Σήμερα
μία ἑβδομάδα πρίν τήν Πεντηκοστή ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τούς θεοφόρους Πατέρες
τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά καταθέσω στούς ἀδελφούς
αὐτές τίς σκέψεις πρός προβληματισμό ὅλων μας. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι ἐπίκειται ἡ λεγομένη Πανορθόδοξος Σύνοδος
καί πρέπει νά συνειδητοποιήσωμε ὅλοι τό πόσο ἔχουμε ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν γραμμή
καί Παράδοσι τῶν Πατέρων καί βεβαίως αὐτό ὁφείλεται βασικά εἰς τό ὅτι ἔχομε ὑποπέσει καί ἀκολουθοῦμε τήν
αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἐπικειμένης
λοιπόν τῆς λεγομένης Πανορθοδόξου Συνόδου πρέπει νά προσδιορίσωμε τά κριτήρια
μιᾶς Συνόδου, ὥστε νά ἐξακριβώσωμε ὄχι ἄν εἶναι Πανορθόδοξος ἀλλά ἄν εἶναι ὄντως
Ὀρθόδοξος Σύνοδος. Ἡ ἔκφρασις «Πανορθόδοξος Σύνοδος» μὲ τὴν ἔκφρασι «Οἰκουμενικὴ Σύνοδος» νομίζω δέν διαφέρει στήν ἔννοια
τήν γραμματική, ἀλλά στήν διάστασι πού δίδει ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις. Δηλαδή μία
Σύνοδος δέν βαπτίζεται ἁπλῶς καί μάλιστα ἐκ τῶν προτέρων, ὡς «Πανορθόδοξος» ἤ
«Οἰκουμενική», οὔτε οἱ ὅροι ἐξαρτῶνται ἀπό τό πλῆθος τῶν Ἐπισκόπων, ἤ τήν ἐκ
παντός τόπου συνάθροισί των, ἀλλά σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Μάξιμο τόν ὁμολογητή: «Τάς γενομένας συνόδους ἡ εὐσεβής πίστις
κυροῖ» καί ἐπίσης «ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης
κρίνει τάς συνόδους». (Πηδάλιον 1η ὑποσημείωσις εἰς τά
προλεγόμενα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Κατ’ αὐτήν τὴν ἔννοιαν ὀλιγάριθμος
Σύνοδος ( π.χ. στήν ἑν Ἀγκύρᾳ τοπική Σύνοδο ἦταν παρόντες δέκα ὀκτώ Πατέρες,
στήν ἐν Νεοκαισαρείᾳ εἴκοσι τρεῖς, στήν ἐν Γάγγρᾳ δεκατρεῖς κ.λ.π.) διά τῆς ἀναγνωρίσεως
τῶν Κανόνων των ἀπό τάς Οἰκουμενικάς ἀπέκτησαν Οἰκουμενικόν κύρος, καί ἀντιθέτως
πολυάριθμοι Σύνοδοι (ὅπως π.χ. ἡ ἐν Τύρῳ, ἡ ἐν Ἱερείᾳ, ἡ ἐν Φλωρεντίᾳ κ.λ.π.) ἀπεδείχθησαν
καί κατατάχθησαν στίς ληστρικές Συνόδους διότι ἔλειπε ἀπό αὐτές ἡ κατά τόν ἅγιο
Μάξιμο «εὐσεβής πίστις καί ἡ τῶν δογμάτων
ὀρθότης».
Βασικά λοιπόν ἡ πρώτη προϋπόθεσις διά
νά εἶναι Ὀρθόδοξος ἡ λεγομένη «Πανορθόδοξος Σύνοδος» εἶναι νά διακηρυχθοῦν τά Ὀρθόδοξα
δόγματα, νά ἑδραιωθῆ ἡ εὐσεβής πίστις, νά καταδικαστοῦν οἱ σύγχρονες αἱρέσεις
καί ὀνομαστικά οἱ σύγχρονοι αἱρετικοί καί κοντολογίς νά ἀποδείξη ἡ «Πανορθόδοξος
Σύνοδος» ὅτι συνεχίζει καί εὐθυγραμμίζεται μέ τήν Παράδοσι τῶν προηγουμένων Ὀρθοδόξων
Συνόδων.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἐπί τοῦ θέματος τούτου ἀναφέρει
τά ἐξῆς: «Οὐ γάρ
οἷόν τε συνόδῳ συναριθμηθῆναι τούς περί τήν πίστιν ἀσεβοῦντας οὐδέ πρέπει προκρίνεσθαι
πράγματος ἐξέτασιν τῆς περί πίστεως ἐξετάσεως. Χρή γάρ πρῶτον πᾶσαν περί τῆς πίστεως
διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καί τότε τήν περί τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι. Καί γάρ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός οὐ πρότερον
ἐθεράπευε τούς πάσχοντας, πρίν ἄν δείξωσι καί εἴπωσιν ὁποίαν πίστιν εἶχον εἰς αὐτόν. Ταῦτα παρά τῶν πατέρων ἐμάθομεν, ταῦτα ἀπάγγειλον
τῷ βασιλεῖ, ταῦτα γάρ καί αὐτῷ συμφέρει καί τήν Ἐκκλησίαν οἰκοδομεῖ. (Περί τῶν
γεγενημένων παρ’ Ἀρειανεῖς» (ΕΠΕ 9, 284, 15).
Δηλαδή ὁ Μέγας Ἀθανάσιος διδάσκει ὅτι ἀποκλείεται
ἡ συμμετοχή τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων στήν Ὀρθόδοξο Σύνοδο ὡς
συνέδρων αὐτῆς. Ἐπιτρέπεται μόνο ἡ προσαγωγή των ὡς ὑποδίκων πρός ἀπολογίαν, ὅπως
ἔγινε μέ τόν Ἄρειο καί τούς ὀπαδούς του κατά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, μέ τόν Νεστόριο
κατά τήν τρίτη Οἰκουμενική, μέ τούς εἰκονομάχους Ἐπισκόπους κατά τήν ἑβδόμη Οἰκουμενική
κ.λ.π.
Ἐπίσης ὁ Μέγας Ἀθανάσιος διδάσκει ὅτι ἡ
Σύνοδος γιά νά εἶναι Ὀρθόδοξος πρέπει πρῶτα νά ἐπιλύση Ὀρθοδόξως τά περί
πίστεως καί αἱρέσεως θέματα καί κατόπιν νά ἀσχοληθῆ μέ ὅλα τά ἄλλα. «Χρή γάρ πρῶτον πᾶσαν
περί τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καί τότε τήν περί τῶν πραγμάτων ἔρευναν
ποιεῖσθαι».
Στήν λεγομένη ὅμως «Πανορθόδοξο
Σύνοδο» ἔχει προ-αποφασιστεῖ καί προαναγγελθῆ ὅτι δέν θά ἀσχοληθῆ μέ θέματα
πίστεως. Αὐτό φαίνεται καί ἀπό τά προγράμματα καί τήν θεματολογία πού ἔχουν
καταρτίσει οἱ λεγόμενες «προσυνοδικές ἐπιτροπές». Ἐπίσης αὐτοί πού θά παρασταθοῦν
ὡς σύνεδροι τῆς Συνόδου θά εἶναι οἱ ἴδιοι αἱρετικοί Οἰκουμενιστές, ἀρχῆς
γενομένης ἀπό τόν βετεράνο καί πρωταγωνιστή τῆς αἱρέσεως, τόν Οἰκουμενικό
Πατριάρχη. Ἄρα λοιπόν ἡ λεγομένη «Πανορθόδοξος Σύνοδος» προαναγγέλει ἡ ἴδια μέ
λόγια καί ἔργα ὅτι δέν θά εἶναι Ὀρθόδοξος ἀλλά αἱρετική. Διότι πῶς εἶναι
δυνατόν μία Ὀρθόδοξος Σύνοδος νά μή ἀσχοληθῆ πρωτίστως καί κυρίως μέ τά θέματα
τῆς πίστεως, τά ὁποῖα ταλανίζουν ἐπί δεκαετίες τήν Ἐκκλησία καί ἔχουν ἤδη ἐπιρρεάσει
καί ἀμβλύνει τό Ὀρθόδοξο κριτήριο. Εἶναι δέ τά πρῶτα πού ἀπαιτοῦνται διά τήν
σωτηρία ἑκάστου.
Ἕνα δεύτερο κριτήριο
τό ὁποῖο ἐκ τῶν πραγμάτων φαίνεται ὅτι πρέπει νά ὑπάρχη σέ μία Ὀρθόδοξο Σύνοδο
εἶναι ὅτι τό φρόνημα τῶν Ἐπισκόπων καί ἡγουμένων πού θά συνέλθουν στήν Σύνοδο
πρέπει νά εἶναι Ὀρθόδοξο καί μαρτυρικό. Διότι ἄν αὐτοί πού θά συμμετέχουν στήν
Σύνοδο δέν ἔχουν Ὀρθόδοξο καί μαρτυρικό φρόνημα δέν φωτίζονται ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα,
ὥστε νά διακηρύξουν τά Ὀρθόδοξα δόγματα καί νά καταδικάσουν τίς αἱρέσεις.
Δηλαδή ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος δέν ἐνεργεῖ μαγικά καί καταναγκαστικά σέ ὅσους
Ἐπισκόπους συνέρχονται σέ Σύνοδο, ἀλλά μόνο σέ ὅσους ἔχουν ἀγαθή προαίρεσι, ἡ ὁποία
στήν προκειμένη περίπτωσι ἐκφράζεται μέ τό Ὀρθόδοξο καί μαρτυρικό φρόνημα.
Ἀπόδειξις τῶν λεγομένων εἶναι οἱ
πάμπολλες αἱρετικές Σύνοδοι κατά τίς ὁποῖες οἱ Ἐπίσκοποι ἐπειδή δέν εἶχαν Ὀρθόδοξο
φρόνημα, ὄχι μόνο δέν ἐφωτίστηκαν ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά ἀντιθέτως ἐσκοτίστηκαν
ἀπό τό πνεῦμα τῆς πλάνης καί διεκήρυξαν
αἱρέσεις, ἀθώωσαν τούς αἱρετικούς καί κατεδίκασαν τούς Ὀρθοδόξους. Κατ’ αὐτήν
τήν ἔννοια ὄχι μόνο ἡ λεγομένη «Πανορθόδοξος Σύνοδος» ἀλλά καί κάθε τοπική
Σύνοδος, πού συνέρχεται καί συγκαλεῖται στήν ἐποχή μας δέν εἶναι Ὀρθόδοξος,
διότι οἱ Ἐπίσκοποι πού τήν ἀποτελοῦν δέν ἔχουν τό Ὀρθόδοξο καί μαρτυρικό
φρόνημα τῶν Πατέρων καί Ἁγίων μας, καί δι’ αὐτό δέν ἐνεργεῖ εἰς αὐτούς ἡ χάρις
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὥστε νά γίνουν ὁμολογητές τῆς πίστεως καταδικάζοντας
συνοδικῶς τίς σύγχρονες αἱρέσεις καί ὀνομαστικῶς τούς σύγχρονους αἱρετικούς. Εἶναι
γεγονός ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι αὐτοί ἀποβλέπουν στίς θέσεις καί τά ἀξιώματα, τά ὁποῖα
ἀντιτίθενται σφόδρα στήν δημιουργία Ὀρθοδόξου καί μαρτυρικοῦ φρονήματος.
Στό σημεῖο αὐτό
πρέπει νά τονιστῆ ὅτι ὅταν οἱ Ἐπίσκοποι συνέρχονται σέ Σύνοδο καί ἔχουν Ὀρθόδοξο
καί μαρτυρικό φρόνημα, συνδιασκέπτονται, συνδιαλέγονται καί συμ-παρακάθονται στήν Σύνοδο μαζί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο ὑπαγορεύει
κατ’ ἀρχάς καί ἐπικυρώνει κατόπιν τίς Ὀρθόδοξες ἀποφάσεις των. Αὐτό ἀναφέρεται χαρακτηριστικά σέ ἕνα ἀπό τά τροπάρια τά ὁποῖα σήμερα ἀκούστηκαν
καί ἀναφέροντο στούς Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου:
«Ὅλην συγκροτήσαντες τήν τῆς ψυχῆς ἐπιστήμην, καί τῷ θείῳ
Πνεύματι, συνδιασκεψάμενοι, τό μακάριον, καί σεπτόν Σύμβολον, οἱ σεπτοί
Πατέρες, θεογράφως διεχάραξαν...» (Τροπάριον
τῶν Αἴνων τῆς ἑορτῆς).
Οἱ Ἐπίσκοποι αὐτοί μέ αὐτό τό
φρόνημα γίνονται σύμμαχοι μέ τόν Χριστό «Εὑρών
συμμάχους ὑμᾶς συνήθροισε, τῆ κραταιᾶ δυνάμει καθοπλίσας τοῦ Πνεύματος, ὁ Πατρί
συνάναρχος καί σύνθρονος, Λόγος ὁ πρό αἰώνων...» (Τροπάριον τῆς ἑνάτης ὠδῆς).
Μέ αὐτό τό φρόνημα οἱ Ἐπίσκοποι ἀγωνίζονται
γιά τόν Χριστό καί δέν ἀσχολοῦνται στήν Σύνοδο κατά τό δή λεγόμενο περί ἀνέμων
καί ὑδάτων: «Ὑπέρ σοῦ Δέσποτα ἀγωνιζόμενος,
ὁ χορός τῶν Πατέρων, σοῦ τούς ἐχθρούς, ἄγαν ἐτροπώσατο...» (Τροπάριο
τῆς τετάρτης ὠδῆς).
Ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ εἶναι οἱ αἱρετικοί,
δηλαδή σήμερα οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι.
Ἕνα τρίτο γνώρισμα
καί κριτήριο τό ὁποῖο ἔχει μία Ὀρθόδοξος Σύνοδος εἶναι ὅτι τά πρός ἐπίλυσι
θέματα, δογματικά κατ’ ἀρχάς καί λοιπά κατόπιν, δέν ἐπιλύονται ἐκτός τῆς
Συνόδου καί πρό τῆς συγκλίσεώς της, ἀλλά μέσα στήν Σύνοδο, διότι μέσα στήν
Σύνοδο καί ἔχοντας οἱ Ἐπίσκοποι αὐτό τό Ὀρθόδοξο καί μαρτυρικό φρόνημα, γίνεται
ἡ ἐπιφοίτησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί διακηρύσσεται ἡ Ὀρθόδοξος πίστις.
Αὐτό φαίνεται χαρακτηριστικά καί
κατά τήν σήμερον ἑορταζομένη Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, κατά τήν ὁποία οἱ Πατέρες ὄχι
μόνο ἔκαναν ἀγῶνα ἐναντίον τῶν Ἀρειανῶν διά νά τούς μεταστρέψουν εἰς τήν Ὀρθοδοξία,
ἀλλά ἐθαυματούργησαν κατά τήν διάρκεια τοῦ ἀγῶνος αὐτοῦ ἐντός τῆς Συνόδου, ὅπως
ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὁ ἅγιος Ἀχίλλειος κ.λ.π.
Ἀπεναντίας στήν λεγομένη
«Πανορθόδοξο Σύνοδο» τά πρός ἐπίλυσι θέματα, πέραν τοῦ ὅτι δέν εἶναι δογματικά
καί δέν ἀφοροῦν τήν πίστι καί τήν σύγχρονη αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐπιλύονται
ἐκ τῶν προτέρων, ἐκτός καί πρό τῆς Συνόδου, καί στήν Σύνοδο ἁπλῶς θά ὑπογραφοῦν
οἱ προειλημένες ἀποφάσεις. Αὐτό ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἐπίλυσις τῶν προβλημάτων καί ὁ
τρόπος ἐργασίας τῆς Συνόδου δέν εἶναι Ὀρθόδοξος καί ἁγιοπνευματικός ἀλλά
κοσμικός καί αἱρετικός. Ὁ λόγος δέ, πού ἐπί τόσα χρόνια καθυστερεῖ νά γίνη ἡ
Σύνοδος, εἶναι ἡ διαφωνία σέ κάποια προβλήματα τά ὁποῖα πρέπει νά ἐπιλυθοῦν ἐκ
τῶν προτέρων γιά νά παρουσιαστῆ μία φαινομενική συμφωνία, ἡ ὁποία προφανῶς θά ἐκληφθῆ ὡς ἐνέργεια τῆς
χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τά δέ προβλήματα πού ἀπασχολοῦν
τούς Ἐπισκόπους σήμερα, ἀντί νά εἶναι τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως, εἶναι
ἀντιθέτως οἱ τίτλοι καί οἱ δικαιοδοσίες ἑκάστου καί τό πῶς θά διακριθοῦν καί θά
αὐξηθοῦν τά προνόμια καί οἱ ἐξουσίες των. Δηλαδή ἡ αἵρεσις κατακαίει τούς Ὀρθοδόξους
καί αὐτοί μάχονται γιά ἐξουσίες, δικαιώματα, ὀφφίκια καί τίτλους.
Ἕνα τέταρτο γνώρισμα τό ὁποῖο ἔχει μία Ὀρθόδοξος
Σύνοδος εἶναι τό ὅτι οἱ ἀποφάσεις της πρέπει νά συμφωνοῦν ἀπολύτως μέ τις ἀποφάσεις
τῶν προηγουμένων Ὀρθοδόξων Συνόδων καί νά ὑπάρχη μεταξύ των πλήρης συμφωνία. Αὐτό
τό ἀναφέρουν καθαρά οἱ Πατέρες τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς στόν πρῶτο Κανόνα
των ὡς ἐξῆς:
«...ἀσπασίως τούς θείους Κανόνας ἐνστερνιζόμεθα, καί ὁλόκληρον τήν αὐτῶν
διαταγήν καί ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπό τῶν σαλπίγγων τοῦ
Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἐξ ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί τῶν
τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπί ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, καί τῶν ἁγίων Πατέρων
ἡμῶν· ἐξ ἑνός γάρ ἅπαντες καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τά
συμφέροντα· καί οὕς μέν τῷ ἀναθέματι παραπέμπουσι, καί ἡμεῖς ἀναθεματίζομεν, οὕς
δέ τῇ καθαιρέσει, καί ἡμεῖς καθαιροῦμεν, οὕς δέ τῷ ἀφορισμῷ, καί ἡμεῖς ἀφορίζομεν,
οὕς δέ ἐπιτιμίῳ παραδιδόασι, καί ἡμεῖς ὡσαύτως ὑποβάλλομεν. Ἀφιλάργυρος γάρ ὁ
τρόπος· ἀρκούμενοι τοῖς παροῦσιν· ὁ βεβηκώς εἰς τρίτον οὐρανόν καί ἀκούσας ἄῤῥητα
ῥήματα Παῦλος ὁ Θεῖος Ἀπόστολος διαῤῥήδην βοᾷ».
Δηλαδή μία Ὀρθόδοξος Σύνοδος
συμφωνεῖ μέ ὅλες τίς προγενέστερες Ὀρθοδόξους Συνόδους κατά τό γράμμα καί κατά
τό πνεῦμα, ἐργάζεται ὅπως ἐκεῖνες, δηλαδή καταδικάζει τίς σύγχρονες αἱρέσεις
καί ὀνομαστικά τούς αἱρετικούς. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ λεγομένη «Πανορθόδοξος
Σύνοδος», πρέπει νά καταδικάση ὄχι ἁπλῶς καί μόνο τούς Παπικούς ὡς ἀρχαίους αἱρετικούς,
ἀλλά καί τούς σύγχρονους Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι ἀθωώνουν τούς Παπικούς, αἴρουν
τά ἀναθέματα τῶν προηγουμένων Συνόδων, ἀναγνωρίζουν τά μυστήριά των,
συμμετέχουν ὡς ἰσότιμα μέλη στό Π.Σ.Ε. κ.λ.π.
Δηλαδή γιά νά εἶναι Ὀρθόδοξος ἡ
λεγομένη «Πανορθόδοξος Σύνοδος» πρέπει κατ’ οὐσίαν οἱ Ἐπίσκοποι νά
καταδικάσουν, τούς ἑαυτούς των, πρᾶγμα ἀνθρωπίνως ἀδύνατον καί θεϊκῶς ἀκατόρθωτο,
διότι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀναφέραμε, δέν ἐργάζεται στήν Σύνοδο αὐτή, στήν ὁποία
οἱ Ἐπίσκοποι δέν ἔχουν Ὀρθόδοξο καί μαρτυρικό φρόνημα.
Πρέπει νά λάβωμε ὑπ’ ὄψιν μας εἰς
τό σημεῖο αὐτό ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι πού συμμετεῖχαν στήν Σύνοδο Φλωρεντίας-Φερράρας,
ὅταν ἐξεκίνησαν ἀπό τήν Κων/πολι εἶχον Ὀρθόδοξο φρόνημα, σύμφωνα μέ τά ἀπομνημονεύματα
τοῦ Σιλβέστρου Συροπούλου, ἀλλά τό φρόνημα αὐτό δέν ἦταν μαρτυρικό καί δι’ αὐτό
ἐκάμφθη καί ἐπρόδωσαν ἅπαντες πλήν τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ.
Τέλος πρέπει νά ἀναφερθῆ
ὅτι στίς ἀποφάσεις μιᾶς ὄντως Ὀρθοδόξου Συνόδου οἱ πιστοί ὀφείλουν ὑπακοή καί
στίς ἀποφάσεις μιᾶς αἱρετικῆς Συνόδου οἱ πιστοί ὀφείλουν ἀνυπακοή. Τέτοια ἀνυπακοή
ἔκαναν οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς Κων/λεως ὅταν ἐπέστρεφαν οἱ Ἐπίσκοποι ἀπό τήν Ἰταλία,
μετά τήν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας-Φερράρας καί μάλιστα, σύμφωνα πάντα μέ τόν
Συρόπουλο, ἔφτασαν στό σημεῖο νά θέλουν νά κακοποιήσουν αὐτούς τούς προδότες τῆς
πίστεως Ἐπισκόπους καί νά τούς πετάξουν στήν θάλασσα. Ὁ λαός δηλαδή τοῦ Θεοῦ εἶναι
ὁ τελικός κριτής ἀκόμη καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἔχει δικαίωμα καί συγχρόνως
ὑποχρέωσι νά ἀκυρώση καί ἀθετήση κάθε Σύνοδο, ἡ ὁποία δέν θά λάβη Ὀρθόδοξες ἀποφάσεις
καί δέν θά βαδίση στά ἴχνη τῶν προγενεστέρων Συνόδων. Ἀρκεῖ ὁ λαός αὐτός νά
κρίνη Ὀρθοδόξως καί ἐλευθέρως καί ὄχι νά ἄγεται καί φέρεται ἀπό τίς ἀπειλές τῶν
Ἐπισκόπων καί πνευματικῶν, ἤ ἀπό τήν ἄγνοια καί ἀδιαφορία. Διότι εἰς αὐτήν τήν
περίπτωσι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀναφέρει τά ἐξῆς:
«Ποῖον
δέ μοι καί πλῆθος λέγεις; Τό μισθωθέν κολακείᾳ καί δώροις, τό κλαπέν ἀμαθείᾳ
καί ἀγνοίᾳ; τό πεπτωκός δειλίᾳ καί φόβῳ; τό προτιμῆσαν πρόσκαιρον ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν
τῆς αἰωνίου ζωῆς; ἅ πολλοί φανερῶς ὡμολόγησαν; πλήθει τό ψεῦδος κρατύνεις, ἔδειξας
τοῦ δεινοῦ τήν ἐπίτασιν· ὅσῳ γάρ πλείους ἐν τῷ κακῷ, τοσαύτῳ μείζων ἡ συμφορά» (P.G. 28,1341C).
Δηλαδή τό ψεῦδος καί ἡ αἵρεσις δέν
ἀλλάζει οὔτε παίρνει ἀξία, ἔστω καί ἄν τό ὑποστηρίζουν πολλοί ἤ καί ὅλοι, ὅπως ἐκ
τοῦ ἀντιθέτου ἡ ἀλήθεια δέν μειώνεται εἰς τό ἐλάχιστον, ἔστω καί ἄν τήν ὑποστηρίζουν
ὀλίγοι ἤ ἐλάχιστοι ἤ καί ἕνας.