(Μ. Βασίλειος – Επιστολή (207)προς
Θεόδοτον Νικοπόλεως)
Ν. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
Αναμφίβολα,
ο αγώνας εναντίον της παναιρέσεως του Οικουμενισμού δεν είναι μια «ψιλή»
γνωστική, εξωτερική–επιφανειακή έκφραση της ορθόδοξης δογματικής
γνωσιολογίας, που να φανερώνει μόνο την αψευδή και ακέραια περί Θεού γνώση.
Στη
βάση του ο αγώνας αυτός είναι μια νηπτική πορεία. Είναι άρνηση και ξεπέρασμα
των παθών και υπέρβαση των κοσμικών στοιχείων – αγαθών.
Θεολογικά
υπογραμμίζει την αλήθεια αυτή ο Μ. Βασίλειος στην επιστολή του. Γράφει:
«Γίνωσκε γαρ, ποθεινότατε ημίν και τιμιώτατε, ότι ούπω οίδα τοσούτον πένθος
άλλοτε τη ψυχή μου παραδεξάμενος όσο νυν, ότε ήκουσα των εκκλησιαστικών θεσμών
την σύγχισιν. Αλλά μόνον εύχου, ίνα δώη ημίν ο Κύριος μηδέν κατά θυμόν
ενεργείν, αλλ’ έχειν την αγάπην, ήτις "ουκ ασχημονεί, ου φυσιούται" (Επιστολή
130), δηλ. «Διότι πρέπει να γνωρίζεις, ποθεινότατε εις ημάς και τιμιώτατε, ότι
δεν ενθυμούμαι να εδέχθην ποτέ άλλοτε τόσον μέγα πένθος εις την ψυχήν μου, όσον
τώρα που ήκουσα την σύγχισιν των εκκλησιαστικών θεσμών. Αλλά μόνον να εύχεσαι
να δώση εις ημάς ο Κύριος να μην ενεργήσωμεν τίποτε εις κατάστασιν θυμού, αλλά
να έχωμεν αγάπη η οποία «δεν ασχημονεί, δεν επαίρεται». Ο Μ. Βασίλειος και όλοι
οι άγιοι, στον αγώνα κατά των αιρέσεων, είχαν έλλειψη εμπαθούς θυμού,
αυταρέσκειας, έπαρσης και ιδιοτέλειας, επειδή είχαν βαθιά συναίσθηση
αμαρτωλότητας, ως ευρισκόμενοι κοντά στην πηγή του φωτός, στον Χριστό.
Ο
ιστορικός του μέλλοντος πρέπει να καταγράψει την εκδίπλωση του
αντιοικουμενισμού αγώνα ως πνευματικό κεφάλαιο της αληθινής Εκκλησίας, ως
έκφραση πίστης, ως έκφραση εσώτατου πνευματικού βίου και όχι ως εμπαθή, θυμώδη,
φανατική και αρνητική πολεμική, όπως θέλει ο οικουμενισμός.
Ως
δίψα πνευματικής ζωής, πρέπει να βιώνεται ένας αντιαιρετικός αγώνας. Δίψα, που
εκφράζει ο Ψαλμός: «Εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν, τον ισχυρόν, τον ζώντα.
Πότε ήξω και οφθήσομαι του προσώπου του Θεού;» (Ψαλμ. 41,2).