(Β΄ μέρος)
Ὅπως ὁ ἴδιος
σημειώνει:
«η μελέτη αυτή επικεντρώνεται με ουσιαστική ιστορική τεκμηρίωση στα
καίρια σημεία του προβλήματος της εορτολογικής ασυμφωνίας που εμφανίστηκε ανά
τους αιώνες μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Παρουσιάζεται ο τρόπος που
αντιμετωπίστηκε αυτή η ασυμφωνία με αποκορύφωμα το ημερολογιακό Σχίσμα του 1924».
Πιστεύουμε, ὅσοι μελετήσουν τὰ νέα στοιχεῖα ποὺ
παραθέτει ὁ συγγραφέας, νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι τὸ Ἡμερολόγιο, παρ’ ὅτι κακῶς εἰσήχθη,
δὲν ἀποτελεῖ δόγμα, οὔτε ἅπτεται κάποιου δόγματος. Σὲ καιρὸ Παναιρέσεως ἐσχατολογικῆς
(ὅπως ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὁ Οἰκουμενισμός), ὅσοι θέλουν νὰ εἶναι Ὀρθόδοξοι καὶ νὰ
πολεμήσουν τὴν Παναίρεση, πρέπει νὰ εἶναι ἑνωμένοι στὴν Πίστη, ἀφήνοντες μὴ
δογματικὰ θέματα γιὰ ἀργότερα.
«Π.Π.»
«Οὐ
βουλόμεθα ζῆν ψευδολογοῦντες»
Τοῦ κ. Ἰωάννη Ρίζου
Β΄ μέρος
4. Το "άγιο" Ιουλιανό ημερολόγιο
Ένας από τους πρωτεργάτες της
απόσχισης εξαιτίας της ημερολογικής-εορτολογικής μεταβολής, και ηγέτης του
εορτολογικού αγώνα, ο πρώην επίσκοπος Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης,
αποδίδει στο Ιουλιανό ημερολόγιο «τον φωτοστέφανον», και το ονομάζει «προπύργιον ακαθαίρετον της ορθοδόξου
πίστεως και λατρείας»,[1] που «υπερασπίζει [το ημερολόγιο] την ανεξαρτησία της ορθοδόξου Εκκλησίας από
την παπική απολυταρχία».[2] Κατ΄
αυτόν, το ημερολόγιο είναι τόσο σημαντικό που σχετίζεται ακόμα και με την
χριστιανική ηθική.[3] Αιτία
της σχεδόν αγιοποίησης του Ιουλιανού ημερολογίου είναι, ότι πιστεύει πως οι θεοφόροι
Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής συνέδεσαν την ημέρα εορτής του Πάσχα με την
ισημερία που ίσχυε τότε, αυτήν δηλαδή της
21ης Μαρτίου. Θεώρησε έτσι ότι, οι άγιοι Πατέρες συνέδεσαν
οριστικά και αμετάκλητα τον εορτασμό του Πάσχα με το Ιουλιανό ημερολόγιο. Την
ίδια άποψη ακολουθούν και οι νεότεροι παλαιοημερολογίτες[4],
αναφέροντας συχνά ότι το Ιουλιανό αντιπροσωπεύει την «Πατροπαράδοτη θεία τάξη των
εορτών, νηστειών, τυπικών κλπ.».[5] Θεωρώντας λοιπόν αγκιστρωμένη την εορτή του
Πάσχα με την τότε ισημερία[6] του
Ιουλιανού ημερολογίου, ο Χρ. Καβουρίδης και οι συν αυτώ[7]
κατέληξαν πως κάθε ημερολογιακή μεταβολή θίγοντας τις αποφάσεις της Α΄
Οικουμενικής, θίγει [συγχρόνως] και το Δόγμα της ενότητας, της Μίας, Αγίας,
Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.[8] «Και τούτο διότι το Δόγμα της ενότητος της
Εκκλησίας δεν έγκειται μόνον εις την ταυτότητα της πίστεως και της θ.
λατρείας, αλλά και εις την ταυτόχρονον και ομοιόμορφον βίωσιν και έκφανσιν
αυτής»[9]… «Δια της εν έτει 1924 επελθούσης ημερολογιακής
μεταβολής διεφθάρη το ιερόν πηδάλιον και ενηργήθη ιεροσυλία και βλασφημία του
Αγ. Πνεύματος, του όλου ζητήματος αναγομένου πλέον εις την περιοχήν όχι της
ακριβείας ή της οικονομίας αλλά της σωτηρίας».[10]
Βέβαια, ο άγιος Νικόδημος στην
ερμηνεία του Ζ΄ Αποστολικού κανόνα,
στην πρώτη υποσημείωση δείχνει να έχει αντιδιαμετρικά αντίθετη θέση λέγοντας: «Το να κάνει τις το Πάσχα μετά της 21ην Μαρτίου ως κάμνομεν εμείς οι Γραικοί ή μετά
την 11ην Μαρτίου ως κάμνουν
οι Λατίνοι δεν είναι έγκλημα. Το να σχίση όμως την Εκκλησίαν είναι αμάρ-τημα
ασυγχώρητον». Όμως τελικά, αποτέλεσμα των θέσεων των παλαιοημερολογιτών
ήταν να κηρύξουν σχισματική την Εκκλησία της Ελλάδος[11] και
φυσικά όσους την ακολουθούν. Για να δούμε όμως αναλυτικότερα αν τα παραπάνω τα
επικυρώνει η ιστορία της Εκκλησίας.
Οι
χριστιανοί των πρώτων αιώνων χρησιμοποιούσαν κατά τόπους τρία πολύ διαφορετικά
μεταξύ τους ημερολόγια. Το Ρωμαϊκό, το Ελληνικό, και το Αιγυπτιακό. Στα ελληνικά
ή ελληνόφωνα μέρη χρησιμοποιούσαν το
ημερολόγιο του Μ. Αλεξάνδρου, το Μακεδονικό μέχρι τα χρόνια του Βυζαντινού αυτοκράτορα
Ηρακλείου (610-641 μ.Χ.). Γι᾿ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (345 -
407) στην ομιλία του Εις το Γενέθλιον του
Χριστού[12]
μετράει τους δώδεκα μήνες του έτους με τα μακεδονικά ονόματα τους (Δίος, Απελλαίος,
Αυδηναίος κ.λ.π). Όμως οι μήνες των τριών ημερολογίων δεν συνέπιπταν ακριβώς
μεταξύ τους· λ.χ. στο μακεδονικό ημερολόγιο οι 11 μήνες είχαν από 30 ημέρες
και ο τελευταίος, ο Υπερβερεταίος είχε 35 μέρες. Το ημερολόγιο αυτό σε 120
χρόνια έχανε έναν μήνα! Αυτό το πολύ ατελές ημερολόγιο χρησιμοποιούν κι άλλοι
Πατέρες όπως ο συγγραφέας του Πασχάλιου Χρονικού (γράφτηκε γύρω στο 600 μ.Χ.).
Η ελληνόγλωσση εκκλησία χρησιμοποιούσε αυτό το ημερολόγιο μέχρι τα χρόνια του
Μ. Φωτίου (9ος αι.). Μετά το 641 μ.Χ. μερικοί και μετά το 900 μ.Χ.
όλοι, άρχισαν να χρησιμοποιούν το Ρωμαϊκό Ιουλιανό.
Δεν είναι αλήθεια αυτό που γράφεται από τους
παλαιοημερολογίτες ότι η Α΄ Οικουμενική θέσπισε να εορτάζεται το Πάσχα με το
Ιουλιανό ημερολόγιο. Ο Μ. Αθανάσιος σύνεδρος και πρωταγωνιστής της Α΄
Οικουμενικής, στις Εορταστικές Επιστολές του, τις οποίες έστελνε επί 45 χρόνια (328-373)
στις εκκλησίες για την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα πάντα έγραφε: «Εσείς που είστε σε εκείνες τις χώρες θα το
εορτάσετε στις τόσες του μηνός του δικού σας ημερολογίου, και εσείς που είστε σε
εκείνες τις χώρες θα το εορτάσετε στις τόσες του μηνός του δικού σας ημερολογίου…κ.λ.π.».
Και ο ίδιος όταν ήταν στην Αλεξάνδρεια το εόρταζε στις τόσες του μηνός Φερμουθί
του Αιγυπτιακού ημερολογίου, ενώ όταν ήταν εξόριστος στη Γαλλία, το εόρταζε
στις τόσες Απριλίου του λατινικού ημερολογίου. Διέφεραν δε τα ημερολόγια πάρα
πολύ ακόμα και στον αριθμό των ημερών του έτους και των μηνών.[13]
Πρίν την
Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Το 150 μ.Χ. ο άγιος Πολύκαρπος
(επίσκοπος Σμύρνης), μεταβαίνει στην Ρώμη και συναντά τον Πάπα Ανίκητο για να
συζητήσουν την επίλυση του ζητήματος του κοινού εορτασμού του Πάσχα. Οι δύο
άγιοι Πατέρες δεν συμφώνησαν γιατί ο μεν Πολύκαρπος έλεγε ότι για τον χρόνο
εορτασμού του Πάσχα τηρεί την διδασκαλία που παρέλαβε από τον μαθητή του Κυρίου
άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο άλλα και από τον Απόστολο Φίλιππο.[14] Ο
Ανίκητος έλεγε κι αυτός, ότι κρατά την διδασκαλία που παρέλαβε από τους
Αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Οι δύο Πατέρες ενώ έφτασαν σε αδιέξοδο
συλλειτούργησαν ειρηνικά και αποχωρίστηκαν. Σαράντα χρόνια αργότερα, το 198
μ.Χ., και ενώ η διαφωνία δεν είχε επιλυθεί, ο Πάπας Βίκτωρας αποπειράθηκε να
διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία με τον τότε επίσκοπο Σμύρνης Πολυκράτη και
την τοπική εκκλησία της Μικράς Ασίας για το ίδιο λόγο, αυτόν δηλαδή του
διαφορετικού χρόνου στον εορτασμό του Πάσχα.
Ο άγιος Ειρηναίος επίσκοπος στη
Γαλλία, επενέβηκε νουθετώντας τον Βίκτωρα να μη προβεί σε διακοπή της κοινωνίας
και έτσι αποφεύχθηκε το κακό.[15]
Παρόλη αυτήν την εκκρεμότητα και διαφωνία για τον κοινό εορτασμό, οι άγιοι της
εποχής δεν είδαν κάποια δογματική ανατροπή της ενότητας. Δεν προέκριναν δηλαδή
την διακοπή της κοινωνίας μεταξύ τους επειδή δεν έβλεπαν ότι υπάρχει κίνδυνος
για την Πίστη και την σωτηρία. Η αιτία αυτής της διαφοροποίησης στην ημέρα εορτασμού
του Πάσχα ήταν ο διαφορετικός αστρονομικός τρόπος υπολογισμού κι όχι θεολογικής
ή εκκλησιολογικής φύσεως διαφωνία.[16] Αυτή η
διαφοροποίηση του υπολογισμού ακόμα και το 326 μ.Χ. δηλαδή την επομένη χρονιά
της Α΄ Οικουμενικής προκάλεσε διαφορά 8 ημερών στην ημέρα εορτασμού του Πάσχα
σε Ανατολή και Δύση, ενώ το 387 η διαφορά έφτασε τις 5 εβδομάδες![17]
Τρείς αιώνες περίπου μετά την
Θεία Ανάσταση του Κυρίου μας (μέχρι το 325 μ.Χ.), η Εκκλησία πορεύθηκε
χωρίς κοινή συμφωνία για τον χρόνο
εορτασμού του Πάσχα, αλλά συνεπώς και χωρίς πάντα κοινό εορτολόγιο. Σε αυτά τα
χρόνια ο αμπελώνας του Κυρίου μας φωταγωγήθηκε από χιλιάδες θεόπτες Πατέρες,
ποτίστηκε από τα ζωογόνα ύδατα της
Πατερικής διδασκαλίας και κοσμήθηκε από την πορφύρα των αιμάτων ένδεκα περίπου εκατομμυρίων
αγίων Μαρτύρων και Ομολογητών της Πίστεως στους σκληρότατους διωγμούς. Η
απουσία του κοινού εορτολογίου, κοινού εορτασμού του Πάσχα, και η χρήση
διαφόρων ασύμφωνων μεταξύ τους ημερολογίων δεν εμπόδισε να σωθούν «οι θέλοντες σωθήναι».
Μετά την
Α΄ Οικουμενική.
Η
Σύνοδος της Νικαίας αποδέχθηκε τον Αλεξανδρινό τρόπο υπολογισμού για την
εύρεση κοινής ημέρας εορτασμού του Πάσχα. Όμως στην πραγματικότητα αυτή η
συμφωνία δεν εφαρμόζονταν παρά μόνο σποραδικά επί σχεδόν 3 αιώνες !
Πασχάλιος
πίνακας. Είναι εκείνος ο Πίνακας, ο οποίος καταγράφει
τις διάφορες ημερομηνίες των κινητών