Ἡ πρακτική ἐφαρμογή τοῦ
15ου Κανόνος
τῆς ΑΒ Συνόδου διαχρονικά.
Τοῦ π. Εὐθυμιου Τρικαμηνᾶ
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο:
Τό σημεῖον εἰς τό ὁποῖον ἔχει φθάσει ἡ μικρά αὐτή
μελέτη εἶναι τό σημαντικώτερο, διότι πρέπει ἐν τέλει νά παρουσιασθῆ ὅλη, κατά τό
δυνατόν, ἡ ὀρθόδοξος Παράδοσις διαχρονικά, διά νά καταδειχθῆ ἡ συμφωνία τῶν ἱερῶν
Κανόνων μέ αὐτήν, καί συγκεκριμένα τοῦ ὑπό ἐξέτασιν ΙΕ΄ τῆς Πρωτοδευτέρας
Συνόδου καί ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες κατέγραψαν τήν ἱεράν Παράδοσιν, ἡ ὁποία προϋπῆρχε
καί δι’ αὐτό ὀνομάζεται Ἀποστολική. Ὡς ἐκ τούτου οἱ ἱεροί Κανόνες κατέγραψαν
τήν ἱεράν Παράδοσι καί περιφρουροῦν αὐτήν, ἡ δέ ἱερά Παράδοσις εἶναι ἀπόλυτα
σύμφωνος μέ τήν ἁγ. Γραφή, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πηγή πού ἀντλεῖται ἡ πίστις καί ἡ
ζωή στήν Ἐκκλησία.
Τό ὅτι ἡ ἁγ. Γραφή καί ἡ ἱερά Παράδοσις εἶναι ἰσόκυρα εἰς
τήν Ὀρθοδοξία σημαίνει ὅτι ἡ ἱερά Παράδοσις ἐκφράζει πλήρως την ἁγ. Γραφή καί ἐπίσης
πώς ὅ,τι δέν εἶναι σύμφωνο μέ την ἁγ. Γραφή δέν ἀποτελεῖ ἱερά Παράδοσι. Κατ’ αὐτόν
τον τρόπο ἡ ἁγ. Γραφή, ἡ ἱερά Παράδοσις καί οἱ ἱεροί Κανόνες ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο
σύνολο ὁμοιόμορφο καί ὁμοιότροπο, τό ὁποῖο πρέπει νά εἶναι, θά λέγαμε, ὁ
καταστατικός χάρτης καί ὁ ὁδηγός τῆς ζωῆς τῶν Ὀρθοδόξων.
Οὕτως λοιπόν ἐχόντων τῶν πραγμάτων πρέπει κατ’ ἀρχάς
νά ἀναφέρωμε τά ἁγιογραφικά χωρία, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν διά τήν στάσι τῶν Ὀρθοδόξων
ἀπέναντι στούς αἱρετικούς καί μάλιστα τούς Ἐπισκόπους καί ποιμένες καί τά ὁποῖα
ἀπετέλεσαν τήν βάσι διά νά δημιουργηθῆ ἡ ἀνάλογος Παράδοσις καί ἐν συνεχείᾳ νά
κατοχυρωθῆ διά τῶν Κανόνων.
1. Ἡ Καινή Διαθήκη διά τήν στάσι τῶν πιστῶν ἀπέναντι
στούς αἱρετικούς.
Τό πρῶτο καί βασικό χωρίο τῆς ἁγ. Γραφῆς εἶναι τό
Γαλ. 1,8, τό ὁποῖο λέγει: «ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζεται
ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω· ὡς προειρήκαμεν και ἄρτι πάλιν
λέγω · εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζηται παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω». Ἐδῶ πολύ ἐπιτακτικά
ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν θεσμοθετεῖ ὅτι οὐδείς ἔχει δικαίωμα νά ἀλλάξη τό
παραμικρόν εἰς τήν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου. Τό ὅτι μεταξύ αὐτῶν συγκαταλέγει τούς
Ἀποστόλους, καί τους ἀγγέλους ἀπό τόν οὐρανό, τοῦτο σημαίνει, ὅτι πολύ περισσότερο
δέν ἔχει δικαίωμα νά ἀλλάξη καί τό ἐλάχιστον ὁ Ἐπίσκοπος· ἐφ’ ὅσον δέ ὁ οἱοσδήποτε
Ἀρχιερέας κάτι ἀλλάζει στήν εὐαγγελική διδασκαλία, εἶναι ἀναθεματισμένος.
Ἡ ἀναφορά ἐπίσης τοῦ ἀναθεματισμοῦ σημαίνει ὅτι, διά
τούς κηρύσσοντας αἵρεσι, ἰσχύει ὁ ἀναθεματισμός τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί δέν
χρειάζεται ἄλλη ἀπόφασι Συνόδου παρά μόνο πρός κατοχύρωσι τῶν Ὀρθοδόξων.
Τό δεύτερο χωρίο τῆς ἁγ. Γραφῆς εἶναι τό Τίτ. 3,10, το
ὁποῖο λέγει: «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς
ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος και ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος». Ἐδῶ ὁ ἀπ. Παῦλος
παραγγέλλει νά φεύγωμεν μακριά ἀπό τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι παραμένουν οἰκειοθελῶς
στήν πλάνη των. Καί ἐδῶ τό «αὐτοκατάκριτος» σημαίνει τήν αὐτόματη ἀποκοπή τοῦ αἱρετικοῦ
ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς ἀπόφασι Συνόδου. Ἡ αἵρεσις δηλαδή μᾶς ἀποκόπτει
ἀμέσως ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Τό τρίτο χωρίο εἶναι τό Β΄ Ἰωάν. 10 τό ὁποῖο λέγει:
«εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μη λαμβάνετε αὐτόν εἰς
οἰκίαν καί χαίρειν αὐτῳ μή λέγετε· ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς
πονηροῖς». Πολύ αὐστηρότερα ἐδῶ τοποθετεῖ τήν ὀρθόδοξον πίστιν ὁ μαθητής καί ἀπόστολος
τῆς ἀγάπης. Ἀπαγορεύει καί τόν ἁπλό χαιρετισμό καί οἱανδήποτε ἐπικοινωνία εἰς αὐτόν
πού μᾶς πλησιάζει, ὄχι γιά κάποια καθημερινή ἀνάγκη, ἀλλά μέ τρόπο ἐκκλησιαστικό,
χωρίς ὅμως νά ἔχη την ὀρθόδοξον πίστι καί τήν εὐαγγελική διδασκαλία ἀνόθευτον.