Ὅταν ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἐπέστρεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια
ἐφοδιασμένος καὶ μὲ τὴν ἐπιστολὴ πρὸς Ἀλεξανδρεῖς τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης Ἰουλίου,
πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν «Ἀντιόχειαν, ὅπου τηνικαῦτα διέτριβεν ὁ Κωνστάντιος» (Νικοφόρου Καλλίστου, Ἐκκλησιαστικὴ
Ἱστορία, P.G. 146, 317D) καὶ ἀπέφυγε νὰ κοινωνήσει μὲ τὸν κανονικό, ἀλλ' αἱρετίζοντα ἐπίσκοπο Λεόντιο
(«ἐξετρέπετο»). Ἦλθε ὅμως σὲ
κοινωνία μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους, ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Εὐστάθιο, καὶ ποὺ τελοῦσαν τῆν
Θ. Λειτουργία σὲ σπίτια ὀρθοδόξων:
«Τῆς δ’ ἐκεῖσε ἐκκλησίας
τὰς ἱερᾶς ἡνίας τότε διεῖπε Λεόντιος… Ὃν Ἀθανάσιος ὡς περὶ τὸ δόγμα κίβδηλον ἐξετρέπετο·
τοῖς δ’ ἀπὸ τοῦ Εὐσταθίου ἐν ἰδιωτῶν οἰκίαις ἐκκλησιάζουσιν ἐκοινώνει»
(P.G. 146, 320Α).
Στὴν Κων/πολη, ὁ Ἀρειανόφρων πατριάρχης
Μακεδόνιος «οὐ μόνον ἀπηνῶς ἐδίωκε (τοὺς Ὀρθοδόξους) τοὺς ἐκτρεπομένους αὐτῷ κοινωνεῖν, ἀλλὰ καὶ εἱρκτοῖς περιέκλειε... Καὶ «πολλὰς τῶν ἐκκλησιῶν
εἰς ἔδαφος ἔρριπτε, βασιλέως γράμματα προϊσχόμενος, ἃ προσέταττον τοὺς εὐκτηρίους οἴκους τῶν τὸ ὁμοούσιον κηρυττόντων εὐθὺς ἀνατρέπεσθαι» (P.G. 146, 389ΒD).
«Λυομένης γὰρ ἐκείνης (σ.σ.: καὶ ὅταν
κατεστράφη ἡ ἐκκλησία-ναός τους) πανδημεῖ
συναθροισθέντες ἐκεῖνοι, καὶ γυναῖκες καὶ παῖδες, τὸ προσῆκον ἕκαστος
μετακομιζόμενοι, ὑπερφυῶς ἐπόνουν· καὶ ἀκαριαίως εἰς τὸν ἀντιπέραν τόπον τῆς
πόλεως… ἀθρόως ἕτερον οἶκον ἀνίστων· καὶ Ἀναστασίαν τὸν οἶκον ὠνόμασαν» (P.G. 146, 392ΑΒ).
Βλέπουμε ἐδῶ καὶ πάλι τὴν διακοπὴ κοινωνίας. Οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν ἐκκλησιάζονται
στοὺς ναοὺς ποὺ εἶχαν ἔρθει στὴν κυριότητα τῶν Ἀρειανῶν, καὶ ἀφοῦ τοὺς δικούς
τους ναοὺς κατεδάφιζαν, ἔφτιαχναν ἄλλους, ὅπου καὶ λειτουργοῦσαν.
Ὁ Ἀρειανόφρων αἱρετικὸς αὐτοκράτορας Οὐάλης (328–378) ἀφοῦ
συγκάλεσε σύνοδο Ἀρειανῶν Ἐπισκόπων, ἐπίεζε τὸν Ἐπίσκοπον Κυζίκου Ἐλεύσιο νὰ
κοινωνήσει μὲ αὐτούς. Αὐτὸς στὴν ἀρχὴ ἀρνήθηκε. Ἔπειτα ὅμως, φοβηθεὶς τὶς
διώξεις καὶ τὴν ἐξορία μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ἀπειλοῦσε, δέχθηκε νὰ κοινωνήσει μὲ αἱρετικούς.
Ἀλλὰ ἀμέσως, κατάλαβε τὸ σφάλμα του καὶ μετανόησε εἰλικρινά. Συγκέντρωσε λοιπὸν
τὸν λαὸ στὸ Ναό, ἐξομολογήθηκε δημοσίως τὴν ἁμαρτία του καὶ τοὺς προέτρεψε νὰ
βροῦν ἄλλον Ἐπίσκοπο, ἀφοῦ αὐτὸς εἶχε προδώσει τὴν πίστη.
Ὁ βασιλιᾶς Οὐάλης
«σύλλογον Ἀρειανιζόντων ἐπισκόπων ἀθροίσας,
κοινωνεῖν ἐκείνοις τῆς πίστεως ἐβιάζετο· ὁ δὲ τὰ μὲν πρῶτα γενναίως εἶχε καὶ ἀνδρείως
ἀντέτεινε τὴν κοινωνίαν ἀπαγορεύων· ὡς δὲ ὑπερόριον ποιεῖν καὶ τὰ προσόντα οἱ ἀφαιρεῖσθαι
ἠπείλει, δείσας, ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ τὸ προσταχθὲν εἰς πέρας ἦγε τῷ βασιλεῖ.
Καὶ εὐθὺς μεταμέλῳ ἐχρῆτο, καὶ ἐπὶ Κυζίκου γενόμενος, ἐκκλησιάζει τὸ πλῆθος, καὶ
τὴν ἁμαρτίαν παρρησίᾳ ἐξήγγειλε· προσετίθει γε μὴν καὶ ἕτερον ἐπίσκοπον ἐκκαλεῖσθαι·
ἑαυτῷ γὰρ μὴ προσήκειν τοῦ λοιποῦ ἱερᾶσθαι, τὴν σφετέραν πίστιν προδεδωκότα»
(Νικοφόρου Καλλίστου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, P.G. 146, 597AB).
Ὅμως οἱ Κυζικηνοί, ἐπειδὴ τὸν ἐκτιμοῦσαν
πολύ (καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν μεγαλειώδη ταπείνωση καὶ μετάνοια ποὺ ἔδειξε
—ἂς μάθουν τὸ
ἱστορικὸ αὐτὸ γεγονὸς οἱ σύγχρονοι Ἐπίσκοποι ποὺ κοινωνοῦν μὲ τοὺς αἱρετικούς), δὲν περίμεναν νὰ ἀποφασίσει Σύνοδος καὶ νὰ ἀθωώσει ἢ νὰ
τιμωρήσει τὸν Ἐπίσκοπό τους, ἀλλὰ τὸν συγχώρησαν καὶ δὲν ἤθελαν νὰ τὸν ἀντικαταστήσουν
μὲ ἄλλον Ἐπίσκοπο.
Ὅταν ἔμαθε γιὰ τὰ γενόμενα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
Κων/πόλεως Εὐδόξιος, ποὺ ἦταν Ἀρειανόφρων, χειροτόνησε γιὰ τὴν ἐπισκοπὴν
Κυζίκου ἄλλον ἐπίσκοπον, τὸν Εὐνόμιον, ποὺ ἦταν δυνατὸς στὸ λόγο, ἐλπίζοντας ὅτι
θὰ κατορθώσει νὰ τοὺς πείσει νὰ δεχθοῦν τὴν αἵρεση· ὁ δὲ Εὐδόξιος ἐκδιώχθηκε τῆς
Ἐπισκοπῆς.
Καὶ τότε μίλησε τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα τῶν
Κυζικηνῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν
δέχτηκαν νὰ ἐκκλησιαστοῦν στοὺς Ναοὺς ποὺ πλέον μνημονευόταν ὁ Ἀρειανόφρων Εὐνόμιος. Καὶ χωρὶς νὰ
περιμένουν ἀποφάσεις Συνόδων, βρῆκαν τρόπο νὰ λειτουργηθοῦν μὲ τοὺς Ὀρθόδοξους ἱερεῖς
τους ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν: «ἔξω τειχῶν γενόμενοι, πρὸ τῆς πόλεως τὰς
συναγωγὰς ποιούμενοι ἐκκλησίαζον».
«Εὔνοι δὲ τὰ μάλιστα αὐτῷ ὄντες Κυζικηνοί, τὴν γὰρ ἐκείνου πολιτείαν
κατάκρως ἡδοῦντο, ἕτερον δὲ ἱερέα οὐχ εἵλοντο, οὔτε μὴν ἑτέρῳ παρεχώρουν τῆς Ἐκκλησίας·
ὑπ’ αὐτῷ δὲ ἦσαν ταττόμενοι τῆς οἰκείας δόξης μετατιθέμενοι οὐδαμῶς.
Ὡς δὲ ταῦτ’ Εὐδόξιος ἔγνω, τῆς Ἀρειανῆς αἱρέσεως ἐν Κων/πόλει
προεστηκώς, χειροτονεῖ αὐτοῖς τὸν Εὐνόμιον· ᾤετο γὰρ δεινὸν ὄντα λέγειν, θᾶττον
μεταπείσειν Κυζικηνούς, πειθοῖ τινι δαιμονίᾳ πρὸς τὴν σφετέραν ἐφελκύσασθαι
δόξαν.
Ἐπεὶ δὲ εἰς Κύζικον ἦκεν Εὐνόμιος, προστάγματι βασιλέως τῶν μὲν ἐκκλησιῶν
ἐκράτησε, τοῦ Ἐλευσίου ἐξελαθέντος· οἱ δ’ ἐκείνῳ πειθόμενοι, ἔξω τειχῶν
γενόμενοι, πρὸ τῆς πόλεως τὰς συναγωγὰς ποιούμενοι ἐκκλησίαζον» (Νικοφόρου Καλλίστου, Ἐκκλησιαστικὴ
Ἱστορία, P.G. 146, 597BC).
Π.Σ.