Μόλις τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα
ὁ ἀρθρογράφος τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου» κ. Ζερβός Γ., ἀκολουθώντας τὴν “γραμμὴ” τῆς «Συνάξεως
κληρικῶν καὶ μοναχῶν», προσπάθησε νὰ περάσει τὴν θέση «ὅτι Διακοπὴ Μνημοσύνου
σημαίνει ἔξοδο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία». Καὶ βέβαια, βρῆκε τὸ δάσκαλό του στὸ πρόσωπο
τοῦ φιλοξενούμενου ἁγιορείτη ὁμιλητῆ Μοναχοῦ π. Σάββα, ποὺ ἔδωσε μὲ σταθερότητα
καὶ σαφήνεια τὴν δέουσα ἀπάντηση, ὅτι «ὅσοι διακόπτουν τὸ Μνημόσυνο δὲν
βγαίνουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία» (ἐδῶ).
Τώρα, παραδόξως, ὁ «Ὀρθόδοξος
Τύπος», ὁ ὁποῖος εἶναι ἐναντίον τῆς ἀποτειχίσεως (καὶ ἀρνεῖται πεισμόνως νὰ
δημοσιεύσει ὁποιοδήποτε κείμενο τῶν Ἀποτειχισμένων) ἀναδημοσιεύει ἕνα παλαιὸ κείμενο τοῦ π. Βασιλείου Γοντικάκη, τότε ποὺ ὁ π. Βασίλειος ἦταν ὑπὲρ τῆς Διακοπῆς
Μνημοσύνου!!! Καὶ μάλιστα ἀναδημοσιεύει τὸ τμῆμα περὶ Διακοπῆς Μνημοσύνου δυὸ φορές(!) στὴν ἴδια σελίδα! Μία στὸ ἄρθρο «Δραματικὴ Ἔκκλησις
Ἁγιορειτῶν Πατέρων πρὸς Ἅπαντας τοὺς Καθηγουμένους τοῦ Ἁγίου Ὄρους» (σελ. 1η
και 7η) καὶ μιὰ στὴν ἀναδημοσίευση τοῦ ἄρθρου τοῦ π. Β. Γοντικάκη (στὴν διπλανὴ στήλη, σελ. 7η).
Δὲν καταλαβαίνουν οἱ ἀδελφοὶ καὶ πατέρες τοῦ «Ὀρθόδοξου Τύπου», ὅτι ἔτσι ἐκθέτουν
καὶ τὸν π. Βασίλειο, ἀλλὰ πρωτίστως ἐκθέτουν τὸν ἑαυτό τους; Ἢ μήπως ἑτοιμάζονται γιὰ Ἀποτείχιση; Ἀλλὰ ἂν προχωρήσουν σὲ μιὰ τέτοια ἐνέργεια, αὐτὴ, δὲν θὰ τοὺς βγάλει (κατὰ τὰ λεγόμενά τους) ἐκτὸς Ἐκκλησίας; Ἐκτὸς ἄν, ἡ δική τους Ἀποτείχιση, θὰ εἶναι καθαρὴ καὶ κανονική,
ἐνῶ τῶν ἄλλων εἶναι ἀντικανονική!
Πατέρες καὶ ἀδελφοί, αὐτὲς
τὶς μέρες ἀκοῦμε τὸ "Μετανοεῖτε". Κι ἐσεῖς ἐπεξηγεῖτε τὸ «Μετανοεῖτε» καὶ τὸ κηρύττετε στοὺς ἄλλους! Μήπως πρέπει νὰ ἀφήσετε καὶ τὴν δική σας καρδιὰ νὰ ἀγγίξει ἡ μετάνοια; Καὶ δὲν μιλᾶμε γιὰ ὅσα εἶναι θέματα τοῦ Πνευματικού σας, ἀλλ' εἰδικὰ γιὰ τὸ καίριο αὐτὸ σημεῖο τῆς κοινωνίας σας μὲ τοὺς αἱρετικούς.
Πάψτε νὰ
ἀντιτίθεστε στὴν Πατερικὴ διδασκαλία. Πάψτε νὰ ἀπομονώνετε καὶ νὰ λοιδωρεῖτε, ὅσους
τὴν ἀκολουθοῦν. Κι ἂν ἐσεῖς δὲν θέλετε –ἐν τῇ ἐλευθερίᾳ σας, μὴ τὴν ἀκολουθήσετε·
δὲν σᾶς ἐκβιάζει κανεὶς νὰ κάνετε κάτι ποὺ δὲν θέλετε. Σᾶς καταδικάζει, ὅμως, στὰ
μάτια τοῦ Θεοῦ, ἡ χωρὶς ἀποδείξεις καὶ μὲ πεῖσμα προσπάθειά σας νὰ πείσετε τοὺς ἄλλους ὅτι ἡ γραμμή σας, τῆς ἐπι-κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς, εἶναι ἡ γραμμὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων!
Καὶ προσέξτε. Εἶναι ὄχι μόνο
ἀντιδεοντολογικὴ καὶ ἀντιδημοκρατική, ἀλλὰ κυρίως ἀντιχριστιανικὴ πράξη, νὰ ἀρνεῖσθε
τὴ δημοσίευση κειμένων ποὺ παρουσιάζουν τὴν Πατερικὴ διδασκαλία γιὰ τὸ θέμα τῆς
Διακοπῆς Μνημοσύνου. Ἂν τὰ θεωρεῖτε κακόδοξα, εἶστε ὑποχρεωμένοι (ὡς ἐκ τοῦ θεσμικοῦ
σας ρόλου) νὰ τὰ ἀντικρούσετε, γιὰ νὰ προφυλάξετε ὅσους τυχὸν θὰ παρασυρθοῦν. Ἂν
ὅμως, διὰ τῆς σιωπῆς θέλετε νὰ ἀποκρύψετε ἀπὸ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ τὴν ἀλήθεια, ἐπειδὴ ἐσεῖς δὲν θέλετε νὰ ἐφαρμόσετε, φέρετε
μεγάλη εὐθύνη.
Ἀναδημοσιεύουμε ἀπὸ τὸν «Ὀρθόδοξο
Τύπο» τὸ σχετικὸ δημοσίευμα γιὰ τὸν π. Βασίλειο Γοντικάκη.
Πηγή: "ὀρθόδοξος τύπος", 26 Δεκεμβρίου 2014
ΣΗΜΕΡΟΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ Ι.
ΜΟΝΗΣ ΙΒΗΡΩΝ ΚΑΙ ΤΑΣΣΕΤΑΙ ΠΑΡΑ ΤΩ ΠΛΕΥΡΩ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ
Πρωτάτο: Ὁ π. Β. Γοντικάκης καθήμενος τιμητικὰ δίπλα στὸν πατριάρχη. |
Ὅταν ὁ Καθηγούμενος
τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα
Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος
Γοντικάκης ἐδικαιολόγει τὴν διακοπὴν τοῦ Μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου
ΤΟΤΕ ΔΙΕΦΩΝΕΙ
ΜΕ ΤΑΣ ΦΙΛΟΠΑΠΙΚΑΣ
ΔΙΑΚΗΡΥΞΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ·
ΤΟΝ ΕΠΕΚΡΙΝΕ ΔΙΑ
ΤΑΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ
ΔΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ,
ΤΟ ΑΛΑΘΗΤΟΝ ΤΟΥ
ΠΑΠΑ· ΚΑΘΩΡΙΖΕ ΤΗΝ
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗΝ ΦΥΣΙΝ ΤΗΣ
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ· ΕΤΟΝΙΖΕΝ ΟΤΙ
Η «ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ» ΚΙΝΗΣΙΣ
ΕΥΡΕ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑΝ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΕΙΣ ΚΡΙΣΙΝ· ΕΖΗΤΕΙ ΝΑ
ΜΗ ΓΙΝΟΥΝ ΔΙΩΞΕΙΣ
ΔΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΚΟΠΗΝ
ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΚΑΙ
ΕΠΕΣΗΜΑΙΝΕ ΤΟ ΧΡΕΟΣ
ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ ΤΗΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΟΥ ΗΤΟ
ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ Ο
ΠΙΣΤΟΣ ΛΑΟΣ.
Παραθέτομεν
κατωτέρω τὴν ὁμολογιακὴ ἀπάντησιν, τὴν ὁποίαν εἶχε δώσει πρὸς τὴν Ἱερὰν Κοινότητα τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης διὰ τὴν διακοπὴν τοῦ μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου μετὰ τὰς φιλοπαπικὰς διακηρύξεις καὶ πράξεις τοῦ τελευταίου. Ἐτόνιζε τότε ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς: «Ἐπαύσαμεν τὸ μνημόσυνον αἰσθανθέντες ὅτι ἐξέλιπε πᾶν περιθώριον ἀνοχῆς ἢ προθεσμία ἀναμονῆς».
Εἰς τὸ κείμενον ὁ τότε Καθηγούμενος τῆς Σταυρονικήτα ἤσκει σοβαρωτάτην κριτικὴν διὰ τὰς θέσεις, τὰς ὁποίας ἐξέφραζεν ὁ μακαριστὸς Πατριάρχης διὰ τὴν ἕνωσιν τῶν Ὀρθοδόξων μετὰ τῶν Παπικῶν. Σήμερον, ποὺ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἐπαναλαμβάνει ὅσα καὶ ὁ μακαριστὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὁ τότε Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα καὶ νῦν Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων ἔχει πολὺ διαφορετικὴν θέσιν. Τὴν ἀπάντησιν τοῦ πατρὸς Βασιλείου Γοντικάκη εἶχε δημοσιεύσει
ὁ «Ο.Τ.» καὶ τὴν ἐπικαλοῦνται οἱ Ἁγιορεῖται Πατέρες εἰς τὴν εἰδικὴν ἔκδοσιν, τὴν ὁποίαν ἐξέδωσαν.
Ὁλόκληρος ἡ ἀπάντησις
Τὸ πλῆρες κείμενον τῆς ἀπαντήσεως τοῦ τότε Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου
Γοντικάκη ἔχει ὡς ἀκολούθως:
«Ἀπάντηση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα (ἡγούμενος ἀρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης), πρὸς τὴν Ἱερὰ Κοινότητα, γιὰ τὴν διακοπὴ τοῦ Μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα.
Πρὸς τὴν Ἱερὰν Κοινότητα Ἁγίου Ὄρους | Εἰς Καρυὰς | 7 Ὀκτωβρίου 1970
Τήν Ὑμετέραν Πανοσιολογιότητα | ἀδελφικῶς ἐν Κυρίῳ κατασπαζόμεθα.
Ἀπαντῶντες εἰς τό ὑπ’ ἀριθμ. 139/Κ/ 5.9.70 Ὑμέτερον ἐγκυκλιῶδες γράμμα ὁμολογοῦμεν ὅτι ἐχάρημεν ἰδιαιτέρως, διότι θίγετε ἕνα πρόβλημα τόσον βασικόν
καί θέτετε ἐρωτήματα σοβαρά ζητοῦντες λύσεις. Ἐρωτᾶτε:
«Ποία ἐκδήλωσις καί ποία ἐνέργεια ἐκ τοῦ Παναγιωτάτου κ. Ἀθηναγόρου θά ἦτο ἐνδεδειγμένη τόσον διά τήν
καθησύχασιν τῶν συνειδήσεων ὅσον καί διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς διαταραχθείσης ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος;».
1. Δυστυχῶς, ὡς ἀποδεικνύουν αἱ ἀλλεπάλληλοι καί ἐπί σειράν ἐτῶν πατριαρχικαί δηλώσεις δέν πρόκειται περί φραστικῶν λαθῶν ἤ δημοσιογραφικῶν ἀνακριβειῶν ἀλλά περί σταθερῶν πεποιθήσεων ἐκφραζομένων εὐκαίρως ἀκαίρως μετά πάσης ἐμφάσεως. Ἄρα δέν εἶναι δυνατόν μία ἐκδήλωσις τοῦ Πατριάρχου νά καθησυχάσῃ τήν ὀρθόδοξον συνείδησιν ἐφ’ ὅσον αἱ πεποιθήσεις τοῦ Φαναρίου καί ἡ διαγραφομένη πορεία του
παραμένει ἡ αὐτή. Συγκεκριμένως εἰς τήν ἡμετέραν Μονήν, παρ’ ὅλην τήν ἁγιορειτικήν ἀντίδρασιν, ἐμνημονεύαμεν μέχρι τινός τοῦ Πατριαρχικοῦ ὀνόματος φειδόμενοι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος. Μετά δέ τήν περί
Φιλιόκβε καί Πρωτείου, ὡς ἁπλῶν ἐθίμων, δήλωσιν τοῦ Πατριάρχου, ἐπαύσαμεν τό
μνημόσυνον, αἰσθανθέντες ὅτι ἐξέλιπε πᾶν περιθώριον ἀνοχῆς ἤ προθεσμία ἀναμονῆς.
Αἱ παρόμοιαι δηλώσεις δέν ἀποτελοῦν μόνον ἀναίρεσιν τῆς Θεοδιδάκτου καί ζωηφόρου
παραδόσεως τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ἀλλά συγχρόνως ἐμπαιγμόν πρός τόν
ταλαίπωρον Δυτικόν κόσμον, ὁ ὁποῖος κεκοπιακώς ἐκ τοῦ καύσωνος καί τῆς στείρας ὁδοιπορίας εἰς χώρους ἀβάτου καί ἀνύδρου ὀρθολογισμοῦ ζητεῖ, ἐνσυνειδήτως ἤ μή, τό ὕδωρ ἐκ τῶν πηγῶν τῆς σωτηρίας.
Ἡ ἐκφραζομένη πεποίθησις τοῦ Πατριάρχου (περί τοῦ ἀλαθήτου ὡς ἐθίμου) καί ἡ ὁραματιζομένη προοπτική του
(διά τόν τρόπον τῆς ἑνώσεως) δέν τόν ἀποξενώνει ἁπλῶς ἀπό τήν Ὀρθόδοξον συνείδησιν καί τό ἐκκλησιαστικόν πλήρωμα, ἀλλά τόν ἐμφανίζει ἥκιστα σοβαρόν καί εἰς τό πρόσωπον τοῦ ἰδίου, τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος μετ’ ἐμφάσεως ἐτόνισε –μετά τάς πατριαρχικάς
ταύτας δηλώσεις– τό, Θείῳ δικαίῳ, ἀλάθητόν του καί τήν ἕνωσιν τῶν Ἐκκλησιῶν ἄνευ τοῦ «παραμερισμοῦ τῶν ἀληθῶν δογμάτων» του. Τό νά ἀκολουθεῖ ὅθεν τάς πατριαρχικάς καί οἰκουμενικάς ἀκροβασίας κανείς, δέν ἀπάδει ἁπλῶς πρός τήν Ὀρθόδοξον ἱεροπρέπειαν ἀλλά καί ἀντίκειται πρός τήν στοιχειώδη σοβαρότητα. Σαφῶς ἄλλωστε ἡ ἀποφυγή ἀπαντήσεως τοῦ Πατριάρχου διά τήν μετά τοῦ κ. Ἀλεξίου συνέντευξίν του,
(παρά τήν ἐρώτησιν τῆς Ὑμετέρας Πανοσιολογιότητος),
ὑποδηλοῖ τό ἔγκυρον τοῦ ἐν λόγῳ δημοσιεύματος καί τήν πατριαρχικήν
προέλευσιν τῶν ἀπόψεων.
2. EINAI ΓΕΓΟΝΟΣ ὅτι ἡ οἰκουμενική κρίσις εὗρε τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, καί μάλιστα τήν Ἑλληνικήν, εἰς μίαν κάμψιν θεολογικῆς ζωῆς. Αὐτή ἡ θεολογική ἀναιμία, ἡ ἀπουσία τοῦ πατερικοῦ καί καθολικῶς σωτηρίου πνεύματος, παρουσιάζεται
ἀπ’αἰῶνος καί πλέον εἰς τάς θεολογικάς μας Σχολάς
καί τόν κηρυκτικόν λόγον. Παρατηρεῖται μιά πτῶσις τῆς Ὀρθοδόξου συνειδήσεως καί τῆς ὀργανικῆς συναφείας ἀληθείας καί ζωῆς εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Ἔγιναν σπάνιοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μεταγγίζουν τό δόγμα ὡς χάριν ζωῆς καί τήν Λειτουργίαν ὡς ἁγιασμόν ψυχῶν καί σωμάτων. Θά ἦτο βεβαίως ἄδικον καί ἀσυνεπές ἱστορικῶς ἄν ἀπεσιωπᾶτο ἡ παρουσιαζομένη ἀπό εἰκοσαετίας περίπου ἀναγέννησις τῶν πατερικῶν μελετῶν. Καί μιά ματιά μόνον εἰς τάς διδακτορικάς
διατριβάς καί τάς θεολογικάς ἐργασίας
τῶν τελευταίων ἐτῶν πείθει διά τήν πρός τούς
Πατέρας στροφήν καί στοργήν.
Ἐπίσης ἀναμφιβόλως ἔχομεν πάρα πολλούς καλούς (ἤ ὅπως ἀρεσκόμεθα νά τούς ἐπικαλοῦμεν συντηρητικούς) Ἀρχιερεῖς. Ἀλλ’ οὔτε ἡ ἀρχομένη πατερική ἀναγέννησις εἰς τὴν Θεολογίαν οὔτε ἡ ἀναφερθεῖσα συντηρητικότης, δύνανται
πρὸς τὸ παρόν νά λύσουν τὴν ὑπάρχουσαν βραδυγλωσσίαν καί
τὸν ἐνδοιασμόν πρὸς σαφῆ καί ἀπερίφραστον ὁμολογίαν πίστεως. Θά πρέπει πιθανῶς νά ἀναμένωμεν ὀλίγας ἐπί πλέον γενεάς, διά νά
τραφοῦν καί νά ἀνδρωθοῦν μορφαί ἱκαναί νά μαρτυρήσουν εὐθαρσῶς τήν Ὀρθόδοξον πίστιν εἰς Εὐαγγέλιον ζωῆς. Σήμερον ὡς συνέπεια καί κληρονομιά τῆς ἀσπονδύλου δογματικῶς ἀγωγῆς μας καί τῆς ἀπωλείας ὀργανικοῦ δεσμοῦ μετά τῆς ζώσης βυζαντινῆς μας παραδόσεως καί τῆς λειτουργικῆς θεολογίας εἶναι ἡ ἔλλειψις ἑτοιμότητος καί ἡ παρουσιαζομένη νωθρότης καί ἀνικανότης (μερική ἕως γενική) ὀρθοδόξου ὁμολογίας. Ἀντ’ αὐτῆς δέ παρουσιάζεται, ὡς ἀντίδρασις, ὁ διπλοῦς κακοήθης ὄγκος: ἑνός ἐπιπολαίου οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐκμεταλλευόμενος τήν γενικήν ἀνεδαφικότητα καί τόν περισπασμόν τῆς ἐποχῆς ὁμιλεῖ διά ἑνώσεις καί συνομοσπονδιακήν συνύπαρξιν ἀγνοῶν καί περιπαίζων τήν ὀντολογικήν βάσιν τῆς ἀληθείας καί τοῦ δόγματος καί ἑνός τυφλοῦ ἀνθενωτισμοῦ ἐγωϊστικῆς συσκοτίσεως καί δημιουργοῦ ἀπεριορίστων ἀλληλοαφοριζομένων παρατάξεων.
Ἐνῷ δέ ἡ Ἐκκλησία δοκιμάζεται διά τῆς πολώσεως τῶν ἀκραίων τούτων τάσεων καί
χειμάζεται διά τοῦ ἀκρωτηριασμοῦ τῆς γνησίας μαρτυρίας της,
καί ἐνῷ αἱ οἰκουμενικαί μεγαλοστομίαι αὐξάνουν, ἐντός τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ καί τοῦ θεολογικοῦ «λείμματος » κυοφορεῖται ἡ μυστική καί ἀκατάβλητος ἀντίδρασις. Εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν εἷς διώξεται χιλιάδας, διότι δέν πρόκειται περί τῆς ἀτομικῆς του δυνάμεως, ἡ ὁποία δρᾷ, ἀλλά περί τῆς φανερώσεως τῆς δυνάμεως ἡ ὁποία συνθλᾷ καί λικμίζει τήν ἀνυπόστατον θρασύτητα τῶν αἱρέσεων. Δέν πρόκειται περί ἀνθρωπίνου πάθους, ἀλλά περί συμπλοκῆς τοῦ ἐφημέρου, παροδικοῦ καί αὐτοκαταδικαστέου, πρός τό αἰώνιον καί ἀκατάβλητον τῆς ἀσαλεύτου βασιλείας τῆς Ἐκκλησίας. Ἐφ’ ὅσον ἀδρανοῦν οἱ κατά πρώτιστον λόγον ὑπεύθυνοι, διεγείρεται αὐτή ἡ ἐσωτερική καί καθολική
συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας. Τήν εὐθύνην ἐπωμίζεται ὁ φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ πιστός λαός, τοῦ ὁποίου πάντοτε ἀνά τά πέρατα τῆς Οἰκουμένης καί διά τῶν αἰώνων «ἡ ψυχή καί ἡ καρδία εἶναι μία».
Ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει τόν οἰκουμενισμόν της. Διά τῆς τριαδικῆς συγκροτήσεως τῆς ὑπάρξεώς της πραγματοποιεῖται ἐν αὐτῇ ἡ τῶν πάντων ἕνωσις, διά τὴν ἐπέκτασιν τῆς ὁποίας εὔχεται. Ἡ ἕνωσις αὐτή δὲν λαμβάνει χώραν εἰς τήν ἱστορικήν ἐπιφάνειαν ὡς ψιλόν ἐξωτερικόν συμβάν, ἀλλ’ ἱερουργεῖται ἐντός τοῦ θεανθρωπίνου μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, ὡς λειτουργικόν γεγονός καί
τριαδική μυσταγωγία. Εἶναι
σταυρός καί ἀνάστασις. Διά νά ἔλθῃ ἡ ζύμη τῆς ξένης αὐτῆς ἑνότητος εἰς τήν γῆν ἐθυσιάσθη ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Διά νά διατηρηθῇ ἡ δυνατότης αὐτή «ἀεί σφαγιάζεται » ὁ Αὐτός.
Ἡ φύσις τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι καθολική ἐκκλησιολογικῶς. Ἡ φύση τοῦ κάθε Ὀρθοδόξου εἶναι οἰκουμενική πνευματικῶς: Ζῇ διά τὸν ἄλλον. Πονᾶ καί χαίρεται τόν πόνον καί
τὴν χαράν τοῦ ἄλλου ὡς ἰδικήν του. Εἶναι ἰδικός του ὁ πόνος καί ἡ χαρά τοῦ ἀδελφοῦ (Ἅγιος Συμεών). Καί αὐτό δέν συμβαίνει ἐπειδή ὁ ἴδιος τό ἀπεφάσισε ἤ ἡ κράσις του εἶναι τοιαύτη, ἀλλά διότι ἀνεγεννήθη καί ἀνεκαινίσθη ἡ θεοειδής ὀργάνωσις τοῦ εἶναι του, διά τοῦ βαπτίσματός του εἰς τὴν ζωήν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οὕτως ἡ προσφορά τῆς ἀγάπης του δέν εἶναι ἐφήμερος καί φθαρτός συναισθηματισμός,
ἀλλά ἀφορμή θεοφανείας καί ἀφθαρσίας διά τόν πλησίον.
Τό καλόν τῆς κρίσεως τήν ὁποία διερχόμεθα εἶναι ὅτι ἐγείρει ἐκ τοῦ ὕπνου καί θέτει τά δογματικά
προβλήματα ὡς προβλήματα ζωῆς. Αὐτό εἶναι μιά μοναδική δυνατότης
διά τήν ἀναγέννησιν τῆς ἀληθοῦς θεολογίας.
3. ΕΝΤΟΣ ΜΙΑΣ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑΣ
τοιούτων ἐκκλησιολογικῶν ὠδίνων, πολύ ὀρθῶς μᾶς μεταφέρετε τόν
προβληματισμόν: Μήπως ἡ παροῦσα στάσις τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου εἶναι ἁπλῶς ἀρνητική; Μήπως ἐμποδίζομεν ἀντί νά ὠφελοῦμεν; Διότι εἶναι ἀνεπίτρεπτον νά ἐπιβαρύνωμεν τήν Ἐκκλησίαν εἰς τόσον δυσκόλους
περιστάσεις διά προσθετικῶν ἀρνητικῶν καί σχισματογεννῶν ἀντιδράσεων.
Νομίζομεν ὅτι ἄν διακόπτεται τό μνημόσυνον
ἀνωδύνως καί ἀπό συνήθειαν, ἐάν παρατείνεται ἡ διακοπή χωρίς καμμίαν
πνευματικήν μέριμναν δι’ αὐτό,
πρόκειται περί ἀρνητικοῦ ἔργου. Περί μιᾶς ὄχι ἐν πολέμῳ ἐκτάκτου στάσεως, ἀλλά περί τῆς εἰσαγωγῆς μιᾶς πεπλανημένης παραδόσεως:
Τό νά μή μνημονεύεται (ἐπ’ ἀόριστον καί ἀνευθύνως) ὁ οἰκεῖος ἐπίσκοπος. Ἀπό μίαν οὕτως γενομένην διακοπήν
μόνον οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας θά ὠφεληθοῦν.
Ἐάν ὅμως ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου εἶναι ὁ συντομογραφικός καθορισμός
τῆς θέσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους μεταξύ τῶν δύο ἄκρων (οἰκουμενικῶν οὐνιτισμῶν διά τῆς ἀπεμπολήσεως τῆς δογματικῆς βάσεως καί ἀποκοπήν ἐκ τῆς Ἐκκλησίας δι’ ἀτομικιστικοῦ ζήλου) τότε δικαιολογεῖται. Ἐάν εἶναι μία ἔκφρασις τῆς μυστικῆς καί ἀγρύπνου μοναχικῆς συμμετοχῆς εἰς τήν ζωήν καί τόν πόνον τῆς Ἐκκλησίας τότε ἐπιτελεῖ ἔργον θετικόν.
Ἡ μοναχική εὐαισθησία εἰς τά θέματα τῆς πίστεως ἀποτελεῖ τόν δείκτην κατευθύνσεως
καί ζωῆς διά τόν ἀγωνιζόμενον πιστόν λαόν. Ἐπειδή δέ ἐν προκειμένῳ τό βάρος καί ἡ εὐθύνη μιᾶς ὀρθοδόξου μαρτυρίας ἐναπόκειται εἰς τόν Ὀρθόδοξον λαόν, γίνεται ἀντιληπτόν τό ἐπίκαιρον καί ἐπεῖγον δι’ ἡμᾶς τῆς μοναχικῆς νήψεως καί ἐγρηγόρσεως. Χωρίς καμμίαν ἐξωτερικήν ἀλλαγήν, ἐάν τό Ἅγιον Ὄρος βιοῖ τήν πνευματικήν του
παράδοσιν, θά ἐξακολουθεῖ νά ἀποτελῇ σημεῖον σταθερότητος καί ἐλπίδος ἐν μέσῳ τῶν πολλῶν καταποντισμῶν. Θά εὐαγγελίζεται διά τῆς ὑπάρξεώς του (τοῦ λόγου ἤ τῆς σιωπῆς του) πόσον τὸ παλαιόν καί παραδοσιακὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν εἶναι ὁλοζώντανον καὶ ἑκάστοτε σύγχρονον, διότι παρεδόθη καί παραδίδεται ἀκαταπαύστως ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς Αὐτήν.
Πάντως πρός τό παρόν ἡ ἐμβάθυνσις εἰς τό διατί τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου (καί ὄχι ἡ ἐπανάληψίς του), καί ἡ ἐπαγρύπνησις εἰς τό μοναχικόν μας χρέος,
συμβάλλουν εἰς τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος καί τήν καθησύχασιν
τῶν τεταραγμένων συνειδήσεων.
Ἐπί πᾶσι τούτοις εὐχόμενοι ἀδελφικῶς, πᾶσαν παρά Κυρίου ἐνίσχυσιν καί εἰς τήν συγκεκριμένην Ὑμῶν προσπάθειαν διατελοῦμεν μετά πολλῆς ἀγάπης καί τῆς ἐν Κυρίῳ φιλαδελφίας.
Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα
† Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος
καί οἱ σύν ἐμοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί».
(Πηγή: Ὀρθόδοξος Τύπος, 15 Ἰουνίου 1971, ἀ.φ. 142, σελ. 4).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.