«Ἡ γὰρ πλάνη οὐδαμοῦ ἵσταται»
«Καὶ
πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῇν ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ διωχθήσονται· πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι. σὺ δὲ μένε ἐν
οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης» (Β´ Τιμ. γ´ 12-14).
Οἱ Γραφὲς καὶ οἱ Ἅγιοι
Πατέρες ἔχουν κατὰ καιροὺς ἐπισημάνει τὸ βάραθρο τῶν κακῶν στὸ ὁποῖο ἔχουν
ὀλισθήσει καὶ οἱ αἱρετικοὶ «ὡς ἄφρονες»· οἱ ἴδιοι, ὅμως, δὲν τὸ
καταλαβαίνουν, ἐπιβεβαιώνοντες τὴν διδασκαλία τῆς Γραφῆς, ὅτι ὁ ἀσεβὴς καὶ ὁ
αἱρετικὸς δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει καὶ νὰ κατανοήσει τὴν ἀλήθεια, ἀφοῦ ὁ ἐγωϊσμὸς
τὸν ἐμποδίζει, καὶ προχωρεῖ «ἀπὸ γκρεμὸ
σ’ ἄλλο γκρεμό». Παρόμοιο κακὸ παθαίνουν καὶ ὅσοι ἐπικοινωνοῦν μαζί τους.
Ὁ ἅγιος
Κύριλλος Ἀλεξανδρείας χαρακτηρίζει παράφρονα τὸν αἱρετικό: