και διασπαστικές του αγώνα θεωρίες περί δυνητισμού και ακύρων μυστηρίων
Παρουσιάζουμε σ’ αὐτὸ τὸ ἄρθρο ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς ποὺ ἔγραψαν
πρὸς τοὺς ἱερωμένους, μοναχοὺς καὶ λαϊκοὺς πιστοὺς οἱ πρωταγωνιστὲς τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, καὶ βέβαια ἐκεῖνες ποὺ ἀντάλαξαν μεταξύ τους Ἅγιοι
Πατριάρχες καὶ Ἐπίσκοποι, καθὼς ὅλοι αὐτοὶ συμμετεῖχαν στὸν ἀγῶνα κατὰ τῆς αἱρέσεως
ποὺ συνετάραξε τὴν Ἐκκλησία τὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου μ. Χ. αἰῶνα. Ἐπειδὴ τὸ
ἄρθρο περιλαμβάνει μεγάλα ἀποσπάσματα κειμένων στὴν ἀρχαία γλῶσσα (τὰ περισσσότερα μάλιστα ἀμετάφραστα, μὲ τοὺς ἀναγκαίους
βέβαια σχολιασμούς), γι’ αὐτὸ
προτάσσομε μιὰ σύντομη εἰσαγωγή, στὴν ὁποία παρουσιάζονται τὰ κύρια σημεῖα
τῶν κειμένων ποὺ ἔγραψαν ὁ Πρόεδρος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας
ἅγιος Κύριλλος καὶ ὁ ὀρθοδοξος Πάπας Ρώμης ἅγιος Κελεστῖνος. Αὐτὰ εἶναι τὰ ἑξῆς:
1. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως Νεστόριος ἄρχισε νὰ κηρύττει Χριστολογικὴ αἵρεση,
ἀρνούμενος ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία γέννησε τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦν Χριστόν, γι’ αὐτὸ
δὲν τὴν ἀποκαλοῦσε Θεοτόκο.
2. Ἡ αἵρεση
ποὺ ἐκήρυττε (πέρα ἀπὸ ὅσα ἐπιπλέον κακόδοξα καινοφανῆ δίδασκε) ἦταν
κατεγνωσμένη
καὶ καταδικασμένη
ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδο, ἀπὸ τὴν Β΄
Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ἀπὸ ἄλλες τοπικὲς Συνόδους, ὅπως ἀκριβῶς
συμβαίνει σήμερα μὲ τὸν Οἰκουμενισμό. Ἐπαναλάμβανε δηλαδή, κακόδοξες θέσεις τοῦ
Ἀρείου, τοῦ Ἀπολιναρίου, τοῦ Παύλου Σαμοσατέως καὶ ἄλλων αἱρετικῶν.
3. Ὁ λαὸς τῆς Κων/πόλεως ἀρχικὰ καὶ στὴ συνέχεια οἱ Πατριάρχες ἄλλων
τοπικῶν Ἐκκλησιῶν (ἅγιοι Κύριλλος καὶ Κελεστῖνος καὶ ἄλλοι ἱερωμένοι) ἀντιδροῦν, καταγγέλλουν τὴν κακοδοξία καὶ μὲ ἐπιστολὲς ἀνασκευάζουν
τὶς αἱρετικὲς θέσεις τοῦ Νεστορίου, ἐνῶ ταυτόχρονα πολλοὶ διακόπτουν τὴν κοινωνία μαζί
του, δηλαδὴ ἀποτειχίζονται.
4. Παρὰ ταῦτα καὶ ἐνῶ ἔγιναν συντομότατα γνωστὲς οἱ κακόδοξες θέσεις
τοῦ Νεστορίου καὶ ἡ ἐπιμονὴ του σ’ αὐτές, οἱ ἅγιοι Πατριάρχες συνεχίζουν νὰ θεωροῦν τὸν
Κύριλλο Πατριάρχη Κων/πόλεως, Ἐπίσκοπο καὶ συλλειτουργό τους, μὲ μυστήρια
καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία. Οὐδεμία νύξη ἢ συζήτηση γίνεται ποὺ νὰ ἀφήνει
τὴν παραμικρὴ ὑπόνοια ὅτι ἀμφισβητοῦν τὰ μυστήρια ποὺ τελεῖ (ὡς ἄκυρα), αὐτὸς καὶ οἱ ὁμοϊδεάτες
του ἱερωμένοι.
Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατριάρχες, ὅπως στὴ συνέχεια καὶ ἡ Σύνοδος,
παρουσιάζουν
τὸν Νεστόριο ὡς ἕνα Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ὅμως, ὡς μὴ ἐφαρμόζων
τὰ καθήκοντα ποὺ ὁ Χριστὸς διὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς χειροτονίας διὰ χειρῶν τῶν
πρὸ αὐτοῦ Ἐπισκόπων τοῦ ἀνέθεσε, κατέστη χαρακτηριστικὸ παράδειγμα «μισθωτοῦ»
ποιμένα, ψευδεπισκόπου καὶ
γιὰ τοῦτο αἱρετικοῦ «λύκου» καὶ
«ὄφεως»,
ποὺ ἀντὶ προστασίας καὶ τροφῆς πνευματικῆς καὶ σωτηριώδους σκορπᾶ δηλητήριο
στὸ ποίμνιό του, τὸ «τιτρώσκει» καὶ τὸ κατατρώγει.
5. Ἔτσι μὲ δεκάδες καὶ ἑκατοντάδες ἀναφορὲς οἱ Ἅγιοι, ἐκεῖνο ποὺ καυτηριάζουν καὶ σὲ ἐκεῖνο ποὺ
ἐπιμένουν δὲν εἶναι κάποια ἄκυρα μυστήρια ποὺ τελεῖ (γιὰ ἄκυρα μυστήρια δὲν
γίνεται καμία ἀναφορά) ἀλλὰ στὴν τεράστια βλάβη καὶ ψυχικὴ ζημία ποὺ προκαλεῖ ἡ κακοδιδασκαλία
τοῦ Νεστορίου, τὸ δηλητήριο ποὺ σκορπᾶ, καὶ γι’ αὐτὸ ἡ προσοχὴ καὶ ἐγρήγορση ποὺ
πρέπει νὰ ἔχουν οἱ πιστοὶ γιὰ νὰ μὴν πέσουν θύματα αὐτῶν τῶν κακόδοξων ἰδεῶν
του.
6. Τὸ μεγάλο αὐτὸ πρόβλημα οἱ Ἐπίσκοποι (καὶ κατ’ ἐξοχὴν οἱ ἅγιοι
Κύριλλος καὶ Κελεστῖνος) ἀντιμετωπίζουν σὲ δύο φάσεις. Ἡ πρώτη, ὅπως εἴδαμε,
ἄρχισε νὰ ἐφαρμόζεται ἀμέσως μετὰ τὴν διαπίστωση τῆς κακοδιδασκαλίας τοῦ
Νεστορίου, καὶ εἶναι οἱ ἐναντίον του ἀντιρρητικοί λόγοι, ἡ ἀναίρεση τῆς αἱρέσεως
καὶ ἡ διακοπὴ κοινωνίας καὶ ἀποτείχιση.
Σ’ αὐτὸ τὸ στάδιο τοῦ ἀποδεικνύουν ὅτι αὐτὰ ποὺ διδάσκει δὲν ἀποτελοῦν
πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία Συνοδικὰ στὸ
πρόσφατο παρελθόν, ὅτι ἐπιθυμοῦν νὰ ἀκούσει τὴν φωνή τους, νὰ ἐπανορθώσει καὶ νὰ
μετανοήσει, καὶ τὸν προειδοποιοῦν ὅτι σὲ ἐνάντια περίπτωση θὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὸ
ἀξίωμα ποὺ ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἔδωσε.
Τὴν ἴδια τακτικὴ μὲ τοὺς πρωταγωνιστὲς ἁγίους Κύριλλο καὶ Κελεστῖνο,
δηλώνουν ὅτι θὰ ἀκολουθήσουν καὶ θὰ πραγματοποιήσουν (ὅσοι δὲν τὴν εἶχαν κάνει ἀκόμα
πράξη) οἱ Ἐπίσκοποι καὶ ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν,
οἱ ὁποῖοι δι’ ἀνταλλαγῆς ἐπιστολῶν ἀλληλοπληροφοροῦνται γιὰ τὴν πορεία τῆς αἱρέσεως,
τὶς ἐπιπτώσεις της, καὶ προσπαθοῦν νὰ συντονιστοῦν γιὰ τὴν κοινὴ ἀντιμετώπισή
της. Καὶ παρότι οἱ διαδικασίες ἐνημερώσεως εἶναι χρονοβόρες, οἱ ἐπιστολὲς μὲ τὰ
μέσα διακινήσεως ἀργοποροῦν νὰ φτάσουν στοὺς ἀποδέκτες τους, χρειάζεται χρόνος
γιὰ νὰ μεταφραστοῦν κ.λπ., παρ’ ὅλα αὐτὰ τὸ θέμα τακτοποιεῖται μέσα σὲ ἐλάχιστο
χρονικὸ διάστημα, μὲ την ἐφαρμογὴ καὶ τοῦ δευτέρου σταδίου, ποὺ εἶναι ἡ
σύγκληση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τῆς δι’ αὐτῆς καταδίκης τοῦ Νεστορίου
καὶ τῶν ὁμοϊδεατῶν του. Τότε ἀφαιρεῖται καὶ τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμά του, τότε ἀπογυμνώνεται
πάσης ἱερατικῆς ἐξουσίας.
Τελειώνοντας αὐτὴν τὴν εἰσαγωγὴ πρέπει νὰ ἐπαναληφθεῖ ὅτι σὲ δεκάδες ἐπιστολὲς
καὶ ἑκατοντάδες σελίδες, γίνεται συνεχῶς λόγος γιὰ τὴν κακὴ ἐπίδραση ποὺ ἔχει ἡ
κακοδιδασκαλία τοῦ Νεστορίου, γιὰ τὸ πόσο αὐτὴ ἐπηρεάζει τοὺς
πιστούς, πόσο δηλητήριο καὶ μολυσμὸ μεταδίδει, πόσο δι’ αὐτῆς βλασφημεῖται ὁ
Κύριος καὶ ἡ Θεοτόκος, πόσο δι’ αὐτῆς ἀλλοιώνεται
καὶ διαστρέφεται ἡ πίστη, ἐμποδίζεται δὲ καὶ ματαιώνεται τὸ ἔργο τῆς
σωτηρίας, πουθενὰ ὅμως δὲν γίνεται λόγος γιὰ ἄκυρα μυστήρια. Ἡ Ἐκκλησία δὲν
μολύνεται ἂν κάποιοι αἱρετίζουν, ἀλλὰ μολύνονται αὐτοὶ ποὺ διδάσκουν τὴν αἵρεση
καὶ ὅσοι τὴν ἀποδέχονται. Ἡ Ἐκκλησία παραμένει ἀμόλυντη καὶ ἁγία, ἐφ’ ὅσον Ἅγιος
εἶναι ὁ ἀρχηγός της, παρότι περιέχει σαπρὰ μέλη, τὰ ζιζάνια, καὶ ἐφ’ ὅσον
πάντα θὰ ὑπάρχουν ἐκεῖνοι οἱ πιστοί, ποὺ θὰ ἀποδέχονται ἀκέραια τὴν διδασκαλία
Του καὶ τὶς Ἐντολές Του, καὶ ποὺ παρὰ τὶς ἀδυναμίες, τὶς ἁμαρτίες, τὶς
παρανοήσεις, ἔχουν ἀγαθὴ διάθεση καὶ ζῆλο νὰ μὴν παραβαίνουν τὸ θέλημά Του καὶ
νὰ μὴν καινοτομοῦν θεληματικά, ὅπως οἱ αἱρετικοί.
Εἶναι σαφέστατο λοιπόν, ὅτι οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ ἀγωνιστὲς Πατέρες καὶ
πιστοὶ τῆς ἐν λόγῳ ἐποχῆς (ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν περιόδων, ὅπως δι’
ἄλλων ἄρθρων καταδείξαμε) δὲν ἔκαναν λόγο, δὲν ἐνδιαφέρονταν, δὲν ἔστρεφαν τὴν
προσοχή τους σὲ θέματα πού (κι ἂν ἀκόμα προβλημάτιζαν κάποιους) ἦταν δυνατὸν νὰ
διασπάσουν τὸν ἀγώνα ἐναντίον τῆς αἱρέσεως,
ἦταν δυνατὸν νὰ διχάσουν. Εἶχαν καιρὸ μετὰ τὴν καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως νὰ ἐξετάσουν
θεολογούμενα θέματα, πάντα μὲ πνεῦμα ταπεινώσεως καὶ κατανοήσεως, «ἐν παροξυσμῷ ἀγάπης»,
γιατὶ σχεδὸν πάντα αὐτὰ τὰ θέματα ὁδηγοῦν σὲ διασπάσεις καὶ σχίσματα.
Ἀγωνίζονταν λοιπόν, γιὰ τὴν ἀναίρεση τῆς κακοδοξίας, διὰ τῆς διακοπῆς
τῆς κοινωνίας τῶν αἱρετιζόντων, χωρὶς πολυχρόνιες καὶ κακὲς «οἰκονομίες» καὶ
θεωρίες νεοφανεῖς περὶ «ἀχρικαιρισμοῦ» καὶ «δυνητισμοῦ», χωρὶς ἀπροσανατολιστικὲς
τοῦ ἀγῶνα, ἄκαιρες, ἀχρείαστες -τὴν συγκεκριμένη στιγμή- καὶ διασπαστικὲς
διαμάχες περὶ μυστηρίων. Ἔτσι ἀντιμετώπιζαν ἄμεσα τὴν αἵρεση, πρὶν αὐτὴ
κατασκανδαλίσει καὶ παραλύσει τὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν, πρὶν πιάσει ρίζες, πρὶν
«πιάσει στὰ δίχτυα της» πιστούς, πρὶν ἀποκτήσει ὀπαδούς, ἐπεκταθεῖ καὶ ἱκανοποιεῖ
συμφέροντα καὶ φιλοδοξίες, πρὶν ἀλλοιώσει ἐπικίνδυνα καὶ ἴσως ἀνεπίστροφα τὴν
πίστη καὶ τὸ ἦθος τῶν πιστῶν καὶ πρὶν διὰ τῆς διασπάσεως ἀποθαρρύνει τὸν ἀγῶνα
τῶν πιστῶν.
Εἶναι κατανοητὸς ἐν μέρει ὁ φόβος κάποιων σημερινῶν πιστῶν ποὺ ἰσχυρίζονται: πῶς θὰ πείσουμε τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀποτειχιστοῦν, ἐὰν τοὺς
λέμε ὅτι οἱ Οἰκουμενιστὲς ἔχουν ἔγκυρα μυστήρια;