«Ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τόν Ἐπίσκοπο
καί τά ἐπί τούτοις ὁρισθέντα
παρά τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Ἁγίας Συνόδου
Θεολογική καί Κανονική Θεώρηση»
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
Τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Χριστουπόλεως κ. Μακαρίου
Στό 8ο Διεθνές Συνέδριο Ὀρθοδόξου Θεολογίας μέ θέμα:
«Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας:
Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία στόν 21ο αἰῶνα».
Θεσσαλονίκη 21-25 Μαΐου 2018
Εἶναι γνωστό ὅτι, μετά τήν ὁλοκλήρωση
τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, διαπιστώθηκε ἕνα φαινόμενο
ἄκρως ἀνησυχητικό. Κάποιοι ἀδελφοί μας κληρικοί, κινούμενοι ὄχι «χάριτι
θείᾳ» ἀλλά «ἀνθρωπίνῃ σπουδῇ», ἔσπευσαν νά διακόψουν τήν κοινωνία μέ τόν
Ἐπίσκοπό τους. Ἐπιθυμώντας, μάλιστα, νά καλύψουν καί ἱεροκανονικῶς τήν
ἀντικανονική τους αὐτή ἐνέργεια, ἐπικαλέστηκαν τόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
Τό πολυσυζητημένο καί
πολυχρησιμοποιημένο κείμενο τοῦ Κανόνα, τό ὁποῖο χρησιμοποιεῖται
ἀπολύτως παρερμηνευμένο καί ἀποκομμένο ἀπό τό γενικότερο ἦθος καί πνεῦμα
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, ἑρμηνευτικά χωρίζεται σέ τρία μέρη. Τό
πρῶτο μέρος σημειώνει τά ἑξῆς: «Τά ὁρισθέντα ἐπί πρεσβυτέρων καί
ἐπισκόπων καί μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον καί ἐπί πατριαρχῶν ἁρμόζει.
Ὥστε, εἴ τις πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἤ μητροπολίτης τολμήσειεν
ἀποστῆναι τῆς πρός τόν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας καί μή ἀναφέρειν τό
ὄνομα αὐτοῦ, κατά τό ὡρισμένον καί τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ,
ἀλλά πρό ἐμφανείας συνοδικῆς καί τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα
ποιήσει, τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, πάσης ἱερατείας παντελῶς
ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καί ταῦτα μέν
ὥρισται καί ἐσφράγισται περί τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων
ἀφισταμένων προέδρων καί σχίσμα ποιούντων καί τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας
διασπώντων»[1].
Στό κομμάτι αὐτό τοῦ κειμένου ὑπάρχουν
κάποια σημαντικά στοιχεῖα τά ὁποῖα πρέπει νά προσέξουμε. Κατ᾽ ἀρχάς, ὁ
κληρικός πού ἀποκόπτει τήν κοινωνία του μέ τόν Πατριάρχη τιμωρεῖται μέ
τήν ποινή τῆς καθαιρέσεως, ὄχι ἐξ αἰτίας αὐτῆς καθεαυτήν τῆς διακοπῆς
τοῦ μνημοσύνου, πού ἀποτελεῖ τήν τελευταία πράξη ἑνός τραγικοῦ
ἐκκλησιολογικοῦ δράματος καί πού ἐκφράζει τήν πνευματική ἀνεπάρκεια τοῦ
πράττοντος, ἀλλά γιά δύο ἄλλους κυρίαρχους ἐκκλησιαστικούς καί
δογματικούς λόγους:
Πρῶτον, διότι ὁ κληρικός δέν ἐμπιστεύεται τή Σύνοδο
τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ προτρέχει νά καταδικάσει τόν Πατριάρχη «πρό
ἐμφανείας συνοδικῆς». Τό γεγονός αὐτό δηλώνει ὅτι ὁ ἴδιος δέν ἔχει
ἐπίγνωση τῆς καταστάσεώς του καί τῶν ὁρίων του καί γι᾽ αὐτό ἀναλαμβάνει
τήν κρίση τοῦ Ἐπισκόπου ἀνενδοίαστα, κάτι ὅμως πού δέν ἐμπίπτει στίς
δικές του ἱερατικές ἁρμοδιότητες.
Καί, δεύτερον, διότι ἡ πράξη του αὐτή
κλονίζει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ οἱ διακόπτοντες τήν κοινωνία μέ
τόν Ἐπίσκοπο δημιουργοῦν σχίσμα.
Σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ Κανόνας:
«τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρός τόν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας…. καί
πρό ἐμφανείας συνοδικῆς καί τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει»,
ἐνῶ ἡ ἀμέσως ἐπόμενη πρόταση κάνει λόγο «περί τῶν (κληρικῶν τῶν)
προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καί σχίσμα
ποιούντων καί τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων».