Ἡ Θεοτόκος ἀπὸ τὴν Ἀνάληψη
τοῦ Χριστοῦ ἕως τὴν Κοίμησή της παρέμενε μεταξὺ τῶν μαθητῶν Του, «ἀναπληροῦσα τὸ
ὑστέρημα τοῦ Χριστοῦ»1. Ὡστόσο, τὸ πνευματικὸ σῶμα της, ἂν καὶ
ἔφερε τοὺς ὑπὲρ φύσιν τρόπους λειτουργίας, ἂν καὶ ἀξιώθηκε νὰ ὁμοιωθεῖ στὴν
πνευματικὴ ποιότητα μὲ τὸ ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Υἱοῦ της, δὲν εἶχε ἀκόμη ἀποκτήσει
τὴν τελειότητα τῆς λεπτῆς συστάσεως τῶν ἀγγελικῶν σωμάτων2.
Ἔχοντας πλέον διακονήσει τόσο ὡς Μητέρα Θεοῦ, ὅσο καὶ ὡς Μητέρα τῶν Ἀποστόλων, μεθίσταται κοντὰ στὸν ἀγαπημένο τῆς Υἱό, διότι, «ἦταν ἀνάγκη ἡ παναγία ἐκείνη ψυχὴ νὰ χωρισθεῖ ἀπὸ τὸ ὑπεράγιο ἐκεῖνο σῶμα. Χωρίζεται βέβαια καὶ ἑνώνεται μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ Υἱοῦ της, μὲ τὸ πρῶτο φῶς ἑνώνεται τὸ δεύτερο. Καὶ τὸ σῶμα, ἀφοῦ ἔμεινε γιὰ λίγο στὴν γῆ, ἀναχώρησε κι αὐτὸ μαζὶ μὲ τὴν ψυχή»3.
Ἔχοντας πλέον διακονήσει τόσο ὡς Μητέρα Θεοῦ, ὅσο καὶ ὡς Μητέρα τῶν Ἀποστόλων, μεθίσταται κοντὰ στὸν ἀγαπημένο τῆς Υἱό, διότι, «ἦταν ἀνάγκη ἡ παναγία ἐκείνη ψυχὴ νὰ χωρισθεῖ ἀπὸ τὸ ὑπεράγιο ἐκεῖνο σῶμα. Χωρίζεται βέβαια καὶ ἑνώνεται μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ Υἱοῦ της, μὲ τὸ πρῶτο φῶς ἑνώνεται τὸ δεύτερο. Καὶ τὸ σῶμα, ἀφοῦ ἔμεινε γιὰ λίγο στὴν γῆ, ἀναχώρησε κι αὐτὸ μαζὶ μὲ τὴν ψυχή»3.
Ἡ παναγία Κοίμηση τῆς
Θεοτόκου δὲν εἶναι θάνατος ὡς ἀποτέλεσμα ἁμαρτίας, ἀλλὰ μόνον ἁπλὴ μεταποίηση τῆς
μεταπτωτικῆς παχύτητος στὴν συνδρομὴ τῶν σωματικῶν στοιχείων ποὺ χαρακτηρίζει τὴν
λεπτὴ σύσταση τῶν σωμάτων τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης ἐπισημαίνει
τὴν ἄφθαρτη διάσταση τοῦ θανάτου της: «ὡς
γὰρ τικτούσης ἡ νηδὺς οὐ διέφθαρτο, οὕτω θανούσης ἡ σὰρξ οὐ διόλωλεν· ὢ τῶν
θαυμάτων! Ὁ τόκος διέφυγε τὴν φθορὰν καὶ ὁ τάφος τὴν διαφθορὰν οὐ προσήκατο· τῶν
γὰρ ὁσίων οὐχ ἅπτεται»4. Καθὼς ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ Μητέρα τῆς
Ζωῆς, εἶναι ἑπόμενο καὶ ὁ θάνατός της νὰ εἶναι «ζωηφόρος»5. Εἶναι ἁπλὴ ἀντιστροφὴ
τῆς σωματικῆς παχύτητος σὲ χιτώνα ἀφθαρσίας. Στὸ πανάγιο σῶμα βεβαίως δὲν
προστέθηκε τίποτε, διότι καὶ ἐπὶ γῆς ἦταν ἔμψυχος ναὸς τοῦ τελείου Πνεύματος.
Καθὼς δὲ «οὐδὲν μέσον Μητρὸς καὶ Υἱοῦ»6, ἦταν ἀδύνατο τὰ θεομητορικὰ μέλη, ποὺ
κοινώνησαν πολυτρόπως τὴν τελειότητα τῶν μελῶν τοῦ Χριστοῦ, νὰ μὴν γίνουν καὶ αὐτὰ
«σύμμορφα»7
τῆς λαμπρότητος τοῦ Ἀναστημένου Υἱοῦ καὶ νὰ μὴν λάμψουν καὶ αὐτὰ τὸ ἀναστάσιμο
Φῶς, στὸ ὁποῖο καὶ ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωὴ μετεῖχαν.
Μὲ ὑπέροχο λόγο ὁ Νικόλαος
Καβάσιλας συνοψίζει τὴν θεομητορικὴ ζωὴ ὡς ἀκόλουθη τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ
καταλήξει ὅτι καὶ ὁ θάνατός της ἀκολουθεῖ σὲ ὅλα ἐκεῖνον τοῦ Υἱοῦ της: «διότι ἔπρεπε
νὰ λάβει μέρος σὲ κάθε τὶ ποὺ ἔκανε ὁ Υἱός της γιὰ τὴν σωτηρία μας. Ὅπως τοῦ μετέδωσε
τὸ αἷμα καὶ τὴ σάρκα της κι ἔλαβε ἀμοιβαία μέρος στὶς δικές του χάριτες, κατὰ τὸν
ἴδιο τρόπο ἔλαβε μέρος καὶ σὲ ὅλους τους πόνους καὶ τὴν ὀδύνη του8
... Ἔτσι μετὰ τὰ βραβεῖα καὶ τὰ στεφάνια ποὺ ἔλαβε, μετὰ δηλαδὴ τὸν Ἥλιο τῆς
δικαιοσύνης ποὺ δέχθηκε μέσα της καὶ μὲ τὸν ὁποῖο ἑνώθηκε, δοκίμασε γιὰ χάρη μας
θλίψεις καὶ ὀδύνες, “ἀντὶ τῆς προσκειμένης αὐτῇ