«Κλάψε, Παναγιά μου!...»
Γράφω την φράση και τρέμει το χέρι μου. Γράφω τις τρεις αυτές λέξεις και μούρχεται να κλάψω
σαν μικρό παιδί έρημο κι εγκαταλειμμένο μέσα στην σκοτεινή και άγρια νύχτα. Δεν
είναι δικιά μου η φράση αυτή. Την βρήκα τώρα, που έχω μπροστά μου το
''Ευχολόγιον'' …και είναι από το τελευταίο «Θεοτοκίον» του Κανόνος, που το
αντιγράφω εδώ, κατά λέξιν, ολόκληρο:
«Θεού Μήτηρ
βλέψον εις άβυσσον, ίδε ψυχήν βασάνοις εκδοθείσαν κολάζεσθαι, και τα γόνατα
κλίνασα, δάκρυσον˙ ίνα επικαμφθείς σου ταις παρακλήσεσιν, ο το αίμα δους υπέρ
εμού, ανακαλέση με».
Και σε μία πρόχειρη μετάφραση στον καθημερινό μας
λόγο, λέγει τα εξής:
«Ω, Μητέρα του Θεού, κοίταξε την άβυσσον όπου βρίσκομαι και δες την ψυχήν μου, που έχει παραδοθεί στα βάσανα για να τιμωρηθή, και αφού γονατίσεις, κλάψε Παναγιά μου! Για να καμφθή από τις παρακλήσεις σου, εκείνος, που έδωσε το αίμα του για μένα, και να με ανακαλέση κοντά του».
Άκου μέχρι
που έφτασε αυτός ο ευλογημένος και κατανυκτικός αυτός υμνογράφος, ο Άγιος
Ανδρέας Κρήτης, να παρακαλή την Υπεραγία Θεοτόκον να γονατίσει και να κλάψει, για
να σωθεί την ώρα εκείνη του αμαρτωλού η ψυχή.
Από
το βιβλίο του Π. Μ. Σωτήρχου «Μέγα
Θεοτοκίον -Η Παράκλησις της Θεοτόκου» Εκδ. ''Αστήρ'', σελ. 63.