Οἱ θιασῶτες τῆς διαμαρτυρίας, τοῦ δυνητισμοῦ καὶ τῆς κακῆς
“Οἰκονομίας”
«ξέχασαν» τὸν Ἰωσὴφ Βρυέννιο
Τοῦ Ἀδαμάντιου
Τσακίρογλου
Εἶναι πιὰ ἡλίου φαεινότερον, ὅτι οἱ θιασῶτες τῆς διαμαρτυρίας, τοῦ δυνητισμοῦ
καὶ τῆς κακῶς ἐφαρμοσμένης καὶ παρανοημένης «Οἰκονομίας» δὲν κάνουν τίποτε ἄλλο
ἀπὸ τὸ νὰ ἀπορροφοῦν τὶς ἀντιδράσεις τοῦ ποιμνίου καὶ νὰ ἐπιτρέπουν στὴν
Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νὰ παγιωθεῖ. Τὸ μάταιο κάθε καταγγελίας τους ἄνευ ἀντικρύσματος,
τὸ ἀτελέσφορο τῶν ἐπιφανειακῶν διαμαρτυριῶν τους ἄνευ τῆς πρακτικῆς συνέπειας
καὶ ἡ συντήρηση μίας ψευδαισθητικῆς ὁμολογίας ἄνευ μαρτυρίου παγιώνουν ὄχι μόνο
τὴν Παναίρεση ἀλλὰ καὶ τὴν παθητικότητα τῶν πιστῶν ποὺ βλέπει τὴν ἔλλειψη
συνέπειας ἔργων καὶ λόγων καὶ παραιτεῖται.
Μία ἀπόδειξη γιὰ τὰ παραπάνω ἀποτελεῖ τὸ γεγονός, ὅτι οἱ θιασῶτες αὐτοὶ
«ξεχνοῦν» πιὰ νὰ ἀναφέρουν στὴν ἐπιχειρηματολογία τους ἐνάντια στὴν αἵρεση ἐκκλησιαστικοὺς
συγγραφεῖς, γιὰ τοὺς ὁποίους στὴν ἀρχὴ τῆς φαντασμαγορικῆς καὶ ψευδαισθητικῆς ἀντιαιρετικῆς
ἀγόρευση τους ἦταν λαῦροι. Μετατρέποντας τὴν ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία σὲ ἐκκλησιαστικὸ
λάφυρο, ξεχνοῦν νὰ ἀναφέρουν αὐτοὺς πού, ἂν ζοῦσαν σήμερα, θὰ τοὺς εἶχαν
καταδικάσει. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, γιὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ὁποίου
ἕνας ἐκ της Συνάξεως τῆς Γατζέας ἔχει ἐκδόσει μιὰ μικρὴ μελέτη.
Ὁ ξακουστὸς αὐτὸς ἐκκλησιαστικὸς ἀνήρ, ὁ «διδάσκαλος τῶν διδασκάλων» κατὰ τὸν
Εὐγένιο Βούλγαρη, ἔδωσε μεγάλες μάχες ἐνάντια στοὺς Λατίνους καὶ στὶς φιλενωτικὲς
προσπάθειες τῶν σύγχρονών του ὀρθοδόξων. Κυρίως ὅμως καταπολέμησε μὲ τοὺς
λόγους του τὴν ἀντιπατερικὴ πρακτικὴ τοῦ συμβιβασμοῦ μὲ τὴν αἵρεση καὶ τὴν ἐπιφανειακὴ
ὀρθόδοξη βιωτή. Γιὰ τὸν Βρυέννιο ἡ πίστη βρίσκεται πάντα σὲ κίνδυνο, ὅταν οἱ ὑπερασπιστές
της δὲν εἶναι εἰλικρινεῖς ὡς πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία τους καὶ γι’ αὐτὸ αὐτοὶ εἶναι
καταδικαστέοι «ὁ νεύματι μόνῳ τὸν Θεὸν ἀπαρνούμενος ἀπωλείᾳ ὑπόκειται» (Ἀ.
Παπαδοπούλου-Κεραμέως, «Ἰωσὴφ Βρυεννίου Πρακτικά» σελ. 50-51).
Γιὰ
τὸν
Βρυέννιο «κάθε “προσθήκη” ἢ “ἀφαίρεσις” ἢ “μεταποίησις” ἢ “διαφθορά” σ’ ἕνα δόγμα ἐπιφέρει ἀλλοίωση ὁλόκληρης τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅσοι τὴν προκαλοῦν ἐκπίπτουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς ὅμως ἡ Ἐκκλησία νὰ χάνει τὴν πληρότητά της, τὴν καθολικότητά της ἢ τὴν ἁγιότητά της» (ἀρχιμ. Νικολάου Ἰωαννίδη, «Θεολογία καὶ Γραμματεία ἀπὸ τὸν Θ΄ αἰῶνα καὶ ἑξῆς», σελ. 224).