Ὅσοι, ἀγαπητοί μου, βρισκόμαστε στὸ ναὸ εἴμαστε
βαπτισμένοι «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», στὸ
ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος.
Ἀλλὰ φτάνει αὐτό, φτάνει ὅτι ἔχουμε βγῆ ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα; Ὄχι βέβαια·
χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο. Ποιό; Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι πηγαίνεις σ᾽ ἕνα ἄλλο μέρος
ὅπου δὲν ζοῦν Χριστιανοὶ καὶ σὲ ρωτήσουν· «Ἐμεῖς ἐδῶ ἔχουμε τὴ θρησκεία μας,
ἐσὺ τί πιστεύεις;», θ᾿ ἀπαντήσῃς βέβαια ὅτι πιστεύεις στὸ Χριστό· «ἡμεῖς εἰς
Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν» ὅπως λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος (Γαλ. 6,16). Ἂν
ὅμως σὲ ρωτήσουν «Καὶ γιατί πιστεύεις στὸ Χριστό; τί εἶδες στὸ Χριστὸ καὶ τὸν
πιστεύεις;», θὰ βρεθῇς σὲ δυσκολία. Πᾶμε σὲ σχολειὰ καὶ πανεπιστήμια,
παίρνουμε διπλώματα, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουμε οὔτε τὸ ἀλφάβητο τῆς πίστεώς μας· δὲν καθίσαμε νὰ μάθουμε τὴν ἁγία μας πίστι.
Ἂν εἴχαμε ἐνδιαφέρον ὅπως οἱ Χριστιανοὶ τῶν πρώτων
αἰώνων, θὰ γνωρίζαμε τὴν πίστι μας καὶ θὰ εἴχαμε πολλοὺς λόγους νὰ αἰτιολογήσουμε
τὴν ὁμολογία μας. Τότε κάθε Χριστιανὸς ἦταν κ᾽ ἕνας κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου·
τώρα αὐτὸ θεωρεῖται δουλειὰ τῶν κληρικῶν.
Ἂν ρωτούσαμε τοὺς ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο ἢ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας «Γιατί
πιστεύετε στὸ Χριστό;», θὰ ἄνοιγαν τὰ χρυσᾶ τους χείλη καὶ θὰ μᾶς ἔλεγαν
μύριους λόγους. Ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτούς, μὲ τοὺς ὁποίους ἕνας συνετὸς καὶ
φρόνιμος ἄνθρωπος αἰτιολογεῖ γιατί πιστεύει στὸ Χριστό, κυριώτεροι εἶνε
τέσσερις.
* * *
⃝ Πρῶτον γιὰ τὰ χρυσᾶ του λόγια. Σὰν
αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν πουθενά, οὔτε στὸ Κοράνιο, οὔτε στὸ Βούδδα, οὔτε στὴν
ἀρχαία οὔτε στὴ σύγχρονη γραμματεία. Ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ διαβάσῃς, δὲν ἱκανοποιεῖσαι
ὅπως ὅταν ἀνοίξῃς τὸ μικρὸ βιβλίο ποὺ λέγεται Εὐαγγέλιο. Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ
εἶνε θεϊκά, διαμάντια ποὺ ἀστράφτουν, λόγια ποὺ ἀκούγοντάς τα θά ᾽λεγες κ᾽
ἐσύ· «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 7,46).
Θέλεις νὰ δῇς τὸ μεγαλεῖο τοῦ Εὐαγγελίου; Διάβασε δύο παραβολές, τοῦ Ἀσώτου
καὶ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (βλ. Λουκ. 15,11-32· 10,25-37). Στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου
θὰ δῇς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, στὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου
θὰ δῇς τὴν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν πλησίον καὶ πρὸς τὸν ἐχθρὸ ἀκόμη. Τὰ
λόγια τοῦ Κυρίου εἶνε αἰώνια. Ὅσα χρόνια καὶ αἰῶνες καὶ χιλιετίες ἂν
περάσουν, μένουν ἄφθαρτα. Κάποτε καὶ τὰ ποτάμια θὰ ξεραθοῦν, κι ὁ ἥλιος καὶ τὸ
φεγγάρι θὰ σβήσουν ὅπως τὰ καντήλια, καὶ τ᾽ ἀστέρια νὰ πέσουν ὅπως τὰ φύλλα
τῆς συκιᾶς (βλ. Ματθ. 24,29. Μᾶρκ. 13,24-25) κι ὅλα θὰ γίνουν ἄνω καὶ κάτω· ἕνα
μόνο θὰ μείνῃ αἰώνιο. Ποιό; ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ Εὐαγγέλιο. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ
γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35).
Πιστεύουμε λοιπὸν στὸ Χριστό, γιατὶ τὸ Εὐαγγέλιό του μένει ἀπαράλλαχτο,
ὑπεράνω χρόνου καὶ τόπου, ἱκανοποιεῖ κάθε ψυχή.
⃝ Γιὰ τί ἄλλο πιστεύουμε; Γιὰ τὴ ζωή του, ποὺ δὲν ὅπως
ἡ ζωὴ τοῦ Μωάμεθ καὶ τῶν ἄλλων ἱδρυτῶν θρησκειῶν· λάμπει ἀπὸ συνέπεια. Ὅ,τι
εἶπε ὁ Χριστός, τὸ ἔκανε· τήρησε καὶ ἐφήρμοσε καὶ τὰ πιὸ δύσκολα τῆς διδασκαλίας
του.
Ἂν ρωτήσετε, ποιά εἶνε ἡ δυσκολώτερη ἐντολή, θὰ σᾶς ποῦν οἱ
πνευματικοί. Ἐγὼ τοὐλάχιστον κρέμασα τὸ πετραχήλι. Γιατί; Γιατὶ ἔρχεται ὁ
ἐξομολογούμενος καὶ ἐνῷ ὅ,τι ἄλλο τοῦ πῇς τὸ κάνει, ἕνα πρᾶγμα ἀρνεῖται νὰ τὸ
κάνῃ. Ποιό; Τὸ νὰ συγχωρήσῃ καὶ νὰ πάῃ νὰ συμφιλιωθῇ μὲ τὸν ἐχθρό του. Ὅρισέ
μου, παπούλη, ὅ,τι ἄλλο θέλεις, ἀλλ᾽ αὐτὸ ὄχι!… Νὰ πάω