Εἶναι γεγονός
ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Φωτόπουλος εἰς τήν εἰσήγησί του ἦτο εἰλικρινέστερος καί συνεπέστερος ἀπό τούς δύο προηγουμένους εἰσηγητές
τῆς Ἡμερίδος αὐτῆς, παρ’ ὅτι καί αὐτός προσεπάθησε νά ὁδηγήση τά συμπεράσματά
του, ὥστε αὐτά νά ἐναρμονισθοῦν πλήρως
μέ τήν γενική πορεία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί βεβαίως τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς.
Καί λέγομε ὅτι ἦταν εἰλικρινέστερος καί συνεπέστερος, διότι δέν ἐχρησιμοποίησε τήν μέθοδο τοῦ Μητροπολίτου Πειραιῶς (ἐδῶ), ὁ ὁποῖος ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος τῆς εἰσηγήσεώς του δέν ἔκανε τίποτε ἄλλο, ἀπό τό νά διαστρέφη, νά ἀλλοιώνη καί κυριολεκτικά νά στραγγαλίζη τήν διδασκαλία καί τόν βίο τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου· οὔτε ἐχρησιμοποίησε τήν μέθοδο τοῦ δευτέρου εἰσηγητοῦ π. Βασιλείου Παπαδάκη (ἐδῶ), ὁ ὁποῖος ἐπέταξε στόν κάλαθο τῶν ἀχρήστων τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί ἀσχολήθηκε μέ κάποια παραδείγματα ἀπό τήν Ἱστορία, τά ὁποῖα, ὅταν ἀνεφέροντο σέ Ἁγίους, τά διέστρεφε ἀρκούντως, ἐνῶ, ὅταν ἀνεφέροντο σέ διάφορα ἄλλα γεγονότα, ἦσαν ὄχι πρός μίμησι, ἀλλά πρός ἀποφυγή.
Καί λέγομε ὅτι ἦταν εἰλικρινέστερος καί συνεπέστερος, διότι δέν ἐχρησιμοποίησε τήν μέθοδο τοῦ Μητροπολίτου Πειραιῶς (ἐδῶ), ὁ ὁποῖος ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος τῆς εἰσηγήσεώς του δέν ἔκανε τίποτε ἄλλο, ἀπό τό νά διαστρέφη, νά ἀλλοιώνη καί κυριολεκτικά νά στραγγαλίζη τήν διδασκαλία καί τόν βίο τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου· οὔτε ἐχρησιμοποίησε τήν μέθοδο τοῦ δευτέρου εἰσηγητοῦ π. Βασιλείου Παπαδάκη (ἐδῶ), ὁ ὁποῖος ἐπέταξε στόν κάλαθο τῶν ἀχρήστων τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί ἀσχολήθηκε μέ κάποια παραδείγματα ἀπό τήν Ἱστορία, τά ὁποῖα, ὅταν ἀνεφέροντο σέ Ἁγίους, τά διέστρεφε ἀρκούντως, ἐνῶ, ὅταν ἀνεφέροντο σέ διάφορα ἄλλα γεγονότα, ἦσαν ὄχι πρός μίμησι, ἀλλά πρός ἀποφυγή.
Ο π. Ιωάννης Φωτόπουλος |
Ὁ π. Ἰωάννης
Φωτόπουλος λοιπόν ἀνεφέρθη κατ’ ἀρχάς εἰς
τήν λειτουργική ἑνότητα καί τή θέσι τοῦ Ἐπισκόπου μέσα σ’ αὐτήν, ὅπως ἐπίσης
καί σέ κάποιες διδασκαλίες τῶν ἁγίων Πατέρων, σχετικές μέ τό θέμα τό ὁποῖο
διεπραγματεύετο καθώς καί κάποια παραδείγματα ἀπό τόν βίο τους. Ἔκανε ἀκόμη καί
κάποια ἀναφορά στούς δύο Κανόνες (31ον Ἁγίων Ἀποστόλων καί 15ον
Πρωτοδευτέρας Συνόδου) καί τελικά κατέληξε μέ τή μόνιμη ἐπωδό τῶν ἐφησυχαστῶν
καί χαρτοπολεμιστῶν, δηλαδή μέ τήν τακτική τῶν συγχρόνων γερόντων.
Ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἀνέφερε,
ἄν ἐλέγοντο χωρίς σκοπιμότητα καί κυρίως χωρίς τίς διπλωματικές ἐπεξηγήσεις, οἱ
ὁποῖες ἀποσκοποῦσαν στήν ἀποπλάνησι ἀπό τήν ἀλήθεια καί στήν ἐξαγωγή τῶν
συμπερασμάτων πού ἐνδιέφερε τούς διοργανωτές τῆς Ἡμερίδος, θά ἦσαν ὅλα ὑπέρ τῆς
ἀμέσου ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, πλήν βεβαίως τῆς κατακλεῖδος,
δηλαδή τῆς τακτικῆς τῶν συγχρόνων γερόντων. Οἱ διπλωματικές ὅμως ἐπεξηγήσεις
καί παρεμβάσεις τοῦ π. Ἰωάννου Φωτόπουλου στήν διδασκαλία καί τόν βίο τῶν Ἁγίων,
ὡδηγοῦσαν στά συμπεράσματα τά ὁποῖα ἦσαν ἐπιθυμητά καί ἀποδεκτά ἀπό τούς Ἀντιοικουμενιστές.
Καί εἰς αὐτήν
βεβαίως τήν εἰσήγησι δέν ἔλλειψαν οἱ ἀλλοιώσεις τῶν κειμένων, οἱ κατάλληλες
περικοπές των καί ἀποσπασματικές ἀναφορές, καθώς καί ἡ ἀποσιώπησι ὅσων δέν ἐξυπηρετοῦσαν
τόν στόχο τῶν διοργανωτῶν καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν. Πάντως, ἀκούστηκαν ἐκ
μέρους του καί κάποιες ἀλήθειες, οἱ ὁποῖες εἰσῆλθαν στήν ἴδια χοάνη τῆς
στρατηγικῆς τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, ἀνεφέρθησαν ὡς ἐν παρόδῳ διά νά ἀλεσθοῦν
κατόπιν στόν μύλο τῶν διπλωματικῶν ἐπεξηγήσεων καί παρουσιασθοῦν, τελικῶς, στόν
γενικό πίνακα ὡς δῆθεν συνηγοροῦσες ἤ ἔστω μή ἀντιστρατευόμενες στήν ἐνσωμάτωσι
καί παραμονή τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς.
Εἰς αὐτήν τήν
κριτική μελέτη τῆς εἰσηγήσεως τοῦ π. Ἰωάννου Φωτόπουλου δέν θά ἀναφερθοῦμε
λεπτομερῶς, διότι πολλά ἀπό αὐτά πού εἰσηγήθηκε τά σχολιάσαμε στήν κριτική
μελέτη τῶν προηγουμένων εἰσηγήσεων, ἀλλά θά ἀσχοληθοῦμε ἀκροθιγῶς, ἁπλῶς καί
μόνον γιά νά μή φανῆ στόν κάθε καλοπροαίρετο ἀναγνώστη, ὅτι ἀδικοῦμε τόν εἰσηγητή
ἤ μεροληπτοῦμε ὑπέρ τῆς ἀποτειχίσεως.
Κατ’ ἀρχάς
ξεκινώντας ὁ π. Ἰωάννης ἀνέφερε τά ἑξῆς: «Εὐχαριστῶ γιά τήν πρόσκληση νά ὁμιλήσω γι’ αὐτό
τό ἀκανθῶδες θέμα τῆς ἀποτειχίσεως».
Πῶς ἀλήθεια τό θέμα
τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, ἀπό ἁπλό καί
ξεκάθαρο, ἔγινε ἀκανθῶδες; Ὅταν δηλαδή στήν Ἁγία Γραφή ὑπάρχουν περισσότερα ἀπό
εἴκοσι (20) χωρία, στά ὁποῖα ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὁμιλεῖ ξεκάθαρα δι’ αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική
ἀπομάκρυνσι, ὅταν ὅλη ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων ὁμιλεῖ δι’ αὐτήν, ὅταν
τέλος οἱ ἱεροί Κανόνες τό κατοχυρώνουν, πῶς εἶναι ἀκανθῶδες, π. Ἰωάννη, αὐτό τό
θέμα τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους; Θά ἔπρεπε νά θεωρῆται ἀκανθῶδες
τό θέμα τῆς ἐνσωματώσεως καί ἐκκλησιαστικῆς παραμονῆς εἰς αὐτούς, διότι αὐτό ἀντίκειται
στήν Ἁγία Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί θά ἔπρεπε, ἐπειγόντως, νά ἀσχοληθοῦμε
μόνον μέ αὐτούς, διότι εἶναι παραβάτες τῶν εὐαγγελικῶν καί πατερικῶν ἐνταλμάτων
καί παρακαταθηκῶν, θά ἔπρεπε δέ διαρκῶς νά προσπαθοῦμε νά τούς πείσουμε διά τό
δέον γενέσθαι καί βεβαίως, ἄν χρειάζεται, νά τούς οἰκονομήσωμε γιά τήν ἀνθρώπινη
ἀδυναμία των.
Παρά ταῦτα ἐσεῖς θεωρεῖτε ἀκανθῶδες τό θέμα τῆς
ἀποτειχίσεως, δηλαδή τῆς Ὀρθοδόξου στάσεως καί πορείας ἐν καιρῷ αἱρέσεως, τήν
δέ ἐνσωμάτωσι καί ἀλληλοπεριχώρησι μέ τούς αἱρετικούς, δηλαδή τήν
παρανομία, τήν θεωρεῖτε διάκρισι,
σύνεσι, παραμονή ἐντός τῆς Ἐκκλησίας κλπ.
Εἶναι σάν νά ἐγίνετο
αὐτή ἡ Ἡμερίδα τήν ἐποχή τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων καί, κάποιος εἰσηγητής,
νά διεκήρυττε ὅτι εἶναι ἀκανθῶδες τό θέμα τῶν διωγμῶν ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί
πρέπει νά συμβιβασθοῦμε, κοινῶς «νά τά βροῦμε» μέ αὐτούς ἤ, ὅταν
συλλαμβάνεται κάποιος Χριστιανός ἀπό αὐτούς, νά συμβιβάζεται διά νά γλυτώση τά
μαρτύρια καί νά παραμένη συγχρόνως μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἤ, τό χειρότερο, νά ἐδήλωνε
ὁ εἰσηγητής ὅτι εἶναι ἀκανθῶδες τό θέμα καί δέν γνωρίζουμε τί πρέπει νά κάνωμε ἤ
ὅτι χρειαζόμαστε κάποιους Ἁγίους νά μᾶς καθοδηγήσουν στήν πορεία μας ἤ δέν ἔχουμε
τόν θεῖο φωτισμό καί τήν ἄσκησι τῶν Ἁγίων καί πρέπει νά συνοδοιπορήσωμε μέ τούς ἀπίστους «ἄχρι καιροῦ».
Τό θέμα τελικῶς τῆς ἀποτειχίσεως
ἀπό τούς αἱρετικούς εἶναι ὄντως ἀκανθῶδες, δι’ ἄλλο ὅμως λόγο· ἐπειδή δηλαδή τό
ἐφέραμε, μέ τίς δολιχοδρομίες καί τούς συμβιβασμούς μας, στά μέτρα τῆς Ν. Ἐποχῆς
καί ἐπειδή δέν ἐπιθυμοῦμε νά σηκώσωμε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ στήν προκειμένη
περίπτωσι, ὥστε νά ὑποστοῦμε τόν ὀνειδισμό Του. Δι’ αὐτόν τόν λόγο ἐφευρίσκουμε
πονηρές δικαιολογίες, ὅπως τόν κίνδυνο τῆς δημιουργίας σχισμάτων, τήν ἀπομάκρυνσι
ἀπό τήν Ἐκκλησία κλπ., γιά τά ὁποῖα οὔτε ἡ Ἁγία Γραφή ὡμίλησε, οὔτε οἱ Ἅγιοι, οὔτε
οἱ ἱεροί Κανόνες, ἀπεναντίας μάλιστα, δηλώνεται ἀπερίφραστα ὅτι ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό
τούς αἱρετικούς δέν δημιουργεῖ σχίσμα, διότι γίνεται ἀπό ψευδεπισκόπους,
ψευδοδιδασκάλους καί λύκους.
Τελικῶς συμβαίνει αὐτό τό ἐξωφρενικό καί ἀδιανόητο.
Οἱ μέν Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι νά
βαδίζουν μεθοδευμένα πρός τήν αἵρεσι, ἀδιαφορώντας γιά τά σχίσματα, οἱ δέ Ἀντιοικουμενιστές
νά μήν ἀπομακρύνωνται ἀπό αὐτούς, γιά τόν φόβο δῆθεν τῶν σχισμάτων! Μέ τήν
στάσι των αὐτή ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ σχίσματος ἔχει διαστραφῆ μέσα των,
ὥστε νά θεωροῦν ὅτι σχίσμα δέν εἶναι ἡ ἀπόσχισις ἀπό τήν ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἐφαρμόζεται
διά τῆς ἐνσωματώσεως καί συμπορεύσεως μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, ἀλλά ἡ ἀπόσχισις
ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, τό ὁποῖο συντελεῖ οὐσιαστικά στήν σωτηρία καί στήν ἀποφυγή
τοῦ σχίσματος. Δηλαδή πρεσβεύουν οἱ Ἀντιοικουμενιστές τήν Ἐκκλησία τῆς Ν. Ἐποχῆς
ἡ ὁποία εἶναι Ἐπισκοποκεντρική.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ π. Ἰωάννης
ἐγκωμιάζοντας τόν Μητροπολίτη Πειραιῶς ὅτι δῆθεν σηκώνει τό βάρος καί τόν ὀνειδισμό
τοῦ Χριστοῦ ἀνέφερε καί τά ἑξῆς: