Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Αγ. Γρηγορίου Νύσσης, Εις το άχραντον Γενέθλιον του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.

Βλέποντας λοιπν τ σπήλαιο στ ποον γεννήθη Δεσπότης, φέρε στν νο σου τν σκοτεινν κα πόγειον βίο τν νθρώπων, στν ποον ρχεται ατς πο φανερώνεται στος «ν σκότει κα σκι θανάτου καθημένους». Κα περιτυλίσσεται σφιχτ μ σπάργανα ατς πο χει φορέσει τ δεσμ τν δικν μας μαρτιν. δ φάτνη εναι σταλος τν λόγων ζώων. Σ᾿ ατν γεννται Λόγος, στε ν «γνωρίσ βος τν κτησάμενον (τν διοκτήτην του) κα νος τν φάτνην το κυρίου ατο». Βος εναι ατς πο ερίσκεται στν ζυγν το Νόμου, κα νος τ χθοφόρον ζο πο εναι φορτωμένο μ τν μαρτία τς εδωλολατρίας. λλ κατάλληλος γι τ λογα τροφ κα ζω εναι τ χόρτο. « ξανατέλλων χόρτον τος κτήνεσι», λέγει Προφήτης. ν τ λογικν ζον τρέφεται μ ρτον. Γι᾿ ατ λοιπν « ξ ορανο καταβς ρτος τς ζως», τοποθετεται στν φάτνη, πο εναι στία τν λόγων ζώων, στε κα τ λογα ν γευθον τν λογικν τροφή, κα ν γίνουν λλογα. Μεσιτεύει λοιπν στν φάτνη μεταξύ του βος κα το νου Κύριος κα τν δύο, «να τ μεσότοιχον το φραγμο λύσας, τος δύο κτίσ ν αυτ ες ναν καινν νθρωπον», λευθερώνοντας τν να π τν βαρ ζυγ το Νόμου κα παλλάσσοντας τν λλον π τ φορτίον τς εδωλολατρίας.
λλ ς ψώσωμε τ βλέμμα στ οράνια θαύματα. Κοίτα, δν μς εαγγελίζονται μόνο Προφτες κα γγελοι ατν τν χαράν, λλ κα ο ορανο νακηρύττουν μ τ δικ τος θαύματα τν δόξαν το Εαγγελίου. π τν φυλ το ούδα νέτειλεν Χριστός μας, πως λέγει πόστολος, λλ ο ουδαοι δν φωτίζονται π τν νατολή του. Κα ο μάγοι, ν εναι σχετοι μ τς διαθκες τς παγγελίας κα ξένοι π τν ελογία τν πατέρων, προηγονται μως στν γνώση π τν σραηλιτικν λαό. Κα τν οράνιον στέρα νεγνώρισαν, κα τν Βασιλέα πο γεννήθη στ σπήλαιο δν γνόησαν. κενοι το φέρουν δρα, ατο τν πιβουλεύονται. κενοι τν προσκυνον, ατο τν καταδιώκουν. κενοι ερίσκουν τν ζητούμενον κα χαίρονται, ατο μ τν γέννηση το προσδοκωμένου ταράττονται. «δόντες», λέγει, «ο Μάγοι τν στέρα π το τόπου ο ν τ παιδίον, χάρησαν χαρν μεγάλην σφόδρα. ρώδης δ κούσας τν λόγον ταράχθη κα πάσα εροσόλυμα μετ᾿ ατο». Ο μάγοι το προσφέρουν λίβανον ς Θεν κα τιμον τ βασιλικν ξίωμα μ τν χρυσόν, κα μ κάποιαν προφητικν χάρη δηλώνουν τν οκονομία το Πάθους μ τν σμύρνα. ν ο λλοι καταδικάζουν σ ξόντωσιν λα τ νήπια της περιοχς, πράγμα πο θεωρ τι τος νοχοποιε χι μόνο γι σκληρότητα, λλ κα γι τν σχάτην νοησία. Τί νόημα χει δηλαδ παιδοκτονία; Κα γι ποον σκοπν τόλμησαν ο μιαιφόνοι ατ τ νοσιούργημα; πειδή, λέγει, να νέο θαυμαστν φαινόμενο το ορανο μήνυσε στος Μάγους τν νάδειξη το Βασιλέως.
-Τί λοιπόν; Πιστεύεις τι τ σημεο πο τν νήγγειλε εναι ληθινν τ θεωρες ς νυπόστατη διάδοση; ν εναι κανς ν κάν ποχειρίους τους ορανούς, τότε βεβαίως δν εναι στ χέρι σου ν τν πειράξς. ν μως δίδ στν ξουσία σου τν ζω κα τν θάνατό του, ματαίως τότε τν φοβεσαι. Διότι ατς πο φέρεται τσι, στε ν εναι ποχείριος στν ξουσία σου, γι ποον λόγο κατατρέχεται; Γιατί ξαπολύεται τ φριχτν κενο πρόσταγμα, ποτρόπαια πόφασις κατ τν νηπίων, ν ξοντωθον τ καημένα τ βρέφη; Ποίαν δικία καμαν; Ποίαν φορμν δωσαν, στε ν καταδικασθον σ θάνατο σ λλην τιμωρία; να μόνον ταν τ γκλημά τους, τι γεννήθησαν κα λθαν στν ζωή. Κα γι τν λόγον ατν πρεπε ν γεμίσ λη πόλις π δημίους κα ν συναχθ πλθος μητέρων κα νηπίων, κόσμος ν τος συμπαρίσταται, κα ο πατέρες τους κα λοι, πως εναι φυσικό, ν συγκεντρώνονται στ δράμα τν συγγενν τους. Ποος μπορε ν περιγράψ μ τν λόγο τς συμφορές; Ποις θ παρουσιάσ νώπιόν μας μ τν διήγηση τ πάθη τους; Τν νάμικτον κενον δυρμό, τν γοερ θρηνωδία παιδίων, μητέρων, συγγενν, πατέρων πο κραύγαζαν ξιολύπητα νώπιόν της πειλς τν δημίων; Πς ν ζωγραφίσ κανες τν δήμιον μπρς στ νήπιο μ γυμν τ ξίφος, μ βλέμμα γριεμένο κα φονικό, κα μ τς νάλογες φωνές, ν σύρη μ τ να χέρι τ βρέφος πρς τν αυτόν του κα μ τ λλο ν ψών τ ξίφος; Κα π τ λλο μέρος τν μητέρα ν προσπαθ ν πάρη τ παιδ π τ χέρια του, κα ν κτείν στν κόψη το ξίφους τν δικόν της τράχηλο, γι ν μν ντικρύσ μ τ μάτια της τ κακόμοιρο παιδί της, βρέφος κόμη ν χάν τν ζωή του στ χέρια το δημίου; Πς πάλι θ μποροσε κάποιος ν διηγηθ τ δράμα τν πατέρων; Τς παρακλήσεις τν τέκνων τους, τς κραυγές, τ τελευταία σφιχταγκαλιάσματά τους, κα πολλ παρόμοια πο συνέβαιναν κενες τς στιγμές; Ποος μπορε ν διεκτραγωδήσ τν πολύμορφο κα πολυτρόπον κείνη συμφορά, τς διπλς δίνες τν μητέρων πο μόλις προσφάτως γέννησαν, τν νυπόφορον φλόγα τς μητρικς στοργς; Πς τ καημένο τ βρέφος δέχετο τ θανάσιμον κτύπημα, ν ταν προσκολλημένο στν μαστν τς μητέρας του; Πς θλία μητέρα προσέφερε τ γάλα στ στόμα το νηπίου κα συγχρόνως δέχετο τ αμα του στν γκάλη της; Πολλς φορς μάλιστα μ τν ρμ πο εχε τ χέρι το δημίου, διεπέρασε μ να κτύπημα το ξίφους μαζ μ τ παιδ κα τν μητέρα, κα τ αμα κανε κοιν αλάκι πο σχηματίσθη π δύο πηγές. π τν μητρικν πληγν κα τ θανάσιμο τραμα το τέκνου της.
Κα πειδ νόσιος διαταγ το ρώδου περιελάμβανε κα τοτο, ν μν φαρμοσθ θανατηφόρος πόφασις μόνο στ νεογέννητα, λλ κα ν κάποιο εχε φθάσει στ δεύτερον τος ν φονευθ κα ατ μαζί, διότι γράφει «π διετος κα κατωτέρω», θέλει λόγος ν κφράσ κα λλην κόμη συμφορ πού, πως ταν φυσικό, συνέβη. Διότι πολλς φορς τ διάστημα τν δύο τν καμε τν δια γυναίκα δύο φορς μητέρα. Τί περίγραπτο πάλι ατ τ θέαμα, δύο δήμιοι ν σχολονται μ μίαν μητέρα. νας ν τραβ κοντά του τ νήπιο πο τρέχει γύρω της κα λλος ν ποσπ τ βρέφος π τν γκάλη της; Πόσο θ πέφερε τότε, πως εναι φυσικόν, θλία μητέρα, τν στιγμ πο σχίζετο καρδία της στ δύο τέκνα της, κα καιε πόνος κα τν δύο τ μητρικά της σπλάγχνα; Δν ξερε ποον π τος δύο κακος δημιος ν κολουθήσ, φο συραν τ παιδι νας π δ κα λλος π κε γι ν τ σφάξουν. Ν τρέξ στ νεογέννητο, πο τ κλάμα του ταν κόμη ναρθρο κα δν μποροσε ν κφρασθ; κούει μως τ λλο πο χει ρχίσει δη ν μιλ, ν προσκαλ ψελλίζοντας κα κλαίοντας τν μητέρα του. Τί ν κάν; Πς ν νταποκριθ; Σ ποίου φων ν παντήσ; Μ ποίου τν κραυγ ν νώσ τν δική της; Γι ποίου θάνατο ν θρηνήσ, φο ξ σου της σχίζουν κα τ δύο βέλη τν καρδία;
ς πομακρύνωμε μως τν κον π τος θρήνους γι τ νήπια, κα ς στρέψωμε τν νο μας στ εθυμότερα, σ᾿ ατ πο ρμόζουν στν ορτήν, ν κα Ραχήλ, μ τς δυνατς φωνές της, πως λέγει Προφήτης, δύρεται γι τν σφαγν τν τέκνων της.
Κατ τν μέρα μως τς ορτς, πως λέγει σοφς Σολομν, πρέπει ν λησμονονται ο συμφορές. Κα ποία ορτ ραγε χουμε πισημοτέρα π ατήν, κατ τν ποίαν λιος τς δικαιοσύνης διέλυσε τ πονηρ σκότη το διαβόλου, κα ναλαμβάνοντας τν δικήν μας φύση, φωτίζει μ ατν τν κτίση, κατ τν ποία ατ πο εχε πέσει νεστήθη, κα τσι ατ πο ερίσκετο σ πόλεμο συμφιλιώνεται, τ ποκηρυγμένον παναφέρεται, ατ πο εχε κπέσει π τν ζων πανέρχεται στν ζωήν, ατ πο εχε ποδουλωθε κα ερίσκετο σ αχμαλωσίαν ποκαθίσταται στ βασιλικν ξίωμα, ατ πο κρατετο δεμένο μ τ δεσμ το θανάτου πιστρέφει πελευθερωμένο στν χώρα τν ζώντων;
Τώρα, σύμφωνα μ τν προφητεία, «α χαλκα πύλαι το θανάτου συντρίβονται, κα συνθλίβονται ο σιδηρο μοχλοί», ο ποοι κρατοσαν τ νθρώπινον γένος δεσμευμένο μέσα στν φυλακ το θανάτου. Τώρα «νοίγεται», πως λέγει Δαβίδ, « πύλη τς δικαιοσύνης». Τώρα ντηχε σ᾿ λη τν οκουμένην μόφωνος «χος τν ορταζόντων». π νθρωπον λθεν θάνατος, π νθρωπο κα σωτηρία. πρτος πεσε στν μαρτία, δεύτερος νέστησε ατν πο εχε πέσει. γυναίκα περασπίσθη τώρα τν γυναίκα. πρώτη εχε νοίξει τν εσοδο στν μαρτία, ν ατ πηρέτησε τν πάνοδο τς δικαιοσύνης. κείνη δέχθη τν συμβουλν το φεως, ατ παρουσίασε τν ναιρέτην το φεως, κα γέννησε τν πηγν το φωτός. κείνη δι το ξύλου εσήγαγε τν μαρτία, ατ δι το ξύλου φερε στν θέση τς μαρτίας τ γαθόν.
Ξύλον ννο τν σταυρόν, κα καρπς το ξύλου τούτου γίνεται γι᾿ ατος πο τν γεύονται ειθαλς κα μάραντος ζωή. Κα κανες ν μ νομίζ τι μόνο στ μυστήριον το Πάσχα ρμόζει τέτοια εχαριστία. ς σκεφθ τι τ Πάσχα εναι τ τέλος τς Οκονομίας. Πς θ πραγματοποιετο τ τέλος, ἐὰν δν εχε προηγηθ ρχή; Ποον εναι ρχικώτερον π τ λλο; σφαλς Γέννησις π τν Οκονομία το Πάθους. Κα το Πάσχα λοιπν τ καλ εναι μέρος τν γκωμίων τς Γεννήσεως.
Κα ν πολογίσ κανες τς εεργεσίες πο ξιστορε τ Εαγγέλιον, κα διηγηθ λεπτομερς τς θαυματουργικς θεραπεες, τν νευ τροφίμων διατροφή, τν πάνοδο τν νεκρν π τ μνήματα, τν ατοσχέδιο παρασκευν το ονου, τν ποκατάστασιν τς γείας τν κάθε εδους σθενν, τν κδίωξιν τν δαιμονίων, τ λματα τν χωλν, τος φθαλμος πο πλάσθησαν π πηλόν, τς θεες διδασκαλίες, τς νομοθεσίες, τν μύησιν στ ψηλότερα δι μέσου τν παραβολν, λα ατ εναι δωρε τς παρούσης μέρας. Διότι ατ γινε ρχ τν γαθν πο κολούθησαν.
«γαλλιασώμεθα», λοιπόν, «κα εφρανθμεν ν ατ». Μ φοβηθομε τς ερωνεες τν νθρώπων, κα ς μ νικηθομε π ατος ταν προσπαθον ν μς ξευτελίσουν, πως μς παρακινε Προφήτης. Ατο χλευάζουν τν λόγο τς Οκονομίας, λέγοντας τι δν ρμόζει στν Κύριο ν λάβη νθρώπινο σμα κα ν ναμιχθ μ τν γέννησι στν ζω τν νθρώπων. γνοον, καθς φαίνεται, τ μέγα μυστήριον, πς δηλαδ σοφία το Θεο οκονόμησε τν σωτηρία μας. Εχαμε πωληθε κουσίως γι τς μαρτίες μας, κα εχαμε ποδουλωθ στν χθρν τς ζως μας σν γορασμένοι δολοι. Τί μεγαλύτερον πιθυμοσες ν σο προσφέρει Δεσπότης; χι τ ν παλλαγς π τν συμφορά; Τί περιεργάζεσαι τν τρόπο; Γιατί θέτεις νόμους στν εεργέτη κα δν ντιλαμβάνεσαι τς εεργεσίες του; Εναι σν ν πωθ κάποιος τν ατρ κα ν μέμφεται τν εεργεσία του, πειδ πραγματοποίησε τν θεραπεία μ ατν κα χι μ τν λλον τρόπο.
ν πιζητς π περιέργεια ν ρευνήσς τ μέγεθος τς Οκονομίας, σο ρκε ν μάθς τόσο μόνον, τι τ θεον δν εναι να μόνον π τ γαθά, λλ ποιο γαθ μπορε ν φαντασθ κανείς, κενο εναι. Τ δυνατόν, τ δίκαιον, τ γαθόν, τ σοφόν, λα τ νόματα κα τ νοήματα πο χουν σημασία θεοπρεπ. ναλογίσου λοιπν μήπως δν συνδυάσθησαν στ γεγονς ατ λα ατ πο επαμε. γαθότης, σοφία, δύναμις, δικαιοσύνη. ς γαθός, γάπησε τν ποστάτη. ς σοφός, πινόησε τν τρόπον πανόδου τν ποδουλωμένων. ς δίκαιος, δν κακομεταχειρίζεται ατν πο πεδούλωσε τν νθρωπο, κα τν πέκτησε σύμφωνα μ τ δίκαιόν της γορς, λλ δωσεν ς ντάλλαγμα τν αυτόν του πρ τν κρατουμένων, στε, μεταθέτοντας ς γγυητς τν φειλ στν αυτόν του, ν λευθερώσ τν αχμάλωτον π τν ξουσιαστήν του. ς δυνατός, δν κρατήθη π τν δη, οτε τ σμα του γνώρισε φθορά. Διότι δν ταν δυνατν ν νικηθ π τν φθορν ρχηγς τς ζως.
λλ ταν ντροπ ν δεχθ νθρωπίνην γέννηση, κα ν ποστ τν μπειρία τν παθημάτων το σώματος; Χαρακτηρίζεις τσι τν περβολ τς εεργεσίας; Πράγματι, πειδ δν ταν δυνατν ν παλλαγ τ νθρώπινο γένος μ λλον τρόπον π τ τόσο μεγάλα δεινά, κατεδέχθη Βασιλες τς παθείας ν νταλλάξ τν δια του τν δόξα μ τν δική μας ζωή. Κα εσέρχεται μν καθαρότης στν δικόν μας ρύπον, ρύπος μως δν γγίζει τν καθαρότητα, πως λέγει τ Εαγγέλιον. Τ κατεφθαρμένο σώζεται π τν νωσή του μ τ φθαρτο. φθορ δν πηρεάζει τν φθαρσία. Γι λα ατ γίνεται ρμονικ χορωδία π τν σύμπασα κτίσι. λοι ναπέμπουν μόφωνον δοξολογία στν Κύριον τς κτίσεως, κα κάθε γλώσσα, πουρανίων κα πιγείων κα καταχθονίων, ναβο τι «ελογητς Κύριος ησος Χριστς ες δόξαν Θεο Πατρς ες τος αἰῶνας τν αώνων. μήν».

Πηγή: "logosparakliseos"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.