Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
«Τὸν «ριτουαλιστή» πιστὸ καὶ ἱερέα δὲν θὰ τὸν ἐνοχλήσει ἡ παρουσία αἱρετικοῦ
στὸν ναό, ἡ ὑποταγὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν παγκοσμιοποίηση, ἀφοῦ αὐτὸ ποὺ τὸν ἐνδιαφέρει
εἶναι νὰ λειτουργηθεῖ καὶ νὰ πάει στὸ σπίτι του μὲ τὴν ἱκανοποίηση, ὅτι ἔπραξε
τὸ καθῆκον του ὡς Χριστιανός».
Εἶναι
πιὰ ἀποδεδειγμένο, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς δικαίως παρομοιάζεται μὲ μία λερναία ὕδρα,
τὰ κεφάλια τῆς ὁποίας δροῦσαν ἀνεπαίσθητα δεκαετίες ὁλόκληρες μέσα στὴν Ἐκκλησία
καὶ ἀλλοίωναν χωρὶς νὰ γίνονται ἀντιληπτά —ἢ ὅταν γίνονταν κανεὶς δὲν ἄκουγε τὶς
λίγες φωνὲς ποὺ τὰ κατεδείκνυαν— τὸ φρόνημα τοῦ ποιμνίου. Ἀκόμη κι ἂν
προσπαθήσεις νὰ κόψεις ἕνα ἀπὸ αὐτά, ἐμφανίζεται ἕνα καινούργιο στὴν θέση του. Ἕνα
ἀπὸ τὰ κεφάλια αὐτὰ εἶναι ὁ Ριτουαλισμός. Μὲ τὸν ὅρο Ριτουαλισμὸ ἐννοοῦμε τὴν θρησκευτικὴ
αὐτὴ στάση, στὴν ὁποία ὁ σκοπὸς τῆς Πίστεως καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ξεχνιέται
καὶ τὰ πρωτεῖα ἀντ’ αὐτοῦ παίρνουν μόνο τὰ μέσα καὶ οἱ πρακτικὲς αὐτῆς τῆς ζωῆς
(π.χ. ὁ ἐκκλησιασμὸς χωρὶς τὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀπαιτούμενο ἐκκλησιαστικὸ βίωμα
καὶ φρόνημα). Ὁ πιστὸς ἐξαντλεῖται τότε σὲ ἐξωτερικὰ σχήματα καὶ σὲ ἀνούσιες
μιμήσεις, χάνοντας τὴν σωτήρια οὐσία.
Ἱστορικὰ
ὁ ριτουαλισμὸς ξεκίνησε καὶ γεννήθηκε ὡς ὅρος στὴν Ἀγγλία τοῦ 19ου αἰῶνος,
ὅταν στὴν Ὀξφόρδη ἄρχισαν νὰ εἰσάγουν μεγαλοπρεπεῖς τελετὲς τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ
παρελθόντος (μουσικὴ καλαισθησία, ἀστραφτερὰ ἄμφια, ὑπερβολικὸ θυμιάτισμα, ἀκριβὴ
τήρηση τοῦ τυπικοῦ κλπ.) μὲ σκοπὸ τὴν ἕλξη τοῦ μὴ πιὰ γιὰ τὸν Ἀγγλικανισμὸ ἐνδιαφερομένου
ποιμνίου καὶ τὴν ἐπιστροφή του στὸν Ρωμαιοκαθολικισμό. Παράλληλα ὀργανώθηκε καὶ
προβλήθηκε ἕνα ἔντονο κοινωνικὸ ἔργο ποὺ δυνάμωσε ἀκόμα περισσότερο αὐτὴν τὴν ἕλξη
(Gladstone,
The Church of England and ritualism London,
1875; Jelf,
Ritualism,
Romanism and the English reformation London,
1876).
Πρὶν
ὄμως ἀνακαλυφθεῖ ὡς ὅρος ὑπῆρξε ὡς τάση ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται περὶ αὐτοῦ στὴν ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κολοσσαεῖς
ἐπικρίνοντας τοὺς ἰουδαΐζοντες Χριστιανοὺς ποὺ ἔμεναν στὰ ἐξωτερικὰ κοσμικὰ
χαρακτηριστικὰ καὶ στοὺς τύπους καὶ ξέχναγαν τὴν οὐσία τῆς διδασκαλίας τοῦ
Κυρίου:
«Βλέπετε μή τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς
φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα
τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν·... ἐξαλείψας τὸ καθ᾿ ἡμῶν χειρόγραφον τοῖς
δόγμασιν ὃ ἦν ὑπεναντίον ἡμῖν, καὶ αὐτὸ ἦρεν ἐκ τοῦ μέσου προσηλώσας αὐτὸ τῷ
σταυρῷ·... Μὴ οὖν τις ὑμᾶς κρινέτω ἐν
βρώσει ἢ ἐν πόσει ἢ ἐν μέρει ἑορτῆς ἢ νουμηνίας ἢ σαββάτων... ἅ ἐστι πάντα
εἰς φθορὰν τῇ ἀποχρήσει- κατὰ τὰ ἐντάλματα καὶ διδασκαλίας τῶν ἀνθρώπων;»
(πρὸς Κολ. 2, 6-18).
Πολλοὶ μεταφράζουν γι’ αὐτὸ τὸ λόγο τὸν
ριτουαλισμὸ μὲ τὴν τυπολατρεία. Αὐτὸ ὅμως ἀποτελεῖ λάθος, διότι ὁ ριτουαλισμός
λειτουργεῖ βαθύτερα, ξεπερνάει τα ὅρια τῆς τυπολατρείας καὶ κινεῖται μεταξὺ ἐκκοσμίκευσης,
αὐταπάτης, εὐσεβοφανείας, ἀθεολόγητου ἠθικισμοῦ καὶ ἐπιφανειακῆς μυστηριακῆς ζωῆς.