς Συνόδους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐξάλλου, ὅπως χαρακτηριστικὰ
δήλωσε ὁ Ἀναστάσιος Ἀλβανίας, συνιστᾶ μία νέου εἴδους “σύνοδο”. Ἡ νέα
πραγματικότητα ποὺ διαμορφώνεται μὲ “συνόδους” τύπου Κολυμπαρίου Κρήτης
εἶναι ὅτι καταλύεται τὸ συνοδικὸ σύστημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ
εἰσάγεται ἡ ἐκκοσμίκευση ἐντὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ὅπου δὲν
ὑπάρχει ἡ εὐωδία τοῦ λιβανιοῦ ἀλλὰ ἡ δυσωδία τῶν κοσμικῶν ἀρωμάτων.
Ὄντως δὲν ὑπάρχει οὐδαμοῦ ὁ αὐθεντικὸς δογματικὸς λόγος καὶ ἡ ἀκρίβεια
ποὺ ἁρμόζει σὲ μία Ὀρθόδοξη Σύνοδο, ὥστε νὰ ἀποπνέει ἐμπιστοσύνη καὶ
αὐθεντικότητα.
6) Κλείνοντας, παρατηροῦμε ὅτι σὲ ὅλα τὰ κείμενα τῆς Συνόδου δὲν ὑπάρχει ἡ εὐθύτης τοῦ λόγου,
τὸ εὐαγγελικόν «ἔστω ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ» (Ματθ. εʹ, 37),
ἐκεῖνο μάλιστα ποὺ ἐντυπωσιάζει εἶναι ὅτι οἱ λέξεις ποὺ συστηματικὰ
ἀποφεύγονται εἶναι: αἱρετικοί, αἵρεσις καὶ δόγμα. Σκοπὸς βεβαίως τοῦ
παρόντος κειμένου δὲν εἶναι ἡ λεπτομερὴς θεολογικὴ ἀνάλυση ἐπὶ τῶν
κειμένων τῆς ΑκΜΣ, ἐπ’ αὐτοῦ παραπέμπουμε στὴ θεολογικὴ μελέτη τοῦ
ἁγιορείτου Μοναχοῦ Ἐπιφανίου Καψαλιώτου, καθὼς καὶ ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων
καθηγητῶν. Στὶς ἐν λόγῳ ἐργασίες γίνεται σαφὲς ὅτι πέραν τοῦ κακοδόξου
κειμένου τῶν Σχέσεων, καὶ τὰ ἄλλα συνοδικὰ κείμενα: τῆς Ἐγκυκλίου, τοῦ
Μηνύματος, καὶ τῆς Ἀποστολῆς, βρίθουν ἀντορθοδόξων θέσεων περὶ τοῦ
χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς ἐν τῷ κόσμῳ.
Ἡ λεγομένη ΑκΜΣ ἀποκορύφωμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
Πάντως τὰ τελικῶς γενόμενα στὴν λεγομένη ΑκΜΣ δὲν προξενοῦν ἐντύπωση ὡς
κάτι τὸ ἀπρόσμενο, ἀντιθέτως, ἀποτελοῦν τὴν φυσιολογικὴ κατάληξη μιᾶς
ὁλοκλήρου πορείας αἱρετικῶν πράξεων καὶ λόγων τοῦ ἑκάστοτε πατριάρχου
ἀπὸ τὸ 1902 καὶ ἐντεῦθεν. Τὸ φοβερὸν εἶναι, ὅτι εὐθὺς μετὰ τὴν ΑκΜΣ ὁ
νῦν Πατριάρχης ἔδραμε σπουδαίως στὴ διαθρησκειακὴ σύναξη τῆς Ἀσσίζης γιὰ
νὰ ἀνάψει καὶ αὐτὸς τὸ κεράκι του στὸν κοινὸ βωμὸ τοῦ Βάαλ τῆς
Πανθρησκείας (Αὔγουστος 2016). Τοῦτο ἀποτέλεσε συνέχεια προηγουμένων
συμπροσευχῶν μετὰ τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ, ὅπως Ἑβραίων, Βουδιστῶν,
Ἰνδουϊστῶν, Εἰδωλολατρῶν κ.ἄ. Ἂν αὐτὸ δὲν εἶναι ἄρνηση Χριστοῦ, τότε τί
εἶναι; Ὑπηρετεῖ, δυστυχῶς, πιστὰ τὴν Πανθρησκεία τοῦ Ἀντιχρίστου. Αὐτὰ
οὐδεὶς αἱρετικός, διὰ μέσῳ τῶν αἰώνων δὲν τόλμησε οὔτε κἂν καὶ νὰ τὰ
σκεφθεῖ!
Ἀναπόφευκτα τὸ ἑπόμενο καὶ τελικὸ στάδιο θὰ εἶναι ἡ ὑποταγὴ στὸ πρωτεῖο ἐξουσίας, στὸ ἀλάθητο τοῦ αἱρεσιάρχη Πάπα καὶ «τὸ κοινὸ ποτήριο», δηλαδὴ στὴ μετατροπὴ τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σὲ Οὐνιτικές.
Εἶναι γνωστὸ τοῖς πᾶσι ὅτι ὁ νῦν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης τυγχάνει ὁ κύριος ἐμπνευστὴς
ὅλων τῶν κακοδόξων ἀποφάσεων