Εἶναι γνωστότατο ὅτι ἐκεῖνος ποὺ προήδρευσε στὴν
8η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (879-880 μ.Χ.) ἦτο ὁ Πατριάρχης Φώτιος. Ὅπως ἐπίσης
εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ Μέγας καὶ Ἅγιος Φώτιος,
δὲν εἶναι ἀρεστὸς
στοὺς σημερινοὺς ὀρθοδόξους, ἐπειδὴ τοὺς ὑποδεικνύει ἐκεῖνο ποὺ κοστίζει,
κι αὐτοὶ δὲν θέλουν νὰ τὸ πράξουν, δηλαδή τὴν ἄμεσο ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς
Οἰκουμενιστές. Τοῦτο τὸ συμπέρασμα βγαίνει καθαρό, ὄχι μόνο ἀπὸ τὶς πράξεις
τους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ συγγράμματά τους, ὅπως αὐτὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἱ. Μ. Πειραιῶς, «15ος Κανὼν Πρωτοδευτέρας
Συνόδου καὶ Ἀποτείχισις», ποὺ τὰ ἀποδέχτηκαν καὶ τὸ διένειμαν στὶς Συνάξεις τους, διὰ
τοῦ ὁποίου διαστρεβλώνεται ἡ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Φωτίου.
Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου εἶναι ξεκάθαρη. Ἄμεση ἀπομάκρυνση,
ἀπομάκρυνση ΤΡΟΧΑΔΗΝ, ἀπὸ κάποιον ποὺ εἶναι αἱρετικός, ὅπως οἱ Οἰκουμενιστές. Καὶ
δὲν ἀναφέρεται ὁ Μ. Φώτιος σὲ αἱρετικοὺς καταδικασμένους ὑπὸ Συνόδου (ὅπως εἶναι
οἱ Παπικοί), ἀλλὰ σὲ κάθε ἕνα ποὺ ἔχει χαρακτηρισθεῖ αἱρετικὸς ἀπὸ Ἁγίους ἄνδρες,
ὅπως π.χ. σήμερα ὁ Οἰκουμενισμὸς ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς.
Τὴν ἀλήθεια τῶν λεγομένων μας μπορεῖτε νὰ τὴν διαπιστώσετε μὲ τὰ ἴδια σας τὰ μάτια στὰ παρακάτω κείμενα. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος ὁμιλεῖ γιὰ Ποιμένα ποὺ λειτουργεῖ ὡς Ὀρθόδοξος, δηλαδὴ ὁμιλεῖ
γιὰ ἐν ἐνεργείᾳ Ποιμένα, ποὺ ἀποδεικνύεται αἱρετικός, καὶ τὸν
χαρακτηρίζει «λύκο»:
«Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι
προσελθεῖν, κἄν ἥμερον περισαίειν δοκῇ· φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν
πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως· ἀγκίστρῳ μέν καί δελέατι ἰχθύες ἁλίσκονται, ὁμιλία δέ
πονηρά καί τόν αἱρετικόν ἰόν ὑποκαθήμενον ἔχουσα πολλούς τῶν ἁπλουστέρων
προσιόντας καί μηδέν βλάβος παθεῖν ὑφορωμένους ἐζώγρησε· φεύγειν οὖν παντί σθένει διά ταῦτα προσήκει τούς
τοιούτους»
(ΕΠΕ 12, 400,31).
Αὐτὰ ποὺ διδάσκει κατ’ ἰδίαν ὁ Μ. Φώτιος, εἶναι
πανομοιότυπα μὲ αὐτὰ ποὺ θέσπισε καὶ ἡ Πρωτοδευτέρα Σύνοδος (στὴν ὁποία προήδρευσε)
διὰ τοῦ γνωστοῦ ΙΕ΄ Κανόνος της, τὸν ὁποῖον διαστρέφουν σήμερα (ποιός θὰ τὸ περίμενε;)
ὄχι οἱ Οἰκουμενιστὲς μόνο, ἀλλὰ οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστές!!!
Παραθέτουμε ἕνα τμῆμα ἀπὸ μελέτη τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, ποὺ μὲ ἁγιοπατερικὸ
λόγο καταδεικνύει τὴν πλάνη καὶ τὴν δολιότητα τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν τῆς Ἱ.
Μητροπόλεως Πειραιῶς καὶ τῶν συμπορευομένων μὲ αὐτή (π. Θεόδωρο Ζήση καὶ π. Νικόλαο Μανώλη), οἱ ὁποῖοι ἀποφεύγουν νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὸ παραπάνω χωρίο τοῦ
Ἁγίου, γιὰ νὰ μὴ καταδειχθεῖ ἡ πλάνη τους!!! Γράφει ὁ π. Εὐθύμιος:
Ἡ ἀποτείχισις
καὶ
ὁ Μέγας Φώτιος
Αὐτήν λοιπόν, τήν ἐξ ἐνστίκτου
ἀποτείχισι ποὺ ἐσεῖς ἀπορρίπτετε, τήν
διδάσκει ὁ ἴδιος ὁ Μ. Φώτιος, ὁ ὁποῖος ἦταν καί πρόεδρος τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἐθέσπισε
τόν ὑπό ἐξέτασιν Κανόνα. Λέγει λοιπόν ὁ ἅγιος τά ἑξῆς: «Αἱρετικός
ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ
αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει...».
Ἐδῶ ὁ ἅγιος,
προκειμένου γιά τήν φυγή ἀπό τόν αἱρετικό ποιμένα, χρησιμοποιεῖ τήν λέξι «ἀποπηδῶ».
Ἡ λέξις αὐτή στό λεξικό τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης ἔχει τίς ἑξῆς ἔννοιες: «πηδῶ ἀπό τινός, καταλείπω, ἀποσκιρτῶ, ἐξέρχομαι
ἀπό τῆς φυσικῆς μου θέσεως, τρέχω πηδῶν, τινάσσομαι ἐπάνω ἤ ὀπίσω». Στό οὐσιαστικό,
ἐπίσης, «ἀποπήδησις» ἔχει τίς ἔννοιες:
«τίναγμα πρός τά ὀπίσω ἤ πρός τά ἄνω, ὡς ὅταν
ρίψῃς σφαίραν μεθ’ ὁρμῆς ἐπί τοῦ ἐδάφους ἤ ὡς ὅταν δύο σώματα συγκρουόμενα
τινάσσονται ὀπίσω». Ἡ λέξις αὐτή λοιπόν, πατέρες, καθώς καί ἡ παρομοίωσις
τοῦ αἱρετικοῦ ποιμένος μέ τόν λύκο, ποῦ ἄραγε ὁδηγοῦν; Ἤ μήπως δίδουν περιθώρια
ἄλλης ἑρμηνείας πέραν τῆς ἐξ ἐνστίκτου ἀποτειχίσεως;
Τό ἴδιο γιά τήν ἐξ ἐνστίκτου
ἀπομάκρυνσι ἀναφέρει καί ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος παρομοιάζει
τούς αἱρετικούς μέ φίδια. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος
τά ἑξῆς: «Φύγωμεν οὖν τούς τάς πατρικάς ἐξηγήσεις μή παραδεχομένους, ἀλλά
παρ’ ἑαυτῶν πειρωμένους εἰσάγειν τά ἐναντία, καί τάς μέν ἐν τῷ γράμματι λέξεις
περιέπειν ὑποκρινομένους, τήν δέ εὐσεβῆ διάνοιαν ἀπωθουμένους· καί φύγωμεν μᾶλλον
ἤ φεύγει τις ἀπό ὄφεως. Ὁ μέν γάρ ἐνδακών τό σῶμα θανατοῖ πρόσκαιρα, τῆς ἀθανάτου
ψυχῆς χωρίσας· οἱ δέ τῆς ψυχῆς αὐτῆς λαβόμενοι τοῖς ὀδοῦσι χωρίζουσιν αὐτήν τοῦ
Θεοῦ, ὅπερ ἐστί θάνατος αἰώνιος τῆς ἀθανάτου ψυχῆς. Φεύγωμεν οὖν τούς τοιούτους
πάσῃ δυνάμει, καί προσφεύγωμεν τοῖς ὑποτιθεμένοις τά εὐσεβῆ καί σωτήρια, ὡς
συνάδοντα ταῖς πατρικαῖς παραδόσεσι» (ΕΠΕ, 10,356).
Οἱ ἐκφράσεις τοῦ ἁγίου «...καί φύγωμεν μᾶλλον ἤ
ἤ φεύγει τις ἀπό ὄφεως» καί ἐπίσης
«Φεύγωμεν οὖν τούς τοιούτους πάσῃ δυνάμει»,
τί ἄλλο μπορεῖ νά σημαίνουν παρά τήν ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισι; Πῶς ἀπομακρύνεται
κάποιος ἀπό ἕνα φίδι; Περιμένει ἄραγε τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου ἤ μήπως κυττάζει,
ὅπως ἀναφέρετε, νά μήν κρίνη τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως τοῦ κάθε Ἐπισκόπου;
Καί ἐδῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος τονίζει ὅτι ἡ παραμονή μας κοντά στούς αἱρετικούς μᾶς
χωρίζει ἀπό τό Θεό «οἱ δέ τῆς ψυχῆς αὐτῆς
λαβόμενοι τοῖς ὁδοῦσι χωρίζουσιν αὐτήν τοῦ Θεοῦ, ὅπερ ἐστί θάνατος αἰώνιος τῆς ἀθανάτου
ψυχῆς».
Δέν μπορῶ ὅμως εἰλικρινά,
πατέρες, νά κατανοήσω τό πῶς σᾶς ἐνοχλεῖ ἡ ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισις καί δέν σᾶς
ἐνοχλεῖ ἡ παραμονή κοντά στόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου. Ἐπίσης,
πῶς ἀναφέρετε ὅτι ἡ στάσις αὐτή τῶν πιστῶν «εἶναι
καινοφανής καί ξένη πρός τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας» ἐνῶ ἡ δυνητική ἑρμηνεία
τοῦ Κανόνος, ἡ ὁποία πουθενά δέν διδάσκεται ἀπό τούς Ἁγίους, εἶναι γιά σᾶς προφανῶς
ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐν συνεχείᾳ θά ἀναφερθῶ
ἐπ’ ὀλίγῳ στόν Μ. Φώτιο ἀκολουθώντας τήν σειρά τῆς κριτικῆς μελέτης σας. Ἐδῶ
στή σελ. 38 γράφετε τά ἑξῆς: «Στό
κεφάλαιο αὐτό ὁ π. Εὐθύμιος παραθέτει δύο ἀποσπάσματα λόγων τοῦ Ἁγίου, στά ὁποία
οὐσιαστικά ὁ Ἅγιος ἐπαναλαμβάνει τήν πλούσια προγενέστερη πατερική παράδοση
σχετικά μέ τήν στάση τῶν πιστῶν ἀπέναντι στούς αἱρετικούς. Ἑπομένως, δέν
χρειάζεται νά τά σχολιάσουμε, διότι ἡ ἀπάντηση ἔχει ἤδη δοθεῖ μέ ὅσα ἐλέχθησαν
στά κεφάλαια τῶν προγενεστέρων μεγάλων Πατέρων. Ἐδῶ τοῦτο μόνον θά ὑπογραμμίσουμε
ὅτι ὁ Ἅγιος, γράφοντας γιά τήν στάση τῶν πιστῶν ἀπέναντι στούς αἱρετικούς, μέ
κανέναν τρόπο δέν ἀποσκοποῦσε νά ἀχρηστεύσει ἤ νά περιθωριοποιήσει τόν
πρωταρχικό ρόλο τῶν Συνόδων στήν διάγνωση καί κατάγνωση τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν,
ὅπως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὁ π. Εὐθύμιος: “χωρίς διαδικασίες ἤ άποφάσεις Συνόδων”
(σελ. 148).
»Οὔτε κατά διάνοιαν μιά τέτοια σκέψη. Διότι πῶς εἶναι
δυνατόν ὁ Ἅγιος νά ἀγνοήσει ἕνα θεσμό, ὁ ὁποῖος εἶχε παγιωθεῖ πλέον ὡς
παράδοσις ἐννέα αἰώνων στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καθ' ὅν χρόνον μάλιστα ὁ ἴδιος ὡς
Πατριάρχης Κων/λεως συνεκρότησε δύο Συνόδους, τήν Πρωτοδευτέρα, καί τήν Σύνοδο
τοῦ 879, ἡ ὁποία στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας θεωρείται ὡς ἡ Η΄ Οἰκουμενική, μέ
τήν ὁποία μάλιστα ἐπέφερε τό πρῶτο καίριο πλῆγμα κατά τοῦ Παπισμοῦ;».
Ἐδῶ, πατέρες, κατ’ οὐσίαν
παραιτεῖσθε κάθε σχολιασμοῦ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγ. Φωτίου καί ἀναμασᾶτε πάλι
τό ἴδιο παραμύθι γιά τόν «πρωταρχικό ρόλο
τῶν Συνόδων στήν διάγνωσι καί κατάγνωσι τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν».
Κάνετε δέ πάλι τό ἴδιο λάθος, νά μήν προσπαθῆτε δηλαδή νά φέρετε σέ συμφωνία
τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων μέ τήν ἁγ. Γραφή, τούς ἱερούς Κανόνες καί τόν ρόλο τῶν
Συνόδων. Ἐδῶ, προφανῶς γιά νά μήν ἐλεγχθῆτε
ὡς διαστρέφοντες τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, δέν ἀναφέρετε καθόλου τό ἐπίμαχο
χωρίο τοῦ ἁγ. Φωτίου, ἐπειδή σ’ αὐτό φαίνεται καθαρά, ποία πρέπει νά εἶναι ἡ
στάσις τοῦ κάθε πιστοῦ ἀπέναντι στόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο.
Ἐδῶ, ἐπίσης, δείχνετε
καθαρά ὅτι τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου τήν ἐπικαλεῖσθε, ὄχι μόνον γιά νά
κατοχυρώσετε τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἀλλά καί γιά νά καλυφθῆτε καί ἐσεῖς
καί νά δικαιολογήσετε τήν στάσι σας, ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων,
εἶναι τελείως ἀντιπατερική καί ἀνορθόδοξη∙ ἐνῶ, δηλαδή οἱ Ἅγιοι διδάσκουν τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς
Ἐπισκόπους, ἐσεῖς ἀντιθέτως διδάσκετε τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό αὐτούς μετά τήν
καταδικαστική δι’ αὐτούς ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Δηλαδή, ἐσεῖς θά ἀρχίσετε νά
πολεμᾶτε, ὅταν ἤδη ἔχει τελειώσει ὁ πόλεμος!
Τελικῶς, πατέρες,
νομίζω ὅτι τό ἐπιχείρημά σας αὐτό, ὅτι δηλαδή ἡ ἀποτείχισις ἀχρηστεύει καί
περιθωριοποιεῖ «τόν πρωταρχικό ρόλο τῶν
Συνόδων στήν διάγνωσι καί κατάγνωσι τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν» εἶναι
πέραν τῶν ἄλλων καί ἀστεῖο, καί παιδαριῶδες, καί, κατ’ οὐσίαν, μόνον ἐπιχείρημα
δέν εἶναι. Διότι ἔχει λεχθῆ, καί πρέπει πρός ἐμπέδωσι νά ἐπαναλβάνεται συνεχῶς,
ὅτι ἡ ἀποτείχισις ὄχι μόνο δέν περιθωριοποιεῖ καί ἀχρηστεύει τόν ρόλο τῆς
Συνόδου, ἀλλά τόν κάνει ἔτι σημαντικώτερο καί οὐσιωδέστερο, διότι πέραν τῆς
καταδίκης τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν, πρέπει ἡ Σύνοδος, διά τῆς ἐπαναφορᾶς
καί διακηρύξεως τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, νά ὀρθοτομήση τόν λόγο τῆς ἀληθείας
(τέμνοντας δηλαδή τά νόθα), νά ἀποδείξη ὅτι εἶναι ἡ συνέχεια τῆς Μίας Ἁγίας
Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καί, δι’ αὐτοῦ τοῦ
τρόπου, νά ἑνώση καί ἐνσωματώση καί τούς ἀποτειχισμένους Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ἀφίσταντο
ἀπό αὐτούς, ὅσον καιρό αὐτή ὑπέθαλπε ἤ καί διεκήρυττε τήν αἵρεσι.
Καταλαβαίνετε
δηλαδή, πατέρες, ὅτι ἡ ἀποτείχισις δημιουργεῖ ἔτι ἐπείγουσα τήν ἀνάγκη
συγκλήσεως ὀρθοδόξου Συνόδου καί ἄρα, αὐτό πού ἰσχυρίζεσθε, εἶναι κατά τό δή
λεγόμενο ἱστορίες γιά ἀγρίους. Ἄλλωστε ἔχει πάλι λεχθῆ, ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἀποσκοπεῖ
στήν προσωπική ἀσφάλεια τῶν πιστῶν, ἐνῶ ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου ἔχει γενικό
χαρακτῆρα, νά ὀρθοδοξήση δηλαδή, ὅλη ἡ τοπική Ἐκκλησία. Εἶναι λοιπόν, ἀπορίας ἄξιον,
πῶς ἐσεῖς τά συγχέετε αὐτά, εἰς τρόπον ὥστε νά θεωρῆτε ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἐπιβουλεύεται
τόν θεσμό τῆς Συνόδου.
Ἐν συνεχείᾳ θά ἀναφέρω
τό χωρίο τοῦ ἁγ. Φωτίου, τό ὁποῖο ἀφήσατε ἀσχολίαστο, ἐπειδή προφανῶς δέν εἴχατε
–πέραν τοῦ ὀρθολογισμοῦ– νά προβάλλετε ἄλλο ἐπιχείρημα:
«Αἱρετικός ἐστίν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν
δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν, κἄν ἥμερον περισαίειν δοκῇ· φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί
τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως ἀγκίστρῳ μέν καί
δελέατι ἰχθύες ἁλίσκονται, ὁμιλία δέ πονηρά καί τόν αἱρετικόν ἰόν ὑποκαθήμενον ἔχουσα
πολλούς τῶν ἁπλουστέρων προσιόντας καί μηδέν βλάβος παθεῖν ὑφορωμένους ἐζώγρησε· φεύγειν οὖν παντί σθένει διά
ταῦτα προσήκει τούς τοιούτους. Ὀρθόδοξός ἐστιν ὁ ποιμήν, εὐσεβείᾳ ἐσφράγισται,
οὐδέν τῆς αἱρετικῆς φατρίας ἐπισύρεται; Ὑποτάγηθι αὐτῷ, ὡς εἰς τύπον
προκαθεζομένῳ Χριστοῦ· οὐκ ἐκείνῳ
φέρεις τήν τιμήν, ἄν ἐξ ὅλης φέρῃς ταύτην τῆς ψυχῆς· Χριστός ταύτην ὑποδέχεται· μή περιεργάζου τά ἄλλα· Θεός ἐστιν ὁ τούτων ἐξεταστής· ἐκείνῳ τήν κρίσιν κατάλιπε, σύ δέ τήν ὑπακοήν,
κατά τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, καί καθαράν αὐτῷ τήν διάθεσιν ἐπεδείκνυσο»
(ΕΠΕ 12, 400,31).
Ἐξ αὐτοῦ τοῦ χωρίου,
πατέρες, ἐξάγονται ἀβίαστα τά ἑξῆς συμπεράσματα. Ὁ αἱρετικός ποιμένας εἶναι ἐπικίνδυνος,
ὅπως ὁ λύκος γιά τό πρόβατο. Καθίσταται λύκος διά τῆς αἱρέσεως καί ὄχι διά τῆς ἀποφάσεως
τῆς Συνόδου ἤ μετά τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, διότι τόν χαρακτηρίζει λύκο ἐπειδή ἀκριβῶς
εἶναι αἱρετικός. Ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό αὐτόν πρέπει νά εἶναι ἄμεση καί τέτοια, σάν
αὐτόν πού βλέπει ξαφνικά ἕνα κίνδυνο ἐμπρός του νά κάνη ἕνα πήδημα γιά νά σωθῆ.
Δέν πρέπει νά ἐξαπατηθῆ ὁ πιστός, ἔστω καί ἄν ἰδῆ σ’ αὐτόν τόν ποιμένα κάποια ἐξωτερικά
χαρίσματα. Πρέπει πέραν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας νά ἀποφύγη καί κάθε ἄλλη
συνομιλία καί συναναστροφή μαζί του, διότι μπορεῖ νά ἐπηρεασθῆ ἀπό τό αἱρετικό
δηλητήριο. Στόν αἱρετικό, τέλος, ὅ,τι καλό καί ἄν ὑπάρχη, λειτουργεῖ σάν τό
δόλωμα στό ἀγκίστρι, δηλαδή πρός ἐξαπάτησι τῶν ἁπλουστέρων.
Εἶναι εὔλογο,
πατέρες, νά διερωτηθῆ κανείς, πῶς εἶναι δυνατόν ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ ἁγίου νά
ταιριάξη –ἔστω καί κακόγουστα– μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος; Πῶς δηλαδή
μπορεῖ κανείς νά περιμένη, ἔχοντας ἕνα λύκο γιά πρόβατο; Καί πῶς δύναται
κάποιος νά ἰσχυρισθῆ ὅτι, περιμένοντας, ἀκολουθεῖ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί
δέν θά βλαφθῆ ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο;
Ἐδῶ προφανῶς ἀκολουθεῖτε
μία καινοτόμο ὁδό, ἡ ὁποία εἶναι ἴδια μέ αὐτή τοῦ Π.Σ.Ε., δηλαδή τήν ὁδό τῆς
συνυπάρξεως καί τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως.
Εἶναι ἀνάγκη ἐδῶ, νά
μεταφέρωμε καί ἕνα μικρό κείμενο τοῦ ἁγ. Φωτίου, τό ὁποῖο προηγεῖται, στήν ὁμιλία του αὐτή τοῦ χωρίου πού παραθέσαμε. Ἀμέσως
προηγουμένως ὁ ἅγιος εἶπε τά ἑξῆς: «ἵνα
φύγητε τήν μίμησιν, ὧν τήν ἀσέβειαν ἐβδελύξασθε, καί μή μέρει τινί τήν πρός αὐτούς κοινωνίαν ἀποσπασάμενοι καί τό λοιπόν
τοῦ δυσσεβήματος κατ’ ὀλίγον ὑπορροφεῖν ἐνεθισθείητε».
Ἐδῶ ὁ ἅγιος διδάσκει
κάτι ἐκπληκτικό καί ἀποκαλυπτικό γιά τίς ἡμέρες μας. Ἄν λέγει, μείνωμε κοντά στούς αἱρετικούς ἤ ἔχομε
μερική καί ὄχι ὁλοκληρωτική ἀπομάκρυνσι, σιγά–σιγά θά ἀφομοιώσωμε τήν ἀσέβειά των καί θά ἐθιστοῦμε
μέ αὐτή. Ἐξετάστε,
πατέρες, ἄν ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ ἁγίου δέν ἀποδεικνύεται σήμερα πέρα γιά πέρα ἀληθινή.
Διαφωνεῖτε ὅτι σήμερα ὑπάρχει ἐθισμός τῶν Ὀρθοδόξων πρός τόν Οἰκουμενισμό;
ὅτι πλέον δέν μᾶς συγκινοῦν καί δέν μᾶς ταράζουν οἱ συμπροσευχές καί
συνιερουργίες των; ὅτι δέν μᾶς προβληματίζουν oἱ ἀναγνωρίσεις τῶν μυστηρίων τους; ὅτι
δέν αἰσθανόμεθα ρίγος, διότι ἀνήκουμε ἅπαντες ὡς
τοπικές Ἐκκλησίες στό Π.Σ.Ε.; Δηλαδή ὁ ἐθισμός ὑπάρχει σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά
μήν γνωρίζωμε τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, τά ὅρια τῆς ὑπακοῆς στούς ποιμένες, νά ἔχωμε
ἀποκτήσει δυτικό τρόπο ζωῆς καί σκέψεως. Καί μάλιστα περισσότερο ἐθισμένοι εἶναι
αὐτοί, τούς ὁποίους θεωρεῖτε ἀκατάρτιστους καί ἀνίκανους διά τήν διάγνωσι τῆς ἀσθενείας
καί πρέπει νά περιμένουν τούς φωτισμένους ἰατρούς γιά νά κάνουν τήν διάγνωσι αὐτή.
Ἀπό αὐτή τήν
διδασκαλία τοῦ ἁγίου θά πρέπει νά κατανοήσωμε ὅτι, καί ἡ σχετική διδασκαλία τῶν
Ἁγίων νά μήν ὑπῆρχε περί ἀποτειχίσεως, θά ἔπρεπε νά μᾶς ὁδηγήση εἰς αὐτήν ὁ ἐθισμός
τῆς αἱρέσεως, ὁ ὁποῖος ἤδη ὑπάρχει στό ὀρθόδοξο ποίμνιο. Καί ἐσεῖς στήν κριτική
σας μελέτη ἀποφαίνεσθε ὅτι «οὔτε κατά
διάνοια τέτοια σκέψι».
Πῶς λοιπόν, πατέρες,
νά μήν σᾶς καταλογίσωμε ὄχι ἁπλῶς εὐθύνη, ἀλλά καί ὑστεροβουλία καί συνασπισμό
μέ τούς ὑπεναντίους καί οὐσιαστικό ρόλο στήν ὅλη πορεία καί ἐξέλιξι τῆς αἱρέσεως;
Πρίν κλείσομε τό
κεφάλαιο αὐτό τοῦ ἁγ. Φωτίου, πρέπει νά ἀναφέρωμε καί τήν διδασκαλία του γιά
τόν ὀρθόδοξο ποιμένα. Ἐδῶ ὁ ἅγιος δηλώνει τήν ἀντίθετη ἀντιμετώπισι τῶν πιστῶν ἀπό
τόν αἱρετικό. Δείχνει ἀκόμη ὅτι ἡ ὑπακοή καί ἡ ὑποταγή εἶναι προσωπική ὑπόθεσις
καί εὐθύνη τοῦ καθενός καί πρέπει νά γίνεται μέ αὐστηρά κριτήρια, τά ὁποῖα ὁ ἅγιος
τά ἀναφέρει. Δηλαδή νά ἔχη ὁ ποιμένας τήν σφραγίδα τῆς εὐσεβείας καί νά μήν ἔχη
κανένα αἱρετικό ψεγάδι ἤ φρόνημα.
Ἐπίσης, δηλώνει
σαφέστατα ὅτι, πέραν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, δέν πρέπει νά ἐξετάζωμε, ὅ,τι
δηλαδή ἀφορᾶ τίς προσωπικές του ἁμαρτίες. Ἐδῶ συμφωνεῖ ὁ ἅγιος ἄριστα μέ τό πρῶτο
μέρος τοῦ 15ου ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας καί τούς δύο
προηγουμένους, τούς ὁποίους, ἐσεῖς πατέρες, ἐταυτίσατε μέ τό δεύτερο μέρος,
δηλαδή μέ τά θέματα τῆς πίστεως. Γιά τά προσωπικά ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου ἀναφέρουν
οἱ ἐν λόγῳ Κανόνες ὅτι θά ἀποφασίση ἡ Σύνοδος καί ὁ ἅγιος προτρέπει ἐμεῖς αὐτά
νά μήν τά ἐξετάζωμε.
Νομίζω πατέρες,
τελικά ὅτι κρατώντας τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, πρέπει νά διαγράψετε ὅλους
τούς Ἁγίους καί βεβαίως τήν ἁγ. Γραφή. Ἡ ὁμιλία αὐτή τοῦ Μ. Φωτίου εἶναι
θαυμάσια καί ἴσως ἀπό τίς λίγες στό εἶδος της, ἐπειδή ὁμιλεῖ γιά τόν τρόπο πού ἐργάζονται
οἱ αἱρετικοί, προκειμένου νά ὑποτάξουν τούς Ὀρθοδόξους. Διά τόν λόγον αὐτόν θά
μεταφέρωμε κάποια ἀκόμη σημεῖα, τά ὁποῖα ἴσως εἶναι χρήσιμα καί γιά τήν αἵρεσι
τῶν ἡμερῶν μας.
Ἀναφέρει λοιπόν, ὁ ἅγιος
γιά τόν τρόπο μέ τό ὁποῖο ἐργάζονται οἱ αἱρετικοί τά ἑξῆς: «Εἶτα προθυμουμένοις αὐτοῖς ἀνακινεῖν τήν Ἀρείου
αἵρεσιν, ἐπείπερ ὁ καιρός οὐ συνέτρεχεν (ἔτι γάρ ὁ μέγας Κωνσταντῖνος τῷ βίῳ
παρών καί τά τῆς βασιλείας διϊθύνων σκῆπτρα πολλήν ἐποιεῖτο τῆς τῶν ἐκκλησιῶν εἰρήνης
τήν πρόνοιαν), ἄλλη τις τοῖς πονηροῖς ὁδός ἐξευρίσκεται, δι’ ἧς καί λαθεῖν ὡς
κατά τῆς εὐσεβείας αὐτοῖς ὁ πόλεμος ἀναρρύγνυται καί τήν βουλήν αὑτῶν κατά
σκοπόν προχωρήσεις ᾤοντο. Τί δή τοῦτο ἦν; Μεταφέρειν
ἔγνωσαν τήν κατά τῆς πίστεως συσκευήν κατά τῶν τῆς πίστεως προμάχων∙ ἐκείνων
γάρ αὐτοῖς ἐκποδών γινομένων, εὐχαρῆ λοιπόν ἐλπίζειν καί τήν τῆς εὐσεβείας
καταστροφήν ἐξεργάσεσθαι» (ΕΠΕ 12,384).
Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ ἅγιος
ὅτι οἱ ἡγέτες τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ἐπειδή ἤθελαν νά ἐπιβάλλουν τήν αἵρεσι καί δέν ἠδύναντο
διά τῶν δογμάτων καί τῆς θεολογικῆς ὁδοῦ, εὑρῆκαν ἄλλην ὁδό «ἄλλη τις τοῖς πονηροῖς ὁδός ἐξευρίσκεται»
διά νά ἐπιτελέσουν τό ἔργο των. Ἡ ὁδός αὐτή ἦτο ὄντως δαιμονική καί ἀποσκοποῦσε
εἰς τό νά μεταφέρουν τόν ἀγῶνα ἀπό τά δόγματα καί τήν πίστι, στούς προμάχους
καί Ὁμολογητές τῆς πίστεως. Ἐν συνεχείᾳ περιγράφει λεπτομερῶς τίς διαβολές,
μηχανορραφίες καί ραδιουργίες ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων ἡγετῶν τῆς περιόδου ἐκείνης.
Καταλήγει δέ ὡς ἑξῆς: «Ἀλλ’ οὕτω μέν Εὐφρατᾶς
ὑπό Στεφάνου συσκευάζεται, οὕτω δέ ὁ θεῖος Παῦλος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπελαύνεται,
οὕτως Εὐστάθιος ὁ θεσπέσιος τῆς Ἀντιοχείας ἐκδιώκεται καί τήν Ἰλλυριῶν πόλιν ἐξ
ἑῴας καί δυόμενον ἥλιον οἰκεῖν κατακρίνεται, οὕτως ὁ πολύαθλος Ἀθανάσιος τῆς Ἀλεξανδρείας
ἐξορίζεται. Καί τούτων ἐκποδών, ὅπερ ἐποιοῦντο ἀγώνισμα οἱ αἱρεσιῶται,
γεγονότων, ἐπί μέγα παρρησίας καί ἰσχύος ἀνέδραμεν ἡ ἀσέβεια» (ΕΠΕ 12,
400,6). Δηλαδή ὅταν μέ τίς διαβολές καί τίς σκευωρίες κατώρθωσαν νά ἐξουδετερώσουν
τούς Ὀρθοδόξους, τότε «ἐπί μέγα παρρησίας
καί ἰσχύος ἀνέδραμεν ἡ ἀσέβεια».
Νομίζω, πατέρες, πώς
ἡ μέθοδος αὐτή τῶν αἱρετικῶν πολύ θά πρέπει νά μᾶς προβληματίση, ἄν ὄντως
θέλωμε νά ἀγωνισθοῦμε γιά τήν Ὀρθοδοξία, διότι πιστεύω ὅτι αὐτό τό ἔργο τῶν αἱρετικῶν
τό ἔχουμε ἀναλάβει ἐμεῖς. Δηλαδή, ἀντί νά συσπειρωθοῦμε, νά ἑνωθοῦμε, νά ὁμολογήσωμε
τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί νά ἀγωνισθοῦμε βάζοντας στήν ἄκρη ὅλα
τά προσωπικά θέματα καί τίς ἀδυναμίες μας, προσπαθοῦσε νά ἐξοντώσωμε ὁ ἕνας τόν
ἄλλο, νά τόν θέσωμε ἐκτός μάχης, νά τόν θεωρήσωμε ἐκτός τῆς ὀρθοδόξου
παρατάξεως (καί ἐκτός Ἐκκλησίας, ἀμαυρώνοντας καί σπιλώνοντας τόν ἀγῶνα του), ἐπειδή
δέν συμφωνεῖ κάπου μαζί μας καί τελικῶς νά θεωροῦμε τόν ἀγῶνα ὡς προσωπική μας ὑπόθεσι
καί ὄχι ὑπόθεσι τῆς Ἐκκλησίας.