Οὔτε ἀδιάκριτη "Ἀκρίβεια", οὔτε ἀδιάκριτη καὶ βλαπτικὴ "Οἰκονομία"!
Περὶ τῆς ἐπὶ Μιχαὴλ Γ΄ τοῦ Ἀγχιάλου (1170-1177) ἐνδημούσης
Συνόδου Κων/πόλεως, ἥτις μάλιστα ἐξέδωκε “Τόμον” εἰς τὸν ὁποῖον «ἐτονίζοντο αἱ
καταδικασθεῖσαι πλάναι τῶν λατίνων», πληροφορούμεθα ἀπὸ τοῦ Μακαρίου Ἀγκύρας
(τέλος ΙΔ΄–ἀρχὰς ΙΕ΄ αἰ.) τὰ ἑξῆς:
Καίτοι «ὅ τε βασιλεὺς καὶ ἡ σύνοδος καὶ
πᾶσα ὁμοῦ ἡ σύγκλητος βουλὴν
κατεβάλοντο, ἵνα τελείως ἀποκόψωσι τελείῳ χωρισμῷ τὸν Πάπαν καὶ πάντας τοὺς
σὺν αὐτῷ (τελικῶς) τὴν κρίσιν τοῦ Θεοῦ ἀφέντες
εἰς τοῦτο… οὔτε αὐτοὺς τελείῳ ἀναθεματισμῷ
παρέδωκαν καθὼς καὶ τὰς λοιπὰς αἱρέσεις, διὰ τὸ ἔνι αὐτοὺς μέγα καὶ
περιβόητον ἔθνος».
Ἄξιοι ἰδιαιτέρας προσοχῆς εἶναι καὶ οἱ
λόγοι αὐτοῦ τούτου τοῦ προμάχου τῆς Ὀρθοδοξίας Μάρκου Εὐγενικοῦ, τοὺς ὁποίους ἀπηύθυνε πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον ἀντιπροσωπείαν
ἐν τῇ συνόδῳ τῆς Φλωρεντίας:
«Οὐ μόνον εἰσὶν οἱ Λατῖνοι σχισματικοί, ἀλλὰ καὶ
αἱρετικοί· καὶ τοῦτο παρεσιώπησεν ἡ
Ἐκκλησία ἡμῶν διὰ τὸ γένος ἐκείνων εἶναι πολὺ
καὶ ἰσχυρότερον ἡμῶν», καὶ «οὐκ ἠθέλησαν
(οἱ πρὸ ἡμῶν) θριαμβεύειν τοὺς Λατίνους ὡς αἱρετικούς, τὴν ἐπιστροφὴν αὐτῶν
ἐκδεχόμενοι καὶ τὴν φιλίαν πραγματευόμενοι»(1).
Ἀπαντώντας στὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η΄ ἡ Σύνοδος
καὶ ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ (1273),
γράφουν: «Ὅλοι σχεδὸν οἱ Πατέρες… συνιστοῦν τὴν παντελῆ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τῶν αἱρετικῶν, ἄρα καὶ τῶν Λατίνων, καὶ τὴν πνευματική τους ἀπομόνωση,
γιὰ νὰ μὴ μολυνθεῖ καὶ τὸ ὑπόλοιπο μέρος τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὶς κακοδοξίες τους.
Στὴν περίπτωση ὅμως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης οἱ Πατέρες καὶ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ
καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία “προοικονομήσαντες μετὰ τοῦ Πνεύματος ἐχαρίσαντο, ἀποδιαστάντες αὐτῶν ὡς λοιμῶν, οὐχ ὑποβάλλοντες δὲ τούτους τῷ ἀναθέματι καὶ μετριάσαντες μὲν τὴν τιμωρίαν αὐτοῖς δι’ οἰκονομίαν, ἑαυτοῖς δὲ τὸ
ἀσφαλὲς ἐκ τούτων διὰ τῆς ἀποβολῆς περιποιησάμενοι”» (Ἀραμπατζῆ Χρ., Ἡ Ὀρθόδοξη
ἀντιρρητικὴ Γραμματεία τὸν 13ο αἰῶνα, τ.
Β΄, σελ. 202).
Ἡ “Οἰκονομία” λοιπὸν τῆς
«Ἐκκλησίας στὴν περίπτωση τῶν λατίνων,
κατὰ τὴν σύνοδο καὶ τὸν πατριάρχη, ἀσκεῖται ἐδῶ καὶ αἰῶνες μὲ τὴν ἀποκοπή τους
ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. “Πρὸς πρόσωπον γὰρ τοῦτον τὸν ἀναθεματισμὸ οὐκ ἐκφωνῶ, τῇ οἰκονομίᾳ τῶν πατέρων
ἀρκούμενος… Καὶ τὸ τῶν Ἰταλῶν γένος οὔτε ἀναθεματισθῆναι ὡρισμένως μὴ μεθιέμενον
τῆς σφετέρας κακοδοξίας παρ’ ἐμοί γε κριθείη διαιτητῇ, δι’ ἅπερ εἴρηται, εἰ καὶ
ἀναθεματίζεσθαι ἄξιον”». Στὸν ἐπίλογο καθορίζεται ἡ πρὸς τοὺς λατίνους στάση
τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας: «Μὴ μέντοι ὡς ἐχθροὺς αὐτοὺς ἡγητέον, μηδὲ μισητέον,
εἰ καὶ αὐτοὶ καθ’ ἡμῶν ἀεὶ λυσσῶσι καὶ μαίνονται» (Ἀραμπατζῆ Χρ., ὅπ. παρ., σελ.
202-203).
Ἀργότερα παρόμοια στάση κράτησε καὶ ὁ Ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικός. Δέχεται ἀπὸ
ἀγάπη καὶ πόθο γιὰ τὴν Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν νὰ συμμετάσχει στὴν Σύνοδο Φερράρας,
καὶ μιλάει ἐπαινετικὰ στὴν ἀρχὴ γιὰ τὸν Πάπα, μήπως ἔτσι τὸν κερδίσει· ὅταν ὅμως ἀντιλαμβάνεται τὸ ἀμετανόητο τῶν Παπικῶν καὶ τὴν ἐμμονή
τους στὴν αἵρεση, συνιστᾶ νὰ τοὺς ἀποφεύγουμε. «Ἔφη οὖν ὁ Ἐφέσου, ὅτι· Αἵρεσίς
ἐστι καὶ οὕτω εἶχον αὐτὴν καὶ οἱ πρὸ ἡμῶν, πλὴν οὐκ ἠθέλησαν θριαμβεύειν (=δημοσιεύειν) τοὺς Λατίνους ὡς αἱρετικούς, τὴν ἐπιστροφὴν αὐτῶν ἐκδεχόμενοι»
(=ἀναμένοντες). S. Syropuli, Vera historia unionis non verae…, 9, 5, σελ. 256
(ἀπὸ κείμενο τοῦ γέροντος Νικόδημου Μπιλάλη).
‒«…Εἶναι ἐνδεικτικὸ τῆς σημασίας ποὺ ἔδινε ὁ Ἅγιος Μᾶρκος στὴν μὲ κάθε
τρόπο ἀποκοπὴ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἡ στάση ποὺ
ἐτήρησε καὶ πρὸς τοὺς φιλοπαπικούς, στοὺς ὁποίους πρὶν πεθάνει κάνει γνωστό,
πὼς δὲν θέλει νὰ παραστοῦν οὔτε στὴν κηδεία του οὔτε στὸ μνημόσυνό του. Γράφει:
«Ἐξορκῶν ἐντέλλομαι, ἵνα μηδεὶς ἐξ
αὐτῶν προσεγγίσῃ ἢ ἐν τῇ ἐμῇ κηδείᾳ ἢ τοῖς μνημοσύνοις μου, ὥστε
…ἐπιχειρῆσαι συλλειτουργεῖν τοῖς ἡμετέροις· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ ἅμα τὰ ἄμικτα
μίγνυσθαι». Καὶ τοῦτο γιὰ νὰ δείξω ὅτι «ἀποστρέφομαι τὴν αὐτῶν κοινωνίαν καὶ ἕνωσιν». Διότι «πέπεισμαι ὅτι ὅσον ἀποδιΐσταμαι
τούτου (τοῦ Πατριάρχη) καὶ τῶν τοιούτων, ἐγγίζω τῷ Θεῷ καὶ πᾶσι τοῖς Ἁγίοις» (“Λόγος ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐν ᾗ
μετέστη πρὸς τὸν Θεόν”, εἰς Ζήση Θ., πρωτοπρ., Ὑπακοή, Διακριτικὴ ἢ
ἀδιάκριτη;).
Τέλος θὰ ἀναφέρω καὶ τὴ γνώμη τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου: Δέχεται ὁ Ἅγιος
Νικόδημος «ὅτι καλῶς οἱ πρὸ ἡμῶν Πατέρες οἰκονόμησαν καὶ ἀποδέχθησαν μὲ Θεῖο Μῦρο τοὺς Λατίνους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, διότι ὁ παπισμός τότε ἤκμαζε καὶ κατεῖχε
ὅλες τὶς δυνάμεις τῶν Βασιλείων τῆς Εὐρώπης, τὸ δὲ δικό μας Βασίλειο ἔπνεε τὰ
λοίσθια. Ἦταν τότε ἀνάγκη νὰ γίνη αὐτὴ ἡ οἰκονομία, γιὰ νὰ μὴ ἐξεγείρη ὁ
πάπας τὰ λατινικὰ γένη ἐναντίον τῶν Ἀνατολικῶν, ὥστε νὰ αἰχμαλωτίζουν καὶ νὰ
φονεύουν καὶ μύρια ἄλλα κακὰ καὶ δεινὰ νὰ πράττουν. Τώρα ὅμως (συνεχίζει) ποὺ ἡ
λύσσα τοῦ παπισμοῦ δὲν ἰσχύει καὶ ἡ Θεία Πρόνοια κατέβαλε τὴν ἐπηρμένην ὀφρὺν
τῶν παπικῶν, τί χρειάζεται πλέον ἡ οἰκονομία; Ἡ οἰκονομία ἔχει μέτρα καὶ ὅρια, καὶ δὲν εἶναι παντοτινὴ καὶ ἀόριστη. Ὥστε τώρα
“τῆς οἰκονομίας παρελθούσης, ἡ ἀκρίβεια
καὶ οἱ ἀποστολικοὶ κανόνες πρέπει νὰ
ἔχωσιν τὸν τόπον τους”» (Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου,
Ἑρμηνεία εἰς 46ον Ἀποστολικὸν κανόνα). Μετὰ λοιπὸν τόσους
αἰῶνες «ποὺ στὸν παπισμὸ συνεχίζει νὰ ὑπάρχει ἀνυποχώρητη καὶ σατανικὴ ἐπιμονὴ
στὴν αἵρεση» εἶναι ἄμεση καὶ ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ προβληθεῖ ἡ “ἀκρίβεια”» (Ἡ μετάφραση ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο
π. Μάξιμο τῆς Ἱ.Μ.Ἁγ. Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ.).
Kαὶ ὁ Ρωμανίδης: «Σημειωτέον ὅτι ἡ Η'
Οἰκουμ. Σύνοδος ἀναθεματίζει 1) τοὺς μὴ ἀποδεχομένους τὴν Ζ' Οἰκουμ. Σύνοδον
καὶ 2) τοὺς προσθέσαντας ἢ ἀφαιρέσαντάς τι εἰς τὸ Σύμβολον, χωρὶς ὅμως νὰ
κατονομάζωνται οἱ ἐν λόγῳ αἱρετικοί, πράγμα πρωτοφανὲς ἐν τοῖς πρακτικοῖς καὶ
ὅροις Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Τὸ φαινόμενον τοῦτο ἐξηγεῖται μόνον
βάσει τῆς ἀνωτέρω περιγραφείσης γενικῆς καταστάσεως τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Κάτω
Ἰταλίας καὶ τῆς ἰσχύος τοῦ Πάπα μεταξὺ τῶν ἡγεμόνων καὶ τοῦ κλήρου τῆς Εὐρώπης.
Φαίνεται ὅτι πράγματι ὑπῆρχεν, ἢ ὁ Ἰωάννης ἐνόμιζεν ὅτι ὑπῆρχε, δυνατότης
ἀφαιρέσεως τοῦ Filioque ἀπὸ τὸ Σύμβολον τῶν Φράγκων καὶ τῶν Λογγοβάρδων» (Ρωμανίδη Ἰω., Δογματικὴ καὶ
Συμβολικὴ Θεολογία, τόμ. Α΄, σελ. 372-373)(2).
______________
(1) Ἀπὸ εὐρύτερη ἐργασία τοῦ καθηγητῆ Παν. Μπούμη.
(2) Ἀπὸ τὸ βιβλίο: "Εἶναι αἵρεση ὁ Παπισμό", Σημάτη Παν.