Τρίτη
Ἀπάντησις εἰς Ἐρωτήσεις καὶ Σχολιασμοὺς
τοῦ
Ἱστολογίου «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ».
Τοῦ
Ἱερομονάχου Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ
τοῦ ἱστολογίου «Ἐν τούτῳ Νίκα»,
Χριστὸς Ἀνέστη
Χαίρετε ἐν Κυρίῳ
Μελετώντας τὶς
δεύτερες ἀπαντήσεις σας εἰς τὶς ἐρωτήσεις καὶ παρατηρήσεις μας, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦσαν
τὴν πρώτη σας ἀπάντησι, ἔχω νὰ παρατηρήσω καὶ ἐπισημάνω τὰ ἑξῆς.
Α) Γράφετε κατ’ ἀρχὰς
ὅτι: «Κάνατε κάποιες παρατηρήσεις, ἐπειδὴ
δὲν σᾶς κάλυψαν οἱ ἀπαντήσεις μας».
Νομίζω, ἀδελφοί, ὅτι ἀποφεύγετε νὰ γράψετε τὴν ἀλήθεια. Διότι ἐμεῖς δὲν σᾶς ἀναφέραμε
ὅτι δὲν μᾶς ἐκάλυψαν οἱ ἀπαντήσεις σας, ἀλλὰ ὅτι δὲν ἀπαντήσατε κἂν ἐπὶ τῶν ἐρωτήσεων.
Ἁπλῶς ἀπαντήσατε λέγοντας ἄλλα ἀντὶ ἄλλων. Δηλαδή, πῶς τὸ κατανοεῖτε ἐσεῖς αὐτὸ
τὸ θέμα; Ἐφ’ ὅσον συμφωνήσαμε νὰ γίνη ὁ διάλογος μὲ συγκεκριμένες ἐρωτήσεις
κάθε πλευρᾶς, καὶ ἐμεῖς δὲν παίρνωμε ἀπαντήσεις ἐπὶ τῶν ἐρωτήσεών μας, τί θὰ
πρέπη νὰ σᾶς ἀναφέρωμε; «Εὐχαριστοῦμε πολὺ ποὺ δὲν μᾶς ἀπαντήσατε»; Τί εἴδους
διάλογος εἶναι αὐτός, πόση εἰλικρίνεια ἔχει καὶ ποῦ ἀποσκοπεῖ;
Β) Γράφετε
κατωτέρω ὅτι «αὐτὸ ποὺ ὄντως μᾶς λύπησε εἶναι οἱ ἐκφράσεις-διαπιστώσεις ἀπὸ
ἐσᾶς», καὶ ἀναφέρετε
ἐν συνεχείᾳ μερικὲς ἀπὸ αὐτές, τὶς ὁποῖες χαρακτηρίζετε ὡς ἄστοχες. Κατ’ ἀρχὰς
οἱ ἐκφράσεις αὐτὲς εἶναι ἀπολύτως σοβαρὲς καὶ ἁπλῶς ἐκφράζουν τὴν πραγματικότητα.
Ἂν δὲν τὴν ἐξέφραζαν θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναφέρετε δευτερολογώντας τὸ ὅτι οἱ ἀπαντήσεις
σας δὲν ἦσαν ἐκτὸς θέματος, καὶ κατὰ τὸ δὴ λεγόμενον «ἄλλα ἀντ’ ἄλλων», ἀλλὰ ὅτι
ἀπαντήσατε ἐπὶ τῶν συγκεκριμένων ἐρωτήσεων καὶ μάλιστα νὰ προσκομίσετε ἀποδεικτικὰ
στοιχεῖα ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς ἀπαντήσεις σας, ὥστε νὰ ἀποδείξετε ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε
ἄδικοι καὶ δὲν κατανοήσαμε τὰ λεγόμενα ἀπὸ σᾶς. Δηλαδὴ μὲ ὅσα ἀναφέρετε, ἀποδεικνύετε ὅτι ἀποδέχεσθε τὶς παρατηρήσεις μας ὡς ἀληθινές.
Ἐπὶ πλέον δέ, σχολιάζοντας τὶς παρατηρήσεις μας δὲν ἀσχολεῖστε οὐδόλως μὲ τὴν οὐσία τῶν
παρατηρήσεών μας, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἀναφέρετε ὅτι «ἐμεῖς
σᾶς ἐγράψαμε ὅπως ἀκριβῶς μᾶς πληροφορεῖ ἡ καρδιά μας κλπ».
Δηλαδὴ μᾶς ἀναφέρετε, ἀδελφοί, ὅτι ἡ καρδιά σας σᾶς ἐπληροφόρησε νὰ μὴ δώσετε ἀπαντήσεις
ἐπὶ τῶν ἐρωτήσεων, οἱ ὁποῖες σᾶς ἐτέθησαν, ἀλλὰ νὰ μᾶς παραπλανήσετε, καθὼς βεβαίως
καὶ τοὺς ἀναγνῶστες τοῦ ἱστολογίου σας καί, τελικά, νὰ καταλήξετε στὸ «Οὔτε κἂν μπαίνουμε στὸν κόπο νὰ διορθώσουμε τὶς ἀτέλειες τῶν
κειμένων μας, διότι θέλουμε νὰ εἶναι ἁγνὸς καὶ αὐτούσιος ὁ λόγος ποὺ πηγάζει ἀπὸ
ἐντός μας».
Εἰλικρινά, ἀδελφοί, δὲν δύναμαι νὰ κατανοήσω αὐτὴ τὴν λογική, ἡ ὁποία ἀφορᾶ ἕναν εἰλικρινὴ διάλογο, ὡς ἐμπαθὴς καὶ ἐσκοτισμένος, νὰ διαπιστώσω τὴν ἁγνότητα
τοῦ λόγου σας καὶ τὸ κατὰ πόσο πηγάζει ἀπὸ ἐντός σας.
Γ) Ἐν κατακλείδι ἀναφέρω ὅτι καὶ μόνο τὸ ὅτι ἀπαντᾶτε
χωρὶς νὰ ἀναφέρετε τὶς ἐρωτήσεις, οἱ ὁποῖες σᾶς ἐτέθησαν, ὥστε ὁ ἀναγνώστης νὰ
κρίνη τὸ κατὰ πόσο εἶστε ἐντὸς ἢ ἐκτὸς θέματος, ἀποδεικνύει ὄχι ἁγνὲς
προθέσεις, θυμίζει δὲ ἔντονα τὶς μεταφράσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπὸ διαφόρους αἱρετικούς,
χωρὶς τὴν παρουσίασι τοῦ πρωτοτύπου ἀρχαίου κειμένου.
Δ) Συνεχίζω
σχολιάζοντας τὶς νέες ἀπαντήσεις τὶς ὁποῖες ἐδώσατε στὶς δεύτερες ἐρωτήσεις
μας. Δυστυχῶς καὶ στὶς δεύτερες ἀπαντήσεις σας, ἀδελφοί, ἀκολουθεῖτε τὴν ἴδια καὶ
ἀπαράλλακτη τακτικὴ, τὴν ὁποία σᾶς ἐπισημάναμε στὶς πρῶτες ἀπαντήσεις σας.
Φαίνεται ὅτι σᾶς δυσκολεύει ὁ τρόπος αὐτὸς τοῦ διαλόγου, δι’ ἐρωτήσεων καὶ
συγκεκριμένων ἀπαντήσεων ἐπὶ τῶν τεθέντων ἐρωτήσεων, καὶ δι’ αὐτὸ δίδετε ἀπαντήσεις,
ἁπλῶς διὰ νὰ φανῆ στοὺς ἀναγνῶστες ὅτι ἀπαντᾶτε, ἐπαναλαμβάνοντας αὐτὰ διὰ τὰ ὁποῖα
δὲν ἐρωτᾶσθε. Καὶ ἀναφέρω συγκεκριμένα σημεῖα καὶ στοιχεῖα τῶν ἀπαντήσεών σας,
διὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθές.
1. Ἡ πρώτη ἐρώτησις
τῆς δευτέρας τριάδος ἦταν ἡ ἑξῆς: «Θέλομε νὰ μᾶς πῆτε ἐν καιρῷ αἱρέσεως
(π.χ. αἵρεσις Οἰκουμενισμοῦ) τί, ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ ἱεροὶ Κανόνες καὶ οἱ ἅγιοι
Πατέρες ἀπαιτοῦν καὶ ἐπιβάλλουν διὰ νὰ παραμένη κάποιος ὡς ὀργανικὸ μέλος εἰς τὴν
Ἐκκλησία».
Καὶ ἡ ἀπάντησίς σας εἶναι ἡ ἑξῆς, ἀφαιρώντας παρενθετικὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα καὶ
αὐτὰ εἶναι ἐκτὸς θέματος, διότι δὲν ἀναφέρονται εἰς τὸ τί πρέπει νὰ κάνη
κάποιος ἐν καιρῷ αἱρέσεως διὰ νὰ παραμείνη ὡς ὀργανικὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ
τί πρέπει νὰ γίνη γιὰ νὰ καταδικαστῆ ἡ αἵρεσις.
«1) Αυτό που θα έπρεπε να γίνει εν καιρώ αιρέσεως είναι
η ένωσις των διαιρεθέντων (λόγω της αιρέσεως) πιστών. Η Εκκλησία ενώνεται πρωτίστως
δια του θεαρέστου αντιαιρετικού αγώνος των πιστών… Η ένταξη σε κάποια Σύνοδο θα πρέπει να γίνει δια να επιτευχθεί αυτό
ακριβώς που μας λέγουν οι Πατέρες μας… και όχι διότι άνευ αυτής της
εντάξεως δεν ανήκουν εις την Εκκλησία ή
δεν υπάρχει καθαρός ορθόδοξος αγών ή Χάρη εις τους πιστούς αυτούς… Χρειάζεται ένωσις
των πιστών σε ένα κοινό Εκκλησιαστικό Σώμα δια να υπάρξει εμβέλεια Καθολική
και δια να υπάρξει κύρος και όχι να υπάρχουν διάσπαρτα μεμονωμένα
«πηγαδάκια» είτε αποτειχισμένων ή είτε ακόμα και Γ.Ο.Χ. κ.λπ.».
Ἐδῶ,
ἀδελφοί, πέρα τοῦ ὅτι εἶστε ἐκτὸς θέματος, διὰ τοὺς λόγους τοὺς ὁποίους ἀνωτέρω
ἐκθέσαμε (διότι ἡ ἐρώτησις ἀφοροῦσε ἄλλη ὑπόθεσι), χρησιμοποιεῖτε τὴν μέθοδο
τοῦ «ἥξεις, ἀφίξεις». Δηλαδή, καὶ στὴν Σύνοδο νὰ ἐνταχθῆς καί, ἂν δὲν ἐνταχθῆς
εἰς αὐτήν, πάλι ἀνήκεις στὴν Ἐκκλησία, καὶ ὁ ἀγώνας σου εἶναι καθαρός, καὶ
ἔχεις Χάρι Θεοῦ.
Διατί
τότε, τέλος πάντων, ἐφ’ ὅσον ὅλοι ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία, οἱ Σύνοδοι τῶν Γ.Ο.Χ.
δὲν ἀναγνωρίζουν ἡ μία τὴν ἄλλη, ἀλλὰ ἡ κάθε μιὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό της
ἀποκλειστικῶς ὡς τὴν συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως; Καὶ διατί
πρόσφατα χρειάστηκε διάλογος δεκατεσσάρων (14) ἐτῶν διὰ νὰ ἑνωθῆ ἡ μεγαλυτέρα
Σύνοδος τῶν Γ.Ο.Χ. μὲ τὴν Σύνοδο τῶν Ἐνισταμένων καί, σύμφωνα μὲ τὰ κείμενα τὰ
ὁποῖα ἐξέδωσαν μετὰ τὴν ἕνωσι, ἔγινε ἡ ἀναγνώρισις τῶν Ἐνισταμένων, τῆς
ἱερωσύνης των, ἡ ἀναγνώρισις καὶ συγχώρησις τοῦ καθαιρεθέντος ἀπὸ τὴν μεγάλη
Σύνοδο καί κοιμηθέντος ἤδη προέδρου τῶν Ἐνισταμένων κ.λπ.;
Ἐπίσης
πρέπει νὰ ἀναφερθῆ ὅτι εἶναι λάθος αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἰσχυρίζεσθε ὅτι δηλαδή «Ἡ ἔνταξι σὲ κάποια
Σύνοδο θὰ πρέπει νὰ γίνει διὰ νὰ ἐπιτευχθῆ αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ μᾶς λέγουν οἱ
Πατέρες μας», διότι ὁ Μέγας
Βασίλειος, τὸν ὁποῖο ἐν προκειμένῳ ἐπικαλεῖσθε, ὡμιλοῦσε καὶ προετοίμαζε τὴν
δεύτερη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία ἔγινε ἀποκλειστικῶς καὶ μόνο ἀπὸ τοὺς
κανονικοὺς Ἐπισκόπους καὶ ὄχι ἀπὸ παράλληλες Συνόδους, ὡμιλοῦσε δὲ σὲ
κανονικοὺς καὶ Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους τῆς Δύσεως καὶ ζητοῦσε ἀπὸ αὐτοὺς τὴν
σύγκλησι τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί, ἐπὶ πλέον, ὄχι μόνο δὲν ἐδίδασκε νὰ
χειροτονοῦν Ἐπισκόπους παραλλήλως, ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει αἱρετικὸς Ἐπίσκοπος, ἀλλ’
ἀπεναντίας, κατηγοροῦσε τοὺς Ὀρθοδόξους διὰ τὴν ὀλιγωρία των εἰς τὸ νὰ ἐκλέξουν
καὶ νὰ χειροτονήσουν ἐγκαίρως αὐτοὶ Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο, μόνο ὅταν ὑπῆρχε κενὴ
Ἐπισκοπικὴ ἕδρα, ἐφ’ ὅσον δηλαδή, εἶχε πεθάνει ὁ αἱρετικὸς Ἐπίσκοπος (π.χ.
ἐπιστολὴ 345 πρὸς Εὐσέβιο, Ἐπίσκοπο Σαμοσάτων καὶ ὑποσημείωσι τῆς Ε.Π.Ε. (1,
276) κ.λπ.). Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συνέβη καὶ κατὰ τὴν μακροχρόνιο περίοδο τῆς
Εἰκονομαχίας, κατὰ τὴν ὁποία δὲν ἔχομε πάλι ὕπαρξι παραλλήλων Συνόδων, ἀλλὰ
ὁμολογία καὶ διωγμὸ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ ἐπιστροφὴ βέβαια ἀπὸ τὴν αἵρεσι κληρικῶν,
οἱ ὁποῖοι ἀντιμετωπίζοντο ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ἀναλόγως τῶν ἀναγκῶν τῆς ἐν
διωγμῷ Ἐκκλησίας.
Τέλος
διὰ τὴν πρώτη ἐρώτησι τῆς δεύτερης τριάδος ἀναφέρετε τὰ ἑξῆς: «Το να αλλάξετε το
ημερολόγιο δεν αφορά τόσο την ένωση με τους Γ.Ο.Χ. αλλά διότι όπως εσείς
γράψατε: “οἱ Οἰκουμενιστές μέ κακό σκοπό τό ἄλλαξαν”. Και μόνο αυτή η απάντηση
φθάνει! Αλλά και αν θεωρούσαμε ότι η επιστροφή εις το Πάτριο πρέπει να γίνει
δια λόγους ενότητος και τότε πάλιν φθάνει!».
Ἐδῶ
νομίζω, ἀδελφοί, ὅτι παραποιεῖτε καὶ διαστρέφετε τὴν ἀλήθεια καὶ πάλι
ἀκολουθεῖτε τὴν ὁδὸ τοῦ «ἥξεις, ἀφίξεις», ἐφ’ ὅσον δὲν δέχεστε σὲ ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία κανένα, ἂν προηγουμένως δὲν ἀκολουθήση τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο, καὶ ἐφ’
ὅσον, ἀπὸ τὴν μία ἰσχυρίζεσθε ὅτι τὸ Ἡμερολόγιο δὲν εἶναι θέμα πίστεως, καὶ ἀπὸ
τὴν ἄλλη τὸ ἀντιμετωπίζετε σὰν μεῖζον θέμα πίστεως. Εἶναι δὲ περίεργο τὸ πῶς
ἀπομονώνετε κάποια